ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1637/2008]
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
6 Ιουνίου 2011
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Χρ. Ρασπόπουλος για τον αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Γ. Χατζημιχαήλ (κα) για τα ΕΠ 1, 2, 3, 4, 7, 8, 9 και 10.
Χρ. Χριστοφή για το ΕΠ 6.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 28.5.08, δέκα πρόσωπα διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας. Προσβάλλεται ο διορισμός των εννέα από αυτούς[1]. Ως προς την άλλη, η προσφυγή αποσύρθηκε.
Οι 871 υποψήφιοι κλήθηκαν σε γραπτές εξετάσεις. Ως βαθμός επιτυχίας είχε οριστεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή το 65%, ο αιτητής εξασφάλισε 62%, 21ος στη σειρά και αποκλείστηκε. Από τους 117 υποψηφίους που είχαν συμμετάσχει στη γραπτή εξέταση είχαν πετύχει μόνο 12, αυτοί περιλήφθηκαν στον προκαταρκτικό και στον τελικό κατάλογο και από αυτούς η ΕΔΥ επέλεξε, στο πλαίσιο περαιτέρω διαδικασίας, τους κατά την κρίση της καταλληλότερους.
Η εξουσία καθορισμού από τη Συμβουλευτική Επιτροπή βαθμού επιτυχίας στη γραπτή εξέταση ώστε ο υποψήφιος που δεν την εξασφαλίζει να αποκλείεται, προβλέπεται ρητά από το άρθρο 33(4) του Ν. 1/90 και δεν τίθεται ζήτημα επ' αυτού. Η κεντρική σκέψη του αιτητή, μέσα από τις διάφορες εισηγήσεις που υποβλήθηκαν όπως θα τις δούμε στη συνέχεια, είναι ότι ο αποκλεισμός του ήταν παράνομος. Αυτό, με αναφορά στο κύρος της συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (ισχυρισμός που εν τέλει ορθώς αποσύρθηκε), στον αριθμό των θέσεων που προκηρύχθηκαν σε αντιδιαστολή προς το μεγαλύτερο που πληρώθηκαν και, συναφώς, στη νομιμότητα του καθορισμού του συγκεκριμένου ποσοστού επιτυχίας. Θα παραθέσω τα ουσιώδη και θα συνοψίσω τις εισηγήσεις του αιτητή εξ αρχής ώστε στο ορθό πλαίσιο να εξεταστεί και η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων πως ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της προσφυγής επειδή, όπως υποστηρίζουν, αποδεχόμενος τη διαδικασία και τα καθορισθέντα, συμμετέσχε στη γραπτή εξέταση και απέτυχε.
Στις 8.4.05 δημοσιεύθηκαν πέντε θέσεις Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας. Το σχέδιο υπηρεσίας γι' αυτές αφού αναφέρει σειρά ακαδημαϊκών προσόντων, προβλέπει πως τα απαιτούμενα από αυτά θα καθορίζονταν, κατά περίπτωση, ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας. Η αρμόδια αρχή είχε εκτιμήσει τις ανάγκες της Υπηρεσίας και, στη βάση της εισήγησής της, καθορίστηκε για τις τέσσερις να απαιτούνται ακαδημαϊκά προσόντα στα οικονομικά και άλλα ενώ για τη μια στη λογιστική. Στις 31.8.05 η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την πρώτη της συνεδρία, σημείωσε πως ενημερώθηκε για άλλες τέσσερις θέσεις που δημιουργήθηκαν με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 1) του 2005 (Ν. 42(ΙΙ)/2005). Αποφάσισε να ζητήσει από την ΕΔΥ την πλήρωσή τους, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 33(9) του Ν. 1/90 και, ταυτοχρόνως, καθόρισε τα απαιτούμενα προσόντα, με γνώμονα τις ανάγκες της Υπηρεσίας. Θα απαιτούνταν ακαδημαϊκά προσόντα στα οικονομικά και άλλα, αυτή τη φορά όμως, όχι στη λογιστική. Όμως, στο θέμα αναφέρθηκε στη συνέχεια η ίδια η αρμόδια αρχή. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ο οποίος, ας σημειωθεί, ήταν τότε και ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή ημερομηνίας 24.11.05, πληροφόρησε την ΕΔΥ πως υπήρχαν οι τέσσερις νέες θέσεις στις οποίες αναφέρθηκε και η Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά και άλλες τρεις που θα κενούνταν σε λίγες μέρες, από 1.12.05. Ζήτησε την πλήρωσή τους στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 33(9) του Ν. 1/90 και καθόρισε τί απαιτούνταν, ως προσόντα, με βάση τις ανάγκες της Υπηρεσίας. Για τις 6 επιπρόσθετες θέσεις θα απαιτούνταν ακαδημαϊκά προσόντα στα οικονομικά και άλλα ενώ για τη μια επιπρόσθετη το προσόν θα έπρεπε να ήταν στη λογιστική.
Στις 12.12.05 η ΕΔΥ αποφάσισε την ένταξη των επτά νέων θέσεων στη διαδικασία ώστε ο συνολικός αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων να είναι 12. Αυτό, όμως, χωρίς να ενημερώσει τότε τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η σχετική πληροφόρηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε με την επιστολή ημερομηνίας 24.5.07 (βλ. και τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 14.6.07). Ακολούθησε η δεύτερη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 2.3.06 κατά την οποία καθορίστηκε πως «επιτυχόντες θα θεωρηθούν όσοι εξασφαλίσουν 65% στο εξεταστικό δοκίμιο». Είναι η εισήγηση του αιτητή, και σ' αυτό επικεντρώνεται το βάρος των επιχειρημάτων του, πως η Συμβουλευτική Επιτροπή λειτουργούσε υπό πλάνη αναφορικά με τον αριθμό των θέσεων που θα πληρούνταν αφού δεν είχε ακόμα ενημερωθεί για την απόφαση της ΕΔΥ. Αυτή η πλάνη, συνεχίζει η εισήγηση, είναι ουσιώδης γιατί ενδεχομένως άλλος θα ήταν ο βαθμός επιτυχίας που θα καθοριζόταν στην περίπτωση 12 θέσεων. Ιδιαίτερα ενόψει και της πρόνοιας του άρθρου 33(7) του Ν. 1/90 για περίληψη στον προκαταρκτικό κατάλογο υποψηφίων, νοουμένου ότι υπάρχουν κατάλληλοι, που θα είναι τετραπλάσιοι των κενών θέσεων. Σε άλλο επίπεδο, είναι η εισήγηση του αιτητή πως η απόφαση για πλήρωση των επιπρόσθετων θέσεων ήταν αργοπορημένη και πως, κατά την ορθή εφαρμογή του Νόμου, θα έπρεπε να είχαν προκηρυχθεί οι επιπρόσθετες θέσεις. Ούτως ή άλλως είναι η θέση του πως πάσχει η διαδικασία και επειδή με την απόφαση που λήφθηκε σε εκείνο το στάδιο ουσιαστικά φωτογραφήθηκαν οι ήδη γνωστοί επιτυχόντες.
Οι γραπτές εξετάσεις διεξάχθηκαν στις 5.10.06 και για μια υποψήφια, λόγω τοκετού, στις 16.1.07. Τα αποτελέσματα ανοίχθηκαν στις 21.2.07, προέκυψαν οι 12 μόνο επιτυχόντες και, στις 30.7.07 στάληκε προς την ΕΔΥ η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ασφαλώς με αναφορά στις 12 θέσεις. Αυτοί οι 12 που πέτυχαν είχαν προσόντα στα οικονομικά και άλλα. Κανένας με προσόν στη λογιστική δεν πέτυχε και οι θέσεις που κατανεμήθηκαν σε εκείνο τον τομέα θα παρέμεναν κενές. Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να συστήσει οποιονδήποτε γι' αυτές. Ο αιτητής, βεβαίως, δεν διεκδικούσε θέση στον τομέα της λογιστικής εξ ου και η προσβολή του κύρους του διορισμού των εν τέλει επιλεγέντων, μεταξύ των επιτυχόντων.
Έχω σκιαγραφήσει τη φυσιογνωμία των θέσεων του αιτητή. Ασφαλώς γνώριζε πως χρειαζόταν να επιτύχει βαθμό τουλάχιστον 65%. Όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω πως δεν νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής αφού, εν τέλει, ό,τι αμφισβητείται, είναι η νομιμότητα της καθόλου διαδικασίας, η πλήρωση και των επιπρόσθετων θέσεων στο πλαίσιο της αλλά, εν τέλει, και η νομιμότητα του ίδιου του καθορισμού επιτυχίας ενόψει του οποίου και αποκλείστηκε. Σημειώνω συναφώς πως και οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι, κατά τις διευκρινήσεις, δέχτηκαν πως ο αιτητής δικαιούται να εγείρει τα ζητήματα σε σχέση με τον καθορισμό βαθμού επιτυχίας. Υπενθυμίζω πως είχαν δημοσιευθεί πέντε θέσεις, πως ήταν σε σχέση με αυτές που ο αιτητής υπέβαλε αίτηση και πως δεν ήταν στη γνώση του πως, στην ίδια διαδικασία θα πληρώνονταν και οι επτά επιπρόσθετες.
Θα εξετάσω, επομένως, την ουσία και νομίζω πως ως αρχή πρέπει να είναι οι πρόνοιες του Νόμου σε σχέση με τη δυνατότητα πλήρωσης περαιτέρω θέσεων, πέραν εκείνων για τις οποίες έγινε η δημοσίευση. Πρόκειται για το άρθρο 33(9) στο οποίο, όπως είδαμε, και η διοίκηση ρητά αναφέρθηκε. Προβλέπει το άρθρο πως «μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου όλες οι θέσεις που έχουν δημοσιευτεί ή οποιεσδήποτε άλλες θέσεις με τον ίδιο τίτλο οι οποίες θα κενωθούν ή θα δημιουργηθούν μέχρι το τέλος του έτους, θα πληρούνται από αυτόν». Εν προκειμένω, οι επτά νέες θέσεις ήταν θέσεις που κενώθηκαν/δημιουργήθηκαν μέσα στο έτος, δηλαδή το 2005 και δεν προκύπτει πρόβλημα από αυτή την άποψη. Αντίθετα προς ό,τι συνέβηκε στην περίπτωση της Κοφτερός κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 171. Ούτε σε εκείνη την υπόθεση είχε εγερθεί συνταγματικό ζήτημα και το θέμα αφορούσε στις διαφορετικές αλλά ανάλογες πρόνοιες του άρθρου 34(11) και (14) του Ν. 1/90. Επεξηγήθηκε από την Ολομέλεια πως δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση να είχε κενωθεί η επιπρόσθετη θέση όταν λαμβανόταν η απόφαση για την πλήρωσή της αλλά θα εκενούτο μεταγενεστέρως. Αυτό, αφού προηγουμένως κρίθηκε, για τους λόγους που εξηγούνται σε έκταση, πως οι αιτητές νομιμοποιούνται παρά το ότι και εκείνοι ήταν υποψήφιοι για την επιπρόσθετη θέση. Με τελικό αποτέλεσμα την ακύρωση όλων των διορισμών-προαγωγών. Σε αυτό δε το νομοθετικό πλαίσιο δεν βλέπω και άλλη διάσταση στο ζήτημα του χρόνου ώστε να τίθεται ζήτημα αργοπορημένης απόφασης. (Βλ. συναφώς την απόφαση του Καλλή, Δ., στην Κουπεπίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1205 σε σχέση και πάλιν με το άρθρο 34(14) του Ν. 1/90 αναφορικά με θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής). Εξηγήθηκε συναφώς πως το άρθρο 34(14) είναι διακριτική εξουσία που παρέχει για πλήρωση μη δημοσιευθείσας θέσης και, σε εκείνο το πλαίσιο, κρίθηκε πως η σχετική απόφαση λήφθηκε κατά κακή ενάσκηση αυτής της διακριτικής εξουσίας.
Εν προκειμένω, το άρθρο 33(9) δεν λειτουργεί κατά διακριτική εξουσία. Μάλιστα ούτε καν αναφέρεται σε απόφαση της ΕΔΥ. Θα πληρούνται, όπως αναφέρει, και οι θέσεις που θα κενωθούν ή θα δημιουργηθούν μέχρι του τέλους του ορισμένου έτους. Θα μπορούσε, συναφώς, και να συζητηθεί αν νομοτυπικά χρειαζόταν και πρόταση καν της αρμόδιας αρχής, ενόψει του άρθρου 29(1) πριν την πλήρωση των θέσεων, πέραν από την επισήμανση της ύπαρξής τους και τον καθορισμό των προσόντων γι' αυτή. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε σ' αυτό. Δεν μπορώ, επομένως, να συμφωνήσω με τις εισηγήσεις του αιτητή στην έκταση που αυτές αφορούν στην εν τέλει κατά νόμο δυνατότητα πλήρωσης τέτοιων κενών θέσεων.
Είναι γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρθηκε, κατά την πρώτη της μάλιστα συνεδρία, στις τέσσερις νέες θέσεις του Προϋπολογισμού. Ο αιτητής συζητά τη δική της πρωτοβουλία επί του θέματος, να ζητήσει από την ΕΔΥ την πλήρωση θέσεων δυνάμει του άρθρου 33(9) αλλά, ενόψει των πιο πάνω, αυτή η έκφανση είναι εντελώς ουδέτερης σημασίας. Περαιτέρω, η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε και προσόντα και το έχουμε πως ούτε οι καθ' ων η αίτηση ούτε οι ενδιαφερόμενοι εισηγούνται πως ήταν στην αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής να καθορίσει τέτοια προσόντα. Κατά την πρώτη επιφύλαξη στο άρθρο 29(1) είναι στην αρμόδια αρχή που ανήκει αυτή η αρμοδιότητα. Είναι βεβαίως προφανές πως η Συμβουλευτική Επιτροπή λειτούργησε κατά σύμμειξη ιδιοτήτων αφού Πρόεδρος της ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου και συνακολούθως ο εκφραστής των θέσεων της αρμόδιας αρχής. Ενώ και τα άλλα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν διευθυντές στο ίδιο Υπουργείο. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ πως η τάξη αποκαταστάθηκε δεόντως και χωρίς επίπτωση με την επιστολή της αρμόδιας αρχής, υπογραμμένη βεβαίως από τον ίδιο το Γενικό Διευθυντή, ημερομηνίας 24.11.05, με την οποία, όπως έχω ήδη αναφέρει, ζητήθηκε η πλήρωση των επτά πλέον επιπρόσθετων θέσεων, και όχι μόνο των τεσσάρων στις οποίες αναφέρθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή, στη βάση των οποίων λειτούργησε και η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 12.12.05.
Δεν θα ήταν μου φαίνεται ρεαλιστικό να θεωρήσουμε πως, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η Συμβουλευτική Επιτροπή λειτουργούσε κάτω από την αντίληψη πως ήταν πέντε μόνο οι θέσεις επειδή η επίσημη πληροφόρηση για την απόφαση της ΕΔΥ στάληκε με την επιστολή ημερομηνίας 24.5.07, όπως αναφέρεται και στα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίας ημερομηνίας 14.6.07. Όταν ο Νόμος που διέπει το ζήτημα δεν συναρτά την πλήρωση των θέσεων από απόφαση της ΕΔΥ και ακόμα και αν βλέπαμε όσο πιο αυστηρά γίνεται το θέμα και δεν εξομοιώναμε τη γνώση του Γενικού Διευθυντή προς γνώση της Συμβουλευτικής Επιτροπής της οποίας ήταν ο Πρόεδρος, έχουμε γνώση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για τις τέσσερις τουλάχιστον θέσεις, από 31.8.05. Δεν είναι δυνατό, λοιπόν, να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός πως ενδεχομένως η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε το 65% υπό την αντίληψη πως ήταν πέντε οι θέσεις. Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως, όταν μάλιστα είχαν υποβληθεί 871 αιτήσεις, θα ήταν εύλογο να υποτεθεί ότι άλλος θα ήταν ο βαθμός επιτυχίας αν ήταν γνωστό πως θα πληρώνονταν άλλες τρεις θέσεις ή ακόμα και το σύνολο των επτά θέσεων.
Μένει το επιχείρημα για φωτογράφηση των ενδιαφερομένων. Δεν είναι δίκαιη η μομφή. Οι γραπτές εξετάσεις διεξάχθηκαν στις 5.10.06 και 16.1.07 ενώ τα γραπτά ανοίχθηκαν και τα αποτελέσματα έγιναν γνωστά στις 21.2.07. Εδώ η «πρόταση» της αρμόδιας αρχής, για να μην αναφερθώ και στα προηγηθέντα, έγινε στις 24.11.05 και η «απόφαση» της ΕΔΥ επί του θέματος λήφθηκε στις 12.12.05.
Καταλήγω πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά
[1] Οι ενδιαφερόμενοι: Μαρία Θεοδώρου, Ευδοκία Αρέστη, Μαρία Ιωάννα Θεοδότου, Άντρη Κατωμονιάτου-Ιακώβου, Πέτρος Μιχαηλίδης, Γεώργιος Τσιαμέττης, Κλείτος Αποστολίδης, Μαρία Βασιλείου-Φωτιάδου και Ελευθερία Ιωάννου