ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1257/2008)
22 Ιουνίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Γ. Ζαχαρίου (κα.), για την Αιτήτρια.
Μ. Θεοκλήτου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια εταιρεία ζητά:
«Δήλωση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη των καθ' ων η αίτηση ήτοι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να προβούν σε επιβολή Φορολογίας ως εκ των υστέρων βεβαίωση Τελωνειακής και άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 399/08 για €15.665,00 και χρηματική επιβάρυνση €1.567,00 πλέον 8% τόκο ετησίως που φαίνεται στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 7.7.2008 είναι λανθασμένη, παράνομη, άκυρη και/ή χωρίς νομικό αποτέλεσμα.»
Την 10.6.2008 το πλοίο Tequila αναχώρησε από το λιμάνι της Γεωργίας μεταφέροντας, σύμφωνα με το δηλωτικό του πλοίου, 7,271.365 μετρικούς τόνους σε κενό αέρος Gasoil L-62 και 3,845.606 μετρικούς τόνους σε κενό αέρος hydropurified gasoil LS και/ή τις ποσότητες 7, 261.203 και 3,840.557 μετρικούς τόνους σε συνθήκες αέρος, αντίστοιχα, όπως παρουσιάζονται στις σχετικές φορτωτικές.
Ο καπετάνιος του πλοίου υπέβαλε και/ή καταχώρησε σχετική διαμαρτυρία (Letter of protest), ότι το παραληφθέν στο πλοίο φορτίο του δεύτερου προϊόντος σε συνθήκες αέρος ήταν 3832.311 και/ή κατά 8.246 μετρικούς τόνους λιγότερο (3,840.557 - 3,832.311 = 8.246). Παρά την εν λόγω διαμαρτυρία ο κυβερνήτης του πλοίου πλήρωσε ολόκληρη την ποσότητα όπως φαίνεται από το ενιαίο και για τα δύο προϊόντα σχετικό τιμολόγιο.
Στις 13.6.2008 το πλοίο αφίχθηκε στη Λάρνακα και ο κυβερνήτης του πλοίου ή ο αντιπρόσωπός του, καταχώρησε στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 16 και 122(β) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν.94(1)/2004, ηλεκτρονικό δηλωτικό με το οποίο και δήλωσε ότι μεταφέρθηκε στη Δημοκρατία πετρέλαιο εσωτερικής καύσης για την αιτήτρια, Gasoil L-62 με τη διασάφηση αριθ. 2008601329606 και hydropurified gasoil με τη διασάφηση αριθ. 2008601329607.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω έγγραφα αναμένετο να παραληφθεί στις δεξαμενές στεριάς κάθε δηλωμένη ποσότητα και συγκεκριμένα 7.271.365.000 kg ή 7,271.365 μετρικοί τόνοι σε κενό αέρος (in vacuum) πετρελαίου εσωτερικής καύσης υγρής (Gasoil L-62) υγρής χύμα μορφής και 3.845.606.000 kg ή 3.845,606 μετρικοί τόνοι σε κενό αέρος (in vacuum) πετρελαίου εσωτερικής καύσης (hydropurified gasoil)υγρής χύμα μορφής .
Oι ποσότητες που παραλήφθηκαν καταμετρήθηκαν στις δεξαμενές στεριάς από υπαλλήλους της αιτήτριας, στην παρουσία τελωνειακού λειτουργού και διαπιστώθηκε ότι το άθροισμα των επιμέρους ποσοτήτων που παραλήφθηκαν ήταν λιγότερο/μικρότερο από τις ποσότητες που δηλώθηκαν ηλεκτρονικά.
Μετά την ολοκλήρωση της παραλαβής των πιο πάνω καυσίμων, διαπιστώθηκε ότι παραλήφθηκε ποσότητα μικρότερη από εκείνη που είχε δηλωθεί στο ηλεκτρονικό δηλωτικό και καταμετρήθηκαν οι πιο κάτω διαφορές : α) 45.394 μετρικοί τόνοι και/ ή 30,619 λίτρα στους 15 βαθμούς Κελσίου Gasoil L-62 και β) 18.449 μετρικοί τόνοι και/ ή 17.696 λίτρα στους 15 βαθμούς Κελσίου .
Οι εν λόγω διαφορές σημειώθηκαν στη σχετική έκθεση παραλαβής ελλειμμάτων "Ships Outturn Report and Discrepancies List", η οποία είχε σταλεί στους αιτητές την 1.7.2008 από το τελωνείο Λάρνακας. Με το τελωνειακό εκείνο έντυπο, το τελωνείο Λάρνακας καλούσε επίσης τους αιτητές να δώσουν εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμα[1].
Στη συνέχεια, ο αρμόδιος Τελωνειακός Λειτουργός αφού διαπίστωσε ότι:
(α) Οι ποσότητες που δηλώθηκαν στο ηλεκτρονικό δηλωτικό εισαγωγής ήταν οι ίδιες με τις ποσότητες που ήταν δηλωμένες στο δηλωτικό του πλοίου, στις σχετικές φορτωτικές και στα σχετικά τιμολόγια,
(β) δεν ξεφορτώθηκαν στις δεξαμενές στεριάς ποσότητες ίσες με τις ποσότητες που δηλώθηκαν στο ηλεκτρονικό δηλωτικό,
(γ) οι καταγεγραμμένες ελλειμματικές διαφορές δεν αποδείχτηκε να οφείλονται σε ανώτερη βία ή τυχαίο περιστατικό, και
(δ) η αιτήτρια εταιρεία είχε περιοριστεί μόνο στην καταχώρηση της διαμαρτυρίας του καπετάνιου του πλοίου (letter of protest), παρά το γεγονός ότι εκδόθηκε από τον αρμόδιο τελωνειακό λειτουργό η σχετική αναφορά ελλειμμάτων «Ships Outturn Report and Discrepancies List»,
προσδιόρισε το έλλειμμα και βεβαίωσε τον οφειλόμενο φόρο κατανάλωσης αποστέλλοντας στην αιτήτρια εταιρεία την επίδικη εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής αρ. 399/08 , ημερομηνίας 7.7.2008.
Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι η νομοθεσία που αφορά στην επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης και συγκεκριμένα ολόκληρη η Κ.Δ.Π. 181/06 μαζί με τις διατάξεις των άρθρων 4(1)(δ), (4), 5(1), 5(2), 5(3), 13, 36, 37, 20, 23 και 25 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, Ν. 91 (Ι)/2004 αντίκεινται στα Άρθρα 23(1) και 24 του Συντάγματος. Υποβάλλουν συναφώς ότι η επιβολή φορολογίας επί των καυσίμων που δεν παρέλαβαν, δημιουργεί εμπόδιο στην απόκτηση των προϊόντων λόγω της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης.
Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με τους αιτητές, η σχετική διάταξη του Νόμου που καθορίζει τα επιτρεπόμενα ποσοστά φύρας που επιδέχονται φοροαπαλλαγής, είναι αυθαίρετη και αντισυνταγματική. Από τη στιγμή που δεν παρέλαβαν τα συγκεκριμένα ενεργειακά προϊόντα, ισχυρίζονται οι αιτητές, είναι άδικο και αντισυνταγματικό να επιβληθεί φόρος κατανάλωσης στην μη παραληφθείσα ποσότητα.
Είναι η θέση των αιτητών ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν δεόντως για να διαπιστώσουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης καθώς η ελλειμματική διαφορά μεταξύ δηλωθείσας και εισαχθείσας ποσότητας οφειλόταν καθαρά σε φόρτωση - εισαγωγή μικρότερης ποσότητας η οποία ουδέποτε παραλήφθηκε από τους αιτητές. Οι καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν να διαπιστώσουν ποιοι ευθύνονταν για το έλλειμμα και ποιοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους παρουσιάστηκε η διαφοροποίηση στην ποσότητα που παραλήφθηκε, διατείνονται οι αιτητές.
Ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτητές ότι η εκ των υστέρων αποσταλείσα φορολογία δεν είναι ορθή αφού δεν γίνεται αναφορά σε όλες τις διατάξεις της Νομοθεσίας επί των οποίων βασίστηκαν οι καθ' ων η αίτηση για να επιβάλουν τις σχετικές φορολογίες και ότι εσφαλμένα τους επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση και τόκος από την ημερομηνία διαπίστωσης του ελλείμματος.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς των αιτητών περί αντισυνταγματικότητας των συγκεκριμένων άρθρων του Περί Φόρου Καταναλώσεως, είναι σωστή η παρατήρηση της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν παρατίθενται στα νομικά σημεία που υποστηρίζουν την προσφυγή ούτε και επεξηγείται με ποιο τρόπο οι συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις συγκρούονται με τα άρθρα 23(1) και 24 του Συντάγματος (ακόμα και μετά την τροποποίηση της αίτησης ακύρωσης από την αιτήτρια). Επίσης δεν επεξηγείται με τη δέουσα σαφήνεια τι ακριβώς εννοούν οι αιτητές όταν λέγουν ότι η, εν προκειμένω, εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων παραβιάζει το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας ή το δικαίωμα κατοχής ή το δικαίωμα διάθεσής της.
Οι ισχυρισμοί των αιτητών περί αντισυνταγματικότητας είναι πράγματι γενικοί και αόριστοι, δεν έχουν εξειδικευτεί με τη δέουσα επάρκεια που προδιαγράφει η νομολογία και ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ούτως ώστε να μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι αιτητές έχουν προβάλει παρόμοιους ισχυρισμούς και σε άλλες σχετικές με την εξεταζόμενη υπόθεση προσφυγές, όπου και εκεί οι ισχυρισμοί και πάλι δεν είχαν τεθεί με σαφήνεια με αποτέλεσμα να μην εξεταστούν ή και να θεωρηθούν ως ανίσχυροι για να προσβάλουν τη συνταγματικότητα του Νόμου ή των Κανονισμών [2]
Σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 13(3) του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου, Ν.91(1)/2004, όπως τροποποιήθηκε, επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης επί ελλειμμάτων εναρμονισμένων προϊόντων όπως είναι τα πετρελαιοειδή . Ο φόρος κατανάλωσης καθίσταται καταβλητέος και απαιτητός κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων, εκτός αν αποδειχτεί στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων ότι οι απώλειες οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανώτερη βία, ή απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων. (άρθρο 13(1)(α) του Νόμου Ν.91(1)/2004). Δεν πρόκειται επομένως για αυτόματη επιβολή φορολογίας επί μη παραληφθείσας ποσότητας, αλλά σε μετατόπιση του βάρους απόδειξης στους ώμους του παραλήπτη-αποθηκευτή ως προς το ότι πράγματι επρόκειτο περί συγκεκριμένης απώλειας που προβλέπεται στο Νόμο.
Η νομολογία έχει καθορίσει με σαφήνεια ότι το βάρος απόδειξης ότι η απώλεια που οφείλεται σε μια από τις περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 13(1)(α) μετατοπίζεται στους ώμους των αιτητών[3]. Επίσης οι διατάξεις που αφορούν σε φορολογική απαλλαγή ερμηνεύονται στενά ως εξαιρέσεις του κανόνα της καθολικότητας της φορολογίας.
Θα πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι το άρθρο 13 του Νόμου έχει εισαχθεί στην κυπριακή νομοθεσία για σκοπούς εναρμόνισης με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/12/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, όπως ορθά έχει παρατηρήσει και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, σύμφωνα και με τον περί της 5ης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (Ν.127(Ι)/2006), δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας μιας τέτοιας πρόνοιας.
Παρόλο που οι αιτητές είχαν κληθεί να παράσχουν εξηγήσεις ως προς την παρουσία των ελλειμμάτων και παρόλο που τους είχε αποσταλεί σχετική ειδοποίηση στην οποία εφιστάτο και η προσοχή τους στις συνέπειες παράλειψης τους να το πράξουν (Ships Outturn Report and Discrepancies List), διαπιστώνω ότι οι αιτητές δεν ανέφεραν οτιδήποτε το ουσιαστικό που να τείνει στην, έστω και κατά πιθανολόγηση, υπόδειξη ότι το ελλειμματικό φορτίο πράγματι απωλέσθηκε λόγω αμέλειας του πλοίου ή λόγω προβλήματος στην μεταφορά ή ακόμη και λόγω λανθασμένης δήλωσης στη φορτωτική κατά τη φόρτωση των πετρελαιοειδών στο εν λόγω πλοίο. Οι αιτητές περιορίστηκαν μόνο στην καταχώριση της διαμαρτυρίας του καπετάνιου του πλοίου (Letter of protest) (Παράρτημα 4 στην Ένσταση), η οποία αφορούσε μόνο το δεύτερο προϊόν (Gasoil LS).
Αυτό από μόνο του, όπως εύστοχα παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, δεν είναι επαρκές στοιχείο εφόσον οι αιτητές δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε άλλο ενισχυτικό που να αποδεικνύει ότι η διαμαρτυρία του καπετάνιου είχε γίνει αποδεκτή.
Στην απουσία επομένως εξηγήσεων ότι η περίπτωση των αιτητών ενέπιπτε σε μία από τις εξαιρέσεις του Νόμου και με δεδομένη τη νομολογιακή εναπόθεση, στους ώμους των αιτητών, του καθήκοντος να διακριβώσουν πώς προέκυψε το έλλειμμα, οι καθ΄ ων η αίτηση νόμιμα και ορθά, κατά την κρίση μου, εφάρμοσαν το Νόμο. Συναφώς παρατηρώ ότι στο άρθρο 2(2) της Κ.Δ.Π. 181/06 καθορίζονται τα ανώτατα ποσοστά απωλειών που μπορεί να γίνουν αποδεκτά ως «φύρες» των ενεργειακών προϊόντων. Η Διευθύντρια Τελωνείων, ενεργώντας εντός του νομοθετικού πλαισίου, αφαίρεσε από τις ποσότητες που έλειπαν, τα ανώτατα ποσοστά που καθορίστηκαν στην εν λόγω Κ.Δ.Π..
Δεν θα συμφωνήσω ούτε με την εισήγηση των αιτητών ότι η εκ των υστέρων αποσταλείσα, από το αρμόδιο τμήμα, βεβαίωση της σχετικής φορολογίας δεν είναι ορθή, καθότι παρατηρώ ότι στη σχετική βεβαίωση, αναφέρονται οι διατάξεις της νομοθεσίας που παρέχουν νομικό έρεισμα για την προσβαλλόμενη απόφαση. Στη δεύτερη σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και δεδομένου ότι το ανωτέρω έλλειμμα δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία ή τυχαίο περιστατικό ούτε οφείλεται σε λανθασμένη φόρτωση, θα πρέπει να καταβάλετε τους αναλογούντες φόρους επί του παρουσιασθέντος μη αποδεκτού ελλείμματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4, 5, 13, 36 και 37 του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου 91(1) του 2004.
Μη αποδεκτό έλλειμμα αποτελεί η διαφορά που προκύπτει από την σύγκριση των αποτελεσμάτων των καταμετρήσεων που διενεργούνται στα υποστατικά του παραλήπτη με τη δηλωθείσα ποσότητα αφού ληφθεί υπόψη και αφαιρεθεί αποδεκτή απώλεια 0,06% που εφαρμόζει από την 1η Απριλίου 2006 το Τμήμα Τελωνείων για παραλαβές ακάθαρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσης , σύμφωνα με το άρθρο 13 του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(1)/2004 και την ΚΔΠ 181/2006.
Αναλυτικά οι οφειλόμενοι φόροι εκτίθενται πιο κάτω:
................................
Η βεβαίωση αυτή βασίζεται στα άρθρα 20, 23 και 25 του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91 (Ι) του 2004, στα άρθρα 5(4) και 13 του Περί Φόρου προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(1) του 2000».
Αλλά ακόμα και παράλειψη αναφοράς κάποιου άρθρου ή και εσφαλμένη να ήταν η δοθείσα νομική βάση της απόφασης, όπως ορθά επισημαίνει και η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 31 του περί των Γενικών Αρχών του Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, δεν θα οδηγούσε σε ακύρωση της διοικητικής πράξης, εάν η απόφαση ή το μέρος αυτής μπορούσε να είχε άλλο νομικό έρεισμα .
Ούτε η εισήγηση των αιτητών ότι εσφαλμένα επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση και τόκος από την ημερομηνία διαπίστωσης του ελλείμματος με βρίσκει σύμφωνο.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου:
«(1) Επί οποιουδήποτε ποσού που βεβαιώνεται εκ των υστέρων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο επιβάλλεται χρηματική επιβάρυνση ίση προς το δέκα τοις εκατόν (10%) του ποσού που βεβαιώνεται.
(2) Κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση σύμφωνα με το εδάφιο (1) πιο πάνω, καταβάλλει στο Διευθυντή τόκο προς 9% ετησίως επί του καταβλητέου ποσού (συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης) από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.»
Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων. Στο άρθρο 5(3) προνοείται ότι:
«. ο φόρος κατανάλωσης επί ελλειμμάτων καταβάλλεται με βάση τους συντελεστές κατά την ημερομηνία διαπίστωσης των ελλειμμάτων αυτών από το Τελωνείο».
Είναι επομένως πρόδηλο ότι ο φόρος κατανάλωσης κατέστη απαιτητός επί της δηλωθείσας ποσότητας και καταβλητέος κατά την ημερομηνία διακρίβωσης του ελλείμματος και συνακόλουθα, ορθά επιβλήθηκε η χρηματική επιβάρυνση και ο τόκος από την ημερομηνία εκείνη.
Υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων κανένας από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον των αιτητών. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επικυρώνεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
[1]Συγκεκριμένα στο τελωνειακό έντυπο αναφέρεται ότι: «Ιn accordance with Section 33 of the Customs Law 94(1)/2004 and 4 & 5 of the Excise Law 91(1)/2004, or any amendment thereof, you are requested to account for the goods shown hereunder as been short of re ort, [.. ..]. Failure to do so at the latest within fιfteen (15) days following the month of receipt will render you liable to pay the duty assessed thereon on demand made by me. Please send your reply in duplicate.»
[2] Δέστε: Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 441/08, ημερ. 24.11.2009, (Κληρίδης, Δ.) Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 1613/08, ημερ. 6.9.2010 (Κραμβής, Δ.), Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 994/08, ημερ. 21.10.2009, (Φωτίου, Δ.), Petrolina (Holdings) Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 634/08, ημερ. 7.10.2009, (Φωτίου, Δ.) και Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 609/09, ημερ. 16.12.2010, (Χατζηχαμπής, Δ.), και Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, Υπόθ. αρ. 1380/09, ημερ. 25.2.2011 (Ναθαναήλ Δ.).
[3]Δέστε Προσφυγή Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, Υπόθ. αρ. 1380/09, ημερ. 25.11.2011. Επίσης οι έννοιες όπως τυχαία περιστατικά , ανώτερη βία ερμηνεύονται στη βάση του κοινοτικού δικαίου ως αυτόνομες έννοιες ώστε να μην υπάρχει ανομοιόμορφη εφαρμογή του. (Δέστε απόφαση του Δ.Ε.Κ. ημερ. 18.12.2007 στην υπόθεση C-314/06 Societe Pipeline Mediterranee et Rhone (SPMR) κατά Administratrion des douanes et droits indirects και Direction nationale du reseignement et des enquetes douanieres (DNRED)).»