ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1651/2008)
10 Μαΐου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
DANIEL LEONARD HOEKSMA,
Αιτητής,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Γ. Φ. Πιττάτζης, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ο οποίος είναι ΄Αγγλος υπήκοος αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία αποφασίστηκε η απέλασή του από την Κύπρο.
Αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιούλιο του 2006, κατοικούσε δε και εργαζόταν στην Αγία Νάπα. Ύστερα από δική του παραδοχή καταδικάστηκε τον Ιούνιο του 2008 σε φυλάκιση τριών μηνών για καλλιέργεια φυτών κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια σε άλλους. Ο αιτητής κρίθηκε ως ανεπιθύμητος μετανάστης και αφού εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στις 19.8.2008, απελάθηκε τελικά για τη χώρα του στις 23.8.2008.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι πέραν από την καταδίκη του, καμιά από τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο του 2007, Ν.7(Ι)/2007, δεν ικανοποιούνται. Επισημαίνει ότι το άρθρο 35 προβλέπει ότι η απέλαση γίνεται ως παρεπόμενο της ποινής φυλάκισης, μόνο εφ΄ όσον πληρούνται τα κριτήρια των άρθρων 29, 30 και 31.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε έρευνα περί του αν συντρέχουν και εφαρμόζονται τα κριτήρια των άρθρων 30 και 32 του Ν.7(Ι)/2007. Τονίζει ότι από τα γεγονότα δεν συνάγεται ότι ικανοποιείται το κριτήριο του άρθρου 29 (3) (α) του Νόμου 7(Ι)/2007 για πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, ενώ δεν φαίνεται κατά πόσο οι καθ΄ ων η αίτηση εξέτασαν και έλαβαν υπ΄ όψιν αν συντρέχουν και εφαρμόζονται τα κριτήρια του άρθρου 30, για την περίοδο διαμονής του αιτητή, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικονομική και κοινωνική του κατάσταση και την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία.
Υποστηρίζει ακόμα ότι του στερήθηκε το δικαίωμα εργασίας, το δικαίωμα παραμονής και ελεύθερης διακίνησης, καθώς και το δικαίωμα να έρχεται ως παραθεριστής για να αγοράζει ανάλογες υπηρεσίες στην Κύπρο. Γίνεται αναφορά στην υπόθεση Calfa v. Greece, υπόθεση C-348/96 του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα ΄Αρθρα 48, 52 και 59 της Συνθήκης και το ΄Αρθρο 3 της Οδηγίας 64/221/EEC, της 25 Φεβρουαρίου 1964, για το συντονισμό ειδικών μέτρων που αφορούν τη διακίνηση και διαμονή αλλοδαπών υπηκόων, τα οποία δικαιολογούνται λόγω δημόσιας πολιτικής, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας αποκλείουν νομοθεσία η οποία, με συγκεκριμένες εξαιρέσεις και ειδικότερα όπου υπάρχουν οικογενειακοί λόγοι, να επιτρέπει στα δικαστήρια χώρας μέλους να διατάσσει την απέλαση ισοβίως από την επικράτειά της, υπηκόων άλλων κρατών μελών, που καταδικάστηκαν στην επικράτεια της χώρας αυτής για αδικήματα κατοχής ναρκωτικών για προσωπική χρήση.
Με όλο το σεβασμό θα πρέπει να επισημάνω ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται εμφανώς της υπόθεσης Calfa. Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι ενώ στην υπόθεση Calfa η κατοχή των ναρκωτικών ήταν προς ιδίαν χρήση, στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής καταδικάστηκε για κατοχή και καλλιέργεια ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε άλλους. Αντίθετα, η απόφαση Calfa ρητώς αναφέρει ότι όσα λέχθηκαν ισχύουν σε περιπτώσεις υπηκόων κρατών μελών που καταδικάστηκαν για κατοχή ναρκωτικών για δική τους προσωπική χρήση. Πέραν όμως αυτού η απέλαση του αιτητή και η απαγόρευση επιστροφής του δεν ισχύει ισοβίως, όπως στην υπόθεση Calfa, αφού ο αιτητής δικαιούται να υποβάλει αίτηση επιστροφής μετά την πάροδο δεκαετίας. Ακόμα η απέλαση δεν επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενο της ποινής που του επιβλήθηκε, αλλά από αρμόδιο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Βεβαίως κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας ελήφθη κυρίως υπ΄ όψιν η καταδίκη του αιτητή για κατοχή ναρκωτικών με πρόθεση προμήθειας σε άλλους, αλλά αυτή έγινε με βάση τα άρθρα 29, 30 και 31.
Το άρθρο 29 παρέχει το δικαίωμα στην αρμόδια αρχή να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της ΄Ενωσης για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Εξ άλλου, όπως καταγράφεται και στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, φαίνεται ότι λήφθηκαν υπ΄ όψιν τα στοιχεία που θέτει το άρθρο 30 του Νόμου, όπως η οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, η κοινωνική και πολιτιστική του ενσωμάτωση στη Δημοκρατία, αλλά και γενικότερα οι ενέργειές του.
Ο αιτητής κρίθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας και ότι δεν έχει κανένα δεσμό με τον τόπο.
Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν σε δέουσα έρευνα. Το επιχείρημα αυτό επίσης θα πρέπει να απορριφθεί, αφού οι καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν υπ΄ όψιν τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 30 του Νόμου. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να δέχεται στο έδαφός της αλλοδαπούς, είναι ευρεία, ιδιαίτερα όταν η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφάλειας (Dogan ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716, Kolomoets ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443).
Ως προς την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης των λόγων δημόσιου συμφέροντος που επικαλείται ο αιτητής, θα πρέπει να λεχθεί ότι η αναφορά των καθ΄ων η αίτηση στην κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, συνιστά ικανοποιητική αιτιολόγηση των λόγων δημόσιας ασφάλειας και υγείας που απαιτούνται από το Νόμο 7(Ι)/2007. Όπως, εξ άλλου, έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Yvone Van Duyn, Αίτηση 41/74, ημερ. 4.12.1974, τα ιδιάζοντα περιστατικά τα οποία δικαιολογούν την επίκληση του δημόσιου συμφέροντος, διαφέρουν από χώρα σε χώρα και πρέπει να παρέχεται ευχέρεια στις εθνικές εξουσίες να ενεργούν μέσα στα πλαίσια της Σύμβασης.
Το διάταγμα απέλασης είναι ωσαύτως επαρκώς αιτιολογημένο, όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, και η αιτιολογία του συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του Νόμου 7(Ι)/2007.
Θυμίζουμε ότι οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων πρέπει να περιέχουν πλήρη, επαρκή και σαφή αιτιολογία, η οποία όμως δεν είναι απαραίτητο να εμφαίνεται εξ ολοκλήρου στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ενώ ανεπαρκής κρίνεται η αιτιολογία όταν με βάση τα στοιχεία που περιέχει δεν καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574).
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ