ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 762/2011)
30 Ιουνίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ADNAN ASGHAR,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΕΠΑΡΧΟΥ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ,
4. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
5. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
6. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------------
Αίτηση για προσωρινό διάταγμα ημερ. 10 Ιουνίου 2011
Μ. Παρασκευάς, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με την καταχώρηση της προσφυγής προς ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων ημερ. 29.3.11, με την οποίο εκδόθηκε ένταλμα και διάταγμα κράτησης με σκοπό την απέλαση του αιτητή, εισήχθηκε και μονομερής αίτηση για αναστολή της απόφασης μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου ή μέχρι τελικής εκδίκασης και αποπεράτωσης της προσφυγής. Ταυτόχρονα επιδιώκεται και διάταγμα που να διατάσσει την απελευθέρωση του.
Ο αιτητής σε σχετική ένορκη δήλωση υποστηρίζει ότι είναι εγγεγραμμένος φοιτητής και κάτοχος άδειας προσωρινής παραμονής μέχρι τις 31.8.11, στο CDA College, επισυνάπτοντας προς το σκοπό αυτό πιστοποιητικό του εν λόγο κολλεγίου ημερ. 14.4.11. Το πιστοποιητικό αναφέρει ότι έχει εγγραφεί στο κολλέγιο για το θερινό εξάμηνο του 2011, με καθεστώς πλήρους φοίτησης στο «Business Studies (4 Years plus an optional foundation Year, Bachelor of Arts) F Semester». Είναι επίσης πατέρας μιας ανήλικης ηλικίας, ενός έτους, γεννημένης στην Κύπρο στις 19.2.10. Στις 20.3.11, γύρω στις 2.00 π.μ., με αφορμή τη διερεύνηση επεισοδίου συμπλοκής, μετεφέρθη στον αστυνομικό σταθμό Πύλης Πάφου όπου προέβη σε κατάθεση, την δε επομένη 21.3.11 παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ως ύποπτος, εκδόθηκε δε εναντίον του διάταγμα οκταήμερης προσωποκράτησης. Με τη λήξη της περιόδου αυτής δεν κατηγορήθηκε για οποιοδήποτε αδίκημα, η δε αστυνομία δεν τον παρουσίασε εκ νέου για περαιτέρω προσωποκράτηση. Στις 18.4.11, ευρισκόμενος πάντοτε υπό κράτηση πληροφορήθηκε ότι στις 29.3.11 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης με σκοπό την απέλαση του σύμφωνα με το Κεφ. 105.
Στις 2.5.11, καταχώρησε την Αίτηση υπ΄ αρ. 70/11 για προνομιακό ένταλμα habeas corpus, η οποία όμως απερρίφθη από τον Νικολάτο, Δ., λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας στις 31.5.11. Θεωρώντας τον εαυτό του ως παρανόμως κρατούμενο στις κεντρικές φυλακές κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 115/2008, υπέβαλε την παρούσα προσφυγή μαζί με αίτημα για προσωρινή θεραπεία ώστε να τύχει άμεσης απελευθέρωσης.
Στις 14.6.11, όταν η αίτηση ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση, μετά την υπόδειξη από το Δικαστήριο ορισμένων προβλημάτων ο συνήγορος του αιτητή ζήτησε να συμπληρώσει την αίτηση με νέα ένορκη δήλωση ώστε να καταστεί δυνατή η επίδοση αυτής κατά ολοκληρωμένο τρόπο στους καθ΄ ων, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.
Στις 23.6.11, η πλευρά του αιτητή ακούστηκε αρχικά μονομερώς ενόψει μη εμφάνισης από πλευράς των καθ΄ ων, με αποτέλεσμα να επιφυλαχθεί η απόφαση. Επανανοίχθηκε όμως σχεδόν αμέσως λίγη ώρα μετέπειτα ενόψει της καθυστερημένης εμφάνισης της κας Χατζηχάννα εκ μέρους των καθ΄ ων η οποία, ως δήλωσε, είχε εμφανιστεί για άλλη υπόθεση ενώπιον αδελφού Δικαστή θεωρώντας εκ λάθους του αρχείου της Νομικής Υπηρεσίας ότι και η παρούσα υπόθεση ήταν ενώπιον του. Θεωρήθηκε υπό τις περιστάσεις ορθό, και προς αυτό συγκατατέθηκε και ο κ. Παρασκευάς, όπως δοθεί στη συνήγορο η δυνατότητα να προσφέρει στο Δικαστήριο ορισμένες πληροφορίες που άλλως θα κατέγραφε σε σχετική ένσταση. Η συνήγορος ανέφερε ότι το διάταγμα απέλασης δεν είχε ανασταλεί επ΄ αόριστον, ως ο κ. Παρασκευάς είχε πληροφορήσει μετά από σχετική ερώτηση το Δικαστήριο ενωρίτερα, μέχρι δε την ώρα εκείνη η απέλαση δεν κατέστη δυνατή επειδή ο αιτητής δεν φαίνεται να έχει ή να παραδίδει διαβατήριο και εν γένει δεν συνεργάζεται με τις αρχές. Ο συνήγορος του αιτητή, υπό το φως των ανωτέρω, απέσυρε την προηγούμενη δήλωση του ότι το διάταγμα απέλασης είχε ανασταλεί, λέγοντας ότι αυτή η δήλωση έγινε λόγω σύγχυσης της παρούσας υπόθεσης με άλλη, ο λόγος δε που δεν συνεργάζεται ο αιτητής είναι διότι δεν επιθυμεί να χωριστεί από την οικογένεια του και δη την ανήλικη θυγατέρα του, της οποίας είναι ο μόνος προστάτης.
Οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, καθορίζουν ότι τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει χωρίς να διαγιγνώσκει την ουσία της υπόθεσης. Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση. (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234). Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959). Περαιτέρω το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου. (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52).
Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, λέχθηκε ότι:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα.
Υπό το φως των ανωτέρω κρίνεται ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ευνοϊκά, ούτε είναι δυνατόν να εκδοθεί προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα αναστολής της απόφασης της διοίκησης ή a fortiori να διαταχθεί η απελευθέρωση του αιτητή σε αυτό το στάδιο. Όπως προκύπτει από το κατατεθέν Τεκμ. «Α», το διάταγμα που εκδόθηκε εναντίον του αιτητή στις 29.3.11, για κράτηση και απέλαση, εκδόθηκε με βάση το άρθρο 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε. Η διάταξη αυτή προνοεί ότι οποιοδήποτε πρόσωπο κριθεί δυνάμει μαρτυρίας που δυνατό το Υπουργικό Συμβούλιο να θεωρήσει επαρκή, ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τρόπο που να είναι επικίνδυνο για την ησυχία, τη δημόσια τάξη, την έννομη τάξη ή τα δημόσια ήθη, δύναται να κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης και να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης. Στη βάση αυτή είχε εκδοθεί την ίδια ημέρα διάταγμα απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, εφόσον ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή και η κράτηση του μέχρι την επίτευξη της απέλασης.
Όπως είχε υποδειχθεί από το Δικαστήριο στο συνήγορο κατά την ακρόαση της αίτησης, η εξουσία της κράτησης και απέλασης δυνάμει του πιο πάνω Νόμου παρέχει κατ΄ αρχάς το νομικό πλαίσιο που καλύπτει την περίπτωση του αιτητή, ιδιαιτέρως ενόψει του γεγονότος ότι η παράγραφος (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, αφήνει διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση να θεωρήσει στη βάση δεδομένων που φαίνονται από μαρτυρία, ότι υπάρχει το ενδεχόμενο το άτομο να έχει καταστεί, μεταξύ άλλων, επικίνδυνο για την ησυχία και τη δημόσια τάξη. Ο ίδιος ο αιτητής στις παρ. 7 και 8 της ένορκης δήλωσης του εμπλέκει τον εαυτό του σε υπόθεση συμπλοκής και το ζητούμενο σε αυτό το στάδιο και για την παρούσα διαδικασία δεν είναι βεβαίως η τυχόν ποινική ευθύνη ή η ενοχή του, αλλά ότι εξ αφορμής του επεισοδίου κατέστη δυνατή η θεώρηση του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.
Υπεδείχθη επίσης στο συνήγορο ότι δεν παρουσιάζεται με ενάργεια η νομική βάση της αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος και δεν εντοπίζεται ή αναδεικνύεται η έκδηλη παρανομία που κατ΄ ισχυρισμόν υπάρχει στην υπό κρίση υπόθεση. Η μόνη αναφορά που γίνεται στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση του αιτητή είναι ότι η κράτηση αυτού δεν είναι νόμιμη σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 115/2008 και την απόφαση του Δ.Ε.Κ. στην υπόθεση C-61/11 PPU ημερ. 28.4.2011, χωρίς οτιδήποτε άλλο, ούτε και υιοθετείται η ίδια η προσφυγή ή οι αιτιάσεις της, η οποία επίσης εδράζεται στα πιο πάνω προσθέτοντας εκτεταμένα αποσπάσματα απ΄ αυτά.
Όπως ορθά υποδείχθηκε και από την κα Χατζηχάννα, η νομική βάση της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δεν είναι η Οδηγία 2008/115/ΕΚ, αλλά το Κεφ. 105. Είναι αμφίβολο εάν η εν λόγω Οδηγία τυγχάνει καν εφαρμογής στα υπό κρίση δεδομένα εφόσον κύριος σκοπός της όπως φαίνεται από τις προοιμιακές παραγράφους της είναι η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού με βάση κοινούς κανόνες ώστε οι επηρεαζόμενοι να επιστρέφουν στις χώρες ή σε άλλες χώρες που είναι δυνατόν να τους δεχθούν, υπό συνθήκες ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας, αυτή εφαρμόζεται στους «παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας», ως «παράνομη παραμονή» δε, ορίζεται κατά το άρθρο 3 παρ. (2), να είναι η παρουσία υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος. Η θέση του κ. Παρασκευά είναι ότι η διοίκηση απέτυχε να εφαρμόσει τις πρόνοιες της Οδηγίας ή να τη λάβει υπόψη κατά την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Είναι όμως φανερό ότι ακόμη και αν η πιο πάνω Οδηγία ήθελε τύχει εφαρμογής στα πλαίσια της παρούσας περίπτωσης, αυτή εφαρμόζεται μόνο για τη διαδικασία επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας στην πατρίδα του προβλέποντας ότι κατά πρώτον θα πρέπει να δίνεται η ευκαιρία της οικειοθελούς αναχώρησης (άρθρο 7) και μόνο σε περίπτωση αναγκαστικής απομάκρυνσης, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες παραμέτρους για την αποτελεσματικότερη, ταχύτερη και πλέον ανθρωπιστική μεταχείριση των ατόμων αυτών. Ρητά δε προνοείται στο άρθρο 6 παρ. (6) της Οδηγίας, ότι αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής ή απόφαση απομάκρυνσης «... στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης ή πράξης, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία ...».
Παρατηρείται επομένως ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έκδηλη παρανομία ή και για ανεπανόρθωτη ζημιά (το τελευταίο δεν αποτέλεσε καν εισήγηση του συνηγόρου), όταν το κράτος μέλος θεωρεί άτομο τρίτης χώρας ως παρανόμως διαμένοντα, όπως ακριβώς θεώρησε στη συγκεκριμένη περίπτωση τον αιτητή κρίνοντας αυτόν ως απαγορευμένο μετανάστη τερματίζοντας ουσιαστικά τη νόμιμη παραμονή του στο έδαφος της Δημοκρατίας. Η Οδηγία θα τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή κατά τη διαδικασία ενεργοποίησης του διατάγματος απέλασης. Ούτε έχει παρέλθει ο χρόνος των έξι μηνών που καθορίζεται στο άρθρο 15 παρ. (5) της Οδηγίας που καθιέρωσε αυτή τη χρονική περίοδο ως το ανώτατο όριο αναγκαίας κράτησης με σκοπό τη διασφάλιση της επιτυχούς απομάκρυνσης του αιτητή. Το χρονικό αυτό διάστημα των έξι μηνών μπορεί να παρατείνεται κατά την παρ. 6 του άρθρου 15 για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες εάν, παρά τις εύλογες προσπάθειες της διοίκησης η απομάκρυνση του υπηκόου τρίτης χώρας καθυστερεί λόγω της άρνησης του να συνεργαστεί ή της καθυστέρησης στη λήψη αναγκαίων εγγράφων.
Παρόλον που δεν είναι του παρόντος, λέχθηκε από την κα Χατζηχάννα ότι ο αιτητής όντως δεν συνεργάζεται και στα πλαίσια αυτής της συμπεριφοράς του δεν παραδίδει το διαβατήριο του για τα περαιτέρω. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται βάσιμα λόγος για την εξάντληση από τους καθ΄ ων της δυνατότητας οικειοθελούς αποχώρησης από τη Δημοκρατία, θέση η οποία αντιφατικά βεβαίως προβάλλεται ενόψει της δεδηλωμένης θέσης του συνηγόρου του αιτητή ότι αυτός δεν επιθυμεί να φύγει ενόψει της ανήλικης θυγατέρας του. Να σημειωθεί ως προς το επιχείρημα ότι η Οδηγία λαμβάνει υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα των παιδιών και την εν γένει οικογενειακή ζωή ενός παρανόμως ευρισκομένου ατόμου, ότι η κα Χατζηχάννα πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο αιτητής είναι νυμφευμένος με υπήκοο τρίτης χώρας, αιτήτρια ασύλου.
Η απόφαση στη C-61/11 PPU που επικαλέστηκε ο κ. Παρασκευά δεν έχει σχέση με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Εκεί συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας, ονόματι Hassen El Dridi, εισήλθε παράνομα στην Ιταλία χωρίς οποιαδήποτε έγγραφα ή τίτλο διαμονής με αποτέλεσμα να εκδοθεί εναντίον του απόφαση απέλασης. Στον ενδιαφερόμενο λόγω μη συμμόρφωσης επεβλήθη με συνοπτική διαδικασία φυλάκιση ενός έτους για αδίκημα που συντελέσθηκε κατά το ισχύον Ιταλικό νομοθετικό διάταγμα 286/98. Το Εφετείο του Corte d´appello di Trento ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο Δ.Ε.Κ. κατά πόσο τα άρθρα 15 και 16 της Οδηγίας, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της καλόπισης συνεργασίας, της πρακτικής αποτελεσματικότητας των αρχών και σκοπών της Οδηγίας, της αναλογικότητας, της καταλληλότητας και του ευλόγου χαρακτήρα των ποινών, επέτρεπαν την επιβολή ποινικών κυρώσεων ή τη δυνατότητα καταδίκης σε φυλάκιση ενόψει της μη συνεργασίας του ενδιαφερομένου. Το Δ.Ε.Κ. στην απόφαση του έκρινε ότι η στέρηση της ελευθερίας, κατά το άρθρο 15, πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και η μέγιστη διάρκεια που προβλέπεται σε αυτό έχει σκοπό να θέσει περιορισμούς στη στέρηση της ελευθερίας των υπηκόων τρίτων χωρών που τελούν υπό αναγκαστική απομάκρυνση. Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να μην παρατείνεται για δυσανάλογο χρονικό διάστημα η κράτηση προσώπου εναντίον του οποίου εκκρεμεί η διαδικασία απέλασης ή έκδοσης. Κρίθηκε εν τέλει ότι τα άρθρα 15 και 16 έχουν την έννοια της απαγόρευσης σε εθνική νομοθεσία κράτους μέλους να προβλέπεται επιβολή ποινής φυλάκισης σε παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτου κράτους για το μοναδικό λόγο ότι αυτός, κατά παράβαση διαταγής εγκατάλειψης, παραμένει στο εν λόγω έδαφος.
Ούτε έχει εφαρμογή η απόφαση στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος στην Αναφορικά με την Αίτηση του Irfam Ahmad για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, Πολιτική Αίτηση αρ. 5/2011, ημερ. 20.1.2011, (Χατζηχαμπής, Δ.), η οποία είχε ως αντικείμενο την έκδοση προνομιακού εντάλματος σε περίπτωση αιτητή που κρατείτο στις κεντρικές φυλακές μετά από διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία νομίμως είχαν εκδοθεί. Κρίθηκε ότι η Οδηγία δεν επηρέαζε βεβαίως τη νομιμότητα των διαταγμάτων αυτών, αλλά ενόψει του ότι ο συγκεκριμένος αιτητής κρατείτο για περίοδο πέραν των έξι μηνών που προνοείται από την Οδηγία με το άρθρο 15(6), η έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus ήταν αναγκαία εφόσον η Δημοκρατία δεν προνόησε, σύμφωνα με την Οδηγία, για τη ψήφιση εθνικής νομοθεσίας που να καθορίζει τους όρους της άσκησης της ευχέρειας για παράταση της κράτησης για περίοδο πέραν των έξι μηνών, ενώ δεν υπήρχε και απόφαση της διοίκησης στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της, ως προς την πέραν των έξι μηνών κράτηση του αιτητή. Τα εδώ γεγονότα είναι βεβαίως πολύ διαφορετικά.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω ο αιτητής απέτυχε να δείξει ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία, είτε ανεπανόρθωτη ζημιά και επομένως η αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Δεν εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ