ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 616/2009 και 633/2009)

 

12 Απριλίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 616/2009)

 

ΣΑΒΒΑΣ ΛΟΙΖΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΩΣ Ο ΠΙΝΑΝΑΣ Α,

Αιτητές

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Η

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΏΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 633/2009)

 

ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΦΟΥΤΡΟΥ,

ΣΥΖΥΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ,

Αιτήτρια

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------------

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην Υπόθεση αρ. 616/2009

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 633/2009

Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η διοίκηση αποφάσισε την κατασκευή, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του παρακαπτήριου δρόμου Καλού Χωριού και Ζωοπηγής και προς τούτο δημοσίευσε τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αρ. 310 στις 4.3.2008.  Με τη γνωστοποίηση επηρεάστηκε μεγάλος αριθμός ιδιωτικών τεμαχίων συνολικής έκτασης 127.623 τ.μ. όπως αυτά εξειδικεύθηκαν στη γνωστοποίηση σε σχετικό πίνακα.  Μεταξύ των επηρεασθέντων τεμαχίων ήταν και η ιδιοκτησία των αιτητών στις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές. 

 

        Η γνωστοποίηση κατέγραφε ότι η ιδιοκτησία θα απαλλοτριώνετο για σκοπό δημόσιας ωφελείας, δηλαδή, για τη δημιουργία και ανάπτυξη των δημόσιων οδών στη Δημοκρατία, η απαλλοτρίωση της δε επιβαλλόταν για την κατασκευή, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του πιο πάνω παρακαμπτήριου δρόμου.  Στις 18.4.2008, η αιτήτρια στην υπόθεση αρ. 633/09 απέστειλε ένσταση για τη σκοπούμενη απαλλοτρίωση που ακολουθήθηκε από περαιτέρω επιστολή υπό τύπο εξειδικευμένης ένστασης στις 29.5.2008, μέσω του δικηγόρου της.  Παρόμοιες ενστάσεις υπέβαλαν και οι αιτητές στην υπ΄ αρ. 616/09, με επιστολές ημερ. 12.5.2008, 14.5.2008 και 16.5.2008.  Όλες οι ενστάσεις εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από την Υπουργική Επιτροπή στις 18.2.2009, ενώ στις 8.4.2009, με επιστολές τόσο προς τους αιτητές, όσο και προς τους δικηγόρους τους, γνωστοποιήθηκε η απόρριψη των ενστάσεων.  Το σχετικό διάταγμα απαλλοτρίωσης είχε ήδη δημοσιευθεί ως υπ΄ αρ. 188 ημερ. 23.2.2009 στην Επίσημη Εφημερία της 13.3.2009.

 

        Οι αιτητές γενικώς διατείνονται ότι η απαλλοτρίωση σε ό,τι αφορά τα δικά τους επηρεασθέντα τεμάχια είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας δεδομένου ότι δεν εξετάσθηκαν ολοκληρωμένα τα δεδομένα πριν την απαλλοτρίωση ώστε να διαφανεί τόσο η αναγκαιότητα για αυτή τούτη την απαλλοτρίωση, όσο και η αναγκαιότητα του επηρεασμού των συγκεκριμένων τεμαχίων, ιδιαιτέρως κατά την έκταση για την οποία κρίθηκε αναγκαίος ο επηρεασμός τους.  Δεν εξετάστηκαν συναφώς υπαλλακτικές λύσεις παρόλο που η απαλλοτρίωση είναι δυσμενέστατο και επαχθές μέτρο διότι αποστερεί τον ιδιοκτήτη της γης από την περιουσία του. 

 

Η αιτήτρια στην υπ΄ αρ. 633/09 προσφυγή, βάλλει ουσιαστικά εναντίον της απόφασης διότι αυτή λήφθηκε χωρίς επαρκή προηγούμενη μελέτη με προχειρότητα και αυθαιρεσία εφόσον ενώ γειτονικά της αιτήτριας τεμάχια δεν επηρεάζονται σχεδόν καθόλου, η διοίκηση θεώρησε ορθό να τεμαχίσει στην ουσία την περιουσία της  απαλλοτριώνοντας της μεγάλη έκταση, αχρηστεύοντας έτσι πέραν του μισού τεμαχίου.  Το υπόλοιπο μισό τεμάχιο που παραμένει είναι, κατά την αιτήτρια, σχεδόν μη προσβάσιμο λόγω της μορφολογίας του εδάφους.  Περαιτέρω, ο  τότε προτεινόμενος δρόμος δεν ακολουθούσε λογικά το υφιστάμενο εγγεγραμμένο μονοπάτι που ήταν ευθυγραμμισμένο, ενώ το σχήμα και το πλάτος του δρόμου προς κατασκευή ήταν ακανόνιστο χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογία γι΄ αυτό. 

 

Οι αιτητές στην προσφυγή αρ. 616/09 εγείρουν ζήτημα και πάσχουσας σύνθεσης, συγκρότησης και λειτουργίας της Υπουργικής Επιτροπής, καθώς και τήρηση μη άρτιων πρακτικών.  Υπήρχε αδικαιολόγητη συμμετοχή στην Υπουργική Επιτροπή του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού κατά παράβαση της εκχώρησης από το  Υπουργικό Συμβούλιο της εξουσίας για εξέταση ενστάσεων σε τετραμελή Υπουργική Επιτροπή, στην οποία δεν περιλαμβάνεται ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ αντίθετα δηλώνεται ότι εάν μέλος της Επιτροπής κωλύεται λόγω του ότι είναι ο αρμόδιος Υπουργός, τότε ο Υπουργός Υγείας θα είναι εκείνος που θα αντικαθιστούσε το κωλυόμενο μέλος.  Δεν έχει επίσης τηρηθεί άρτιο πρακτικό υπό την έννοια ότι δεν καταγράφεται οποιαδήποτε συλλογιστική ή συζήτηση, παρά μόνο η απόφαση που λήφθηκε, ενώ θα έπρεπε να καταγράφεται γιατί δεν ήταν προτιμητέα οποιαδήποτε άλλη λιγότερο επαχθής λύση.  Η αιτιολογία που δόθηκε  είναι περαιτέρω  ανεπαρκής διότι αναφέρεται στο δικαίωμα των επηρεαζομένων ιδιοκτητών να προσφύγουν στο Δικαστήριο, το οποίο δικαίωμα κατά τη διοίκηση θεωρείται επαρκές εφόσον οι ιδιοκτήτες θα αποζημιωθούν υπό το φώς της εκτίμησης της περιουσίας τους από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. 

        Οι καθ΄ ων αντίθετα διατείνονται ότι η απαλλοτριούσα έκταση γης, μεταξύ των οποίων και αυτή των αιτητών, λήφθηκε καθόλα νόμιμα ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και μετά από συνεξέταση όλων των προσφερομένων εναλλακτικών λύσεων, οι δε ενστάσεις εξετάσθηκαν δεόντως από την Υπουργική Επιτροπή και απορρίφθηκαν για τους λόγους που αναφέρονται στις σχετικές επιστολές της διοίκησης.  Οι καθ΄ ων στη γραπτή τους αγόρευση απαντούν εξειδικευμένα τα επιχειρήματα των αιτητών στις αντίστοιχες προσφυγές επισυνάπτοντας και σωρεία παραρτημάτων που περιλαμβάνουν σχέδια και μελέτες που δείχνουν, κατά τη θέση τους, την πλήρη έρευνα που είχε γίνει από πλευράς της διοίκησης πριν τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.  Όσον αφορά τα τεχνικά θέματα, η θέση των καθ΄ ων είναι ότι αυτά είναι ανέλεγκτα όχι μόνο ως προς τον τρόπο κατασκευής του δρόμου,  αλλά και την επιλογή του χώρου που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.  Η αιτιολογία, περαιτέρω,  μπορεί να είναι λακωνική, αλλά συμπληρώνεται επαρκώς από τα περιεχόμενα στους διοικητικούς φακέλους, η δε απόφαση λήφθηκε μετά από πλήρη έρευνα και εξέταση όλων των αναγκαίων στοιχείων.  Ως προς τον ιδιαίτερο λόγο που αναπτύσσεται στην προσφυγή αρ. 616/09 για τη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής, οι καθ΄ ων αναφέρονται στο ιστορικό της αντικατάστασης του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων και την ανάμειξη του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού ως μέλους της Υπουργικής Επιτροπής.  Υπήρξε δε πλήρης καταγραφή των αποφάσεων και τηρήθηκαν άρτια πρακτικά από τα οποία και είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. 

 

        Η θέση των αιτητών στην υπ΄ αρ. 633/09 προσφυγή περί πάσχουσας σύνθεσης και μη τήρησης άρτιων πρακτικών (σημειώνεται ότι ακροθιγώς θίγεται παρόμοιο ζήτημα και στην απαντητική αγόρευση της αιτήτριας στην ετέρα προσφυγή), δεν είναι ορθή και έστω και εκ των υστέρων στην απαντητική αγόρευση τους οι αιτητές, μέσω του δικηγόρου τους, αποδέχονται ότι νόμιμα το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 3.9.2003 αποφάσισε την αντικατάσταση του Υπουργού Υγείας από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού ως μέλος της Υπουργικής Επιτροπής για την εξέταση των διαφόρων απαλλοτριώσεων.  Το παράρτημα 1 που επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων είναι συναφές και επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.  Να προστεθεί ότι αρχικά, όπως υποδεικνύει το παράρτημα 1 στην αγόρευση των καθ΄ ων, το Υπουργικό Συμβούλιο μεταβίβασε την εξουσία που έχει δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου αρ. 23/62, σε Επιτροπή από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως ως πρόεδρο, Οικονομικών, Εσωτερικών και Συγκοινωνιών και Έργων, ως μέλη, για την εξέταση ενστάσεων για απόφαση προς έκδοση ή όχι διατάγματος απαλλοτρίωσης δυνάμει του άρθρου 6(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, ως τροποποιήθηκε.  Η αντικατάσταση του Υπουργού Υγείας από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού έγινε, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ΄ αρ. 58.503 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 3.9.2003, πολύ πριν δηλαδή την επίδικη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης. 

 

        Όσον αφορά τη μη τήρηση αρτίων πρακτικών, το επισυνημμένο παράρτημα 5 στην ένσταση των καθ΄ ων παρέχει την επ΄ ακριβή αναφορά των όσων έλαβαν χώραν στη συνεδρία της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 18.2.2009, όπου εξετάστηκαν οι διάφορες ενστάσεις.  Το σχετικό πρακτικό σημειώνει την παρουσία και των τεσσάρων αρμοδίων Υπουργών, οι οποίοι και υπογράφουν στο τέλος, αναφέρεται στο ιστορικό της ληφθείσας απόφασης για την έκδοση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης και περαιτέρω λεπτομερώς καταγράφει τις 16 ενστάσεις που λήφθηκαν από ιδιοκτήτες επηρεαζομένων τεμαχίων.  Σημειώνεται ότι για την κατασκευή του έργου επιβαλλόταν ο επηρεασμός 18 τεμαχίων μεταξύ των οποίων και το τεμάχιο της αιτήτριας στην υπ΄  αρ. 633/09 προσφυγή για το οποίο αναγνωρίζεται ότι επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό, πλην όμως επιβεβλημένο, ένεκα της μορφολογίας του εδάφους με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο ισομερής επηρεασμός των τεμαχίων.  Καταγράφεται, επίσης, ότι τα υπόλοιπα τεμάχια εμπίπτουν σε περιοχή αναδασμού, λόγω δε της μορφολογίας του εδάφους ήταν τεχνικά αδύνατο να αποφευχθεί ο επηρεασμός τους, εναλλακτικές δε λύσεις που εξετάστηκαν αποδείχθηκαν ότι θα ήταν πραγματοποιήσιμες μόνο με μη συμβατικές κατασκευές και με υπερβολικά υψηλή δαπάνη.

 

Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν και τα τεμάχια των 14 αιτητών στην υπ΄ αρ. 616/09 προσφυγή.  Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός των αιτητών αυτών περί μη τήρησης άρτιου πρακτικού διότι η απλή ανάγνωση του, που περιέχει τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, αποκαλύπτει ότι η Υπουργική Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ήταν δυνατό και εξήγησε τους λόγους γιατί ο επηρεασμός των τεμαχίων ήταν επιβεβλημένος και μάλιστα με αναφορά σε έκαστη των ενστάσεων.  Δεν ήταν αναγκαίο να καταγραφεί λεπτομερώς η κάθε ένσταση ή ο λόγος αυτής, ούτε να ήταν καταγραμμένη η συζήτηση που έλαβε χώραν μεταξύ των μελών της Υπουργικής Επιτροπής, ούτε καν να ήταν καταγραμμένες οι εναλλακτικές προτάσεις που εξετάστηκαν.  Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε αχρείαστα λεπτομερές και εκτεταμένο το όλο σκεπτικό, ενόψει και των όσων ακολουθούν.

 

Όπως ορθά αναφέρουν οι καθ΄ ων στην αγόρευση τους, το εν λόγω πρακτικό ημερ. 18.2.2009, αναφέρεται στην παρ. 3 στην υποβολή εκ μέρους του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, πρότασης ως αρμοδίου Υπουργού, επί των ενστάσεων  που υποβλήθηκαν μαζί με τις παρατηρήσεις και υποδείξεις του πάνω σ΄ αυτές.  Αυτή η πρόταση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων προς την Υπουργική Επιτροπή, όχι μόνο δεν ήταν ανορθόδοξη μολύνοντας την όλη διαδικασία με την ανάμειξη του Υπουργού, ως διατείνεται ο συνήγορος στην προσφυγή αρ. 616/09, αλλά αντίθετα ήταν επιβεβλημένη και ρητά προβλεπόμενη από το άρθρο 6(1) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι ο αρμόδιος Υπουργός, όταν απαλλοτριούσα αρχή είναι η ίδια η Δημοκρατία, εξετάζει τις ενστάσεις και τις διαβιβάζει στο Υπουργικό Συμβούλιο με τις παρατηρήσεις και υποδείξεις που  αυτός ήθελε κρίνει κατάλληλες. 

 

        Οι υποθέσεις Γιάγκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1135/04, ημερ. 13.12.2005 και Terastone Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ.         αρ. 1130/05, ημερ. 20.9.2006, που επικαλείται ο συνήγορος των αιτητών, δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, είναι δε άξιον απορίας γιατί καταγράφηκαν στην απαντητική αγόρευση.  Και στις δύο αυτές υποθέσεις, υπήρχε απουσία νομότυπης σύγκλισης της Υπουργικής Επιτροπής, η οποία τηλεφωνικώς και μόνο έδωσε έγκριση, χωρίς να υπάρχουν πρακτικά της σχετικής συνεδρίας.  Όλα αυτά, όμως, σ΄ αντίθεση με τα λαμβανόμενα στην παρούσα περίπτωση.  Όπως ήδη τονίσθηκε, το πρακτικό είναι άρτιο, υπογράφεται από όλους τους Υπουργούς στην κοινή συνεδρία τους, η δε σύγκλιση τεκμαίρεται να έγινε νόμιμα και νομότυπα, εφόσον ουδείς, ούτε ο Πρόεδρος, ούτε τα μέλη απουσίαζαν.  Απαραδέκτως προβάλλεται δε ο ισχυρισμός ότι επειδή υπήρξαν περιπτώσεις που τα μέλη της Υπουργικής Επιτροπής συνεννοήθηκαν προφορικά διά τηλεφώνου, χωρίς κοινή συνεδρία, αυτό ίσχυε και εδώ.  Αν η εισήγηση αυτή είχε έρεισμα, θα αναμενόταν από το συνήγορο να την προωθούσε στη βάση γεγονότων και προσαγωγής ανάλογης μαρτυρίας.

 

        Επί της ουσίας, όλοι οι αιτητές και στις δύο προσφυγές, ισχυρίζονται ότι η απόφαση λήφθηκε με ανεπαρκή δεδομένα, χωρίς αιτιολογία, χωρίς προηγούμενη μελέτη και έρευνα και χωρίς να εξεταστούν εναλλακτικές λύσεις.  Ιδιαιτέρως, η αιτήτρια στην υπ΄ αρ. 633/09 προσφυγή, αναφέρεται στο λανθασμένο και πρόχειρο σχεδιασμό του όλου έργου που αντί να ακολουθήσει το υφιστάμενο μονοπάτι, ακολούθησε τεθλασμένη και ακανόνιστη πορεία, με ανεπίτρεπτες διαπλατύνσεις άνευ αιτίας κατά τρόπο που το τεμάχιο της να επηρεάστηκε δυσμενέστατα και σε σημαντικό ποσοστό, όπως και οι ίδιοι οι καθ΄ ων αναγνωρίζουν.  Οι δε αιτητές στην υπ΄ αρ. 616/09 προσφυγή, παραπέμπουν στην περίπου πανομοιότυπη ένσταση τους, με verbatim καταγραφή της επιστολής τους αιτητή Σάββα Λοϊζίδη ημερ. 14.5.2008 προς τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων, που αναφέρεται ότι η περιοχή απ΄ όπου θα περνούσε ο δρόμος αποτελεί περιοχή ενοποιήσεως και αναδιανομής αγροτικών τεμαχίων, ότι στην περιοχή και στα κτήματα των αιτητών έγιναν διάφορα βελτιωτικά έργα με την έγκριση των αρμοδίων κυβερνητικών αρχών, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται ό,τι ήδη δημιουργήθηκε, ότι δεν εξυπηρετείται το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον της περιοχής εφόσον εμπίπτει σε καθορισθείσα από την κυβέρνηση περιοχή αναδασμού και ότι υπήρχαν ευχερέστερες λύσεις, αλλά και οικονομικότερες, όπως η ευθυγράμμιση του υφιστάμενου δρόμου σε ορισμένα σημεία.

 

        Αποτελεί βεβαίως γενική νομολογιακή αρχή, την οποία ορθά επικαλούνται οι καθ΄ ων, ότι τα θέματα που προκύπτουν σε περιπτώσεις απαλλοτρίωσης γης είναι τεχνικά στα οποία δεν επεμβαίνει το αναθεωρητικό Δικαστήριο είτε προς υποκατάσταση της επιλεγείσας περιοχής προς απαλλοτρίωση, είτε ως προς τη γενικότερη τεχνική επεξεργασία που προτείνεται προς επίλυση προβλημάτων από τις αρμόδιες αρχές που έχουν την ευθύνη προς τούτο.  Όπως αναφέρθηκε και στη Θεοδουλίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742:

 

«.. η κρίση της αρμόδιας αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα του έργου, δεν ελέγχεται• ούτε υπεισέρχεται το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις  που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων.»

 

Στη διοίκηση πίπτει το βάρος για εξέταση, αλλά και επίλυση ζητημάτων που είναι αρκούντως εξειδικευμένα και τα οποία ανήκουν στην αποκλειστική σφαίρα των αρμοδίων διοικητικών φορέων (Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389, Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (αρ. 2)(2007) 3 Α.Α.Δ. 543 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113).

 

        Με ιδιαίτερη αναφορά σε θέματα επίταξης και απαλλοτρίωσης γης, η νομολογία έχει σαφώς καθορίσει ότι «.. η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμόδιας αρχής σε σχέση με την αναγκαιότητα του έργου, αποτελούν θέματα, κατ΄ εξοχήν διοικητικά, στα οποία κατά κανόνα δεν επεμβαίνει το Δικαστήριο.».  (Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13 και Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543).  Αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν πάντοτε επαρκή δεδομένα που καθιστούν τη λήψη της απόφασης αναγκαία ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος από την άποψη της εκφοράς γνώμης επί της νομιμότητας της ίδιας της διοικητικής πράξης, που είναι το ζητούμενο στην αναθεωρητική δικαιοδοσία και όχι βέβαια ο ουσιαστικός έλεγχος της.  (Νικόλας Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 232/08, ημερ. 30.4.2010).

 

        Από τους διοικητικούς φακέλους και τα όσα πρόσθετα καταχώρησε ως παραρτήματα η κα Ζερβού στη γραπτή της αγόρευση για τη Δημοκρατία, προκύπτει ότι υπήρξε πλήρης έρευνα, αλλά και σχεδιασμός του προτεινόμενου παρακαμπτήριου δρόμου όπως αναδύεται εκτενώς από τα παραρτήματα υπ΄ αρ. 3, 4 και 5, τα οποία επισυνάπτονται στη γραπτή αγόρευση.  Από το παράρτημα 3, προκύπτει ότι υπήρχε αίτημα του Κοινοτικού Συμβουλίου Αργού για τη βελτίωση του δρόμου Λεμεσού-Αγρού, στα πλαίσια της απόφασης για τη βελτίωση του οποίου, περιλαμβανόταν και η κατασκευή παρακαμπτήριου δρόμου Αγίας Φύλας, Παλώδιας και Καλού Χωριού-Ζωοπηγής. Από την επιστολή ημερ. 26.11.2003 (παράρτημα 3), είναι φανερό ότι η διοίκηση παρουσίασε την προκαταρκτική όδευση του παρακαμπτήριου δρόμου Καλού Χωριού-Ζωοπηγής στις τοπικές αρχές με σαφή τη θέση ότι θα καταβαλλόταν κάθε προσπάθεια ώστε η τελική χάραξη του να επηρέαζε τα τεμάχια αναδασμού στο μικρότερο δυνατό βαθμό. Προκύπτει, επομένως, ότι η διοίκηση είχε πλήρη γνώση της περιοχής, ότι σ΄ αυτή υπήρχε αναδασμός και ότι θα επηρεάζονταν τα τεμάχια των αιτητών.  Μάλιστα σημειώθηκε από τότε ότι ο επηρεασμός θα εξαρτάτο και από τα τεχνικά χαρακτηριστικά του δρόμου. 

 

        Στην επόμενη επιστολή ημερ. 24.1.2007 (παράρτημα 4), γίνεται και πάλι αναφορά στην κατασκευή του παρακαμπτήριου επίδικου δρόμου, καταγράφεται δε ότι η μελέτη βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο και ότι οι εισηγήσεις του κοινοτάρχη Καλού Χωριού για όδευση μέσω Ξυλούρικου, είχαν εξεταστεί και απορριφθεί, ενώ για βοήθεια της επηρεαζόμενης περιοχής αναδασμού περιλήφθηκαν στη μελέτη πρόσθετοι τοίχοι αντιστήριξης εκατέρωθεν του δρόμου.  Αποκαλυπτική ως προς την επάρκεια της μελέτης είναι και η επόμενη επιστολή που είναι το παράρτημα 5, ημερ. 7.2.2007, όπου φανερώνεται ότι η αρμόδια απαλλοτριούσα αρχή, δηλαδή, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, είχε διάφορες συναντήσεις με εκπροσώπους των τοπικών αρχών, όπου συζητήθηκαν ζητήματα μορφολογίας του εδάφους με την επεξήγηση ότι ήταν αδύνατο να αποφευχθεί ο επηρεασμός της περιοχής αναδασμού και ότι ο ίδιος ο αρμόδιος Υπουργός είχε δώσει οδηγίες για εξέταση υπαλλακτικών λύσεων όδευσης του δρόμου, οι οποίες όμως δεν μπορούσαν να αιτιολογηθούν διότι ήταν υπέρμετρα δαπανηρές και περιελάμβαναν μη συμβατικές κατασκευές.  Παρά ταύτα έγινε προσπάθεια για ελαχιστοποίηση του προβλήματος και πέραν των τοίχων αντιστήριξης, κατασκευάστηκε και γέφυρα μήκους 80 μέτρων. 

 

        Τα παραρτήματα 6, 7, 8 και 9, στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας είναι τα σχέδια της περιοχής, ήτοι, οριζοντιογραφία, όπου σημειώθηκε η εναλλακτική όδευση με κόκκινο χρώμα που εξετάστηκε και απορρίφθηκε (παράρτημα 6), η μηκοτομή από την οποία προκύπτει η μορφολογία του εδάφους και οι υψομετρικές διαφορές (παράρτημα 7), ενώ το παράρτημα 8 είναι σμίκρυνση του Τόμου Δ των κατασκευαστικών σχεδίων του επίδικου παρακαμπτήριου που είχαν ετοιμαστεί από τον Ιούνιο του 2007, πολύ πριν δηλαδή τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωση και τη δημοσίευση του τελικού διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος περί μη επαρκούς μελέτης ή μη εξέτασης υπαλλακτικών λύσεων ή ότι η επίδικη απαλλοτρίωση ήταν προϊόν ανεπαρκούς έρευνας ή ότι ήταν αναιτιολόγητη.

 

Η αιτήτρια στην απαντητική της αγόρευση στην υπ΄ αρ. 633/09 προσφυγή, απαντά στους ισχυρισμούς της διοίκησης και στα όσα επισυνάπτονται ως παραρτήματα στην αγόρευση των καθ΄ ων.  Οι απαντήσεις που δίδονται είναι τέτοιες που ακριβώς επιβεβαιώνουν το πόσο τεχνικό είναι το όλο ζήτημα και ότι στην ουσία επιδιώκεται η εμπλοκή του Δικαστηρίου σε τεχνικά ζητήματα, ιδιαίτερης μάλιστα υφής.  Οι θέσεις της αιτήτριας με αναφορά σε «δρόμο με ορύγματα», σε τοίχους αντιστήριξης, αντί πρανή, στην ορθότητα της κρίσης από ποιο κτήμα θα πρέπει να παραχωρείται το πρανές (το υψηλότερο ή το χαμηλότερο), στο ότι το κτήμα της είναι στο χαμηλότερο του σημείο στην περιοχή όδευσης του δρόμου, κατά πόσο οι μηκοτομές του παραρτήματος 7, συνάδουν ή όχι,   με τις μηκοτομές του παραρτήματος 8,κατά πόσο πρέπει να γίνει ή όχι εκσκαφή τουλάχιστον 20 εκ., πώς ακριβώς είναι η μορφολογία του εδάφους κλπ. δείχνουν ακριβώς πόσο τεχνικό είναι το όλο θέμα.  Σ΄ αυτά τα ζητήματα δεν είναι δυνατό να υπεισέλθει το αναθεωρητικό Δικαστήριο σ΄ οποιαδήποτε λεπτομέρεια διότι τότε η αναθεωρητική δίκη θα μετατραπόταν σε αστική με την ανάγκη παρουσίασης εκατέρωθεν μαρτυρίας, την αξιολόγηση της και την εξαγωγή συμπερασμάτων και την κατάληξη σε ευρήματα.  Το Δικαστήριο ελέγχει κατά πόσο η διοίκηση είχε υπόψη της όλα τα βασικά δεδομένα, τα αξιολόγησε και κατέληξε σε διοικητικά επιτρεπόμενη απόφαση στα πλαίσια της νομιμότητας.

 

Ιδιαίτερα ως προς το ζήτημα της όδευσης του δρόμου κατά μήκος και κατ΄ ακολουθία του υφιστάμενου ευθυγραμμισμένου μονοπατιού, οι καθ΄ ων εύλογα παρουσιάζονται να λέγουν ότι στόχος της όλης απαλλοτρίωσης δεν ήταν η κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου Καλού Χωριού-Ζωοπηγής αυτόνομα, αλλά ως μέρος του ευρύτερου σχεδιασμού για βελτίωση του δρόμου Λεμεσού-Αγρού.  Αλλά και περαιτέρω, το έργο δεν εξαντλείτο με την ευθυγράμμιση και μόνο του παρακαμπτήριου, εφόσον απαιτείτο και η κατασκευή και ασφαλτόστρωση του.  Και πρόσθετα, η διοίκηση έπρεπε να σταθμίσει τα δεδομένα για το σύνολο του έργου και όχι μόνο τα μεμονωμένα τεμάχια των αιτητών ή της αιτήτριας στην προσφυγή υπ΄ αρ. 633/09, που επηρεάστηκε περισσότερο.  Το προφανώς ακανόνιστο μέρος του δρόμου οφείλεται, ως εξηγεί η διοίκηση, στην ανώμαλη μορφολογία του εδάφους και την αναγκαιότητα να κατασκευάζονταν τοίχοι αντιστήριξης, πλαγιές και πρανή για την ασφαλή, τεχνικά, κατασκευή του δρόμου.

 

Το ότι η διοίκηση ανεφέρθη στο δαπανηρό κόστος μη συμβατικών κατασκευών δεν σημαίνει ότι αυτό ήταν ένα κριτήριο που η διοίκηση δεν μπορούσε να λάβει υπόψη στα πλαίσια της τεχνοοικονομικής εξέτασης της κατασκευής του έργου.  Το ότι δε αναφέρθηκε, πρόσθετα, ότι θα δίνονταν αποζημιώσεις στους επηρεαζόμενους εν ανάγκη με προσφυγή στο Δικαστήριο, δεν είχε την έννοια που προσπαθούν να του αποδώσουν οι αιτητές, ότι δηλαδή το όλο θέμα αναγόταν σε χρηματική και μόνο διαφορά σε καταστρατήγηση και μάλιστα κατά αδιάφορο τρόπο, του δικαιώματος ιδιοκτησίας.  Υπεδείχθη απλώς από τις αρμόδιες αρχές ότι εφόσον δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθούν οι επηρεαζόμενοι κατά τον τρόπο που ήθελαν, τον τελικό λόγο θα είχε το Δικαστήριο.

        Όσον αφορά το παράπονο ότι δεν δόθηκε στους αιτητές το προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, παρατηρείται ότι αυτό έχει ικανοποιηθεί μέσα από την κατάθεση των ενστάσεων των αιτητών όπως ακριβώς διαλαμβάνεται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, κατ΄ επιταγή του άρθρου 4(1)(γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, ως τροποποιήθηκε.  Μέσω είτε των δικηγόρων τους, είτε με δικές τους επιστολές, οι αιτητές εξέθεσαν πλήρως τις απόψεις τους και τους λόγους ένστασης, οι οποίες ήταν στην ουσία ταυτόσημες και τις οποίες επανέλαβαν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.  Σειρά αποφάσεων σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης προδιαγράφει ότι το δικαίωμα αυτό στο διοικητικό δίκαιο πρέπει να ικανοποιείται όταν επιδιώκεται η έκδοση δυσμενούς πράξεως, αλλά αυτό το δικαίωμα ικανοποιείται και με γραπτή παράσταση χωρίς την ανάγκη  προφορικής ακρόασης.  Σημασία έχει η διοικητική αρχή πριν τη λήψη της απόφασης να λαμβάνει τις απόψεις των επηρεαζομένων, να τις εξετάζει και να αποφασίζει αρμοδίως επ΄ αυτών.  (δέστε Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 347, Πετρίδης ν. Υπουργού Οικονομικών (1992) 3 Α.Α.Δ. 609, Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 640/06, ημερ. 23.12.2008, και Βάσος Χαρτούμπαλος & Υιοί (Αϊσέρκιτες) Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1173/04, ημερ. 10.10.2006)

 

        Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι θα έπρεπε να δοθεί δικαίωμα ακρόασης στην ουσία και ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής όπου παρουσιάζονταν οι θέσεις του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων ως μόνου «αντιδίκου», δεν είναι ορθός διότι η σχετική πρόνοια της νομοθεσίας στο άρθρο 6(1), δεν προνοεί για τέτοιο δικαίωμα ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου ή της Υπουργικής Επιτροπής.  Είναι φανερό ότι η διαδικασία της τελικής απόφασης ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τις ενστάσεις που λήφθηκαν από τους επηρεαζόμενους, μέσα από την έκθεση του αρμοδίου Υπουργού, ο οποίος υποβάλλει τις θέσεις του με παρατηρήσεις και υποδείξεις ως η αρμόδια απαλλοτριούσα αρχή και τίθενται ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής για απόφαση.  Άρα η Υπουργική Επιτροπή έχει ήδη συνεξετάζει στην ουσία τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατά το στάδιο της δημοσίευσης της απαλλοτρίωσης.  Δεν είναι νοητό να παρέχεται συνεχώς δικαίωμα και νέων παραστάσεων σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.  Δεν είναι άλλωστε εδώ η περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής, όπως αυτή παρέχεται από τα άρθρα 5 και 17 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ως τροποποιήθηκε, και τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμό του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, ο Καν. 7(4) του οποίου, δίδει το δικαίωμα στην Υπουργική Επιτροπή, αν όμως το κρίνει σκόπιμο, να δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποστηρίξει τους λόγους επί των οποίων βασίζει την ιεραρχική προσφυγή του.  Πρόκειται για δυνητική και όχι υποχρεωτική εξουσία.  Στην υπό κρίση όμως περίπτωση, δεν παρέχεται καν αυτή η δυνατότητα είτε νομοθετικά, είτε κανονιστικά, εφόσον δεν θεσμοθετείται ιεραρχική προσφυγή.

 

Να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι η διαδικασία απαλλοτρίωσης παρέχει νομοθετικά το δικαίωμα υποβολής ενστάσεων σε αντίθεση με τη διαδικασία επίταξης όπου ο περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμος αρ. 21/62, δεν προβλέπει τέτοιο δικαίωμα  (δέστε Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 720/97, ημερ. 10.3.2000, (Νικήτας, Δ.) και Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 72/89, ημερ. 27.12.1990 (Πογιατζής, Δ.)).  Στην Ιωσηφίδης επαναβεβαιώθηκε ότι δικαίωμα ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (δέστε  G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155, σε σχέση με το δικαίωμα που παραχωρείται από το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και Αριστείδου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -).

 

Τέλος, σημειώνεται ότι η εισήγηση ότι η Υπουργική Επιτροπή απλώς υιοθέτησε την πρόταση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, επίσης δεν  είναι ορθή.  Πέραν  των όσων έχουν προηγουμένως καταγραφεί σε σχέση με την τήρηση άρτιων πρακτικών όπου φαίνεται τι λήφθηκε υπόψη από την Υπουργική Επιτροπή, η νομολογία δεν επιβάλλει νέα ανεξάρτητη έρυνα.  Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου, εδώ της Υπουργικής Επιτροπής, θεωρείται, κατά τη νομολογία, ως επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον υιοθετεί την πρόταση των αρμοδίων οργάνων, ιδιαίτερα όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου ή τους Κανονισμούς η καταγραφή ρητής αιτιολογίας.  Το άρθρο 6 του Νόμου αρ. 15/62, ως τροποποιήθηκε, δεν προνοεί για οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία.  (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589 και Μαγδαληνή Παπαλουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ.     αρ. 116/09, ημερ. 27.1.2010).  Όσον αφορά την αιτιολογία, είναι φανερό από τα προλεχθέντα ότι η αιτιολογία ως προς την απόρριψη των ενστάσεων και των λόγων τους, εύλογα συμπληρώνεται από τους διοικητικούς φακέλους, (Κατσούρα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1728, Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 648).  Ιδιαιτέρως, αυτό ισχύει στις περιπτώσεις απαλλοτρίωσης, όπου ο Νόμος αρ. 15/62, δεν επιβάλλει όπως το διάταγμα απαλλοτρίωσης είναι αιτιολογημένο.  Η παραπομπή στα σύγχρονα βεβαίως στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενόψει και της φύσης  του θέματος, προσθέτει στην αναγκαία αιτιολογία επιτρέποντας έτσι το δικαστικό έλεγχο.  (Σταυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672 και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1754/07,  ημερ. 29.3.2011).

 

Ενόψει όλων τω ανωτέρω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης  απόφασης.  Εκάστη απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών στην υπ΄ αρ. 616/09 και εναντίον της αιτήτριας στην υπ΄ αρ. 633/09 προσφυγή, αντίστοιχα, και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο