ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 137/2010)
9 Ιουνίου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ «Ο ΓΙΓΑΣ» ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Αιμιλιανίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές ζητούν ακύρωση της απορριπτικής απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 9.11.2009, η οποία λήφθηκε μετά από τρίτη επανεξέταση της Αίτησης που υπέβαλαν το 1996, για παροχή χορηγίας για τεχνολογική αναβάθμιση της βιομηχανίας τους. Της επανεξέτασης, προηγήθηκε η ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 164/06.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Οι Αιτητές, οι οποίοι διατηρούν βιομηχανία παραγωγής και εμπορίας κεραμιδιών, υπέβαλαν αίτηση στις 31.7.1996, για παροχή χορηγίας ύψους £150.000, αναφορικά με την επένδυσή τους σε μηχανήματα και εξοπλισμό για το 1996. Στην αρχική τους αίτηση επισυνάφθηκαν ως «Έγγραφο "A"» οι «Οικονομικές Προβλέψεις για τα έτη 1995-2005». Η μελέτη που ετοιμάστηκε από τον Λογιστικό Οίκο KPMG Μεταξάς, Λοϊζίδης, Συρίμης, φέρει ημερ. «Ιανουάριος 1996». Στην έκθεση αναφέρεται ότι το εργοστάσιο υπολογιζόταν να λειτουργήσει περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1996.
Η αίτησή τους βασίστηκε σε εξαγγελία το 1996, του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, στο εξής «το Υπουργείο», σχεδίων για τεχνολογική αναβάθμιση του μεταποιητικού τομέα. Για το σκοπό αυτό, εκδόθηκε σχετικό βιβλιάριο με όλες τις οδηγίες και διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων. Σύμφωνα με τα σχέδια, θα παρεχόταν χορηγία και επιδότηση επιτοκίων σε υφιστάμενες ή νέες μεταποιητικές μονάδες που επένδυσαν σε καινούργια μηχανήματα και εξοπλισμό, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής τους ή/και βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων τους.
Σύμφωνα με τους όρους του εξαγγελθέντος σχεδίου, η διαδικασία που θα ακολουθείτο για αξιολόγηση των αιτήσεων, ήταν η εξής:- πρώτα θα εξετάζονταν τα τυπικά στοιχεία της αίτησης από τους Λειτουργούς του Υπουργείου και στη συνέχεια η αίτηση θα προωθείτο στη Συμβουλευτική Επιτροπή Χορηγιών, που είναι το αρμόδιο όργανο να εξετάσει την ουσία της αίτησης, στη βάση των κριτήριων του σχεδίου. Σύμφωνα με το σχετικό έντυπο της εξαγγελίας, τα κριτήρια αυτά, μεταξύ των οποίων η βιωσιμότητα της μονάδος, ταξινομούνται σε κεφάλαια και βαθμολογούνται με εκατοστιαίες μονάδες. Στην παρούσα περίπτωση, το ελάχιστο όριο βαθμολογίας που απαιτείτο ήταν 60,0 μονάδες.
Οι Καθ' ων η αίτηση, με την αρχική απόφασή τους ημερ. 22.10.1997, βαθμολόγησαν τους Αιτητές με 56,8 μονάδες (στις 100) και γι' αυτό η αίτησή τους για παροχή χορηγίας απορρίφθηκε. Η συγκεκριμένη βαθμολογία, οφειλόταν στο ότι στο κριτήριο της βιωσιμότητας βαθμολογήθηκαν με 24,4 μονάδες, ενώ για τα κριτήρια «Προτεραιότητας» με 32,3 μονάδες.
Μετά την απόρριψη της αίτησής τους, στις 27.11.1997 οι Αιτητές έδωσαν οδηγίες στους ελεγκτές τους και ετοίμασαν έκθεση με «Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις για τα έτη 1997-2001» σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Η έκθεση φέρει ημερ. «Νοέμβριος 1997». Ακολούθως στις 5.12.1997, οι Αιτητές με επιστολή τους στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, ζήτησαν επανεξέταση της αίτησής τους, με βάση τις «Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις για τα έτη 1997-2001» που επισύναπταν. Στόχος τους ήταν να αποδείξουν ότι στο κριτήριο της βιωσιμότητας βαθμολογήθηκαν χαμηλά. Η αίτηση τους επανεξετάσθηκε στις 15.7.1998 από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία όμως την απέρριψε με το αιτιολογικό ότι:-
«Με βάση τις οδηγίες από τους Υπουργούς Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και Οικονομικών όσον αφορά τη διαδικασία επανεξέτασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έκανε δεκτές της αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις που υπέβαλε η αιτήτρια εταιρεία το Νοέμβριο του 1997.»
Οι Αιτητές όμως, εναντίον της πιο πάνω απόφασης, άσκησαν την προσφυγή με αρ. 840/99. Στις 22.10.2001, το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο την προσφυγή τους, προχώρησε στην ακύρωσή της για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αυτή ήταν αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, λόγω του ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έκανε αναφορά στην έκθεση επαναξιολόγησης και στα συμπεράσματα του αρμόδιου Λειτουργού. Δεύτερον, ότι αυτή στερείτο αιτιολογίας ως προς το πώς η Επιτροπή κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης κατά την επανεξέταση.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι Καθ' ων η αίτηση, αφού προηγήθηκε η από μέρους τους καταχώρηση και στη συνέχεια η απόσυρση της Α.Ε. 3341, προχώρησαν σε επανεξέταση της αίτησης, προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Συμβουλευτική Επιτροπή στις 12.11.2004 και 6.12.2004 αντίστοιχα, κατόπιν επανεξέτασης, έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος για αναθεώρηση της αρχικής της απόφασης και απέρριψε πάλι την αίτηση.
Εναντίον της απόφασης αυτής, οι Αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή 436/05, η οποία απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 31.10.2006, με αποτέλεσμα οι Αιτητές να καταχωρήσουν την Αναθεωρητική Έφεση 164/06, την οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέχθηκε, στις 7.7.2009, βρίσκοντας ότι κατά την επανεξέταση εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη «οι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας για το έτος 1997», οι οποίοι δεν υπήρχαν ενώπιον της Επιτροπής κατά την αρχική εξέταση.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι Αιτητές στις 8.7.2009, με επιστολή των συνηγόρων τους προς τον Γενικό Διευθυντή, ζήτησαν συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, καθώς και αποζημιώσεις ύψους €200.000. Οι Καθ' ων η αίτηση απάντησαν ότι θα συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και θα προωθήσουν το ζήτημα, προς επανεξέταση, στην αρμόδια Επιτροπή. Ακολούθως, στις 9.11.2009, συνεδρίασε η αρμόδια Επιτροπή με σκοπό την επανεξέταση του ζητήματος, καταλήγοντας και πάλι ότι δεν υπήρχε λόγος αναθεώρησης της αρχικής της απόφασης.
Οι Αιτητές εναντίον της πιο πάνω απόφασης προβάλλουν 2 λόγους ακύρωσης:- (1) Παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 164/06 και (2) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας και αντιφατικών ενεργειών των Καθ' ων η αίτηση κατά παράβαση του δεδικασμένου στην Υπόθ. Αρ. 840/99.
Παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 164/06 και πλάνη περί τα πράγματα - Λόγος ακύρωσης 1
Μετά την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 164/06, η Επιτροπή προχώρησε στην επίδικη επανεξέταση. Όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό ημερ. 9.11.2009, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα πιο κάτω στοιχεία:-
«Η Επιτροπή αφού συζήτησε διεξοδικά το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου που αφορά της Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 164/2006 προέβηκε σε επανεξέταση της αίτησης της εταιρείας λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Την επιστολή των αιτητών με ημερομηνία 28/11/1997
(β) Τις αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις για τα έτη 1998 - 2001 που ετοίμασαν οι ελεγκτές της εταιρείας μετά από δικές τους οδηγίες και περιλαμβάνουν τα πραγματικά στοιχεία του έτους 1997.
(γ) Τον μη εξελεγμένο Λογαριασμό κερδοζημιών για το έτος που έληξε, στις 31.12.1997 και τον αντίστοιχο Ισολογισμό που υπόβαλε η εταιρεία, στους οποίους ο αξιολογητής κ. Γ. Αργύρης στηρίζει το σημείωμα του για σκοπούς επαναξιολόγησης
(δ) Το σχετικό σημείωμα επαναξιολόγησης που ετοίμασε για ενημέρωση της Επιτροπής ο λειτουργός του Υπουργείου κ. Γ. Αργύρης.»
(Σημ.: Η αρίθμηση α-δ και η έμφαση, είναι δική μου)
Μετά από ανάλυση των σχετικών στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει στην ακόλουθη απόφαση:-
«Απόφαση
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα πιο πάνω και ειδικότερα:
Τις αντιφατικές και ατεκμηρίωτες πληροφορίες και στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις της εταιρείας, και στην επιστολή της που αφορούν τις προβλέψεις για εξαγωγές,
Τις λανθασμένες και ατεκμηρίωτες εκτιμήσεις και υπολογισμούς του αξιολογητή κ. Αργύρη,
αποφάσισε να μην αποδεχθεί τις αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις που υπόβαλε η εταιρεία ούτε και το σημείωμα του αξιολογητή κ. Αργύρη.
Ως εκ τούτου η αναθεώρηση της βαθμολογίας όσον αφορά στο δείκτη «βιωσιμότητα της επιχείρησης», είναι αδύνατη. Σε περίπτωση που επιχειρηθεί επαναϋπολογισμός του δείκτη IRR λαμβανομένων υπόψη των νέων δεδομένων (πραγματικά οικονομικά αποτελέσματα του έτους 1997, και προβλέψεις για εξαγωγές με βάση τα πραγματικά στοιχεία του 1997 και την κρίση και εκτίμηση της Επιτροπής), η συνολική βαθμολογία της εταιρείας θα πρέπει να μειωθεί κάτω από τις 56,8 μονάδες, βαθμολογία που εξασφάλισε κατά την πρώτη εξέταση της αίτησης της.
Ωστόσο σε τέτοιες περιπτώσεις που μετά την επανεξέταση αιτήσεων η νέα βαθμολογία που προκύπτει είναι χαμηλότερη της βαθμολογίας που είχαν εξασφαλίσει οι εταιρείες κατά την πρώτη αξιολόγηση της αίτησης τους, υπάρχει απόφαση όπως παραμένει η πρώτη βαθμολογία. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος για επαναβαθμολόγηση του δείκτη της βιωσιμότητας της επιχείρησης ή και άλλων δεικτών όπως οι εξαγωγές.»
Το κύριο παράπονο των Αιτητών, είναι ότι η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη τον «μη εξελεγμένο λογαριασμό κερδοζημιών για το έτος που έληξε στις 31.12.1997 και τον αντίστοιχο ισολογισμό» [(γ) ανωτέρω], παραβίασε το δεδικασμένο και την αρχή του ουσιώδους χρόνου. Όπως αναφέρει ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Αιτητών στη σελ. 6 της γραπτής αγόρευσής του:-
«Από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει με σαφήνεια ότι το μοναδικό που υποβλήθηκε από τους Αιτητές ήταν οι αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις για τα έτη 1997-2001, τα οποία υποβλήθηκαν με την επιστολή της εταιρείας ημερ. 28/11/1997. Πουθενά δεν υπάρχει αναφορά σε επιστολή των Αιτητών με την οποία να υποβάλλονται μη εξελεγμένος Λογαριασμός Κερδοζημιών για το έτος που έληξε στις 31.12.1997 και αντίστοιχος Ισολογισμός. Πουθενά δεν υπάρχει αναφορά στο ότι ο Γ. Αργύρης στήριξε το σημείωμά του σε παρόμοια στοιχεία. .....................
Εκ των υστέρων όμως οι Καθ' ων η Αίτησις ενόψει και της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι οι Καθ' ων η Αίτησις δεν είχαν δικαίωμα να λάβουν υπόψη τους εξελεγμένους οικονομικούς λογαριασμούς της εταιρείας για το έτος 1997, οι Καθ' ων η Αίτησις εφηύραν «μη εξελεγμένους» οικονομικούς λογαριασμούς, οι οποίοι είχαν, όπως ισχυρίζονται, υποβληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο. Είναι όμως ανεπίτρεπτο από κάθε άποψη να μεταβάλλονται κατά την τρίτη επανεξέταση, μετά από ακυρωτικές αποφάσεις, τα γεγονότα της υπόθεσης και να προβάλλονται ισχυρισμοί που όχι μόνο δεν συνάδουν αλλά βρίσκονται και σε παντελή αντίθεση με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
..............................
Το τι υπήρχε ενώπιον του κ. Αργύρη και τι είχε υποβληθεί από την Αιτήτρια, εκτός του ότι εμφαίνεται και στους διοικητικούς φακέλους, καλύπτεται και από το δεδικασμένο του λειτουργικού ευρήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο επιγενόμενος ισχυρισμός των Καθ' ων η Αίτησις ότι ενώπιον του κ. Αργύρη υπήρχαν άλλοι οικονομικοί λογαριασμοί, πέραν των αναθεωρημένων οικονομικών προβλέψεων, αντίκειται στο λειτουργικό εύρημα της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι εκείνο που υπήρχε ενώπιον του κ. Αργύρη ήταν οι αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις που είχαν ετοιμάσει οι ελεγκτές της εταιρείας και ότι η αναφορά σε πραγματικά στοιχεία του έτους 1997 είναι εκείνων των στοιχείων που περιέχονται στις αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις. Δεν είναι επιτρεπτό στους Καθ' ων η Αίτησις να ισχυρίζονται τώρα ότι τα πραγματικά στοιχεία είναι αυτά που περιλαμβάνονται στους μη ελεγμένους οικονομικούς λογαριασμούς και ότι τάχα αυτά βρίσκονταν ενώπιον του κ. Αργύρη και ακολούθως να χρησιμοποιούνται αυτοί οι μηδέποτε στο παρελθόν αναφερθέντες μη ελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί ώστε να αναιρούνται και να μηδενίζονται τα πραγματικά αποτελέσματα του έτους 1997 που περιλαμβάνονται στις αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις.»
Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση στη δική της αγόρευση, αναφέρει στη σελίδα 4 ότι:-
«Διαφωνώ με όλα τα πιο πάνω και συγκεκριμένα επισυνάπτω[1] για σκοπούς της παρούσας αγόρευσης φωτοαντίγραφο των Οικονομικών Λογαριασμών (Λογαριασμό Κερδοζημιών και Ισολογισμό) της αιτήτριας Εταιρείας για το έτος 1997, οι οποίοι δεν είναι εξηλεγμένοι λογαριασμοί και ως εκ τούτου αποκαλούνται, μη εξελεγμένοι λογαριασμοί. Οι λογαριασμοί αυτοί που υποβλήθηκαν στον Κύριο Αργύρη από την εταιρεία κατά το τέλος Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου, του 2008 για να ετοιμάσει την έκθεση επαναξιολόγησης του ευρίσκονται στο pocket του φακ. 1699/392. Με λίγα λόγια ο λογαριασμός κερδοζημιών και ισολογισμός αποκαλείται μη εξηλεγμένος.»
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Εφετείο, στην Α.Ε. 164/06, από την οποία προκύπτει το δεδικασμένο, κατέληξε ότι οι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας για το 1997 δεν υπήρχαν αρχικά ενώπιον της Επιτροπής. Από τη στιγμή που λήφθηκαν τότε υπόψη από την Επιτροπή, το Εφετείο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής του ουσιώδους χρόνου.
Όπως προκύπτει από το υπόλοιπο μέρος της απόφασης του Εφετείου και το οποίο επίσης αποτελεί μέρος του δεδικασμένου στην Α.Ε. 164/06, για το έτος 1997 που φαίνεται να είναι το επίδικο έτος, κατά την πρώτη επανεξέταση υπήρχαν ενώπιον της Επιτροπής δύο διαφορετικά στοιχεία[2]:- (α) Οι «Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις για τα έτη 1997-2001», οι οποίες περιλάμβαναν τα πραγματικά στοιχεία του έτους 1997[3], τα οποία δικαιούτο να λάβει υπόψη η Επιτροπή και (β) οι «εξελεγμένοι λογαριασμοί» για το έτος 1997 οι οποίοι παραδόθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2004 και τους οποίους η Επιτροπή δεν εδικαιούτο να λάβει υπόψη, εφόσον ως πραγματικό γεγονός, δεν ήταν ενώπιον της κατά τις 5.12.1997 που ήταν ο ουσιώδης χρόνος.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα 4 στοιχεία που αναφέρονται στα πρακτικά της, ημερ. 9.11.2009 (βλ. σελ. 7, πιο πάνω). Δεν υπάρχει διχογνωμία ότι η Επιτροπή εδικαιούτο να λάβει υπόψη τα στοιχεία (α), (β) και (δ) ανωτέρω (σελ. 7). Όμως οι Αιτητές αμφισβητούν το δικαίωμα της Επιτροπής να λάβει υπόψη το (δ) ανωτέρω, δηλαδή τον «μη εξελεγμένο λογαριασμό κερδοζημιών για το έτος που έληξε στις 31.12.1997» και τον «αντίστοιχο Ισολογισμό».
Για να απαντήσω στο ερώτημα, ανέτρεξα στο διοικητικό φάκελο, Τόμος 1 (Τεκμήριο 1Γ). Εντόπισα τις «Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις για τα έτη 1997-2001». Στο συγκεκριμένο έγγραφο, παρατίθενται 5 Παραρτήματα. Για σκοπούς της παρούσας απόφασης, ενδιαφέρουν τα δύο πρώτα Παραρτήματα. Το Παράρτημα 1, φέρει τίτλο «Προβλεπόμενος Λογαριασμός Κερδοζημιών 1997-2001», ενώ το Παράρτημα 2, «Προβλεπόμενος Ισολογισμός 1997-2001».
Η αναφορά της Επιτροπής σε «μη εξελεγμένο λογαριασμό κερδοζημιών για το έτος που έληξε στις 31.12.97», που φαίνεται να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά καθ' όλη τη μακρόχρονη δικαστική διαφορά, προκαλεί σύγχυση, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται το ενδεχόμενο πλάνης. Κατ' αρχάς, η πιο πάνω αναφορά δεν μπορεί να αναφέρεται στο Παράρτημα 1, αφού οι «Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις» στις οποίες επισυνάπτεται το σχετικό Παράρτημα, ετοιμάστηκαν το Νοέμβριο του 1997 και δεν θα μπορούσαν να περιέχουν στοιχεία μέχρι 31.12.1997, όπως αναφέρθηκε από την Επιτροπή. Πέραν τούτου, φαίνεται να υπάρχει διαφορά μεταξύ «Προβλεπόμενου» Λογαριασμού Κερδοζημιών (Παράρτημα 1) και «Μη Εξελεγμένου» Λογαριασμού Κερδοζημιών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο φάκελο, υπάρχει έγγραφο, το οποίο τιτλοφορείται «Λογαριασμός Κερδοζημιών για το έτος που έληξε την 31.12.1997». Προφανώς, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο, πρόκειται για το έγγραφο που έλαβε υπόψη η Επιτροπή και το οποίο απεκάλεσε «μη εξελεγμένο λογαριασμό κερδοζημιών για το έτος που έληξε 31.12.97». Τα στοιχεία του συγκεκριμένου Λογαριασμού φαίνεται να διαφέρουν από αυτά του Παραρτήματος 1. Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, εξηγεί στην αγόρευσή της (βλ. σχετικό απόσπασμα στη σελ. 9, πιο πάνω), ότι ο Λογαριασμός αυτός δόθηκε στον αξιολογητή κ. Γ. Αργύρη, περί τις αρχές του 2008. Αν αυτή η δήλωση είναι ορθή, είναι φανερό ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη στοιχεία που δεν ήταν διαθέσιμα κατά τον ουσιώδη χρόνο της αρχικής εξέτασης (5.12.1997). Οι μόνοι Λογαριασμοί στους οποίους η Επιτροπή θα έπρεπε να βασιστεί, είναι οι «Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις για τα έτη 1997-2001», οι οποίες συμπεριελάμβαναν, μεταξύ άλλων, και τα πραγματικά στοιχεία του έτους 1997, καθώς και τα 5 Παραρτήματα που επισυνάπτονται στις «Οικονομικές Προβλέψεις» (δεδικασμένο Α.Ε. 164/06). Όμως, η Επιτροπή δεν εδικαιούτο να λάβει υπόψη το «μη εξελεγμένο λογαριασμό κερδοζημιών» και τον «αντίστοιχο Ισολογισμό», που υποβλήθηκαν μεταγενέστερα στον Αξιολογητή κ. Γ. Αργύρη, καθότι οι δύο αυτοί Λογαριασμοί δεν υφίσταντο κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ενόψει της διαπίστωσης ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάσθηκε το δεδικασμένο και η αρχή του ουσιώδους χρόνου, δεν υπάρχει λόγος, κατά την άποψή μου, να προχωρήσω στην εξέταση και του δεύτερου λόγου ακύρωσης.
Με βάση τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Αιτητών.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς
[1] Να σημειωθεί ότι στη γραπτή αγόρευση δεν είχε επισυναφθεί οτιδήποτε.
[2] Βλ. σελ. 8 απόφασης της Ολομέλειας, στην Α.Ε. 164/06.
[3] Στην απόφαση της Ολομέλειας, δεν διευκρινίζεται σε ποιο έγγραφο περιλαμβάνονται τα πραγματικά στοιχεία του έτους 1997.