ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 679/2008)
10 Μαΐου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ROKSANI RABINOVYCH,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Μ. Χριστοδούλου για Ιωσήφ Φράγκο και Συνεργάτες, για την Αιτήτρια.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση να απορρίψουν την αίτηση της αιτήτριας για παράταση της προσωρινής άδειας της παραμονής της στη Δημοκρατία.
Η αιτήτρια κατάγεται από την Ουκρανία και αφίχθηκε στην Κύπρο στις 22.8.2002 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε οικία ηλικιωμένης. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 22.8.2004.
Στις 13.2.2003 η εργοδότρια της αιτήτριας την κατάγγειλε ότι είχε εγκαταλείψει το χώρο διαμονής και εργασίας της. Φαίνεται ότι η αιτήτρια είχε συνάψει δεσμό με το γιο της εργοδότριάς της και συζούσε μαζί του σε διαμέρισμα που ενοικίασαν.
Βάσει της πιο πάνω καταγγελίας εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης και στις 18.2.2003 η αιτήτρια απελάθηκε για τη χώρα της, ενώ τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
Στις 14.3.2003, η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο στην Ουκρανία με τον Κύπριο υπήκοο Κώστα Διάκο και στις 9.7.2003 της παραχωρήθηκε άδεια εισόδου στην Κύπρο και προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι τις 2.8.2003. Τα στοιχεία της αιτήτριας παρέμειναν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
Ο πιο πάνω σύζυγός της σε κατάθεσή του ημερομηνίας 6.2.2004, παραδέχθηκε ότι ο γάμος που τέλεσε με την αιτήτρια ήταν εικονικός και έγινε για να εξυπηρετηθεί ο γιος της προηγούμενης εργοδότριάς της, με τον οποίο, όπως είπαμε, η αιτήτρια είχε δεσμό πριν την απέλασή της. Ο Διάκος εισέπραξε για την εξυπηρέτηση ποσό £2.000. Την ίδια ημέρα με νεότερη δήλωσή του ο κ. Διάκος αναίρεσε τα όσα ισχυρίστηκε προηγουμένως, αναφέροντας αυτή τη φορά ότι ο γάμος ήταν πραγματικός και ότι συμβιώνει αρμονικά με την αιτήτρια. Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 10.2.2004, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας για λύση του μεταξύ της και του Διάκου συναφθέντος πολιτικού γάμου, η οποία κατέληξε σε απόφαση του Δικαστηρίου στις 2.11.2004 η οποία κήρυξε το γάμο των διαδίκων λυμένο.
Προηγουμένως είχε εκδοθεί στην αιτήτρια άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια με ισχύ μέχρι 30.8.2004 για να της δοθεί η ευκαιρία να είναι παρούσα στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διαζυγίου.
Στις 23.12.2004 η αιτήτρια συνήψε νέο πολιτικό γάμο με άλλο Κύπριο πολίτη, τον Παντελή Παντελή και στις 8.6.2005 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής, προκειμένου να διαμένει με τον Κύπριο σύζυγό της.
Λόγω υποψιών ότι και ο δεύτερος γάμος της ήταν εικονικός, η υπόθεση τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, η οποία με απόφασή της στις 27.9.2006, κατέληξε ότι και αυτός ο γάμος ήταν εικονικός. Η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «η Διευθύντρια»), λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το ιστορικό της αιτήτριας, καθώς και τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, απέρριψε την αίτησή της για άδεια παραμονής στις 5.9.2007.
Στις 26.9.2007 η αιτήτρια και ο σύζυγός της υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, με την οποία αμφισβήτησαν την απόφαση της Διευθύντριας, η οποία τελικά απορρίφθηκε. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη και αποτέλεσμα παράνομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Ισχυρίζεται ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι καθ΄ων η αίτηση στην απόφασή τους είναι τελείως αβάσιμοι και ανεδαφικοί. Η αιτήτρια στην ουσία ισχυρίζεται ότι η γνησιότητα του δεύτερού της γάμου δεν έχει ερευνηθεί καθόλου.
Στηρίζει την επιχειρηματολογία της κυρίως στον ισχυρισμό ότι οι καθ΄ ων η αίτηση βασίστηκαν στο γεγονός ότι ο πρώτος της σύζυγος παραδέκτηκε ότι ο γάμος τους ήταν εικονικός και δεν έλαβαν υπ΄ όψιν την μετέπειτα δήλωσή του με την οποία αναιρεί τα πιο πάνω και ισχυρίζεται ότι η αρχική του κατάθεση ήταν προϊόν πιέσεων και άσκησης ψυχολογικής πίεσης και βίας. Υποστηρίζει ακόμα ότι δεν διερευνήθηκε η γνησιότητα του δεύτερου της γάμου. Όλα τα πιο πάνω συνιστούν έλλειψη δέουσας έρευνας και ελλιπή αιτιολογία.
Η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης αναφορικά με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της χώρας είναι ευρύτατη (Moyo and Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203). Η ευρύτατη αυτή ευχέρεια της διοίκησης δεν είναι βέβαια απόλυτη αφού η διοίκηση έχει υποχρέωση να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Souleiman v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Στην παρούσα υπόθεση δεν προκύπτει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έδειξαν καλή πίστη. Ούτε είναι ακριβής ο ισχυρισμός ότι δεν προέβησαν στη δέουσα έρευνα, ενώ η αιτιολογία της απόφασης φαίνεται να είναι πλήρης.
Τα γεγονότα τα οποία είχαν ενώπιόν τους οι καθ΄ων η αίτηση ήταν τόσο απλά που δεν χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια. Η αιτήτρια συνήψε δεσμό με τον γιο της εργοδότριάς της με αποτέλεσμα να την εγκαταλείψει και να ζήσει σε σπίτι που ενοικίαζε ο εραστής της ο οποίος, προφανώς, είναι παντρεμένος και οικογενειάρχης. Όταν άρχισε η διαδικασία απέλασής της η αιτήτρια σκαρφίστηκε την τέλεση εικονικού γάμου. Για την εικονικότητα του γάμου δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας ύστερα από την κατάθεση που έδωσε «ο σύζυγός» της στην Αστυνομία όπου παραδεχόταν την εικονικότητά του γάμου με πολλές λεπτομέρειες. Η μεταγενέστερη αλλαγή της γνώμης του δεν νομίζω να μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση. Εξ άλλου, η διοίκηση κατά την έρευνα αυτών των υποθέσεων δεν υπόκειται στην αυστηρότητα και στους περιορισμούς που προϋποθέτουν οι ποινικές υποθέσεις.
Ως προς το δεύτερο γάμο αρκεί να λεχθεί ότι αυτός τελέστηκε ένα μόλις μήνα μετά την έκδοση του διαζυγίου της που έλυε τον πρώτο της γάμο. Εν όψει της προϊστορίας της αιτήτριας και των γεγονότων τέλεσης του δεύτερου γάμου, δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια για αμφιβολίες. Και λέγοντας αυτά δεν προβαίνω σε πρωτογενή διαπίστωση των γεγονότων αλλά, απλώς αναφέρω ότι κατανοώ τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η διοίκηση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ως προς την αιτιολογία αρκεί να λεχθεί ότι άνκαι οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων πρέπει να περιέχουν πλήρη, επαρκή και σαφή αιτιολογία, αυτή δεν είναι απαραίτητο να φαίνεται εξ ολοκλήρου στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Ανεπαρκής κρίνεται η αιτιολογία μόνο όταν με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν δεν καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574).
Ούτε όμως και πλάνη μπορεί να επισημανθεί στην απόφαση. Για να υπάρξει πλάνη περί τα πράγματα απαιτείται αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων επί των οποίων βασίστηκε η πράξη, η οποία να διαπιστώνεται χωρίς το στοιχείο της υποκειμενικής κρίσης. Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όσες φορές η διοίκηση εκτιμά κατ΄ ουσία διάφορα και αντιφατικά στοιχεία των οποίων η στάθμιση μπορεί κατ΄ αρχήν να οδηγεί και προς το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η διοίκηση (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 268).
Όπως, εξ άλλου, διαπιστώθηκε στην υπόθεση Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43, 47, η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δεν συνεπάγεται αυτομάτως ακυρότητα. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση.
Πριν καταλήξω θα ήθελα να σχολιάσω ότι κατά την απαντητική αγόρευση δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνονται όλα τα επιχειρήματα που έχουν εγερθεί κατά την αγόρευση. Αρκεί η απάντηση σε κάποιες θέσεις που δυνατόν να εγείρονται από τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση. Πολύ δε περισσότερο όταν η απαντητική αγόρευση είναι πλέον πολυσέλιδη και από την αρχική αγόρευση.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ