ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 251/2009

ΚΑΙ 374/2009

 

 

5 Μαϊου, 2011

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Υπόθεση αρ. 251/2009

 

ΒΑΣΟΥΛΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ

Αιτήτρια

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση

.........................

Υπόθεση αρ. 374/2009

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση

....................................

Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος και συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια στην υπόθεση 251/2009

Ελ. Αρότη (κα) για τον αιτητή στην 374/2009

Κ. Σταυρινός Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Καμιά εμφάνιση, για τα ενδιαφερόμενα μέρη και στις δυο προσφυγές

 

...................................

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με τις παρούσες προσφυγές που έχουν συνενωθεί κατόπιν σχετικού διατάγματος, οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να προαγάγουν στη θέση Λοχία από 29/1/2009 τα εξής πέντε ενδιαφερόμενα μέρη:  1. Ηροδότου Αριστείδη, 2.  Μίλερ Σάββα, 3. Παύλου Νίκο, 4. Λοϊζου Αθανάση, 5. Χρυσοστόμου Γιαννάκη.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Οι επίδικες προαγωγές έγιναν με βάση τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 350/2005 (στο εξής οι «Κανονισμοί»).

 

Πρώτη ξεκίνησε τις εργασίες της η Επιτροπή Αξιολόγησης.  Συμβουλεύτηκε τον υπεύθυνο του Ουλαμού, γραφείου σταθμού ή τμήματος, ανάλογα με το πού υπηρετούσε ο αξιολογούμενος υποψήφιος και σε περίπτωση που ο ίδιος ο αξιολογούμενος ήταν υπεύθυνος των πιο πάνω, η Επιτροπή Αξιολόγησης συμβουλεύτηκε τον άμεσα προϊστάμενο του και η συμβουλή αυτών καταγράφηκε.

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή ειδικό έντυπο αξιολόγησης, αντίγραφο του οποίου παρέδωσε στη συνέχεια στον Αστυνομικό Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας, ανάλογα με την περίπτωση.  Ετοίμασε επίσης κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας, τον οποίο υπέβαλε μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων.  Ο κατάλογος αναρτήθηκε σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες ταυτόχρονα.

 

Στις 7/7/2008 η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 251/2009 (Βασούλα Γιαννακού) υπέβαλε γραπτώς ένσταση για τη βαθμολογία που της δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης προβάλλοντας τα πιο κάτω σημεία:

 

«.........................................................................................................

 

Συγκεκριμένα στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ(Α), «Γνώσεις και εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων», έχω βαθμολογηθεί με 2 μονάδες.  Κατά τις αξιολογήσεις των προηγούμενων χρόνων, στο συγκεκριμένο θέμα, υπήρχε μια συνεχής αυξητική τάση στη βαθμολογία μου, καθότι όπως πιστεύω και είναι και γενική εκτίμηση, οι γνώσεις και οι εμπειρίες αποκτούνται με την πάροδο του χρόνου και με τη συνεχή τριβή του αντικειμένου.  Σήμερα, μετά λύπης μου, παρατήρησα ότι η βαθμολογία μου στο μέρος αυτό έχει μειωθεί και μάλιστα αισθητά (από 3 μονάδες σε 2), δημιουργώντας μου αμφιβολίες για την αντικειμενική αξιολόγηση μου.

 

Σύμφωνα με τον κανονισμό 7(2)(β)(Ι) «το μέλος δύναται να θεωρηθεί ότι κατέχει τις γνώσεις και τις εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, εάν έχει μακρά ευδόκιμη υπηρεσία σε ένα τουλάχιστον είδος καθηκόντων».  Ενόψει του πιο πάνω, πιστεύω ακράδαντα ότι δικαιούμαι τις 3 μονάδες, καθότι υπηρετώ στην ΚΥΠ για 12 συνεχή χρόνια.

 

Στο ΜΕΡΟΣ Ι, μετά λύπης μου, έχω παρατηρήσει ότι, στο σημείο «Διεκπεραίωση καθηκόντων» η βαθμολογία μου έχει μειωθεί από 4 μονάδες σε 3,6, γεγονός που με κάνει να αισθάνομαι απογοήτευση και αγανάκτηση για τον τρόπο που έχω αξιολογηθεί, καθότι, ουδέποτε μου είχε επιστηθεί η προσοχή, είτε για μείωση της απόδοσης μου είτε για μη εκπλήρωση των καθηκόντων μου.»

 

Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων με επιστολή της Προέδρου της ημερ. 11/8/2008 αποδέχτηκε μερικώς την ένσταση, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη προφανούς αντικειμενικού σφάλματος στην αξιολόγηση της στην παράγραφο 11 Α από την πενταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης και την πίστωσε επιπρόσθετα με μια μονάδα, αλλά όχι για την Παράγραφο Ι.

 

Μετά την εξέταση όλων των υποβληθεισών ενστάσεων, η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων κατάρτισε κατάλογο με τη σειρά βαθμολογίας των υποψηφίων και συνέταξε έκθεση αιτιολογώντας τις αποφάσεις της επί των ενστάσεων.  Επισημαίνεται ότι απάντησε γραπτώς σε κάθε υποψήφιο που υπέβαλε ένσταση.

 

Παρότι οι κενές θέσεις για το βαθμό του Λοχία ήταν στην παρούσα περίπτωση 20, και στον τελικό κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν υποψήφιοι μέχρι τετραπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων (Καν. 7(7)), ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων του τελικού καταλόγου ανερχόταν στα 82 μέλη, καθότι υπήρξε ισοβαθμία στην 80η θέση.  Εφαρμόστηκαν δηλαδή στις εξεταζόμενες υποθέσεις τα όσα προνοούνται στην επιφύλαξη του Καν. 7(7).  Να σημειωθεί ότι τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν εξασφαλίσει το 50% της συνολικής βαθμολογίας μετά την εξέταση των ενστάσεων και συμπεριλήφθησαν στον εν λόγω τελικό κατάλογο.

 

Μετά τη συμπλήρωση και αυτής της διαδικασίας, όλοι οι υποψήφιοι του πιο πάνω καταλόγου κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης.

 

Στα πλαίσια της συγκεκριμένης συνέντευξης, η οποία βαθμολογήθηκε με ανώτατο όριο 7 μονάδες, αξιολογήθηκε η ικανότητα έκφρασης, η αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, η εμφάνιση και η εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου, οι γνώσεις πάνω σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής καθώς και γενικές γνώσεις για το ρόλο της Αστυνομίας.  Τονίζεται ότι η βαθμολογία υπολογιζόταν με βάση το μέσο όρο της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσης.

 

Το Συμβούλιο Κρίσης αφού έλαβε υπόψη τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εξέταση των ενστάσεων, καθώς και τη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης, αξιολόγησε τον κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο και κατάρτισε πίνακα με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας.  Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 251/2009 συγκέντρωσε συνολική βαθμολογία 57,00 μονάδες και η βαθμολογία της ήταν η 35η υψηλότερη.  Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 374/2009 κατετάγη 33ος με 57,10 μονάδες  Εκείνη των ενδιαφερομένων μερών ήταν η 17η για τον Αριστείδη Ηροδότου (ενδιαφ. μέρος 1 με 58,45 μονάδες,) η 18η για τον Σάββα Μίλλερ (ενδ. μέρος 2 με 58,45 μονάδες), η  16η για τον Νίκο Παύλου (ενδ. μέρος 3 με 58,50 μονάδες) η 15η για τον Αθανάση Λοϊζου (ενδ. μέρος 4 με 58,60 μονάδες) και η 19η για τον Γιαννάκη Χρυσοστόμου (ενδ. μέρος 5 με 58,45 μονάδες).

 

Ο πίνακας των συστηνομένων υποψηφίων κατά σειρά για προαγωγή μαζί με τα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης στον Αρχηγό.  Ο Αρχηγός, αφού έλαβε υπόψη στο σύνολό τους όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τον κάθε υποψήφιο σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(7) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/2004 όπως έχει τροποποιηθεί), ακολούθησε, καθώς ανέφερε, πιστά τη σειρά βαθμολογίας στον Πίνακα και αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, αφού εξασφάλισε στις 29/1/2009 την κατά νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.  Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας με ημερομηνία 2/2/2009 και αύξοντα αριθμό 5.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Προσφυγή αρ. 251/2009

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας στις γραπτές τους αγορεύσεις (αρχική και απαντητική) προωθούν τους εξής λόγους ακύρωσης: (α) η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον του προσωπική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη, και (β) η απόφαση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων ημερ. 11/8/2008 είναι αναιτιολόγητη.

 

Προσφυγή αρ. 374/2009

Με τις γραπτές της αγορεύσεις (αρχική και απαντητική) η ευπαίδετη συνήγορος του αιτητή προβάλλει ουσιαστικά τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:  (α) απουσία αιτιολογημένης έγκρισης του ίδιου του Υπουργού, (β) υπεροχή του αιτητή στα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης - η προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, (γ) η κρίση του Συμβουλίου όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν του προσωπική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Κανονισμού 9(4)(β), (δ) ο Καν. 7(3)(β) της Κ.Δ.Π. 214/2004 όπως έχει τροποποιηθεί, που αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας είναι αντισυνταγματικός ως αντίθετος με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και (ε) τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δεν διαφωτίζουν αν και σε ποιό βαθμό λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή Αξιολόγησης οι συμβουλές των υπεύθυνων αξιωματικών και/ή άμεσα προϊσταμένων των υποψηφίων.

 

Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση υποστηρίζεται η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω πρώτα την κοινή και στις δύο προσφυγές εισήγηση, ότι η κρίση του Συμβουλίου όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον του προσωπική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη.  Υποστηρίζεται ειδικότερα από τους αιτητές, στα πλαίσια του συγκεκριμένου ισχυρισμού, ότι η γενική εντύπωση του Συμβουλίου που αφορούσε στις συνεντεύξεις των υποψηφίων, άλλαξε δραματικά την κατάταξή τους στον τελικό πίνακα και ανέτρεψε την υπεροχή τους έναντι πολλών ενδιαφερομένων μερών, υπεροχή που είχαν αποκτήσει στο προηγούμενο στάδιο της Επιτροπής Αξιολόγησης.

 

Χαρακτηριστικά αναφέρουν πως η αιτήτρια πριν τη βαθμολόγησή της από το Συμβούλιο Κρίσης ήταν στην 9η θέση ενώ μετά στην 35η.  Το ίδιο και ο αιτητής από 19ος κατετάγη 33ος μετά τις συνεντεύξεις.  Για πολλά δε από τα ενδιαφερόμενα μέρη η κατάσταση ήταν αντιστρόφως ανάλογη.  Το ενδ. μέρος 2 (Σ. Μίλλερ) από την 41η θέση ανέβηκε στη 18η μετά την κρίση του Συμβουλίου Κρίσης.  Eπίσης το ενδ. μέρος 4 (Α. Λοϊζου) από την 40η θέση ανέβηκε στη 15η και το ενδ. μέρος 5 (Γ. Χρυσοστόμου) που κατείχε αρχικά την 52η θέση, μετά την προσωπική συνέντευξη πήρε τη 19η.  Οι αιτητές παραπονούνται επίσης ότι οι συνεντεύξεις ενώπιον του Συμβουλίου αποτέλεσαν το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής υποσκελίζοντας την αντικειμενική τους αξία και πείρα καθώς και τα στοιχεία των φακέλων, όπως είχαν αποτιμηθεί από την Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

Μεταξύ άλλων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών επικαλέστηκαν και τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 175/2009 και 242/2009 ημερ. 31/5/2010 Ανδρέας Σάββα κ.α. ν. Δημοκρατίας, που αφορούσαν ουσιαστικά τους ίδιους διαδίκους, όπου ηγέρθηκαν και εξετάστηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί και το Δικαστήριο (Κραμβής, Δ) αποδέχτηκε τις προσφυγές και ακύρωσε τις προαγωγές λόγω παράλειψης του Συμβουλίου Κρίσης να αιτιολογήσει την κρίση του κατά τις συνεντεύξεις όπως διαλαμβάνει ο Καν. 9(4) (β) των προαναφερθέντων Κανονισμών.  Προβλέπεται εκεί ότι «Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται».

 

Μελέτησα την απόφαση του αδελφού Δικαστή Κραμβή στις προαναφερθείσες υποθέσεις, η οποία σημειώνω τελεί υπό έφεση (Α.Ε. αρ. 90/2010) καθώς και την απόφαση στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 388/2006 κ.α. Ανδρέας Ανδριανού κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 14/8/2008 (Ναθαναήλ Δ) που επικαλέστηκε η πλευρά των καθ' ων η αίτηση.  Στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ εξηγείται γιατί εκεί υπήρχε ικανοποιητική αιτιολογία για τους εξής λόγους:

 

«Οι αιτιάσεις, όπως αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, ότι υπάρχει αναιτιολόγητη κρίση και έλλειψη πρακτικών τόσο κατά το στάδιο της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και κατά το στάδιο του Συμβουλίου Κρίσεως, στερούνται του αναγκαίου υποβάθρου, εφόσον και πάλι αναδρομή στα σχετικά έντυπα αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.  Δεν είναι ορθή η διαπίστωση του αιτητή ότι η παραχώρηση μονάδων στο κάθε κριτήριο αξιολόγησης από το Συμβούλιο Κρίσεως, δεν συνοδευόταν από σχετική αιτιολογία.  Ούτε ότι ο Πίνακας συστημένων υποψηφίων για προαγωγή δεν έγινε ορθά.  Το Παράρτημα Στ΄στην ένσταση υποδηλώνει ακριβώς το αντίθετο.  Να σημειωθεί ότι στα βοηθητικά έντυπα που συνοδεύουν την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης, υπάρχει καταγραμμένη η αιτιολόγηση της βαθμολογίας όπου και αναφέρονται τι έχει ληφθεί υπόψη τόσο για τον αιτητή, όσο και για τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Ορθά, τέλος, παρατηρείται από τους καθ' ων ότι ο αιτητής δεν υπέβαλε ποτέ ένσταση στην Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων και δεν μπορεί εκ των υστέρων να παραπονείται για την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης.»

 

Στις υποθέσεις 175/2009 και 242/2009, ο Δικαστής Κραμβής αποφάνθηκε ως ακολούθως:

 

«Στα ειδικά έντυπα σημειώθηκε μόνο το σύνολο της βαθμολογίας που εξασφάλισε σε κάθε μέρος των ερωτήσεων ο κάθε υποψήφιος, χωρίς ούτε τα βοηθητικά έγγραφα αξιολόγησης να διαφωτίζουν το σκεπτικό πίσω από την αριθμητική αποτίμηση των απαντήσεων των υποψηφίων.

 

Το Συμβούλιο Κρίσης κατέληξε στην δική του αξιολόγηση σε διαφορετική βάση από αυτή των Επιτροπών, η οποία άπτετο της αξίας των υποψηφίων υπό το πρίσμα των συνεντεύξεων.  Επειδή η βαθμολογία που απέδωσε στους υποψηφίους ήταν για τους περισσότερους αυτή που καταλυτικά έκρινε και την τελική κατάταξη τους, επιβαλλόταν περαιτέρω δέουσα αιτιολογία.  Βαθμολογώντας με βάση το ειδικό έντυπο, το οποίο συνοδεύεται από επιμέρους επεξηγηματικά στοιχεία που αναλύουν κατά κατηγορίες κριτηρίων τη μεθοδολογία κατανομής μονάδων και υιοθετώντας ως αιτιολογία ένα ενιαίο κείμενο που απλά επαναλαμβάνει την αριθμητική αποτίμηση των απαντήσεων στις επιμέρους ερωτήσεις, το Συμβούλιο Κρίσης δεν εκπλήρωσε το καθήκον αιτιολόγησης των συνεντεύξεων δυνάμει του Καν. 9(4)(β).

 

Πιο συγκεκριμένα, η μέθοδος βαθμολόγησης (παράρτημα Ι της ένστασης) των επιμέρους στοιχείων της προσωπικής συνέντευξης συνάδει με τις πρόνοιες του Καν. 9(4)(γ) και έχουν συμπληρωθεί τα έντυπα που προνοούνται.  Ωστόσο, μετά την τροποποίηση του Καν. 4(β) σύμφωνα με τον οποίο «Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται» τίθεται θέμα περαιτέρω εφαρμογής της γενικής αρχής της αιτιολόγησης.

 

Στα περισσότερα έντυπα δεν υπάρχουν σχόλια/παρατηρήσεις ή και όταν υπάρχουν είναι με αριθμητική ή γενικόλογη διατύπωση ώστε να μην επιτρέπουν την άσκηση δικαστικού ελέγχου.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έντυπα που επισυνάπτονται στην ένσταση στην κάθε υπόθεση, η ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης προσωπική συνέντευξη στηρίχθηκε σε έξι κριτήρια:  (1) ικανότητα έκφρασης, (2) αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, (3) εμφάνιση, (4) εντύπωση ως προς την κρίση, (5) γνώσεις σε θέματα πρακτικής Αστυνομικής Εφαρμογής, και (6) γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας.  Στα τέσσερα πρώτα κριτήρια προβλέπεται ανώτατο όριο μονάδων 0.50 για κάθε κριτήριο  και στα δύο άλλα από 2.50.  Δηλαδή, σύνολο 7 μονάδες.  Στα τέσσερα πρώτα όλοι (αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη) βαθμολογήθηκαν με τον μέγιστο βαθμό δηλαδή 0.50 χωρίς να αναφέρεται η αιτιολογία.  Αυτό όμως δεν δημιουργεί πρόβλημα.  Η διαφορά είναι στα κριτήρια (5) και (6), όπως θα εξηγήσω πιο κάτω. 

 

Η αιτιολογία του Συμβουλίου Κρίσης θα πρέπει να αναζητηθεί, όπως φαίνεται και από την προαναφερθείσα απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ στο σύνολο των εγγράφων που συνοδεύουν την ένσταση.  Αυτά είναι το Έντυπο με τίτλο «ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΗΣ» σε συνδυασμό με το έγγραφο «ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ» που ακολουθεί και τα σχετικά σε αυτά «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 1 ΚΑΙ 2».

 

Το έγγραφο «ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ» είναι ουσιαστικά το ίδιο τόσο για τους αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Η μόνη διαφορά είναι στην 3η παράγραφο όπου αναφέρονται τα εξής: 

(α)  για τη Βασούλα Γιαννακού: «Στις 2 ερωτήσεις που του έχουν υποβληθεί που αφορούν Γνώσεις σε Θέματα Πρακτικής Αστυνομικής Ε£φαρμογής και Γενικές Γνώσεις που Αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας ο υποψήφιος εξασφάλισε 0.50 και 0.20 μονάδες αντίστοιχα».

(β) για τον αιτητή Ανδρέα Σάββα: «Στις 2 ερωτήσεις που του έχουν υποβληθεί που αφορούν Γνώσεις σε Θέματα Πρακτικής Αστυνομικής Εφαρμογής και Γενικές Γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας ο υποψήφιος εξασφάλισε 1.70 και 0 μονάδες αντίστοιχα».

 

Στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 με τίτλο «ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ» στα στοιχεία (1) έως (4) ήδη ανάφερα ότι πήραν όλοι το μέγιστο βαθμό.  Εκεί που υπάρχει διαφορετική βαθμολογία, και υπάρχει παράπονο από τους αιτητές, είναι στα στοιχεία (5) και (6) όπως τα παράθεσα πιο πάνω.  Αντίθετα με τον ισχυρισμό των αιτητών, βρίσκω ότι έχει δοθεί αιτιολογία από το Συμβούλιο Κρίσης.  Για το κριτήριο (5) η αιτήτρια Γιαννακού που πήρε 0.50 από τις 2.50 αναφέρεται ως αιτιολογία ότι υπήρξε «φτωχή απάντηση» και για το (6) που πήρε 0.20 «πολύ φτωχή απάντηση».  Το ίδιο ισχύει και για τον αιτητή Ανδρέα Σάββα ο οποίος στο υπ' αρ. (5) βαθμολογήθηκε με 1.70 μονάδες από τις 2.50, με την αιτιολογία «Αρκετά καλή απάντηση» και στο υπ' αρ. (6) με 0 στα 2.50 με την αιτιολογία ότι ο ίδιος απάντησε «ότι δεν γνωρίζει».

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσης δεν ήταν αιτιολογημένη όπως απαιτεί ο Καν. 9(4)(β) των προαναφερθέντων κανονισμών δεν ευσταθεί.  Με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως είναι ενώπιον μου κρίνω ότι αυτή διαφοροποιείται από την προαναφερθείσα απόφαση στις Συνεκ. Υποθεσεις 175/2009 και 242/2009 ημερ. 31/5/2010 που επικαλέστηκαν οι αιτητές.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης με την οποία ενέκρινε τις προαγωγές δεν είναι αιτιολογημένη, είμαι της άποψης ότι όπως έχει η σχετική νομοθετική πρόνοια δεν χρειάζεται αιτιολογία.  Η έγκριση δίνεται για συμπλήρωση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας.

 

Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό ότι ο Καν. 7(3)(β) των προαναφερθέντων Κανονισμών, όπως έχουν τροποποιηθεί, είναι αντισυνταγματικός, βρίσκω επίσης ότι δεν έχει αποδειχθεί.  Ενόψει του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων οι αιτητές όφειλαν να αποδείξουν το αντίθετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Με όσα παράθεσαν ενώπιον μου βρίσκω ότι δεν έχουν ικανοποιήσει το πιο πάνω κριτήριο.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών,  όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη, με την κάθε προσφυγή, απόφαση επικυρώνεται  σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                         Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

/ΚΑΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο