ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1908/2008)
19 Ιουλίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ ΠΕΤΡΑΚΗ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
4. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ξ. Ξενοφώντος, για την Αιτήτρια.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια, Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας από 1.12.2008, μετατέθηκε στις 16.10.2008 προσωρινά και για περίοδο τριών μηνών από το Επαρχιακό Γραφείο Πάφου, όπου υπηρετούσε ως Λειτουργός Πολεοδομίας 1ης τάξης, στα κεντρικά γραφεία του Τμήματος στη Λευκωσία λόγω εκτάκτων υπηρεσιακών αναγκών. Προηγουμένως στις 25.8.2008 είχε προταθεί η μόνιμη μετάθεση της αιτήτριας από το Επαρχιακό Γραφείο Πάφου στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού, η οποία όμως μετάθεση δεν επετεύχθη ενόψει της προβολής από την αιτήτρια σειράς λόγων προς το αντίθετο επικαλούμενη κυρίως ιατρικούς λόγους λόγω χρόνιων προβλημάτων δισκοπάθειας στην οσφυϊκή και αυχενική μοίρα που άρχισαν από το 1984 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Στη δισκοπάθεια, η οποία χρειάστηκε εγχειρητική παρέμβαση στην Αμερική το 1985, προστέθηκε αργότερα πρόβλημα αυχενικής δισκοπάθειας το 2004, με εκφυλιστικές αλλοιώσεις σε πολλαπλά επίπεδα της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης.
Η αιτήτρια προσπάθησε να συμμορφωθεί με την προσωρινή και επίδικη μετάθεση χωρίς όμως αποτέλεσμα εφόσον δύο μόνο ημέρες μετάβασης και εργασίας στη Λευκωσία επιδείνωσαν την κατάσταση της με την επάνοδο μυϊκών σπασμών και ενοχλήσεων στα άκρα και στον αυχένα. Για όλα τα προβλήματα υγείας της, η αιτήτρια είχε εφοδιάσει τη διοίκηση με πλείστα όσα ιατρικά πιστοποιητικά.
Όπως προαναφέρθηκε, στις 19.11.2008 η Ε.Δ.Υ. πρόσφερε στην αιτήτρια προαγωγή από 1.12.2008 στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας την οποία η αιτήτρια αποδέχθηκε, με αποτέλεσμα όμως να της ανατεθούν νέα καθήκοντα και πάλι στα κεντρικά γραφεία του Τμήματος Πολεοδομίας στη Λευκωσία με επιστολή ημερ. 4.12.2008 από το Διευθυντή. Προσπάθεια της αιτήτριας μέσω του συνηγόρου της να τερματιστεί η προσωρινή μετάθεση της λόγω των προβλημάτων υγείας, αλλά και λόγω της προαγωγής της, εφόσον η μετάθεση της από την Πάφο στη Λευκωσία ήταν για έκτακτες τότε υπηρεσιακές ανάγκες που εν πάση περιπτώσει σχετίζονταν με τα καθήκοντα της προηγούμενης της θέσης, δεν απέδωσε καρπούς. Αυτό, παρά το γεγονός ότι είχε στο μεταξύ εκδοθεί πιστοποιητικό του Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 17.11.2008, με το οποίο διαπιστώθηκε στη βάση και των προηγούμενων πιστοποιητικών, των κλινικών και παραϊατρικών εξετάσεων, ότι η επί καθημερινής βάσεως μετακίνηση της αιτήτριας με αυτοκίνητο επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας της. Το Ιατρικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τρεις κυβερνητικούς ιατρούς συνέστησε στην εμπιστευτική διαβιβαστική του έκθεση προς το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως όπως η αιτήτρια «... αποφεύγει την καθημερινή οδήγηση ή μετακίνηση με αυτοκίνητο πέραν των 10 χιλιομέτρων από την κατοικία της προς αποφυγή επιπλοκών.». Υπήρξε όμως και νέα γνωμάτευση από ορθοπεδικό χειρούργο ημερ. 10.12.2008, η οποία κατέστησε σαφές μετά από επανεξέταση της αιτήτριας ότι αυτή παρουσίαζε επιδείνωση της κατάστασης της λόγω της καθημερινής μετακίνησης της, εμφανίζοντας ενοχλήματα πόνου, δυσκαμψίας, αδυναμίας της οσφυϊκής μοίρας, αιμωδίας και αδυναμίας του αριστερού κάτω άκρου, ενώ παρόμοια προβλήματα παρουσιάσθηκαν και στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης.
Ενόψει των πιο πάνω εισήχθηκε στις 12.12.2008 μονομερής αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της απόφασης ημερ. 16.10.2008, η οποία στέφθηκε με επιτυχία εφόσον το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε στις 19.12.2008 το ζητηθέν διάταγμα. Το διάταγμα αυτό κατέστη οριστικό στις 12.1.2009, όταν η Δημοκρατία δήλωσε ότι δεν θα υπέβαλλε τελικώς ένσταση κατά του κύρους του. Λίγες μέρες μετά η προσωρινή τρίμηνη μετάθεση έληξε. Παρά τη λήξη της προθεσμίας, η αιτήτρια επέμεινε στην προώθηση της προσφυγής της ενόψει της θέσης της ότι θα διεκδικούσε αποζημιώσεις λόγω των εξόδων και της ταλαιπωρίας που υπέστη και συνέχιζε να υφίσταται ενόψει και νέας προσωρινής μετάθεσης που η διοίκηση αποφάσισε και η οποία προσεβλήθη με νέα προσφυγή, την υπ΄ αρ. 122/2009, ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, στην οποία επίσης εκδόθηκε διάταγμα αναστολής.
Στις 5.1.2011, μετά την καταχώριση των αντιστοίχων αγορεύσεων και πριν τον ορισμό της υπόθεσης για διευκρινίσεις, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας στην υπό κρίση υπόθεση για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον παρά τη φυσιολογική λήξη της προσωρινής της μετάθεσης, επισυνάπτοντας προς τούτο, στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση της, σωρεία ιατρικών πιστοποιητικών και άλλων συναφών στοιχείων. Η αίτηση συνάντησε την ένσταση της Δημοκρατίας και απερρίφθη με απόφαση του Δικαστηρίου αυτού στις 29.4.2011.
Με δεδομένο ότι η επίδικη διοικητική πράξη έχει προ πολλού λήξει, παρέμεινε ουσιαστικά ως μοναδικό θέμα για την προώθηση της προσφυγής το έννομο συμφέρον της αιτήτριας. Κατά τις διευκρινίσεις στις 7.7.2011, ο κ. Σταυρινός υπέβαλε, με αναφορά σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι για να παραμένει έννομο συμφέρον πρέπει η μετάθεση να κατέλειπε συνέπειες και να προκλήθηκαν ζημιές οι οποίες όμως για να τύχουν δικαστικής κρίσης πρέπει να είναι επίδικες. Σύμφωνα με τον συνήγορο οι αξιώσεις αυτές θα ήταν επίδικες αν είχαν αναφερθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής, αλλά εδώ ουδεμία αναφορά σε βλάβη της αιτήτριας ένεκα της μετάθεσης, είχε καταγραφεί. Οι συνέπειες αυτές αναφέρθηκαν μόνο στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας. Ο κ. Ξενοφώντος αντίθετα εισηγήθηκε ότι προκύπτει θέμα έννομου συμφέροντος και ως θέμα δημοσίας τάξης που μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, αλλά προκύπτει και από την απόφαση του Δικαστηρίου αυτού στην αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ότι στην ουσία υπάρχει το έννομο συμφέρον.
Έννομο συμφέρον, κατά πάγια ακολουθούμενη νομολογία, πρέπει να έχει ένας αιτητής σε τρία διαφορετικά στάδια της όλης διαδικασίας. Όπως εξηγεί το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85, παρ. 457, έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά στάδια, ήτοι, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά την πρώτη συζήτηση της. Αν επέλθουν διαφοροποιήσεις στην όλη εξέλιξη των γεγονότων, τότε το έννομο συμφέρον μπορεί να εκλείψει είτε για λόγους υποκειμενικούς, είτε για λόγους αντικειμενικούς. Στη σελ. 86, παρ. 459, εξηγείται περαιτέρω ότι μεταξύ των αντικειμενικών λόγων για τους οποίους δυνατόν να εκλείψει μεταγενέστερα το έννομο συμφέρον, είναι και η λήξη του χρόνου ισχύος της ίδιας της πράξης. Σε τέτοια περίπτωση, όπου δηλαδή η μεταβολή επέρχεται μεταγενεστέρως της κατάθεσης της προσφυγής, τότε «.. η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.»
Παρόμοιο θέμα είχε απασχολήσει την Ολομέλεια στην Ιωάννης Κουμέρας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 537, τα γεγονότα της οποίας αφορούσαν διαθεσιμότητα υπαλλήλου η οποία είχε καθορισθεί για περίοδο τριών μηνών ή για όση περίοδο θα διαρκούσε η πειθαρχική έρευνα. Με τη λήξη της πειθαρχικής έρευνας αποφασίσθηκε η άρση της διαθεσιμότητας του εφεσείοντα, ο οποίος στο μεταξύ είχε όμως καταχωρήσει προσφυγή. Πρωτοδίκως έγινε δεκτή προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω έλλειψης πλέον εννόμου συμφέροντος, μετά την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της τρίμηνης διαθεσιμότητας. Η Ολομέλεια επανέλαβε την αρχή ότι η δίκη καταργείται με την εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής, με αναφορά δε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, αποφάσισε ότι η δίκη μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της διαθεσιμότητας είχε χάσει το αντικείμενο της. Ακόμη, ότι η δίκη καταργείται όταν υπάρχει και σιωπηρά ανάκληση της προσβληθείσας διοικητικής πράξεως που εξυπακούεται από νέα πράξη του ιδίου οργάνου και ρυθμίζει το ίδιο θέμα. Μόνο όπου ενδεχομένως προκύπτουν ζημιογόνες συνέπειες από τη διοικητική πράξη, ενώ ακόμη αυτή βρισκόταν σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Στην Στράκκα, πιο πάνω, αναφέρθηκε ότι:
«Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι ήδη έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για την συνέχιση της δίκης.»
Όπως αναφέρεται στην Στράκκα - πιο πάνω - παραμένει λόγος για συνέχιση της δίκης εφόσον υφίστανται ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη. Οι συνέπειες αυτές πρέπει να αποδειχθούν ως παραμένουσες ή υφιστάμενες από τον ίδιο τον αιτητή. Η απόδειξη αυτής της ζημιογόνας συνέπειας δεν είναι ανάγκη να καταγράφεται στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως εξ αρχής, όπως είναι η θέση του κ. Σταυρινού, και η νομολογία στην οποία έχει παραπέμψει δεν υποστηρίζει τη θέση του. Στην απόφαση στην υπόθεση Ιωσήφ Μουτήρης ν. Υπουργού Υγείας, αρ. 1138/02, ημερ. 15.6.2004, (Κρονίδης, Δ.), αναφέρθηκε σε υπόθεση προσωρινής μετάθεσης η οποία είχε λήξει μετά την καταχώρηση της προσφυγής, ότι δεν είχε πιθανολογηθεί οποιαδήποτε ζημιά, ούτε και μνεία περί αυτής γίνετο από τον αιτητή ή τη δικηγόρο του στις γραπτές αγορεύσεις. Επομένως εφόσον δεν είχε τεκμηριωθεί η πιθανολόγηση της ζημιάς, ο αιτητής είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του για προώθηση της προσφυγής. Δεν ανεφέρθη οτιδήποτε ως προς την αναγκαιότητα η ύπαρξη της ζημιάς να καταγράφεται στα νομικά σημεία. Αυτό άλλωστε δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της αίτησης ακυρώσεως. Η έτερη υπόθεση Θεανώ Μαυρομουστάκη ν. Δημοκρατίας, αρ. 1514/08, ημερ. 12.11.2010 (Χατζηχαμπής, Δ.), ουδεμία σχέση έχει με τα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης. Το Δικαστήριο εκεί αρνήθηκε να εξετάσει σημεία τα οποία αφορούσαν την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για προαγωγές εντός μάλιστα ορισμένου χρόνου εφόσον τα θέματα αυτά δεν ήταν καταγραμμένα στα νομικά σημεία της προσφυγής. Η Βάσος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 677/04, ημερ. 9.1.2005 (Φωτίου, Δ.), αναφέρθηκε και πάλι στη γενική και γνωστή αρχή δικαίου, που άλλωστε επιβάλλει και ο Καν. 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ότι θα πρέπει να εγείρονται με σαφήνεια στα νομικά σημεία της προσφυγής όλες οι σχετικές αιτιάσεις που κατά τον αιτητή πρέπει να οδηγήσουν στην αποδοχή της αίτησης ακυρώσεως και την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Δεν υπάρχει όμως αναφορά στην ανάγκη καταγραφής στην ίδια την προσφυγή της ζημιογόνας συνέπειας, ούτε λήφθηκε τέτοια απόφαση.
Εδώ, όταν η αιτήτρια υπέβαλε την προσφυγή της στις 12.12.2008, σαφώς και είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τη διοικητική απόφαση για την προσωρινή της μετάθεση, εφόσον ήταν εν ζωή η εκτελεστή διοικητική πράξη που την επηρέασε. Η απόφαση της διοίκησης ήταν σε εξέλιξη, εξ ου και η αιτήτρια ζήτησε, μετ΄ εννόμου συμφέροντος, το προσωρινό διάταγμα αναστολής. Το κατάλοιπο που χρειάζεται να αποδειχθεί ως ζημιογόνα συνέπεια της διοικητικής πράξης παραπέμπει σε ένα διαφορετικό ζήτημα και όπως υποδείχθηκε και κατά τη διάρκεια της συζήτησης κατά τις διευκρινίσεις είναι δυνατόν κατά την καταχώρηση της προσφυγής να μην υπάρχει ή να μην έχει εκδηλωθεί η ζημιογόνος συνέπεια, η οποία όμως αναφύεται στην πορεία, ακριβώς λόγω συμμόρφωσης του αιτητή με τη διοικητική απόφαση. Δεν κρίνεται ορθή η θέση του κ. Σταυρινού ότι αν μεταγενεστέρως διαφανεί οποιαδήποτε ζημιά εκ της διοικητικής πράξης θα πρέπει να γίνεται τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως. Το έννομο συμφέρον, άλλωστε, ακόμη και αυτό που υφίσταται λόγω επερχόμενης ή παραμένουσας ζημιάς, εξετάζεται ως θέμα δημοσίας τάξεως αυτεπάγγελτα σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. (Λεωνίδας Ανδρέου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 15).
Η απόδειξη αυτών των ενδεχομένων ζημιογόνων συνεπειών δεν θα αφεθεί βεβαίως να εξεταστεί κατά το στάδιο θεμελίωσης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, όπου είναι πλέον αναγκαία η προσκόμιση σχετικής και ικανής μαρτυρίας ως προς αυτές. Για να δυνηθεί ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αλλά για το επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται να είναι υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική. Πρέπει δε να εμπίπτει στη σφαίρα των αναγνωρισμένων από το δίκαιο τομέων αποζημίωσης. (Κουμέρας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου - ανωτέρω - Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 586 και Παναγιώτης Θεοδουλίδης ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1717/09, ημερ. 28.9.2010). Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως. (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243). Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ζημιογόνες συνέπειες απορρέουν, εκ πρώτης όψεως, από το ίδιο το γεγονός της μετάθεσης. Η αιτήτρια παρουσιάζεται να είχε υποστεί έξοδα, πόνο και ταλαιπωρία κατά τη διάρκεια της προσωρινής μετακίνησης της στη Λευκωσία. Είναι αυταπόδεικτη η ύπαρξη ζημιογόνων συνεπειών και προς τούτο στην παρ. (Γ) των γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως καταγράφηκε ρητά ότι η αιτήτρια είχε υποβάλει δικαιολογημένες και στοιχειοθετημένες παραστάσεις εναντίον της προτεινόμενης τότε μετάθεσης της στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού, ενώ στην παρ. (ΣΤ) επανέλαβε την ένσταση της και προφορικά στο Διευθυντή του Τμήματος για την επίδικη προσωρινή μετάθεση ζητώντας να ληφθούν υπόψη τα ιατρικά της προβλήματα ως αναφέροντο και στα Παραρτήματα Γ, Δ και Ε που επισυνάπτοντο στην αίτηση ακυρώσεως. Παρόμοια παραπομπή σε ζημιογόνες συνέπειες προκύπτει και από τις παρ. (Η), (ΙΖ), αλλά και (Κ), των εν λόγω γεγονότων.
Περαιτέρω, στα πλαίσια της εξέτασης και έκδοσης του προσωρινού διατάγματος αναστολής της ισχύος της μετάθεσης έγινε αναφορά από το Δικαστήριο στα εν λόγω ιατρικά πιστοποιητικά, τον πόνο και την ταλαιπωρία της αιτήτριας και τα προβλήματα που προέκυπταν από αυτή την ιδιάζουσα ιατρική κατάσταση της. Η εκ των υστέρων δε αποδοχή της οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος από πλευράς της διοίκησης εξυπάκουε αναγκαστικά και αποδοχή αυτών των προβλημάτων. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται εκ των υστέρων λόγος για απώλεια εννόμου συμφέροντος ή για ανυπαρξία ζημιογόνων καταλοίπων από τη συγκεκριμένη διοικητική απόφαση, μόνο λόγω της λήξης της ισχύος της από πλευράς χρονικής περιόδου.
Όπως υποδείχθηκε πρόσθετα από αυτό το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 29.4.2011, απορρίπτοντας την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας, ούτε στην ένσταση που είχε καταχωρηθεί στην προσφυγή μεταγενέστερα της λήξης της προσωρινής μετάθεσης, ούτε και στην ακόμη μεταγενέστερη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας ηγέρθη θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας προς συνέχιση της προσφυγής της. Αναφέρθηκε εκεί ότι όλα τα σχετικά στοιχεία περί του ιατρικού προβλήματος της αιτήτριας βρίσκονταν ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου, η δε οριστικοποίηση του προσωρινού μέτρου με την αποδοχή της Δημοκρατίας εξυπάκουε και την εκ μέρους της μη αμφισβήτηση των ιατρικών και άλλων πιστοποιητικών που είχαν επισυναφθεί στην αίτηση. Με όλα τα πιο πάνω δεδομένα η αιτήτρια δικαίως επέμενε να προωθήσει την προσφυγή της. Άλλο είναι βέβαια η θεμελίωση των ζημιογόνων συνεπειών, θέμα που θα απασχολήσει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, εάν και εφόσον η αιτήτρια καταχωρήσει αγωγή μετά την ακύρωση της διοικητικής πράξης δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Όπως υποδείχθηκε και πριν εκείνο που χρειάζεται σε αυτό το στάδιο είναι η πιθανολόγηση της ζημιογόνου συνέπειας και μόνο.
Όσον αφορά την ουσία της προσφυγής δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Υιοθετείται το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση του ημερ. 19.12.2008 όταν εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα, τα όσα δε αναφέρθηκαν εκεί υιοθετούνται και εδώ και θεωρούνται ότι ισχύουν και κατά την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης επί της ουσίας της με τη διαφορά βεβαίως, από πλευράς υπόβαθρου γεγονότων, ότι η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 17.11.08 και η έκθεση του ορθοπεδικού χειρούργου ημερ. 4.12.08, δεν ήταν τότε ενώπιον των καθ΄ ων εφόσον η επίδικη απόφαση λήφθηκε προγενέστερα στις 16.10.08,. Υπήρχε όμως πληθώρα ιατρικών πιστοποιητικών μαζί με την ένσταση της αιτήτριας για τη μόνιμη μετάθεση της στη Λεμεσό που ήταν στη σκέψη της διοίκησης προγενέστερα.
Με άλλα λόγια, υπήρξε παραγνώριση των προσωπικών ιατρικών προβλημάτων της αιτήτριας με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δέουσα έρευνα και η απόφαση να είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα. Η διακριτική ευχέρεια ασκείται εντός ευλόγων παραμέτρων. Δεν αρκεί η εξέταση των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων, αν η απόφαση τελικώς αντίκειται στη λογική των ιδίων των στοιχείων και έρχεται σε σύγκρουση μ΄ αυτά. Είναι δε φανερόν ότι η προσβαλλόμενη πράξη υπήρξε προϊόν αλλότριου κινήτρου διότι ενώ με την ένσταση της αιτήτριας δεν πραγματοποιήθηκε η προτεινόμενη τότε μετάθεση της στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού επί μονίμου βάσεως, αντ΄ αυτού η διοίκηση επέλεξε την προσωρινή της μετάθεση παρά τα ιατρικά της προβλήματα σε ακόμη μεγαλύτερη απόσταση, δηλαδή, στα κεντρικά γραφεία του Τμήματος Πολεοδομίας στη Λευκωσία. Και ενώ η μετάθεση αποφασίστηκε με την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη στις 16.10.08, ο Διευθυντής Πολεοδομίας της ανέθεσε καθήκοντα που κατ΄ επίκληση ήταν έκτακτα για τις ανάγκες της υπηρεσίας, μόλις στις 6.11.08 με σχετική επιστολή του. Δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για σύννομη ή σύγχρονη αιτιολογία με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η μετάθεση αυτή εξακολούθησε να ισχύει παρά το γεγονός ότι ο λόγος της εξέλιπε εφόσον με την προαγωγή που στο μεταξύ έλαβε η αιτήτρια δεν ήταν δυνατό να εξακολουθούσε να υφίσταστο λόγος να καλύπτει προσωρινές ανάγκες του Τμήματος στα κεντρικά γραφεία, από την παλαιότερη θέση της. Και πάλι όμως της ανατέθηκαν άλλα καθήκοντα. Ορθά επομένως η αιτήτρια παραπονείται ότι τα έκτακτα καθήκοντα εφευρίσκοντο στην πορεία και κατά το δοκούν. Οι καθ΄ ων δεν μπορούν να προτάσσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας προς υποστήριξη της θέσης τους για την αναγκαιότητα της προσωρινής μετάθεσης και μάλιστα χωρίς αντίλογο προς τα όσα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το Επαρχιακό Γραφείο στην Πάφο ήταν αποστελεχωμένο, τα δε καθήκοντα που «εκτάκτως» της είχαν ανατεθεί θα μπορούσαν, μετά την προαγωγή της, να ανατεθούν σε άλλο λειτουργό.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ