ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1239/2007)

 

 

19 Μαΐου, 2011

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΑΠΑΚΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΠΑΕΛΛΗΝΑΣ ΛΤΔ.,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Αχ. Δημητριάδης, για την Αιτήτρια.

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους

   Καθ'ων η αίτηση.

 

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:  Ουδεμία εμφάνιση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες προκήρυξαν με ανοικτή διαδικασία, διαγωνισμό για την προμήθεια του φαρμακευτικού σκευάσματος γνωστού ως Lamotrigine. Η αιτήτρια, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, υπέβαλε σχετική προσφορά. Προσφορά υπέβαλε και η εταιρεία Medilink Pharmaceuticals Ltd (το ενδιαφερόμενο μέρος). Η Επιτροπή Αξιολόγησης αφού μελέτησε τις προσφορές που υποβλήθηκαν, εισηγήθηκε όπως προσφερθεί σύμβαση στο φθηνότερο προσφοροδότη, νοουμένου βέβαια ότι η προσφορά συνήδε με τις προδιαγραφές και τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού. Το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Υγείας κατακύρωσε την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος ως το φθηνότερο από τους προσφοροδότες. Η αιτήτρια ήταν ο τρίτος φθηνότερος προσφοροδότης              και κατά συνέπεια δεν της κατακυρώθηκε η προσφορά. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 20/6/2007.

 

Σε επιστολή της προς τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, ημερομηνίας 21/6/2007, η αιτήτρια αμφισβήτησε την εγκυρότητα των ειδικών αδειών που το Υπουργείο Υγείας είχε εκδώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με τα προσφερόμενα υπό του τελευταίου φαρμακευτικά προϊόντα και διατύπωσε τη διαφωνία της με την επίδικη απόφαση, θέτοντας έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, τη θέση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της νομοθεσίας οι οποίες σχετίζονταν με τη σύνταξη του φύλλου οδηγιών στην ελληνική γλώσσα. Τη θέση αυτή απέρριψαν οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες με επιστολή τους ημερομηνίας 25/6/2007.

 

Αντιδρώντας στην πιο πάνω απορριπτική απόφαση των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, η αιτήτρια, με στόχο την ακύρωση των ειδικών αδειών κυκλοφορίας του φαρμάκου, οι οποίες είχαν χορηγηθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Και οι τρεις προσφυγές που καταχώρισε για το σκοπό αυτό, απορρίφθηκαν.

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή, θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω και τα εξής. Η αιτήτρια με σχετική αίτηση που καταχώρισε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής ζήτησε                 την παραπομπή στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), πρώην Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), συγκεκριμένου ερωτήματος,  το οποίο όμως επειδή κρίθηκε ότι δεν αφορούσε θέμα ερμηνείας του Κοινοτικού Δικαίου, αλλά θέμα συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας, στην περίπτωση μας της κυπριακής νομοθεσίας, με το Κοινοτικό Δίκαιο, απορρίφθηκε.

 

Με στόχο την ακύρωση της επίδικης απόφασης, η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας προβάλλει τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης.

 

Η επίδικη απόφαση παραβιάζει το Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα τις πρόνοιες του άρθρου 63 της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2004/27/ΕΚ και/ή η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και/ή εφαρμογής του άρθρου 63 της συγκεκριμένης Οδηγίας. Συναφής με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης είναι και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο, στην υπό κρίση περίπτωση οι πρόνοιες του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου 70(Ι)/2001, έτυχαν εσφαλμένης ερμηνείας και/ή εφαρμογής. Τέλος, είναι η θέση της αιτήτριας, την οποία προβάλλει ως τρίτο λόγο ακύρωσης, ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη γιατί παραβιάζει τις πρόνοιες των άρθρων 23 και 25 του Συντάγματος, όπως και τις πρόνοιες του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικού) Νόμου του 1962 (39/1962).

 

Επειδή οι πρώτοι δύο λόγοι ακύρωσης είναι, όπως έχω ήδη σημειώσει, μεταξύ τους συναφείς, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις σχετικές με τους συγκεκριμένους δύο λόγους ακύρωσης θέσεις της αιτήτριας, μαζί.

 

(α) Οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις εκ του Νόμου πηγάζουσες υποχρεώσεις τους και ειδικότερα με τις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από το άρθρο 13Α του Νόμου και ως εκ τούτου, οι ειδικές άδειες που εκδόθηκαν προς όφελος του ενδιαφερόμενου μέρους για τα προσφερόμενα σκευάσματα, είναι άκυρες, στοιχείο που σύμφωνα με την αιτήτρια «συνεπάγεται άμεσα και την έλλειψη ικανότητας συμμετοχής στο διαγωνισμό (του ενδιαφερόμενου μέρους) για την ανάθεση της σύμβασης προμήθειας του σκευάσματος», με αποτέλεσμα η ανάθεση της σύμβασης στο ενδιαφερόμενο μέρος να είναι εξ υπαρχής άκυρη και

 

(β) Σύμφωνα με το άρθρο 63 της πιο πάνω Οδηγίας, η επισήμανση και το φύλλο οδηγιών χρήσης των προσφερόμενων φαρμάκων έπρεπε να είναι συνταγμένα στην επίσημη ή επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο τα φάρμακα κυκλοφορούν, στην περίπτωση μας την Ελληνική ή την Τουρκική, μη αποκλειομένης όμως και οποιασδήποτε άλλης. Σε αντίθεση με τις εν λόγω πρόνοιες, οι πρόνοιες του Νόμου 70(Ι)/2001, όπως έχουν τροποποιηθεί, επιτρέπουν τη διαζευκτική σήμανση ή χρησιμοποίηση στο φύλλο οδηγιών μόνο της Αγγλικής γλώσσας, γεγονός που παραβιάζει κάθετα τη συγκεκριμένη Οδηγία. Ανεξάρτητα όμως τούτου, στην περίπτωση μας, εφόσον η αιτήτρια είχε άδεια κυκλοφορίας για αντίστοιχο φάρμακο το οποίο, σε αντίθεση με το φάρμακο του ενδιαφερόμενου μέρους πληρούσε τις απαιτήσεις επισήμανσης και φύλλου οδηγιών αναφορικά με τη γλώσσα,              η κυκλοφορία του φαρμάκου της αιτήτριας δεν ήταν, σύμφωνα με τον            κ. Δημητριάδη, επιτρεπτή.

 

Για να γίνουν κατανοητές οι πιο πάνω θέσεις της αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιες τις πρόνοιες του άρθρου 63(2) της Οδηγίας 2004/27/ΕΚ, όπως και αυτές τoυ άρθρoυ 36(6) του Νόμου 70(Ι)/2001:

 

     Άρθρο 63(2) της Οδηγίας 2004/27/ΕΚ:

 

"63(2). Το φύλλο οδηγιών πρέπει να συντάσσεται και να σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να είναι σαφές και κατανοήσιμο, επιτρέποντας στο χρήστη να ενεργεί δεόντως, εάν χρειάζεται με τη βοήθεια επαγγελματιών του τομέα της υγείας. Το φύλλο οδηγιών πρέπει να είναι ευανάγνωστο στην επίσημη ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου κυκλοφορεί το φάρμακο.

 

Το πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζει την εκτύπωση του φύλλου οδηγιών σε πλείονες γλώσσες, εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται σε όλες τις γλώσσες είναι οι ίδιες."

 

 

 

     Άρθρο 36(6)(α)(β)(γ)) του Νόμου 70(Ι)/2001:

 

"(6)(α) Το φύλλο οδηγιών πρέπει να συντάσσεται με σαφείς και κατανοητούς για τους ασθενείς όρους, στην Ελληνική και/ή Αγγλική γλώσσα και να είναι ευανάγνωστο.

 

(β) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6) του άρθρου 38, το φύλλο οδηγιών πρέπει να συντάσσεται και να σχεδιάζεται με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι σαφές και κατανοητό, επιτρέποντας στο χρήστη να ενεργεί δεόντως, σε περίπτωση που χρειάζεται, με τη βοήθεια επαγγελματιών του τομέα της υγείας.

 

(γ) Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) δεν εμποδίζουν τη σύνταξη των οδηγιών σε περισσότερες γλώσσες υπό την προϋπόθεση ότι σε όλες τις χρησιμοποιούμενες γλώσσες αναφέρονται οι ίδιες πληροφορίες."

 

 

Θεωρώ επίσης σκόπιμο να παραθέσω, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας απόφασης και τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 38(6) του Νόμου 70(Ι)/2001:

 

"(6) Το Συμβούλιο Φαρμάκων δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εξαιρεί ή να απαλλάσσει από την υποχρέωση αναγραφής στην Ελληνική ή/και Αγγλική γλώσσα μερικών ή όλων των στοιχείων της επισήμανσης ή του φύλλου οδηγιών που απαριθμούνται στα άρθρα 35 και 36 αν -

 

(α) ..........

 

(β) .........

 

(γ) δεν κυκλοφορεί στην αγορά αντίστοιχο φαρμακευτικό προϊόν που πληροί τις απαιτήσεις της επισήμανσης και του φύλλου οδηγιών, όσον αφορά τη γλώσσα, και

 

(δ) το φαρμακευτικό προϊόν συνοδεύεται από φύλλο οδηγιών, που περιλαμβάνει τις οδηγίες στην Ελληνική ή Αγγλική γλώσσα, και είτε περιέχεται μέσα στην εξωτερική συσκευασία είτε είναι επικολλημένο εξωτερικά στην εξωτερική συσκευασία είτε παραδίδεται ξεχωριστά στο φαρμακοποιό."

 

 

Για σκοπούς συμπλήρωσης του νομικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινήθηκε η επιχειρηματολογία του κ. Δημητριάδη προς υποστήριξη των δύο πιο πάνω λόγων ακύρωσης, στην οποία και έχω αναφερθεί πιο πάνω, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και τις πρόνοιες των ειδικών όρων 8 και 10.1 του διαγωνισμού:

 

"8. Η επισήμανση και το Φύλλο Οδηγιών Χρήσης (ΦΟΧ) πρέπει να είναι σύμφωνα με τις πρόνοιες των Περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμων 2001-2006 όπως εκάστοτε τροποποιούνται.

 

10. Ο οικονομικός φορέας στον οποίο θα ανατεθεί η σύμβαση οφείλει να υποβάλει στις Φαρμακευτικές Αποθήκες, το συντομότερο δυνατό και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης τα ακόλουθα:

 

10.1 Δείγμα της επισήμανσης στην Ελληνική ή/και Αγγλική γλώσσα."

 

 

 

 

Η σχετική με τον τρίτο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας, περιστρέφεται γύρω από τις πιο κάτω θέσεις.

 

(α) Εφόσον οι ειδικές άδειες που χορηγήθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ήταν άκυρες, η συμμετοχή του στο διαγωνισμό ήταν παράτυπη και συνεπώς η ανάθεση της σύμβασης στο ενδιαφερόμενο μέρος συνιστά, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας, «αθέμιτη επέμβαση και/ή στέρηση της ιδιοκτησίας της αιτήτριας σε σχέση με την υπάρχουσα άδεια κυκλοφορίας της για παρόμοιο φαρμακευτικό προϊόν» και «εκμηδενίζει», σύμφωνα πάντα με τον κ. Δημητριάδη, «χωρίς νόμιμο λόγο την οικονομική αξία της άδειας της αιτήτριας, καθιστώντας το δικαίωμα άνευ ουσιαστικού περιεχομένου».

 

(β) Η μη ανάθεση της σύμβασης στην αιτήτρια, επηρεάζει δυσμενώς την αιτήτρια στην εξάσκηση του επαγγέλματος της και συνεπώς η επίδικη απόφαση παραβιάζει τα κατοχυρωμένα δυνάμει του άρθρου 25 του Συντάγματος δικαιώματά της. Παράλληλα, η επίδικη απόφαση «συνιστά», σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας, «παραβίαση του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας της αιτήτριας, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου».

 

Στον αντίποδα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ' ων η αίτηση εισηγούνται την απόρριψη της προσφυγής τόσο για λόγους που αφορούν στην ουσία            των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, όσο και λόγω έλλειψης, όπως ισχυρίζονται, από πλευράς της αιτήτριας, έννομου συμφέροντος να προωθούν την παρούσα προσφυγή και συνεπώς να αμφισβητούν την εγκυρότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η εισήγηση για απόρριψη της προσφυγής λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος από πλευράς της αιτήτριας, την οποία ως εκ της φύσης της προχωρώ να εξετάσω αμέσως πιο κάτω, περιστρέφεται γύρω από την εξής θέση.

 

Εφόσον η αιτήτρια υπέβαλε προσφορά ανεπιφύλακτα χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη δικαιωμάτων, αποδεχόμενη τους ειδικούς όρους 8 και 10 που επιτρέπουν τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας, πέραν της Ελληνικής, ως της γλώσσας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στις προσφορές (οι εν λόγω δύο όροι παρατίθενται αυτούσιοι πιο πάνω), η αιτήτρια στερείται, και αυτό λόγω της εφαρμογής του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, έννομου συμφέροντος να επιδιώκει το μηδενισμό διαδικασίας την οποία προηγουμένως είχε επιδοκιμάσει. Για σκοπούς τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης εισήγησης του ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, παραπέμπει σε νομολογία (I. and G. Electrical Services Ltd. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 975, Δημοκρατία ν. China Wanboo Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406, Ιωαννίδη ν. ΑΤΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 275 και Μ. Σκώττης ν. Σπύρου Χατζηκωνσταντή (2005) 3 Α.Α.Δ. 140).

 

Την αντίθετη άποψη εξέφρασε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, η επιχειρηματολογία του οποίου εστιάζεται στην πιο κάτω θέση:

 

Η αιτήτρια στην πορεία της για πραγμάτωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, δεν είχε άλλη επιλογή από του να συμμετάσχει                 στο διαγωνισμό και να τον αμφισβητήσει στην πορεία. Για σκοπούς τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης θέσης του, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας επικαλέστηκε την απόφαση στην υπόθεση Pharmanet Ltd. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Υπόθ. Αρ. 319/2007, ημερομηνίας 9/4/2008.

 

Έχει νομολογηθεί ότι δεν είναι επιτρεπτό για ένα αιτητή να επιδοκιμάζει           τη διαδικασία με την οποία νομιμοποιήθηκε η συμμετοχή του στο διαγωνισμό και ταυτόχρονα να την αποδοκιμάζει σε σχέση με τη νομιμοποίηση του ενδιαφερόμενου μέρους. Στην υπόθεση China Wanboo (πιο πάνω) η αιτήτρια, όπως και δέκα άλλοι οίκοι, υπέβαλαν προσφορές για την κατασκευή συγκεκριμένου τμήματος του αυτοκινητόδρομου Λεμεσού - Πάφου. Η προσφορά της αιτήτριας ήταν η φθηνότερη. Παρά ταύτα, η προσφορά, για λόγους που δεν μας ενδιαφέρουν στην παρούσα διαδικασία, κατακυρώθηκε τελικά σε άλλο προσφοροδότη. Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης να κατακυρωθεί η προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος. Μεταξύ άλλων, η αιτήτρια έθεσε και ζήτημα συνταγματικότητας των περί Αποθηκών Κανονισμών. Οι εν λόγω Κανονισμοί ή τουλάχιστον οι Κανονισμοί που απαριθμούντο στην πρωτόδικη απόφαση, κρίθηκαν πρωτοδίκως, αντισυνταγματικοί, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να παραμείνει χωρίς έρεισμα. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε έφεση. Στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας προβλήθηκε η θέση από τους καθ'ων η αίτηση, θέση η οποία προωθήθηκε και στην  έφεση, ότι η αιτήτρια δεν διατηρούσε έννομο συμφέρον να θέτει ζήτημα συνταγματικότητας των Κανονισμών, τους οποίους η ίδια εκμεταλλεύθηκε προκειμένου να υποβάλει την προσφορά της, λόγω συμμετοχής της στο διαγωνισμό, χωρίς διαμαρτυρία. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αναφορά σε σχετική νομολογία, έκαμε δεκτή την εν λόγω θέση των καθ'ων η αίτηση κρίνοντας ότι υπό τις περιστάσεις τύγχανε εφαρμογής το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας:

 

     "Έχουμε την άποψη, με κάθε εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, ότι δεδομένης της εν προκειμένω συμμετοχής της αιτήτριας στο διαγωνισμό, αυτή δεν μπορούσε να προβάλει μετ' εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω Κανονισμών. Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία δεν μπορούσε εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία της δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξει τη μηδένιση της διαδικασίας. Δηλαδή, να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει: βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, όπως και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 345. Σε σχέση, πιο συγκεκριμένα, με το υπό αναφορά ζήτημα η Ολομέλεια πρόσφατα στην Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339, επιδοκίμασε την ακόλουθη υπόμνηση στην οποία είχε προβεί ο Κωνσταντινίδης Δ. στην Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθ. Αρ. 571/95, ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 1996:

 

"Όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται "μετ' εννόμου συμφέροντος" για να είναι παραδεκτοί."

 

     Άμεσα σχετικές είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Christodoulos Kyriakides (No. 1) v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1965) 3 C.L.R. 151 (Τριανταφυλλίδη, Δ. όπως ήταν τότε) (Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050 (Πική, Δ. όπως ήταν τότε)∙ και η Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 648/98, ημερ. 30 Μαρτίου 2000 η οποία παραπέμπει στις προηγούμενες.

 

................"

 

 

Επανερχόμενος στην παρούσα περίπτωση παρατηρώ τα πιο κάτω.

 

Η αιτήτρια αμφισβήτησε την εγκυρότητα των ειδικών αδειών που το Υπουργείο Υγείας είχε εκδώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με τα προσφερόμενα υπό του τελευταίου φαρμακευτικά προϊόντα, θέτοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς θέμα μη συμμόρφωσης του ενδιαφερόμενου μέρους με τις πρόνοιες της νομοθεσίας οι οποίες σχετίζονταν με τη σύνταξη του φύλλου οδηγιών στην ελληνική γλώσσα, με επιστολή της ημερομηνίας 21/6/2007, δηλαδή την επομένη της γνωστοποίησης σε αυτήν του αποτελέσματος της κατακύρωσης της προσφοράς σε σχέση με τα είδη φαρμάκων για τα οποία η αιτήτρια είχε υποβάλει προσφορά, στο ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Η υπόθεση Pharmanet Ltd. (πιο πάνω) στην οποία με έχει παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας και στην οποία όντως κρίθηκε ότι δεν εφαρμόζεται το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, διαφοροποιείται ουσιωδώς από την περίπτωση μας ως προς τα γεγονότα. Συγκεκριμένα: Στην υπόθεση Pharmanet Ltd. (πιο πάνω), η αιτήτρια είχε κοινοποιήσει την ένσταση της μετά την προκήρυξη των προσφορών, πριν όμως την υποβολή προσφοράς από μέρους της. Ως αποτέλεσμα όμως της άρνησης της Αναθέτουσας Αρχής να δεχθεί την ένσταση της, η αιτήτρια μη έχοντας άλλη επιλογή, υπέβαλε την προσφορά της. Στην παρούσα περίπτωση όμως, η ένσταση της αιτήτριας αναφορικά με τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στο φύλλο οδηγιών, υποβλήθηκε, όχι πριν, όπως στην περίπτωση της αιτήτριας στην υπόθεση Pharmanet Ltd., αλλά μετά την υποβολή της προσφοράς της και συγκεκριμένα μετά τη γνωστοποίηση σε αυτή, όπως έχω ήδη επισημάνει, του αποτελέσματος της κατακύρωσης της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, όπου η εκ των υστέρων διαμαρτυρία δεν μπορεί να εξισωθεί με την εκ των προτέρων διαμαρτυρία, το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας τυγχάνει εφαρμογής.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζει και τη μοίρα της προσφυγής, η οποία και θα πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης από πλευράς της αιτήτριας έννομου συμφέροντος.

 

Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας €1.500.

 

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο