ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεολόγου Θάλεια A. κ.ά. ν. Kτηματικής Eταιρείας Nέμεσις Λτδ. (1998) 1 ΑΑΔ 407
Mιχαήλ Στέφανος ν. Alpha Bank Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 941
THE REPUBLIC ν. NICOLAOS SAMPSON (1977) 2 CLR 1
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αντρέα Κώστα Ανδρέου (2008) 2 ΑΑΔ 207
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1026/2010)
31 Μαΐου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠ΄ ΑΔΕΙΑ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------------
Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής είχε παραδεχθεί ενώπιον του Μονίμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας την κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης στην παραπονούμενη, του επεβλήθη δε επταετής ποινή φυλάκισης. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε ως ανεπαρκή την ποινή και το Εφετείο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέα Κώστα Ανδρέου (2008) 2 Α.Α.Δ. 207, αύξησε την επιβληθείσα ποινή σε ενναετή φυλάκιση.
Με διαφοροποίηση που επήλθε στον περί Φυλακών Νόμο αρ. 62(Ι)/96, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 37(Ι)/09, δημιουργήθηκε Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ΄ Αδεία διοριζόμενο για περίοδο τριών ετών από το Υπουργικό Συμβούλιο και αποτελούμενο από πέντε μέλη. Καθήκον και εξουσία του Συμβουλίου είναι να εξετάζει και αποφασίζει κατά τον τρόπο και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο Νόμο, επί αιτημάτων κρατουμένων σύμφωνα με τα άρθρα 14Α και 14Β, για αποφυλάκιση επ΄ αδεία και υπό όρους για συνέχιση «.. της έκτισης της ποινής τους για το εναπομένον μέρος αυτής εκτός των φυλακών ...». Το άρθρο 14Α(1) δίνει το δικαίωμα σε κρατούμενο να υποβάλει απευθείας στο Συμβούλιο γραπτό αίτημα για αποφυλάκιση του επ΄ αδεία εφόσον έχει εκτίσει το ήμισυ ποινής φυλάκισης που υπερβαίνει τα δύο έτη ή αν καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας φυλάκισης, να έχει εκτίσει τουλάχιστον δώδεκα έτη από την ποινή. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου υπόκεινται σε αναθεώρηση κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος όπως ρητά προνοείται από το άρθρο 14 Ι (4) του Νόμου.
Ο αιτητής, ο οποίος στις 11.11.2008 πληροφορήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα ότι αίτημα για μείωση της ποινής φυλάκισης που είχε υποβάλει ο πατέρας του είχε γίνει αποδεκτό με αποτέλεσμα η νέα ημερομηνία αποφυλάκισης του να είναι η 30.3.2012, υπέβαλε στις 22.4.2010 ιδιόχειρο αίτημα προς το Συμβούλιο για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του επ΄ αδεία στο σπίτι του, θεωρώντας ότι είχε ήδη εκτίσει το ήμισυ της ποινής του, βρισκόμενος πλέον στην ανοικτή φυλακή. Το Συμβούλιο απέρριψε με απόφαση του ημερ. 28.5.2010 την αίτηση επειδή, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε παραθέσει ενώπιον του ο αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Φυλακών, ο αιτητής δεν είχε ακόμη εκτίσει το ήμισυ της ποινής φυλάκισης που συμπληρώνεται την 1.10.2011. Το έπραξε αυτό χωρίς να προβεί σε εξέταση της ουσίας του αιτήματος εφόσον με το άρθρο 14Γ(1), η αίτηση απορρίπτεται χωρίς εξέταση της ουσίας εάν διακριβώνεται ότι το αίτημα υποβλήθηκε πριν την πάροδο του απαιτουμένου χρόνου.
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση αυτή για σωρεία λόγων μεταξύ των οποίων και για παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, για λανθασμένη ερμηνεία των σχετικών άρθρων του Νόμου, για αναιτιολόγητη και αβάσιμη απόφαση ληφθείσας καθ΄ υπέρβαση εξουσίας. Η γραπτή αγόρευση του αιτητή, παρά την πληθώρα των νομικών λόγων προς υποστήριξη της ακύρωσης της απόφασης, περιορίζεται στα εξής δύο θέματα: Στη νομική πλάνη που κατ΄ ισχυρισμόν υπάρχει στην ερμηνεία των σχετικών άρθρων του Νόμου, με το μη συνυπολογισμό της προεδρικής χάριτος που δόθηκε στον αιτητή και, διαζευκτικά, την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 14Α(5) του Νόμου. Παρά την ομολογουμένως εμβριθή γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, διανθισμένη με νομολογία από διάφορα Δικαστήρια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Η.Π.Α, την Ινδία, την Ιαπωνία και βέβαια την Κύπρο, το ζήτημα που προκύπτει και στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθεί η ανάλυση που ακολουθεί, είναι η ορθή ερμηνεία των σχετικών άρθρων του Νόμου. Στην ουσία αυτό το οποίο εισηγείται ο αιτητής είναι ότι η προεδρική χάρη που του δόθηκε θα πρέπει να προσμετρήσει στον υπολογισμό του ημίσεως του χρόνου έκτισης της επιβληθείσας ποινής, ενώ η Δημοκρατία εισηγείται ακριβώς το αντίθετο θεωρώντας ότι το νομοθετικό κείμενο είναι αρκούντως σαφές ούτως ώστε το ήμισυ της ποινής να λογίζεται μόνο στη βάση της ποινής που επέβαλε το Δικαστήριο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τυχόν μείωση της ποινής εξ αιτίας της προεδρικής χάρης.
Τα επίμαχα άρθρα του Νόμου έχουν ως εξής:
«14Α(1) Κρατούμενος που έχει εκτίσει το ήμισυ της ποινής φυλάκισής του η οποία υπερβαίνει τα δύο έτη ή που καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας φυλάκισης και έχει εκτίσει τουλάχιστον δώδεκα έτη της ποινής, δικαιούται να υποβάλει απευθείας στο Συμβούλιο Αποφυλάκισης γραπτό αίτημα για την υπό όρους αποφυλάκισή του επ΄ αδεία, για συνέχιση της έκτισης της ποινής του για το εναπομένον μέρος εκτός των Φυλακών.
.............................
(5) Για τους σκοπούς υποβολής αιτήματος για υπό όρους αποφυλάκιση επ΄ αδεία δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14Β το ήμισυ της ποινής φυλάκισης που ο κρατούμενος πρέπει να έχει εκτίσει για να δικαιούται να υποβάλει αίτημα, είναι το ήμισυ της ποινής που του επέβαλε το Δικαστήριο.
(6) Η δυνάμει του παρόντος Νόμου αποφυλάκιση κρατουμένων επ΄ αδεία για συνέχιση της έκτισης της ποινής τους για το εναπομένον μέρος αυτής εκτός των Φυλακών αφορά τον τρόπο εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο ως η ποινή τυχόν να έχει μειωθεί ή μετατραπεί δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος και για τους σκοπούς των άρθρων 14 μέχρι και 14Ν το εναπομένον μέρος της ποινής φυλάκισης που έχει να συνεχίσει να εκτίει κρατούμενος εκτός των φυλακών είναι το εναπομένον μέρος της ποινής που του επιβλήθηκε από το Δικαστήριο ως τυχόν να έχει μειωθεί ή μετατραπεί δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.»
Η γραμματική ερμηνεία των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών που είναι το βασικό ερμηνευτικό εργαλείο κάθε νομοθετικού κειμένου σύμφωνα με τις καλά καθιερωμένες αρχές ερμηνείας, (δέστε: Cross: Statutory Interpretation σελ. 14-15 και 28-30, Mitchell v. Torrup (1766) Park 227 και Pinner v. Everett (1969) 3 ALL ER 257), αναμφίβολα αναδεικνύει την ορθότητα της θέσεως της Δημοκρατίας. Το ουσιώδες εδάφιο (5) του άρθρου 14Α, καθιστά σαφέστατο ότι για την υποβολή του αιτήματος για αποφυλάκιση το ήμισυ της ποινής φυλάκισης που θα πρέπει ο κρατούμενος να έχει ήδη εκτίσει «.. είναι το ήμισυ της ποινής που του επέβαλε το Δικαστήριο.». Στην ουσία το εδάφιο αυτό ερμηνεύει τη φράση «το ήμισυ της ποινής φυλάκισης» που απαντάται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου.
Ο αιτητής, διά του συνηγόρου του, δίνει έμφαση σε ό,τι αφορά την ερμηνεία των πιο πάνω εδαφίων στη φράση «το εναπομένον μέρος της ποινής» που απαντάται στο εδάφιο (6). Αυτή όμως η φράση, ορθά ερμηνευόμενη, αφορά τον τρόπο εκτέλεσης της ποινής όπως αναφέρεται και στο ίδιο το εδάφιο (6) και όχι το χρονικό σημείο στο οποίο ο αιτητής δύναται να υποβάλει την αίτηση για αποφυλάκιση. Το εδάφιο (6) έπεται του εδαφίου (5) και σχετίζεται με την έκτιση της ποινής για το μέρος εκείνο που απέμεινε μετά την έκτιση του ημίσεως του χρόνου της ποινής φυλάκισης που επέβαλε το Δικαστήριο και είναι σε αυτό το στάδιο που λαμβάνεται υπόψη η τυχόν μείωση ή μετατροπή της ποινής που κατά προεδρική χάρη δόθηκε δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος. Όπου η γραμματική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούνται μεταφέρει μια λογική ερμηνεία έτσι ώστε να αποδίδεται στο κείμενο η ορθολογιστική προσέγγιση, τότε δεν υπάρχει αναγκαιότητα χρήσης άλλων ερμηνευτικών κανόνων. (Θεολόγου ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407 και Μιχαήλ ν. Alpha Bank Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 941).
Προς επιβεβαίωση της ορθότητας της πιο πάνω ερμηνείας είναι αρκετό να γίνει αναφορά στο ότι το μόνο αρμόδιο όργανο να επιβάλει ποινή είναι το Δικαστήριο και με αυτή την έννοια πρέπει να διαβαστεί και η αναφορά σε «ποινή», στο άρθρο 14Α(1) του Νόμου. Για να δικαιούται ο αιτητής να υποβάλει αίτηση θα πρέπει να έχει εκτίσει το ήμισυ της ποινής, ποινή δε δεν νοείται άλλη από αυτή που επιβάλλει το ίδιο το αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, συμφώνως του άρθρου 26 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ως αναφέρεται και στο Άρθρο 11.2(α) του Συντάγματος, ουδείς στερείται της ελευθερίας του εκτός εάν καταδικαστεί από αρμόδιο Δικαστήριο, ενώ δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος έκαστος για τη διάγνωση της ορθότητας της εναντίον του ποινικής κατηγορίας, δικαιούται σε κρίση από ανεξάρτητο, αμερόληπτο και αρμόδιο Δικαστήριο.
Από την άλλη, το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος το οποίο δίνει την εξουσία στον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας να μειώνουν, αναστέλλουν ή μετατρέπουν οποιαδήποτε ποινή που επιβάλλεται από Δικαστήριο, μετά από τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αφορά προνόμιο εξωδικαστικό που έχει διά του Συντάγματος ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος και σαφώς δεν εμπίπτει στην έννοια της «ποινής» που επιβάλλεται από αρμόδιο Δικαστήριο. Αυτή είναι στην ουσία και η συνισταμένη όλων των παραπομπών που μνημόνευσε ο συνήγορος του αιτητή ότι δηλαδή αποτελεί ένα προνόμιο που επηρεάζει την ποινή που έχει επιβληθεί, αλλά αυτό κατά χάριν και μόνο και έξω από το δικαστικό σύστημα.
Η δυνατότητα απονομής χάριτος ή αμνηστίας σε ποινικές υποθέσεις, ως εξαίρεση του κανόνα ότι δεν πρέπει να υπάρχει επέμβαση των άλλων εξουσιών της πολιτείας για την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, έχει αναγνωριστεί και πρόσφατα στη Γνωμάτευση αρ. 13 του 2010 «On the Role of Judges in the Enforcement of Judicial Decisions» του Counsultative Council of European Judges. Προκύπτει δε το ερώτημα, το οποίο δεν είναι του παρόντος να απαντηθεί, κατά πόσο η μετατροπή της ποινής του αιτητή με τη χρήση των εξουσιών της παρ. 4 του Άρθρου 53, είναι στην ουσία «χάρις», όπως η έννοια αυτή χρησιμοποιείται εξ αντιδιαστολής στις παρ. 1, 2 και 3, του ιδίου άρθρου. Η χάρις, στην παραδοσιακή της έννοια («pardon»), στοχεύει σε κάτι εντελώς διαφορετικό και εξαλείφει αυτό το ίδιο το αδίκημα, κατά τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί στις διάφορες δικαιοδοσίες. (Lennox Phillip and Others v. Director of Public Prosecutions (1992) 1 AC 545 - απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου - Halsbury´s Laws of England 4η έκδ. Τόμος 8, σελ. 608, παρ. 952 και Hawkins´Pleas of the Crown 7η έκδ. Τόμος IV, σελ. 354-355). Σχετικά με την έννοια της «αμνηστίας», που δεν απαντάται στο Άρθρο 53 του Συντάγματος, είναι και η απόφαση στην Republic v. Nicolaos Pampou (1977) 2 C.L.R. 1. Η εξουσία που δίδεται στο Άρθρο 53 γενικώς, ακολουθεί εν πολλοίς τις εξουσίες που έχει το Στέμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ενεργώντας μέσω του Home Secretary, μπορεί να αποδώσει χάρη πριν ή μετά την καταδίκη, ή να χορηγήσει «... a reprieve, which temporarily suspends the execution of sentence; or (within statutory limits) may remit the whole or part of a penalty» (δέστε O. Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law 5η έκδ. σελ. 330-331).
Το Συμβούλιο ορθά επομένως απέρριψε την αίτηση του αιτητή στη βάση του ότι αυτός δεν είχε ακόμη εκτίσει το ήμισυ της ποινής όπως επαυξητικά του επεβλήθη από το Εφετείο, στη βάση της πληροφορίας που έλαβε από τα στοιχεία του αναπληρωτή διευθυντή του Τμήματος Φυλακών. Η αναζήτηση γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία γενικώς ως προς το κατά πόσο θα πρέπει να υπολογίζεται και η μείωση της ποινής κατά το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος δεν διαφοροποιεί την απόφαση του Συμβουλίου, η οποία λήφθηκε στη βάση των συγκεκριμένων δεδομένων που έλαβε από τον αναπληρωτή διευθυντή του Τμήματος Φυλακών, ασκώντας τη δική του ανεξάρτητη κρίση ως προς το χειρισμό της αίτησης. Δεν υπήρξε τελικώς εισήγηση από τον αιτητή ότι η απόφαση λήφθηκε κατά δεσμία αρμοδιότητα παρόλον που τέτοιος λόγος είχε αναφερθεί στους νομικούς λόγους της προσφυγής.
Απορρέει από όλα τα πιο πάνω ότι δεν είναι αντισυνταγματικό το άρθρο 14Α(5) του Νόμου διότι κατ΄ ισχυρισμόν περιορίζει τις επιδράσεις της προεδρικής χάρης εφόσον, όπως έχει εξηγηθεί, ο σκοπός της καθιέρωσης Συμβουλίου Αποφυλάκισης είναι η παροχή μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης αντίληψης για πλέον ανθρωπιστική μεταχείριση των καταδικασθέντων φυλακισμένων, της δυνατότητας έκτισης της ποινής σε χώρο άλλο από τη φυλακή, στόχος εντελώς διαφορετικός από το προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 53.4. Με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 14Α(5) του Νόμου, παραμένει αλώβητο βεβαίως το προνόμιο του Προέδρου το οποίο όμως στην πράξη σχετίζεται με την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης μετά την αποδοχή της αίτησης για αποφυλάκιση και αφού προηγουμένως έχει παρέλθει το ήμισυ του χρόνου έκτισης της ποινής, αφορά δε το εναπομένον μέρος της ποινής του και τον τρόπο εκτέλεσης αυτής.
Ορθά δε περαιτέρω ο κ. Σταυρινός εισηγείται ότι δεν μπορεί από τη μια ο αιτητής να επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 14Α(5) και από την άλλη να το θεωρεί και αντισυνταγματικό επιδοκιμάζοντας και αποδοκιμάζοντας ταυτόχρονα τις πρόνοιες του. Άλλωστε, αν το άρθρο αυτό ήθελε κριθεί αντισυνταγματικό, τότε ο αιτητής αυτομάτως απόλλυται και του δικαιώματος του να ζητήσει την αποφυλάκιση του διότι το εδάφιο (5) συνδέεται και διέρχεται μέσω και του εδαφίου (1) του άρθρου. Αλυσιτελώς επομένως εγείρεται τέτοιο θέμα από τον αιτητή.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ΄ ου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ