ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 3/2009)
26 Μαΐου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Τζ. Καρακάννα (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 17.10.2008, με την οποία προήγαγαν μετά από τέταρτη επανεξέταση και πάλι τον Ανδρέα Κυριάκου, Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού αναδρομικά από τις 15.12.1990, αντί του Αιτητή.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Στο παρελθόν ο Αιτητής προσέβαλε επιτυχώς τέσσερις φορές τη μη προαγωγή του στην πιο πάνω θέση. Επειδή με τους λόγους ακύρωσης εγείρεται θέμα δεδικασμένου, καθίσταται απαραίτητο να παρατεθεί το όλο ιστορικό που εκτείνεται σε μια περίοδο 20 χρόνων.
Κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης στις 14.12.1990, προήχθη ο Α. Καρατσής, αντί ο Αιτητής, ο οποίος καταχώρησε την προσφυγή Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 163/91, ημερ. 21.12.1992. Το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση για την προτίμηση του ενδιαφερόμενου μέρους και για την παραγνώριση της αρχαιότητας του Αιτητή. Η Δημοκρατία, με την Α.Ε. 1725, ενώ αρχικά εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, σε κατοπινό στάδιο την απέσυρε.
Κατά την πρώτη επανεξέταση, η ΕΔΥ ζήτησε από το British Council διευκρινίσεις σ' ότι αφορά το προσόν M.Sc. in Agricultural Extension που διέθετε ο Αιτητής. Τελικά όμως, επιλέγηκε ο Αντρέας Κυριάκου. Ο Αιτητής προσέβαλε και αυτή την απόφαση (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 180/96, ημερ. 19.3.1999). Δύο ήταν τα κύρια παράπονά του. Το πρώτο ότι υπερτερούσε σε αξία του ΕΜ και δεύτερο, ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο που προέκυπτε από την προσφυγή 163/91, γιατί ο Αιτητής στην προηγούμενη διαδικασία κρίθηκε προσοντούχος με βάση το Πανεπιστημιακό του δίπλωμα και όχι με βάση το μεταπτυχιακό του προσόν, το οποίο αποτελούσε πλεονέκτημα. Το Δικαστήριο ακύρωσε και αυτή την προαγωγή, καθότι η αιτιολογία της ΕΔΥ ως προς την αξία του Αιτητή έναντι του ΕΜ ήταν τρωτή. Για το θέμα του δεδικασμένου αναφορικά με τα προσόντα του Αιτητή, έκρινε ότι δεν εγείρεται τέτοιο θέμα, εφόσον στην Υπόθεση Αρ. 163/91, δεν ήταν επίδικο το θέμα των προσόντων του Αιτητή.
Ακολούθησε δεύτερη επανεξέταση στις 6.5.1999. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε:-
«3(1)(α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), τις Οικονομικές, Κοινωνικές ή Πολιτικές Επιστήμες, κλπ., ή μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών.».
Ενώ στην πρώτη διαδικασία ο Αιτητής κρίθηκε προσοντούχος, στη δεύτερη επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τον πιο πάνω όρο που αφορούσε στα προσόντα. Το σχετικό μέρος της Έκθεσης της, έχει ως ακολούθως:-
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν του εν λόγω υποψηφίου στη Γεωπονική δεν είναι σε κατάλληλο θέμα όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης. Ο κος Χ"Χάννας, αν και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος M.Sc. in Agricultural Extension, το οποίο εμπίπτει στον Κλάδο των Κοινωνικών Επιστημών που αναφέρονται ρητά στο Σχέδιο Υπηρεσίας, εντούτοις δεν μπορεί να λογιστεί ως προσοντούχος σύμφωνα με τη σχετική νομολογία που ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο (Αναθ. Έφεση Αρ. 1776, ΚΟΤ ν. Προδρόμου).»
Με το πιο πάνω σκεπτικό, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε τον Αιτητή στους προσοντούχους υποψηφίους για προαγωγή, με αποτέλεσμα η ΕΔΥ, που ακολούθησε την εισήγηση της Συμβουλευτικής, να προάξει και πάλιν τον Α. Κυριάκου. Ο Αιτητής, με την προσφυγή Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 481/00, ημερ. 8.8.2001, προσέφυγε εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο πρώτος από τους τρεις λόγους ακύρωσης, ήταν ότι η απόφαση της ΕΔΥ παραβιάζει το δεδικασμένο, αφού ο Αιτητής είχε σε προηγούμενη διαδικασία κριθεί προσοντούχος. Το Δικαστήριο, ενώ έκρινε ότι δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος των προσόντων του Αιτητή εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή, εντούτοις δεν δέχθηκε την εισήγηση για παραβίαση του δεδικασμένου. Όμως, έκρινε ότι με τις ενέργειες της διοίκησης, παραβιαζόταν η αρχή της χρηστής διοίκησης και ως εκ τούτου ακύρωσε την απόφαση, αναφέροντας ότι:-
«Η πιο πάνω συμπεριφορά παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπουν τις πράξεις της Διοίκησης. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν ότι η Διοίκηση δεν πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον ιδιώτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτήν. Η Ε.Δ.Υ. δεν εμποδιζόταν να καταλήξει σε μια διαφορετική άποψη. Όμως πράξεις που είναι αντίθετες προς προηγούμενες αποφάσεις του ίδιου οργάνου θα πρέπει να αιτιολογούνται επαρκώς. (Βλ. Eleftherios Soteriou v. The Greek Communal Chamber & another [1966] 3 CLR 83, 104). Και στην παρούσα περίπτωση για την παρέκκλιση της Ε.Δ.Υ. από τις προηγούμενες θέσεις που είχε υιοθετήσει έναντι του αιτητή, δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε αιτιολογία.».
Η Δημοκρατία με την Α.Ε. 3297, εφεσίβαλε την απόφαση. Πρόκειται για την Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2004) 3 ΑΑΔ 329. Η Ολομέλεια απέρριψε την έφεση, χωρίς να εξετάσει την ουσία της έφεσης, θεωρώντας ότι όντως ήταν τρωτή η διαδικασία της δεύτερης επανεξέτασης, καθόσον η διαπιστωθείσα στην τρίτη ακυρωτική απόφαση (Υπόθ. Αρ. 481/00) πλημμέλεια δεν εκτείνετο στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κακώς η δεύτερη επανεξέταση έγινε από εκείνο το στάδιο αντί από το στάδιο της ΕΔΥ. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως εξής:-
«Με την έφεση προσβάλλονται και οι δύο βάσεις στις οποίες ακυρώθηκε η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ενώ με αντέφεση του ο Εφεσίβλητος προωθεί ουσιαστικά τις απορριφθείσες εισηγήσεις του περί δεδικασμένου και προκατάληψης αλλά και εισήγηση ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν ήταν προσοντούχος, η οποία δεν είχε εξετασθεί.
Προέχει όμως να αναφερθεί μια άλλη πτυχή της απόφασης την οποία δεν αφορά η έφεση. Ο αδελφός μας Δικαστής, εξετάζοντας την έκταση της υποχρέωσης επανεξέτασης ως αποτέλεσμα της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης, είπε και τα εξής:
"... έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που εξετάστηκε στην προηγούμενη προσφυγή 180/96, δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή. (Ιδε Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2261 της 21.7.99)."
Η κατάληξη αυτή δεν οδηγήθηκε στη λογική της συνέπεια, που θα ήταν η ακόλουθη διαπίστωση ότι έπασχε η διαδικασία καθ΄ όσον κακώς είχε γίνει επανεξέταση από το στάδιο της Τμηματικής Επιτροπής. Η κατάληξη όμως είναι μέρος της απόφασης και δεν εφεσιβάλλεται, καθιστά δε, ως πρόσθετος λόγος, όντως τρωτή τη διαδικασία επανεξέτασης. Τοσούτο μάλλον αφού η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη σε δική της διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων αλλά υιοθέτησε την έκθεση της Τμηματικής Επιτροπής, αναφέροντας σχετικά με τον Εφεσίβλητο ότι αυτός δεν κρίθηκε προσοντούχος από την Τμηματική Επιτροπή, και βεβαίως χωρίς να εξετάσει περαιτέρω την υποψηφιότητά του.
Η θεώρηση αυτή δεν καθιστά πρακτικά αναγκαίο να υπεισέλθουμε στην έφεση η οποία αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.»
Ακολούθησε νέα επανεξέταση (τρίτη), η οποία οδήγησε και πάλιν στην προαγωγή του ΕΜ κ. Α. Κυριάκου. Σ' αυτήν τη διαδικασία, η ΕΔΥ με εκτενές αιτιολογικό, απέκλεισε τον Αιτητή ως μη προσοντούχο, εφόσον έκρινε ότι δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας (πιο πάνω). Ο Αιτητής επανήλθε με νέα προσφυγή. Πρόκειται για τη Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1029/04, ημερ. 18.4.2006. Ως λόγο ακύρωσης προώθησε την παράβαση του δεδικασμένου ως προς το ότι ήταν προσοντούχος. Προς υποστήριξη των θέσεων του, επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την προσφυγή 163/91, πιο πάνω, καθώς και την Α.Ε. 3297, πιο πάνω. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι:-
«.. δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς το επίδικο θέμα των ακαδημαϊκών προσόντων. Υπήρχε όμως κατά την τρίτη επανεξέταση, που ενδιαφέρει εδώ, υποχρέωση της ΕΔΥ, στα πλαίσια της αρχής της καλής πίστης, να αιτιολογήσει δεόντως τη διαφοροποίηση της θέσης της ως προς τα προσόντα του κ. Χατζηχάννα, όπως είχε αποφασισθεί στην ΑΕ 3297.
Είναι ακριβώς η ακόλουθη εισήγηση του κ. Χατζηχάννα ότι η ΕΔΥ δεν διερεύνησε δεόντως το θέμα και δεν αιτιολόγησε δεόντως την εν λόγω κρίση της. Με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση αυτή. Με δεδομένο ασφαλώς ότι η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ, αδυνατώ να αντιληφθώ τι είχε υπ΄όψη της η ΕΔΥ ως προς το τι ήταν το ζητούμενο. Είναι πρόδηλο από το παρατεθέν σκεπτικό της ότι θεωρούσε ότι το σχέδιο υπηρεσίας αναφέρει περιοριστικά, όπως το έθεσε, τις σπουδές εκείνες που εμπίπτουν στις πρόνοιες του. Αυτό όμως ήταν λανθασμένο. Το σχέδιο υπηρεσίας είναι αόριστο επί τούτου, αναφέροντας ως απαιτούμενο προσόν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν "σε κατάλληλο θέμα", και προχωρά να δώσει μόνο παραδείγματα του τι θεωρείται κατάλληλο θέμα, καταλήγοντας σε "κλπ". Αυτά δε τα παραδείγματα δεν έχουν ούτε τέτοιο κοινό παρονομαστή που να αποκαλύπτει μια ενιαία κατηγορία επαρκώς προσδιορισμένη ως προς τα επί μέρους της. Τοσούτο μάλλον αφού ως διαζευκτικό προσόν αναφέρεται και το να είναι ο υποψήφιος μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών. Εν πάση περιπτώσει λοιπόν, η ΕΔΥ τελούσε υπό πλάνη θεωρώντας ότι η παράγραφος 3(1)(α) περιέχει περιοριστική αναφορά στη φύση των σπουδών που απαιτούνται και απότυχε να εξετάσει, ως όφειλε, αν τα ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Χατζηχάννα ήταν σε "κατάλληλο θέμα" με αναφορά στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης ως του βέβαιου κριτηρίου της καταλληλότητας του ακαδημαϊκού προσόντος.
Για το λόγο αυτό η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.»
Η Δημοκρατία, με την Α.Ε. 66/06, εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση. Πρόκειται για τη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννας (2008) 3 ΑΑΔ 206. Η Ολομέλεια απέρριψε την έφεση, συμφωνώντας με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως εξής:-
«Επανειλημμένα η ΕΔΥ αναφέρεται στα βασικά προσόντα που περιέχονται στην παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας ως «περιοριστικά». Η θέση αυτή είναι προφανώς λανθασμένη. Τα διπλώματα που αναφέρονται ονομαστικά στην παράγραφο αυτή ακολουθούν τις λέξεις «πχ» και τελειώνουν με τις λέξεις «κλπ», και προστίθεται και διαζευκτικά το προσόν του να είσαι μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών. Είναι, έτσι, σαφές, ότι τα διπλώματα που αναφέρονται ονομαστικά στην πιο πάνω παράγραφο είναι ενδεικτικά και όχι περιοριστικά. Είναι δε αυτά τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, που δεν μπορεί να λεχθεί ότι το «κατάλληλο θέμα» πρέπει να ερμηνευθεί ejusdem generis.
Με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος-αιτητής δεν ήταν μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών, το τι όφειλε να πράξει η ΕΔΥ ήταν να εξετάσει και να κρίνει κατά πόσο το πανεπιστημιακό του δίπλωμα ήταν σε «κατάλληλο θέμα», κάτι που απέτυχε να πράξει, αφού θεώρησε ότι αυτό δεν μπορεί να ενταχθεί στην παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου, επειδή όπως ρητά αναφέρει, οι σπουδές του εφεσείοντα «δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εντάσσονται σε ένα από τα θέματα, ούτε αποτελούν συνδυασμό μερικών απ΄αυτά που αναφέρει περιοριστικά η παράγραφος 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας.» Προφανώς, δηλαδή, θεώρησε ότι το «κατάλληλο πτυχίο» θα έπρεπε να μπορεί να ενταχθεί μόνο σε ένα από τα θέματα αυτά ή να αποτελεί συνδυασμό αυτών, κάτι που από όσα προαναφέραμε, ήταν εσφαλμένο.
Για τους λόγους που εκθέσαμε, θεωρούμε ότι η ΕΔΥ ενέργησε πράγματι κάτω από πλάνη και ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Επομένως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί.»
Ακολούθησε και τέταρτη επανεξέταση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και πάλιν η προαγωγή του κ. Α. Κυριάκου στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 15.12.1990. Ο Αιτητής επανήλθε με την παρούσα προσφυγή. Η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ φέρει ημερομηνία 17.10.2008 και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα την 21.11.2008.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο Αιτητής προβάλλει 4 λόγους για ακύρωσή της.
Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου και της επανεξέτασης - Λόγος ακύρωσης 1
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και μη δέουσας έρευνας - Λόγος ακύρωσης 2
Συγκεκριμένα ο Αιτητής προβάλλει ότι οι Καθ' ων η αίτηση χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία και κατά παράβαση του δεδικασμένου και της επανεξέτασης, έκριναν και πάλι ότι ο Αιτητής δεν είναι προσοντούχος για την επίδικη θέση. Οι δύο αυτοί οι ισχυρισμοί είναι συνυφασμένοι και θα πρέπει να εξεταστούν μαζί.
Το σχετικό μέρος της απόφασης της ΕΔΥ, έχει ως εξής:-
«Σύμφωνα δε με τη σχετική προκήρυξη τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα είναι ως ακολούθως:
Απαιτούμενα προσόντα:
«(1) (α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister -at- Law), τις Οικονομικές, Κοινωνικές ή Πολιτικές Επιστήμες, κλπ. ή μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών».
Ο υποψήφιος Χατζηχάννας Βραχίμης κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τα ακόλουθα ακαδημαϊκά προσόντα:
Συμπλήρωσε το 1970 πτυχιακές σπουδές στην Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.
Παρακολούθησε σπουδές στο Ισραήλ, τη χρονική περίοδο 1974-75, για τις οποίες του απονεμήθηκε σχετικό πιστοποιητικό σε συγκεκριμένο κλάδο σπουδών με τίτλο «Post-graduate Course in Comprehensive Rural Regional Development Planning».
Στην περίοδο 1980-81 συμπλήρωσε σπουδές στο Agricultural Extension and Rural Development Center του Πανεπιστημίου του Reading και απέκτησε το μεταπτυχιακό προσόν Μ. Sc. in Agricultural Extension .
Επίσης κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και το μεταπτυχιακό προσόν Master of Public Administration, που απέκτησε το 1986 από το West Virginia University.
Τέλος, του απονεμήθηκε, μετά από συμπλήρωση σχετικού προγράμματος ενός έτους, από το West Virginia University προσόν με τίτλο Certificate of Mid-Career Professional Development.
Έχοντας υπόψιν ότι, εκτός από το δίπλωμα Γεωπονίας, τα υπόλοιπα προσόντα του είναι μεταπτυχιακού επιπέδου και με βάση νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ( απόφασης της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση Αρ. 1776., ΚΟΤ ν. Προδρόμου,), η Επιτροπή έκρινε τα προσόντα αυτά δεν μπορούν να λογιστούν ως βασικό προσόν.
Επίσης, οι πρόνοιες των περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1995 Σ.Υ. 11/95, που δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2975 με ημερομηνία 19.5.95 και που αφορούν την αντιμετώπιση κατόχων μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου, δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Ως εκ τούτου, η κατοχή από μέρους του Χατζηχάννα Βραχίμη μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου δεν μπορεί να καλυφθεί με τις πρόνοιες των πιο πάνω κανονισμών, καθότι ο ουσιώδης χρόνος των υπό επανεξέταση θέσεων ήταν η 9.1.88, δηλαδή πολύ πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του σχετικού κανονισμού, που, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Ως εκ τούτου, οι εν λόγω Κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, εφόσον κατά την επανεξέταση εφαρμόζεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων στην προκείμενη περίπτωση είναι προγενέστερος της θέσπισης και έναρξης ισχύος των πιο πάνω Κανονισμών, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε σχετική πρόνοια για αναδρομική ισχύ τους.
Επίσης, όπως έχει νομολογηθεί με την απόφαση της ολομέλειας στην υπόθεση του Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128, το μεταπτυχιακό προσόν δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βασικό προσόν.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταλληλότητα του ακαδημαϊκού προσόντος του Χατζηχάννα σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης θα αφορά μόνο το δίπλωμα στη Γεωπονία.
Μελετώντας τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης σε συνδυασμό με τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία παρατίθενται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπό πλήρωση θέση αφόρα κατά κύριο λόγο θέματα διοίκησης προσωπικού και απευθύνεται σε κατόχους ακαδημαϊκών προσόντων επιστημών που εμπίπτουν στις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές επιστήμες, διοίκηση και επεκτάσεις ή συνδυασμούς αυτών, όπως ενδεχομένως χρηματοοικονομικά, marketing, ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού.
Σύμφωνα με τα καθοριζόμενα πεδία σπουδών του International Classification of Education της Unesco, η Γεωπονία είναι θέμα που εμπίπτει στον κλάδο "Agriculture". Δεν εντάσσεται ούτε στις κοινωνικές, ούτε στις πολιτικές επιστήμες, ούτε στις οικονομικές επιστήμες, ούτε στη διοίκηση ή οιοδήποτε συνδυασμό αυτών. Αποτελεί ξεχωριστό τομέα ταξινόμησης που δε συνδέεται με τους πιο πάνω κλάδους σπουδών.
Οιαδήποτε ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας που να θεωρούσε ότι η Γεωπονία ως κλάδος της «γεωργίας» θα μπορούσε να αποτελέσει «κατάλληλο θέμα» για την πιο πάνω θέση και ότι ο κάτοχος ενός τέτοιου προσόντος είναι προσοντούχος και κατ' επέκταση κατάλληλος να ασκεί καθήκοντα που αφορούν κατά βάση τη διοίκηση προσωπικού θα δημιουργούσε επικίνδυνο προηγούμενο.
Το γεγονός ότι ο υποψήφιος Χατζηχάννας διαθέτει σε μεταπτυχιακό επίπεδο προσόντα που εμπίπτουν στους κλάδους σπουδών των απαιτούμενων προσόντων και θα μπορούσε (αυτός) να ασκεί με επιτυχία τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης δε νομιμοποιεί την Επιτροπή να τον θεωρήσει προσοντούχο, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.
Υπό το φως της πιο πάνω ενδελεχούς και αναλυτικής εξέτασης των ακαδημαϊκών προσόντων που ο Χατζηχάννας Βραχίμης κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε συνάρτηση με τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, ο εν λόγω αιτητής κρίθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι δεν ικανοποιεί την παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης σ' ό,τι αφορά τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα και, γι' αυτό, δεν λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης.»
Οι δύο λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να σημειώσω ότι ο Αιτητής προσπάθησε να συνθέσει το δεδικασμένο, με το γεγονός ότι στην αρχική διαδικασία για πλήρωση της θέσης (Υπόθ. αρ. 163/91) κρίθηκε προσοντούχος και ως εκ τούτου η διοίκηση θα έπρεπε να συνεχίσει να τον θεωρεί προσοντούχο και σε όλες τις διαδικασίες επανεξέτασης που ακολούθησαν. Το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεχτό, αφού σε ορισμένες από τις υποθέσεις που ακολούθησαν την προσφυγή 163/91, διευκρινίστηκε ότι δεν ετίθετο θέμα δεδικασμένου αναφορικά με τα προσόντα του Αιτητή, για το λόγο ότι τέτοιο θέμα δεν ήταν επίδικο στην προσφυγή 163/91 (βλ. Υπόθ. Αρ. 180/96, ανωτέρω, Υπόθ. Αρ. 481/00, ανωτέρω και Υπόθ. Αρ. 1029/04, ανωτέρω).
Το δεύτερο επιχείρημα σε ό,τι αφορά το δεδικασμένο, συνδέεται με την τελευταία απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 66/06. Όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής, η ΕΔΥ με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην του ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν είναι περιοριστικό, τίποτε άλλο δεν έλαβε υπόψη από τα αποφασισθέντα στην Α.Ε. 66/06, με αποτέλεσμα να συνεχίζει η πλάνη. Κατά την άποψή του, η ΕΔΥ δεν διερεύνησε δεόντως κατά πόσο το πτυχίο του στη Γεωπονία ήταν σε «κατάλληλο θέμα». Πέραν τούτου, η αιτιολογία που δίδει δεν προσθέτει κάτι καινούργιο, αλλά επαναλαμβάνει πεισματικά όσα περιέλαβε στην προηγούμενη αιτιολογία της, στην υπόθεση 1029/04.
Συμφωνώ με τις θέσεις του Αιτητή. Η ΕΔΥ, ενώ λεκτικά δέχεται το δεδικασμένο που προκύπτει από την Α.Ε. 66/06, δηλαδή ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα που παρατίθενται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, δεν είναι περιοριστικά αλλά ενδεικτικά, εντούτοις στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υπό πλήρωση θέση αφορά κατά κύριο λόγο θέματα «διοίκησης προσωπικού και απευθύνεται σε κατόχους ακαδημαϊκών προσόντων επιστημών που εμπίπτουν στις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές επιστήμες, διοίκηση και επεκτάσεις ή συνδυασμούς αυτών, όπως ενδεχομένως χρηματοοικονομικά, marketing, ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού».
Κατά την άποψή μου, η κατηγοριοποίηση των επιστημών από την ΕΔΥ και το συμπέρασμα της σε σχέση με το προσόν του Αιτητή, παραβιάζει το δεδικασμένο ότι η ερμηνεία του Σχεδίου δεν μπορεί να γίνει με βάση τον κανόνα ejusdem generis. Εκτός από τη δικαστική απόφαση στην ΑΕ 66/2006, η ΕΔΥ είχε ενώπιον της και αριθμό εγγράφων τα οποία επίσης υποστήριζαν ότι δεν εφαρμόζεται ο κανόνας ejusdem generis και ότι ακόμα και αν εφαρμοζόταν δεν θα ήταν εύκολο να αποκλειστεί η «συμπερίληψη της Γεωπονίας ως κατάλληλο θέμα στην πολύ ευρεία κατηγορία θεμάτων που απαριθμούνται υπό τύπο παραδείγματος» (βλ. Γνωμάτευση Νομικής Υπηρεσίας, ημερ. 3.8.95). Η Γνωμάτευση κατέληγε στην εξής παρατήρηση, η οποία αποσκοπούσε στο να υποβοηθήσει το αποφασίζον όργανο να αποφύγει σφάλματα:-
«11. Από τις πληροφορίες οι ποίες παρέχονται με την επιστολή του Πρύτανη του Γεωργικού Πανεπιστημίου Αθηνών ημερομηνίας 6.8.92 που επισυνάπτεται στην υπό απάντηση επιστολή σας, φαίνεται ότι είναι εύλογα επιτρεπτό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η Γεωπονική Επιστήμη, όπως τουλάχιστο διδάσκεται στο Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ή σίγουρα μεγάλο μέρος αυτής, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον Κλάδο των Κοινωνικών Επιστημών.»
Η ΕΔΥ είχε επίσης ενώπιον της την επιστολή του Υπουργείου Παιδείας, ημερ. 4.10.1994 στην οποία αναφερόταν ότι:-
«1. Από τη μελέτη των στοιχείων τα οποία υποβλήθηκαν, ο κλάδος της Γεωπονίας βρίσκεται στο μεταίχμιο των Θετικών και Κοινωνικών Επιστημών και περιλαμβάνει μαθήματα και από τα δύο πεδία επιστημών. .................
2. Το Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών το οποίο απένειμε το πτυχίο στον ενδιαφερόμενο θεωρείται το πλέον αρμόδιο όργανο για να εκφέρει απόψεις για την κατεύθυνση και το πεδίο σπουδών του κλάδου που οδήγησε στην απονομή του τίτλου.
.................»
Ενώπιον της η ΕΔΥ είχε και δύο επιστολές από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, από τις οποίες τουλάχιστον δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η Γεωπονία είναι σύνθετη επιστήμη η οποία εμπίπτει, μεταξύ άλλων, και στις κοινωνικές επιστήμες.
Ως αποτέλεσμα του λεκτικού του Σχεδίου Υπηρεσίας, είναι προφανές ότι η ΕΔΥ, είχε ενώπιον της μια οριακή κατάσταση. Αντί να απαντήσει στα όσα προέκυπταν από τα πιο πάνω έγγραφα που είχε ενώπιόν της, προτίμησε να στηριχθεί σε γενικά κριτήρια της Unesco χωρίς να σχολιάζει καθόλου θα όσα προέκυπταν από την επιστολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το οποίο απένειμε τον σχετικό τίτλο στον Αιτητή και ήταν σε πλεονεκτική θέση να εκφέρει άποψη. Παρέλειψε να εξετάσει τα αναλυτικά θέματα που διδάχθηκε ο Αιτητής στα πλαίσια του πτυχίου του, ώστε να αποφανθεί αν το πτυχίο της Γεωπονίας που του απονεμήθηκε, ενέπιπτε σ' ένα από τα «κατάλληλα θέματα» στα πλαίσια του Σχεδίου Υπηρεσίας. Επίσης, παρέλειψε να σχολιάσει την επιστολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για τον σύνθετο χαρακτήρα των Γεωπονικών σπουδών, οι οποίες περιλάμβαναν και κοινωνικοοικονομικές επιστήμες.
Κατά την άποψή μου, η κατάληξη της ΕΔΥ ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας, ως αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης (βλ. Ζένιος ν. Δημοκρατίας (1982) 3 ΑΑΔ 1181).
Περαιτέρω, η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας (λόγος ακύρωσης 2). Κατά πόσον μια πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη ή όχι, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι περιστάσεις ήταν ιδιαίτερες. Ο Αιτητής κατά την πρώτη διαδικασία πλήρωσης της θέσης κρίθηκε προσοντούχος. Όμως, κατά τη δεύτερη επανεξέταση, υπήρξε διαφορετική άποψη από πλευράς διοίκησης. Με αυτές τις περιστάσεις, η υποχρέωση της διοίκησης για δέουσα έρευνα και επαρκή αιτιολογία, ήταν αυξημένη. Η διοίκηση, παρά τις τέσσερις ακυρωτικές αποφάσεις και επανεξετάσεις, επέλεξε να στηρίζει την αιτιολογία της κατά κύριο λόγο στα κριτήρια της UNESCO, αγνοώντας πολλά άλλα στοιχεία προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εύλογο είναι και το παράπονο του Αιτητή για τη νομιμότητα χρήσης των κριτηρίων της UNESCO, για τα οποία δεν έχει αποδειχθεί η καθολική αναγνώρισή τους, ιδιαίτερα όταν αυτή χρονολογείται από το 1976, όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής.
Όσον αφορά το επιχείρημα του Αιτητή ότι η ΕΔΥ όφειλε να απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, αυτό δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν εναπόκειται στη διοίκηση να αναζητήσει οποιαδήποτε πιστοποίηση ισοτιμίας, αλλά στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο (βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 ΑΑΔ 100). Όμως, αυτό δεν αποκλείει τη διοίκηση στην κατάλληλη περίπτωση, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν προφανείς δυσκολίες, όπως στην παρούσα, να αναζητήσει μέσα στα πλαίσια δέουσας έρευνας, την καθοδήγηση του ΚΥΣΑΤΣ.
Πλάνη της ΕΔΥ ως προς την κατοχή από το ΕΜ του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας - Λόγος ακύρωσης 3
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Οι αρχές της επανεξέτασης είναι γνωστές. Αυτή διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38). Ο έλεγχος της νομιμότητας της επανεξέτασης διενεργείται με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να εξεταστεί, αφού δεν προκύπτει ούτε από το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην υπόθεση 1029/04, ούτε από την τέταρτη επανεξέταση, τη νομιμότητα της οποίας προσβάλλει ο Αιτητής.
Υπέρμετρη καθυστέρηση στην καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης - Λόγος ακύρωσης 5
Τέλος, ο Αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στο ξεκαθάρισμα της υπόθεσης, κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προάσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κατά την άποψή μου, ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Με βάση τα πραγματικά γεγονότα η ακυρωτική απόφαση είναι αποτέλεσμα διαδοχικών ακυρώσεων και αντίστοιχων επανεξετάσεων. Η πολυετής καθυστέρηση οφείλεται, κατά την άποψή μου, στο γεγονός ότι η ΕΔΥ ενεργούσε κατόπιν επανεξετάσεων, στο πλαίσιο της νόμιμης άσκησης της εξουσίας που της παρέχεται από το ίδιο το Σύνταγμα και κατόπιν υποχρέωσης συμμόρφωσής της σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ενόψει της επιτυχίας των δύο πρώτων λόγων ακύρωσης, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β). Στον Αιτητή, ο οποίος εμφανίζεται για τον εαυτό του, επιδικάζονται τα πραγματικά του έξοδα, τα οποία υπολογίζονται στα €300.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς