ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 250/2009)
31 Μαΐου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΟΛΥΒΙΟΣ Χ" ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής, μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου, στη δύναμη της οποίας υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο με το βαθμό του Υπαστυνόμου, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές στις 2/2/2009, με την οποία οι τελευταίοι προήγαγαν τους Μιλτιάδη Μιλτιάδους (Ε.Μ.1) αναδρομικά από τις 26/10/2006, Ανδρέα Λοϊζίδη (Ε.Μ.2) αναδρομικά από 17/11/2006 και Γιαννάκη Λοΐζου (Ε.Μ.3) αναδρομικά από 23/11/2006, στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου, αντί του αιτητή.
Θέμα διορισμού στις επίμαχες θέσεις προέκυψε μετά την ακύρωση προηγούμενης απόφασης με ημερομηνία 6/11/2008, με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν και τότε διοριστεί στην επίμαχη θέση, αντί του αιτητή. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε η προσφυγή 2327/2006, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 15/5/2008.
Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, οι καθ'ων η αίτηση προέβησαν σε επανεξέταση του όλου θέματος. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Αξιολόγησης σε συνεδρίαση της που έλαβε χώρα στις 30/12/2009, επανεξέτασε την υπόθεση και ετοίμασε σχετική έκθεση. Αντίγραφο της επισυνάπτεται στην ένσταση ως Παράρτημα Β, μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης και το πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης του 2006. Η υπόθεση επανεξετάστηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, τα μέλη της οποίας διορίστηκαν για τους συγκεκριμένους σκοπούς από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7(6) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004-2005 (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως τροποποιήθηκαν. Η εν λόγω Επιτροπή ετοίμασε σχετική έκθεση. Αντίγραφο της έκθεσης επισυνάπτεται στην ένσταση ως Παράρτημα Γ. Ακολούθως το Συμβούλιο Κρίσης προχώρησε σε επανεξέταση της υπόθεσης και ετοίμασε σχετική έκθεση (Παράρτημα Δ στην ένσταση). Στη συνέχεια ο Αρχηγός Αστυνομίας προχώρησε στην επανεξέταση της υπόθεσης και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από τις πρόνοιες του άρθρου 17(1) του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004, αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών. Προς τούτο απηύθυνε σχετική επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ζητώντας την έγκριση του για την απόφαση (Παράρτημα Ε στην ένσταση). Ο αρμόδιος Υπουργός ενέκρινε την αναδρομική προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών, τα οποία και ειδοποιήθηκαν με επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας. Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές στις 2/2/2009.
Ο αιτητής προβάλλει αριθμό λόγων για τους οποίους η επίδικη απόφαση θα πρέπει, σύμφωνα με τον ίδιο, να ακυρωθεί.
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου και συγκεκριμένα παραβιάζει το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική απόφαση, καθότι εσφαλμένα η επανεξέταση άρχισε από το στάδιο της Επιτροπής Αξιολόγησης αντί από την Επιτροπή Ενστάσεων. Είναι η θέση του αιτητή ότι η απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης της απόφασης που λήφθηκε από την Επιτροπή Ενστάσεων. Εφόσον, ισχυρίστηκε, για τις βαθμολογίες του αιτητή που του είχαν δοθεί από την Επιτροπή Αξιολόγησης, ο αιτητής είχε υποβάλει ένσταση και η ένσταση του δεν έτυχε, όπως κρίθηκε από το ακυρωτικό Δικαστήριο, νόμιμης εξέτασης, η επανεξέταση έπρεπε «να αρχίσει από το κριθέν ως πάσχον στάδιο της Επιτροπής Ενστάσεων για να εξετάσει νόμιμα τις τότε ενστάσεις του αιτητή στα πιο πάνω αμφισβητούμενα κριτήρια». «Έπρεπε» ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, η Επιτροπή Ενστάσεων «ΠΡΩΤΑ να επανεξετάσει με βάση και τα στοιχεία των φακέλων και να αιτιολογήσει για ποιο λόγο δόθηκαν οι συγκεκριμένες μονάδες στον αιτητή και στα ενδιαφ. πρόσωπα, όπως να εξετάσει εάν νόμιμα και/ή αιτιολογημένα μειώθηκαν οι μονάδες στον αιτητή».
Αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 15/5/2008:
"Δεδομένων των αντικειμενικών ενστάσεων του αιτητή το Συμβούλιο Ενστάσεως όφειλε, κατά την κρίση μου, να δείξει την αντικειμενικότητα της βαθμολογίας του αναφέροντας συγκεκριμένα στοιχεία από τον προσωπικό φάκελο του αιτητή που να δικαιολογούν τη συγκεκριμένη βαθμολογία του. Σημειώνω και πάλι πως ο κανονισμός απαιτεί ρητά ότι οι ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες θα πρέπει να αιτιολογούνται δεόντως και η αιτιολογία για τη βαθμολογία στο συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να στηρίζεται στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων. Επομένως η απλή γενική αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων στην οποία προέβη η Επιτροπή Αξιολόγησης χωρίς ωστόσο τον προσδιορισμό των στοιχείων αυτών, δεν συνιστά στην προκείμενη περίπτωση αιτιολογημένη κρίση. Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι φάκελοι προσφέρονται ως αιτιολογικό έρεισμα, μόνο αν προκύπτει από το περιεχόμενό τους, κατά τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, τι ακριβώς οδήγησε στην ορισμένη κρίση. Στην παρούσα υπόθεση δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου.
...............
Η έλλειψη εξηγήσεων που να δικαιολογούν, εν προκειμένω, τη βαθμολογία που δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, συγκεκριμένα στο Μέρος ΙΙ (ιι) του εντύπου, η λανθασμένη ερμηνεία του σχετικού κανονισμού ως προς την αποτίμηση της αριθμητικής βαθμολογίας του μεταπτυχιακού διπλώματος του αιτητή καθώς και η έλλειψη αιτιολόγησης της βαθμολογίας των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη, αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα συστηνομένων, που καταρτίστηκε με αναφορά στο ύψος της τελικής βαθμολογίας του κάθε υποψηφίου."
Έχω την άποψη ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Εκείνο που με ασφάλεια προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης, είναι ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή 2327/2006 απόφαση, ακυρώθηκε και γιατί η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη βαθμολογία που είχε δοθεί στον αιτητή. Επομένως, ορθά η επανεξέταση άρχισε από το στάδιο της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης που ο αιτητής προβάλλει, φέρνει στο προσκήνιο τις αρχές του δεδικασμένου.
Σύμφωνα με το πρώτο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, εφόσον, η Επιτροπή Αξιολόγησης κατά την επανεξέταση προέβηκε σε τροποποίηση των στοιχείων αξιολόγησης, η Επιτροπή παρέβηκε τις αρχές του δεδικασμένου. Δοθέντος, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος «από το στάδιο που κρίθηκε πάσχον και όχι εφ' όλης της ύλης», η Επιτροπή Αξιολόγησης «όφειλε να θεραπεύσει μόνο τα σημεία που ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο και όφειλε να αρχίσει την επανεξέταση στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος». Αντ' αυτού, υποστηρίζει η πλευρά του αιτητή, «η Επιτροπή Αξιολόγησης χωρίς να αναμένει την Επιτροπή Ενστάσεων επενέβη και διαφοροποίησε τις βαθμολογίες που δόθηκαν στον ουσιώδη χρόνο. Τούτο παρά το ότι δεν ακυρώθηκαν δικαστικά έπρεπε να αφεθούν ως ίσχυαν τότε». Επί της συγκεκριμένης θέσης του αιτητή ο ευπαίδευτος συνήγορος του επεσήμανε το γεγονός ότι τα στοιχεία αξιολόγησης του αιτητή τα σχετικά με την παράγραφο Ι του Μέρους ΙΙ του εντύπου αξιολόγησης δεν είχαν αμφισβητηθεί από τον αιτητή και κυρίως δεν είχαν κριθεί άκυρα από το Δικαστήριο, γεγονός που απέκλειε την οποιαδήποτε τροποποίηση τους κατά την επανεξέταση.
Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης, προβάλλεται η θέση ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος του λόγου ακύρωσης, κρίνω ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν παρέβηκε το δεδικασμένο ως προς την τροποποίηση της βαθμολογίας.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χ"Λούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 είναι πιστεύω καθοδηγητικό και πλήρως διαφωτιστικό επί του θέματος που εξετάζουμε:
"Τέλος, ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε πως ήταν ανεπίτρεπτη η επίδικη κρίση της ΕΔΥ γιατί είναι αντίθετη με την προηγηθείσα, εφόσο και οι δυο διαδικασίες βασίζονταν στα ίδια αντικειμενικά δεδομένα. Κατά το συνήγορο η ΕΔΥ δεσμευόταν με την πρώτη αξιολόγηση της, στο μέρος της που έμενε άθικτο από την ακυρωτική απόφαση. Η προσέγγιση αυτή είναι νομικά λαθεμένη. Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση. Το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση. Να παραθέσουμε σχετική περικοπή από απόφαση που μόλις έχουμε εκδώσει στην Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639.
"Να υπενθυμίσουμε, επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ' αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Όταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Σ' αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο. Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι: η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας."
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης παρατηρώ τα πιο κάτω:
Ένας από τους λόγους ακύρωσης της αρχικής προαγωγής ήταν η παράλειψη της Επιτροπής Αξιολόγησης να παράσχει επαρκή αιτιολογία ως προς την αριθμητική αξιολόγηση των υποψηφίων. Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση:
"Ο αιτητής έλαβε 2.5 μονάδες από το σύνολο των 3 μονάδων που εδίδοντο για την υποκατηγορία αυτή, ήτοι γνώσεις κι εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων ενώ στην περυσινή αξιολόγηση, μετά από ένστασή του, τού είχαν δοθεί και οι 3 μονάδες για το στοιχείο αυτό. Είναι άγνωστο γιατί αξιολογήθηκε μόνο με 2.5 μονάδες στη φετινή αξιολόγηση, στο κριτήριο αυτό. Καμία αιτιολογία για τη μείωση της βαθμολογίας του στο συγκεκριμένο στοιχείο έχει δοθεί.
Ούτε έχει δοθεί η απαιτούμενη αιτιολόγηση για το ότι δόθηκαν στον αιτητή μόνο 2.5 ενώ στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 3 μονάδες σε ότι αφορά τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες στην εκτέλεση των συνηθισμένων αστυνομικών καθηκόντων κατά την εκτέλεση των οποίων επιδεικνύεται ιδιαίτερος ζήλος και ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Δεδομένων των αντικειμενικών ενστάσεων του αιτητή το Συμβούλιο Ενστάσεως όφειλε, κατά την κρίση μου, να δείξει την αντικειμενικότητα της βαθμολογίας του αναφέροντας συγκεκριμένα στοιχεία από τον προσωπικό φάκελο του αιτητή που να δικαιολογούν τη συγκεκριμένη βαθμολογία του. Σημειώνω και πάλι πως ο κανονισμός απαιτεί ρητά ότι οι ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες θα πρέπει να αιτιολογούνται δεόντως και η αιτιολογία για τη βαθμολογία στο συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να στηρίζεται στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων. Επομένως η απλή γενική αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων στην οποία προέβη η Επιτροπή Αξιολόγησης χωρίς ωστόσο τον προσδιορισμό των στοιχείων αυτών, δεν συνιστά στην προκείμενη περίπτωση αιτιολογημένη κρίση. Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι φάκελοι προσφέρονται ως αιτιολογικό έρεισμα, μόνο αν προκύπτει από το περιεχόμενό τους, κατά τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, τι ακριβώς οδήγησε στην ορισμένη κρίση. Στην παρούσα υπόθεση δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου."
Σύγκριση της αξιολόγησης που ακυρώθηκε ως αναιτιολόγητη με την αξιολόγηση που έλαβε χώρα στα πλαίσια της επανεξέτασης, αποκαλύπτει την ανυπαρξία ουσιαστικής μεταξύ τους διαφοράς. Η μόνη διαφοροποίηση που έχω εντοπίσει και η οποία δεν επηρεάζει, κατά τη γνώμη μου, την κατάληξη μου περί ανυπαρξίας ουσιαστικής διαφοράς, είναι στα βοηθητικά έντυπα. Ενώ στα εν λόγω έντυπα, ως αιτιολογία αναφέρεται ότι ο αιτητής, παρόλο που εργάστηκε μόνο σε δύο διαφορετικά είδη καθηκόντων, λόγω μακράς και ευδόκιμης υπηρεσίας στο τμήμα πυροπροστασίας του παραχωρήθηκαν 2.5 μονάδες, καθώς επίσης και ότι υιοθετήθηκε το πρακτικό ημερομηνίας 13/3/2006, στην προηγούμενη αξιολόγηση αναφερόταν ως αιτιολογία της βαθμολογίας ότι έχει μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στο Αρχηγείο Πυροσβεστικής, σε θέματα πυροπροστασίας.
Στην επανεξέταση η Επιτροπή Αξιολόγησης έδωσε στον αιτητή, σε σχέση με το στοιχείο γνώσεις και εμπειρία, 2.5 μονάδες, ενώ για τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες του έδωσε 2.2 μονάδες. Του δόθηκαν δηλαδή λιγότερες μονάδες από αυτές που του είχαν δοθεί την πρώτη φορά. Δεν δόθηκε όμως γι' αυτό οποιαδήποτε αιτιολογία. Και αυτό κατά παράβαση του δεδικασμένου, γιατί για τις γνώσεις και την εμπειρία δεν του δόθηκαν όλες οι μονάδες, ενώ για τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες μειώθηκε ακόμη περαιτέρω η βαθμολογία του. Υπό το φως των συγκεκριμένων στοιχείων, δεν θεωρώ ότι με την επανεξέταση η Επιτροπή Αξιολόγησης συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση ως προς την παροχή αιτιολογίας.
Επί του θέματος που εξετάζουμε θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις πιο κάτω πρόνοιες του Κανονισμού 7(2) των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 214/04 (όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 350/05):
"Η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία καθώς και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, των τεσσάρων τελευταίων ετών, των υποψηφίων και αιτιολογημένα τους αξιολογεί με βάση το κριτήριο της αξίας, ως ακολούθως.."
Ο Κανονισμός 7(5) αναφέρει επίσης:
"Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπληρώνει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης με αιτιολογημένη απόφαση..
Νοείται ότι η βαθμολογία του αξιολογούμενου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης και ο Πρόεδρος της Επιτροπής μεριμνά ώστε η βαθμολογία κάθε μέλους να είναι αιτιολογημένη."
Όπως έχει αναφερθεί στην Υπόθεση Αρ. 1700/2007 κ.ά., Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας κ.ά., ημερομηνίας 18/6/2010 (απόφαση Παμπαλλή, Δ.), αναφορά η οποία με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, η απλή αριθμητική βαθμολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτιολογία. Σχετική είναι και η υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, από την οποία κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα:
"Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ' εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης, δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δε μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επί μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση."
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου κρίνω ότι δεν συντρέχει λόγος εξέτασης των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α.. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ