ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 331/2009)
9 Μαίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΚΑΙ/Ή
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α. Ευσταθίου (κα.), για τον Αιτητή.
Αρ. Ζερβού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή διαταγή του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 5.1.2009, με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση προχώρησαν σε μισθολογική ανέλιξε του αιτητή, από την κλίμακα Α3 στην Α5, από 1.12.2008, με ημερομηνία προσαύξησης την 1.10.2009, αντί να τον τοποθετήσουν στην κλίμακα Α5 από και/ή την 3.1.2006, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος. Ο αιτητής ζητά επίσης δήλωση και/ή διαταγή του δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να προχωρήσουν στη μισθολογική ανέλιξη του στην κλίμακα Α5, από 3.1.2006 και αντ΄ αυτού προχώρησαν στη μισθολογική του ανέλιξη ως ανωτέρω, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Ο αιτητής ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα δικαιώματα του καθότι συνιστά ποινή δυσανάλογη προς το πειθαρχικό παράπτωμα στο οποίο αυτός υπέπεσε, λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, είναι αναιτιολόγητη και προϊόν υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας.
Τα ουσιώδη γεγονότα δεν αμφισβητούνται. Ο αιτητής είναι Αρχιαστυφύλακας στην Αστυνομία Κύπρου από 1.2.2006. Προσελήφθη στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, ως δόκιμος Αστυφύλακας στις 3.1.1994. Στις 18.3.1996 και ενώ αυτός ήταν δόκιμος Αστυφύλακας του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή, με βάση τους τότε ισχύοντες περί Αστυνομίας Κανονισμούς (περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989-2004, Κανονισμός 16(1) (δ)). Η πειθαρχική ποινή, που του επιβλήθηκε το 1996, ήταν η αναβολή ετήσιας προσαύξησης για περίοδο δύο ετών για το πειθαρχικό παράπτωμα της ιδιωτικής απασχόλησης. Η Πειθαρχική Επιτροπή, που επέβαλε την προαναφερόμενη ποινή, συνέστησε επίσης όπως καθυστερήσει η μονιμοποίηση του αιτητή πέραν της ποινής και για όση χρονική περίοδο χρειαστεί ο Αρχηγός Αστυνομίας να πειστεί ότι αυτός επιδεικνύει τέτοια συμπεριφορά που δικαιολογεί την μονιμοποίηση του. Τελικά μονιμοποιήθηκε το 1998, αναδρομικά από 3.1.1994, στη θέση Αστυφύλακα. Ο αιτητής δεν προσέβαλε την προαναφερόμενη απόφαση.
Ο αιτητής λέγει ότι θα ανελίσσετο κανονικά στη μισθολογική κλίμακα Α5 στις 3.1.2006, όμως εξαιτίας της προαναφερόμενης πειθαρχικής ποινής, (της αναβολής ετήσιας προσαύξησης για περίοδο δύο ετών) και του γεγονότος ότι για περίοδο τριών μηνών αυτός βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, η ανέλιξη του στην κλίμακα Α5 έγινε την 1.12.2008. Στην πραγματικότητα η ανέλιξη του θα έπρεπε να είχε γίνει την 1.4.2008. Επειδή όμως την 10.11.2006 καταδικάστηκε σε άλλο πειθαρχικό παράπτωμα (ένεκα της καταδίκης του σε ποινική υπόθεση για οδήγηση με ληγμένη άδεια κυκλοφορίας), του κατασχέθηκαν δύο επιδόματα καλής διαγωγής και, σαν συνέπεια αυτής της ποινής, η ανέλιξη του καθυστέρησε για άλλους οχτώ μήνες (μέχρι να συμπληρωθούν τα δύο χρόνια από 10.11.2006) και έγινε τελικά την 1.12.2008.
Το βασικό παράπονο του αιτητή είναι ότι αυτή η ποινή που του επιβλήθηκε το 1996 έχει ουσιαστικά επιπτώσεις στη μισθολογική του ανέλιξη μέχρι το 2008 και ως εκ τούτου είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε.
Μελέτησα με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, τόσο του δικαστικού φακέλου όσο και του υπηρεσιακού φακέλου. Είναι φανερό ότι η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας για μισθολογική ανέλιξη του αιτητή, στην κλίμακα Α5, από 1.12.2008 και όχι ενωρίτερα, βασίστηκε στο σκεπτικό του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας, το οποίο φαίνεται σε επιστολή ημερ. 10.7.2008 προς το δικηγόρο του αιτητή. Το σκεπτικό αυτό συνίσταται στο ότι «η ποινή της αναβολής της ετήσιας προσαύξησης για δύο έτη και τρεις μήνες που έχει επιβληθεί στον κ. Α. Χαριλάου, σύμφωνα με τα αντίστοιχα που ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία (το άρθρο 79 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 και των Κανονισμό 27 Κ.Δ.Π. 175/95 αποσπάσματα των οποίων επισυνάπτονται στο Παράρτημα Α), η ποινή αυτή της αναβολής της ετήσιας προσαύξησης έχει συσσωρευτικό αποτέλεσμα μέχρις ότου ο υπάλληλος φθάσει στο ανώτατο σημείο της κλίμακας του σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη ποινή της διακοπής της ετήσιας προσαύξησης η οποία δεν έχει συσσωρευτικό χαρακτήρα αλλά λειτουργεί ως πρόστιμο για το διάστημα που διαρκεί η ποινή της διακοπής της ετήσιας προσαύξησης.»
Είναι επομένως προφανές ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν στη βάση του ότι και στην περίπτωση του αιτητή, που είναι μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, ισχύουν, αντίστοιχα, τα όσα ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία. Αυτό όμως φαίνεται να είναι αυθαίρετο και αδικαιολόγητο εφόσον ο αιτητής κατηγορήθηκε στην προαναφερόμενη πειθαρχική διαδικασία, δυνάμει του περί Αστυνομίας Νόμου και Κανονισμών οι οποίοι (Κανονισμοί) είναι διαφορετικοί από αυτούς που ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία, και δεν μου υποδείχθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι οι Κανονισμοί της Δημόσιας Υπηρεσίας ισχύουν, κατ΄ αντιστοιχία ή κατ΄ αναλογία, και στην περίπτωση της Αστυνομίας. Συγκεκριμένα παρατηρώ ότι οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 79 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, όπως τροποποιήθηκε, Ν 1/90, είναι διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στο σχετικό Νόμο και Κανονισμούς της Αστυνομίας. Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν 1/90 προνοείται ότι η Δημόσια Υπηρεσία δεν περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις Δυνάμεις Ασφάλειας της Δημοκρατίας, δηλαδή και την Αστυνομία. Στον περί Αστυνομίας Νόμο, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε, στο άρθρο 50, προνοείται η έκδοση Κανονισμών για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου εκείνου. Οι Κανονισμοί που ισχύουν στην περίπτωση της Αστυνομίας είναι οι περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989, όπως τροποποιήθηκαν. Στον Κανονισμό 16(1) των Κανονισμών αυτών προνοούνται οι ποινές που η αρμόδια Επιτροπή μπορεί να επιβάλει σε Αστυφυλάκες που καταδικάστηκαν για πειθαρχικά αδικήματα, όπως ο αιτητής. Στην παράγραφο (δ) του Κανονισμού 16(1) προνοείται η κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης. Πουθενά στους Κανονισμούς αυτούς δεν φαίνεται να δίνεται οποιαδήποτε ερμηνεία ή εξήγηση αναφορικά με το τι σημαίνει κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης και πώς υπολογίζεται. Ούτε και στον Κανονισμό 44, όπου προνοούνται ανάλογες ποινές για Ανώτερους Αξιωματικούς της Αστυνομίας, υπάρχει οποιαδήποτε ερμηνεία ή εξήγηση των όρων αυτών.
Κατ΄ αντίθεση προς τα ανωτέρω, στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημόσιων Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1995, όπως τροποποιήθηκαν (Κ.Δ.Π. 175/95), δίδεται σαφής ερμηνεία και εξήγηση του τι σημαίνει κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή της προσαύξησης η οποία επιβάλλεται σε περιπτώσεις πειθαρχικών αδικημάτων των δημοσίων υπαλλήλων. Συγκεκριμένα στον Καν. 24 της Κ.Δ.Π. 175/95 γίνεται μνεία της κατακράτησης, διακοπής και αναβολής της ετήσιας προσαύξησης και στους Κανονισμούς 25, 26 και 27 επεξηγούνται οι τρεις αυτοί όροι. Πράγματι στον Καν. 27, που αφορά στην αναβολή της προσαύξησης, για πειθαρχικούς λόγους, σύμφωνα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990-1994, προνοείται ότι, όταν μια προσαύξηση αναβληθεί, δεν αποκαθίσταται και το αποτέλεσμα της αναβολής είναι συσσωρετικό μέχρις ότου ο υπάλληλος φθάσει στο ανώτατο σημείο της κλίμακας του. Αντίθετα ο Καν. 26 προνοεί ότι διακοπή της προσαύξησης, για πειθαρχικούς λόγους, δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα αλλά λειτουργεί ως πρόστιμο.
Δεν βρήκα οτιδήποτε στον περί Αστυνομίας Νόμο και Κανονισμούς που να δείχνει ότι τα όσα ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία, αναφορικά με τις προαναφερόμενες πειθαρχικές ποινές, ισχύουν, κατ΄ αντιστοιχία ή αναλογία, και στην περίπτωση της Αστυνομίας. Αντίθετα, στον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν 73(Ι)/2004) στο άρθρο 8Α (2) (β) προνοείται ότι, στην περίπτωση των επιδομάτων ή άλλων ωφελημάτων που χορηγούνται στα μέλη της Αστυνομίας κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στο εξωτερικό, θα ισχύουν τα όσα, κατά καιρούς, ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία. Δεν βρήκα οτιδήποτε ανάλογο σε ότι αφορά τις πειθαρχικές ποινές και τις επιπτώσεις τους.
Με βάση τα προαναφερόμενα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν αυθαίρετη, αδικαιολόγητη και νομικά μεμπτή η θέση των καθ΄ ων η αίτηση να ερμηνεύσουν τον όρο, αναβολή ετήσιας προσαύξησης, ένεκα πειθαρχικού παραπτώματος, που διαπράχθηκε δυνάμει του περί Αστυνομίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών, κατ΄ αντιστοιχία και κατ΄ αναλογία προς τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς που ισχύουν για τους Δημοσίους Υπαλλήλους. Κατά την κρίση μου θα έπρεπε οι καθ΄ ων η αίτηση να δώσουν ερμηνεία στον προαναφερόμενο όρο σύμφωνα με τα όσα ισχύουν στην Αστυνομία και να μη θεωρήσουν, κατ΄ ανάγκη, ότι τα όσα ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους ισχύουν και για τους αστυνομικούς, κατ΄ αντιστοιχία.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς και εκδίδεται απόφαση με την οποία ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν θεωρώ όμως ότι, με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, μπορώ να εγκρίνω και την παράγραφο Β της αίτησης σύμφωνα με την οποία η μισθολογική ανέλιξη του αιτητή, στην κλίμακα Α5, θα πρέπει να γίνει από 3.1.2006. Οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν την ευχέρεια να μελετήσουν την υπόθεση του αιτητή και να καταλήξουν σε νομικά ορθά συμπεράσματα, χωρίς όμως να θεωρούν ότι δεσμεύονται από τα όσα ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους.
Κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση ως ανωτέρω με €1.000.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.