ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1379/2009)

 

 31 Μαΐου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,

Αιτητές,

ν.

 

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Αιτητές.

Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Με την παρούσα προσφυγή, οι Αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε επιβολή Φορολογίας ως εκ των υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής (250/2008) για ποσό εκ €5.181 και χρηματική επιβάρυνση €518, πλέον τόκο 8% ετησίως,  όπως φαίνεται στην επιστολή των Καθ' ων η αίτηση, ημερ. 18.4.2008.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Οι Αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ασχολούνταν, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή και εμπορία πετρελαιοειδών και/ή άλλων ενεργειακών προϊόντων και κατέχουν και διαχειρίζονται την εγκεκριμένη από το Τμήμα Τελωνείων φορολογική αποθήκη αποταμίευσης, η οποία διαθέτει 19 διαφορετικές δεξαμενές καυσίμων.

 

Στις 10.4.2008 κατέπλευσε στο Λιμάνι Λάρνακας το πετρελαιοφόρο πλοίο «Masalli», μέσω του οποίου οι Αιτητές δήλωσαν στο Τελωνείο Λάρνακας, δυνάμει των άρθρων 15 και 16 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν. 94(Ι)/2004), καταχωρώντας στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων ηλεκτρονικό δηλωτικό, δυνάμει του άρθρου 122(β) του πιο πάνω Νόμου, ότι το πλοίο μετέφερε 11.974.684.000 μετρικούς τόνους (in vacuum) ακάθαρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσης (Gasoil 0.1) σε υγρή μορφή και που αντιστοιχούν σύμφωνα με την εκδοθείσα φορτωτική σε 14.070.237 λίτρα σε θερμοκρασία προϊόντος 15° Κελσίου (standard ltrs).   

Κατόπιν μετρήσεων που έγιναν από υπαλλήλους των Αιτητών στην παρουσία Τελωνειακού Λειτουργού, στις αντίστοιχες δεξαμενές στεριάς των Αιτητών και αφού λήφθηκε υπόψη η χωρητικότητα του αγωγού θαλάσσης, διαπιστώθηκε ότι η ποσότητα που παραλήφθηκε (14.047.439 λίτρα), ήταν λιγότερη από αυτή που είχε δηλωθεί, με αποτέλεσμα να διαπιστωθεί έλλειψη 22.798 λίτρων.  Το Τμήμα Τελωνείων θεώρησε ότι το έλλειμμα δεν οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό και όπως θα φανεί πιο κάτω, διεκδίκησε τις σχετικές φορολογίες που αναλογούσαν σ' αυτήν την ποσότητα.

 

Σημειώνουν δε οι Καθ' ων η αίτηση ότι, πάγια τους πρακτική είναι να πραγματοποιούνται περισσότερες από μία μετρήσεις, με διαφορά μερικών λεπτών η μία μέτρηση από την άλλη και όταν στις μετρήσεις διαπιστώνεται διαφορά μεγαλύτερη του ενός χιλιοστομέτρου, τότε για ελαχιστοποίηση του σφάλματος, οι μετρήσεις συνεχίζονται μέχρις ότου δύο συνεχόμενες μετρήσεις να μην διαφέρουν μεταξύ τους πέραν του χιλιοστομέτρου.  Οι μετρήσεις στο τέλος συμφωνούνται μεταξύ Τμήματος Τελωνείων και Αιτητών ως οι ορθές. Αμέσως μετά την εκάστοτε παραλαβή και την καταγραφή των συμφωνηθέντων ποσοτήτων που παραλαμβάνονται, ο αρμόδιος Τελωνειακός Λειτουργός, εκδίδει  στο τελωνειακό έντυπο C168, το οποίο φέρει τίτλο «Ships Outturn Report and Discrepancies List», στο εξής «η Έκθεση Παραλαβής και Ελλειμμάτων», στο οποίο και καταγράφονται τα πλεονάσματα ή ελλείμματα και/ή κάθε απώλεια.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004) και τους σχετικούς Κανονισμούς (ΚΔΠ 181/06), μη αποδεκτό έλλειμμα είναι η διαφορά που προκύπτει από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των καταμετρήσεων, που διενεργούνται στα υποστατικά του παραλήπτη, με τη δηλωθείσα ποσότητα, αφού ληφθεί υπόψη και αφαιρεθεί αποδεκτή απώλεια 0,06%, που εφαρμόζουν από την 1.4.2006 οι Καθ' ων η αίτηση αρ. 2 για παραλαβές ακάθαρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσης.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση αρ. 2, στις 15.4.2008 απέστειλαν στους Αιτητές, την Έκθεση Παραλαβής και Ελλειμμάτων (Form C168), ζητώντας τους εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα, χωρίς να λάβουν οποιαδήποτε απάντηση.

 

Με την προσβαλλόμενη επιστολή τους ημερ. 18.4.08, προχώρησαν στην εκ των υστέρων βεβαίωση φορολογικής οφειλής που αντιστοιχεί στους αναλογούντες φόρους κατανάλωσης δυνάμει των άρθρων 20, 23 και 25 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, καθώς και στα άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν.95(Ι)/2000).  Το ποσό αυτό ανέρχεται στα €5.181.  Επίσης τους επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση 10%, δυνάμει του άρθρου 23(2) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, που αντιστοιχεί στο ποσό των €518, πλέον τόκος 8%, δυνάμει του άρθρου 23(2) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, σε συνδυασμό με τον περί του Ενιαίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμο (Ν.167(Ι)/2006).  Επίσης, ενημέρωσαν τους Αιτητές, ότι σε περίπτωση που παραλείψουν να καταβάλουν τα εν λόγω ποσά εντός 21 ημερών, θα ληφθούν εναντίον τους δικαστικά μέτρα.

 

Οι Αιτητές κατόπιν τούτου προχώρησαν στην καταβολή των επίδικων ποσών αλλά υπό διαμαρτυρία, αφού σε σχετική επιστολή τους αναφέρουν τα ακόλουθα:-

«Τα σχετιζόμενα με την παρούσα διαδικασία προϊόντα, είναι δυνάμει του άρθρου 33(1)(β) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου ενεργειακά προϊόντα, που εμπίπτουν στην κατηγορία των εναρμονισμένων ενεργειακών προϊόντων σύμφωνα με την Οδηγία αρ. 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992, και υπόκεινται σε φόρους κατανάλωσης σύμφωνα με το άρθρο 36(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου και τους συντελεστές που καθορίζονται στη δεύτερη στήλη του Πρώτου Παραρτήματος του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου.»

 

Οι Αιτητές, με την προσφυγή υπ' αρ. 634/08, είχαν προσβάλει  στο Ανώτατο Δικαστήριο την επίδικη πράξη.  Τόσο η παρούσα προσφυγή, όσο και η 1380/09, προέκυψαν από διαχωρισμό δικογράφου της 634/08.  Στο μεταξύ, στην προσφυγή 634/08, στις 7.10.2009 εκδόθηκε απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο ακύρωσε την πράξη, γιατί έκρινε ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, ενώ στην προσφυγή 1380/09 εκδόθηκε απόφαση στις 25.2.2011, με την οποία επικυρώθηκε η πράξη.

 

Οι Αιτητές εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, προβάλλουν 3 λόγους ακύρωσης:- (1) αντισυνταγματικότητας του άρθρων 13(1)(α)(ι), (β) και (γ) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, καθώς και την βάσει αυτού εκδοθείσα ΚΔΠ 181/06, (2) πλάνη περί τα πράγματα και μη δέουσα έρευνα ως προς το ζήτημα της εφαρμογής των άρθρου 13 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, Ν. 91(Ι)/2004, καθώς και της ΚΔΠ 181/06 και (3) πλάνη περί τα πράγματα και μη δέουσα έρευνα ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.

 

Αντισυνταγματικότητα των άρθρων 13(1)(α)(ι), (β) και (γ) του Ν. 91(Ι)/04 καθώς και της βάσει αυτού εκδοθείσας ΚΔΠ 181/06 - Λόγος ακύρωσης 1

Οι Αιτητές θέτουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας των πιο πάνω άρθρων του Νόμου 91(Ι)/2004, καθώς και της ΚΔΠ 181/06, καθότι αντιβαίνουν τα Άρθρα 23.1 και 24 του Συντάγματος.   Όμως το ζήτημα αντισυνταγματικότητας με τον γενικό τρόπο που το θέτουν εδώ οι Αιτητές, κατά την άποψή μου,  δεν μπορεί να εξεταστεί.  Με βάση την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν ένα τέτοιο θέμα διατυπώνεται στην αίτηση ακύρωσης, θα πρέπει να γίνεται με σαφήνεια και να προσδιορίζεται με ακρίβεια και πληρότητα.  Τόσο το ζήτημα και η συγκεκριμένη νομοθεσία για την οποίο τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας, όσο και τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος που έρχονται σε αντίθεση με αυτή, θα πρέπει να διευκρινίζονται (βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598).  Στην παρούσα περίπτωση, οι Αιτητές διατυπώνουν το αίτημά τους κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αφού το μόνο που αναφέρουν στην αίτηση ακύρωσής τους ως προς το νομικό αυτό σημείο, είναι ότι:-

«Η προσβαλλόμενη απόφαση ή/και ενέργειες ενδιάμεσες ή/και προπαρασκευαστικές αυτής εξεδόθησαν κατά προφανή παράβαση του Συντάγματος, της σχετικής Νομοθεσίας των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δυνάμει τούτων εκδοθέντων κανονισμών ως επίσης και των κανονισμών των καθορισθέντων από πλευράς των καθ' ων η αίτηση.»

 

Η διατύπωση αυτή, κατά την άποψή μου δεν πληροί ούτε κατ' ελάχιστον τα όσα κρίθηκαν στην Κουκκουρή, ανωτέρω και τα όσα προβλέπονται στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και ως εκ τούτου είναι η κατάληξή μου ότι ο λόγος ακύρωσης είναι αβάσιμος.  Ως προς το συναφή ισχυρισμό των Αιτητών για την αντισυνταγματικότητα της ΚΔΠ 181/06, υιοθετώ το σκεπτικό του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, στην Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.α., Υπόθ. Αρ. 1380/09, ημερ. 25.2.11).

 

Πλάνη περί τα πράγματα και μη δέουσα έρευνα ως προς το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 13 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, Ν. 91(Ι)/2004, καθώς και της ΚΔΠ 181/06 - Λόγος ακύρωσης 2

Συγκεκριμένα οι Αιτητές προβάλλουν ότι οι Καθ' ων η αίτηση  λανθασμένα έκριναν ότι το επίδικο έλλειμμα ενέπιπτε στην έννοια της λέξης «φυρά», με αποτέλεσμα να τους επιβάλουν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 13 του Ν. 91(Ι)/2004, φόρο κατανάλωσης, πλέον τόκο. Αφού ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται όπου υπάρχει παραλαβή των προϊόντων, στην περίπτωση των Αιτητών δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε τέτοια.  Οι Αιτητές ισχυρίζονται στην αγόρευση του δικηγόρου τους, ότι το έλλειμμα δεν μπορεί να θεωρηθεί «φυρά», αλλά πρόβλημα που προήλθε από τη λανθασμένη δήλωση του πλοίου αναφορικά με την ποσότητα που ξεφορτώθηκε.  Περαιτέρω, αναφέρουν ότι ακόμη και αν επρόκειτο για περίπτωση προϊόντων που θεωρήθηκαν «φυρά», εφόσον αυτά ουδέποτε παραλήφθηκαν και τέθηκαν σε κατανάλωση από τους Αιτητές, θα έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 2 της ΚΔΠ 181/06, η οποία προνοεί ότι στις περιπτώσεις προϊόντων που δεν παραλήφθηκαν ποτέ, ο Διευθυντής του Τελωνείου μπορεί να αποφασίσει την απαλλαγή τους από ειδικό φόρο κατανάλωσης.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον ισχυρισμό αυτό και προβάλλουν ότι ορθά εφάρμοσαν στην περίπτωση των Αιτητών τη σχετική νομοθεσία, αφού ενήργησαν με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους και συγκεκριμένα την ηλεκτρονική δήλωση που καταχώρησαν οι Αιτητές για τις ποσότητες των επίδικων προϊόντων που παρέλαβαν.  Περαιτέρω η Διευθύντρια του Τελωνείου, ενεργώντας ευνοϊκά για τους Αιτητές, εφάρμοσε τις πρόνοιες του  άρθρου 2(1) της ΚΔΠ 181/06 και απάλλαξε τα απολεσθέντα προϊόντα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης κατά το ανώτατο ποσοστό απώλειας, όπως αυτός έχει ήδη καθορισθεί από την ΚΔΠ 181/06.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους  την ηλεκτρονική δήλωση που καταχώρησαν οι Αιτητές για τις ποσότητες των επίδικων προϊόντων που παρέλαβαν.  Αυτό το γεγονός ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τους Αιτητές, ότι δηλαδή τα επίδικα προϊόντα εισήχθηκαν και παραλήφθηκαν από τους ίδιους και ότι βρίσκονταν μάλιστα αποθηκευμένα σε δικές τους αποθήκες, με σκοπό να τεθούν σε κατανάλωση.  Αναφορικά με το ανεδαφικό του ισχυρισμού του Αιτητή, ότι δεν έπρεπε να επιβληθεί φόρος κατανάλωσης σε προϊόντα που δεν καταναλώθηκαν, σχετικές είναι οι υποθέσεις του ΔΕΚ, όπως ονομαζόταν τότε, C-325/99, ημερ. 5.4.01 (σκέψη 2                                                                    9), C-314/06, ημερ. 18.12.07 (σκέψη 29-31), C-230/08, ημερ. 29.4.10 (σκέψη 74), στις οποίες έκαμε αναφορά ο συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση.  Σ' αυτές τις υποθέσεις, κρίθηκε ότι πλην των περιπτώσεων που χορηγείται σχετική απαλλαγή δυνάμει της Οδηγίας ή εναρμονιστικού νόμου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν οφείλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως για απολεσθέντα προϊόντα με την αιτιολογία ότι αυτά ουδέποτε τέθηκαν σε ανάλωση (βλ. υπόθεση C-314/06, σκέψη 39 και Συνεργατικός Οργανισμός Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων (ΣΟΔΑΠ) Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 465/07, ημερ. 19.6.09).

 

Περαιτέρω, με βάση τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ουσιαστικά ουδέποτε  αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι, (κατά τις μετρήσεις που διενεργήθηκαν από υπαλλήλους των Αιτητών, στην παρουσία Τελωνειακού Λειτουργού των Καθ' ων η αίτηση αρ. 2, στις αντίστοιχες δεξαμενές των Αιτητών στη στεριά), διαπιστώθηκε έλλειμμα το οποίο δεν δικαιολογείτο από την αντίστοιχη ηλεκτρονική τους δήλωση. Οι Καθ' ων η αίτηση ερεύνησαν δεόντως τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους και ορθά προχώρησαν στη διαπίστωση ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της επίδικης νομοθεσίας, επιβάλλοντας στους Αιτητές τον επίδικο φόρο.  Bάσει των πραγματικών περιστατικών, η  εφαρμογή στην περίπτωση των Αιτητών, του εναρμονιστικού Κανονισμού 2(1) της ΚΔΠ 181/06, κατά την άποψή μου ήταν ορθή.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να ελέγξει την γνωστοποίηση της ΚΔΠ 181/06, που εκδόθηκε από το Διευθυντή Τελωνείων, ο οποίος καθόρισε ότι το ανώτατο ποσοστό απώλειας στο 0,06%, αφού δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά ρύθμιση κανονιστικού χαρακτήρα (βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Δήμος Λευκωσίας ν. A.V.CH. Turbo κ.α. (2008) 3 ΑΑΔ 330).

 

Πλάνη περί τα πράγματα και μη δέουσα έρευνα ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης - Λόγος ακύρωσης 3

Κατ' αρχάς οι Αιτητές προβάλλουν ότι οι Καθ' ων η αίτηση, ως προς το επίδικο έλλειμμα, δεν ερεύνησαν δεόντως ότι τα πραγματικά περιστατικά συνιστούσαν τις προϋποθέσεις  εφαρμογής του  άρθρου 13(1)(α) του Ν. 91(Ι)2004, το οποίο προνοεί ότι:-

«13(1)(α) Εφόσον  αποδειχθεί στο Διευθυντή από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή ότι εναρμονισμένα προϊόντα που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής παρουσιάζουν:

 

(i)                 απώλειες που οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανωτέρα βία,

(ii)               απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων,

 

Ο Διευθυντής δύναται να απαλλάσσει τα προϊόντα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις και οι όροι που τίθενται στη γνωστοποίηση που εκδίδεται με βάση την παράγραφο (γ).»

 

Το πιο πάνω άρθρο έχει ενταχθεί στην κυπριακή νομοθεσία για σκοπούς εναρμόνισης με το άρθρο 14(1) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 92/12/ΕΚ του Συμβουλίου.

 

Συγκεκριμένα οι Αιτητές προβάλλουν ότι οι Kαθ' ων η αίτηση προχώρησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να εξηγήσουν πως κατέληξαν στη διαπίστωση ότι για το επίδικο έλλειμμα ευθύνονται οι Αιτητές.  Επίσης προβάλλουν ότι οι Kαθ' ων η αίτηση αποστέλλοντας στους Αιτητές την Έκθεση Παραλαβής και Ελλειμμάτων (C168), δεν ερεύνησαν δεόντως αν το εν λόγω έντυπο συνδεόταν με την παραλαβή.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Ως προς το πρώτο σκέλος του λόγου ακύρωσης θα επαναλάβω ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία, δηλαδή την ηλεκτρονική δήλωση που καταχώρησαν οι Αιτητές για τις ποσότητες των επίδικων προϊόντων που παρέλαβαν, σε συνάρτηση και σύγκριση με τις μετρήσεις που διενεργήθηκαν από υπαλλήλους της Αιτήτριας, στην παρουσία Τελωνειακού Λειτουργού των Καθ' ων η αίτηση αρ. 2, στις αντίστοιχες δεξαμενές στεριάς των Αιτητών.  Με δεδομένη τη διαπίστωση του επίδικου ελλείμματος, οι Αιτητές, που είχαν και το βάρος της απόδειξης, κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις.  Όμως δεν παρουσίασαν, όπως είχαν υποχρέωση, οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το επίδικο έλλειμμα οφειλόταν σε «ανωτέρα βία» ή σε «τυχαία γεγονότα»  ή «απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων».  Οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν στην αγόρευση του δικηγόρου τους, περί λάθους του πλοίου, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, ενόψει των εγγράφων που κατατέθηκαν στο Τελωνείο από το πλοίο και από τους ίδιους.  Επομένως ορθά, κατά την άποψή μου, οι Καθ' ων η αίτηση θεώρησαν ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του 13(1)(α) του Ν. 91(Ι)2004.  Οι Καθ' ων η αίτηση δεν είχαν υποχρέωση να αποδείξουν ή να εξηγήσουν οτιδήποτε, αλλά το βάρος της απόδειξης ήταν στην πλευρά των Αιτητών και αυτοί απέτυχαν να το αποσείσουν.  Σχετικές είναι, μεταξύ άλλων, οι πρωτόδικες αποφάσεις Lavar Shipping Co Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 987/07, ημερ. 27.4.09, Petrolina (Holdings) Public Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1613/08, ημερ. 6.9.10 και η υπόθεση C-314/06, ημερ. 18.12.2007 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ονομαζόταν τότε, στην οποία ερμηνεύτηκε η αντίστοιχη πρόνοια του άρθρου 13(1)(α)(i) και (iii).  Δεν θα επεκταθώ επί του θέματος.  Υιοθετώ όμως τα όσα ανέφερα επί του θέματος, στην υπόθεση Συνεργατικός Οργανισμός Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων (ΣΟΔΑΠ) Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 467/07, ημερ. 19.6.2009.  

 

Αβάσιμο είναι και το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης, ότι οι Καθ' ων η αίτηση αποστέλλοντας στους Αιτητές την Έκθεση Παραλαβής και Ελλειμμάτων (C168), δεν ερεύνησαν δεόντως αν το εν λόγω έντυπο, το οποίο φέρει αριθμό 99/2008, συνδέεται με την επίδικη παραλαβή, και ότι σ' αυτό δεν αναγραφόταν το ορθό όνομα των Αιτητών.  Με βάση τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτει καθαρά ότι το σχετικό έντυπο με αριθμό 99/2008 αφορά την επίδικη παραλαβή, αφού τα στοιχεία που αναγράφονται σ' αυτό, δηλαδή ο αριθμός 99/2008, το όνομα του επίδικου πλοίου,  καθώς και η ημερομηνία και ο αριθμός αναφοράς, είναι τα ίδια στοιχεία που αναγράφονται στα σχετικά έντυπα τελωνειακής διεκπεραίωσης που συμπληρώθηκαν από τους Αιτητές ή τους αντιπροσώπους τους.

 

Όσον αφορά το όνομα των Αιτητών, που καταγράφεται στο έντυπο C168, (Petrolina Holdings Ltd αντί Petrolina (Holdings) Public Ltd), αυτό δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε κώλυμα.  Όπως ορθά επισημαίνει η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση, το διαφοροποιημένο όνομα χρησιμοποιήθηκε και από τους ίδιους τους Αιτητές, τόσο στις 4 διασαφήσεις, όσο και στο Διατακτικό Παράδοσης και ως εκ τούτου η ασάφεια στο όνομα των Αιτητών δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των ενεργειών των Καθ' ων η αίτηση, αφού καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει, ενόψει της πλήρους ταύτισης όλων των υπολοίπων στοιχείων και της διεύθυνσης τους, ότι αφορούσε στους Αιτητές.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την άποψή μου, εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1300 έξοδα, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο