ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 591/2009)

 

 13 Απριλίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΟΥΜΕΝΟΥ,

2.    ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτήτριες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τις Αιτήτριες.

Μ. Κυπριανού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι δύο Αιτήτριες ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 10.4.2009  με την οποία απέρριψαν την Ιεραρχική Προσφυγή τους, σχετικά με τη μη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Στις 18.1.07 οι Αιτήτριες, υπέβαλαν στην αρμόδια Πολεοδομική Αρχή ήτοι στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας σε συνιδιόκτητο τεμάχιο με αρ. εγγρ. 339, Φ/Σχ. 2-296-373, Τμήμα 21, στο Παραλίμνι.

 

Η Πολεοδομική Αρχή,  στο εξής «η Αρχή», στις 25.10.2007 απέρριψε την αίτηση για τους εξής λόγους:-

«(500) Το προς ανάπτυξη τεμάχιο βρίσκεται σε περιοχή εκτός του ορίου ανάπτυξης του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου και εμπίπτει σε καθορισμένη Ζώνη Προστασίας με τον Κωδικό Δα2 του Σχεδίου, όπου σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες της παραγράφου 10.5.1. του Κεφαλαίου 10 του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου (Ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας εκτός περιοχών ανάπτυξης), δεν επιτρέπεται η οικιστική ανάπτυξη.

 

Οι Αιτήτριες προς ακύρωση της απόφασης αυτής, άσκησαν Ιεραρχική Προσφυγή προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα ότι, κατά τον χρόνο που υποβλήθηκε η αίτησή τους, βρισκόταν σε ισχύ η Δήλωση Πολιτικής και βάση αυτής, η ανάπτυξη που ζητήθηκε ήταν επιτρεπτή.  Έτσι σκόπιμα και λανθασμένα η Αρχή, δεν εξέτασε έγκαιρα την αίτηση τους, αναμένοντας την εφαρμογή του Τοπικού Σχεδίου, ώστε να μπορέσει να την απορρίψει.

Η Ιεραρχική Προσφυγή τους, εξετάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, στις 3.3.2009, το οποίο αφού έλαβε υπόψη εκθέσεις που λήφθηκαν από την Αρχή, τον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Δήμαρχο Παραλιμνίου, ετοίμασε σχετικό Σημείωμα το οποίο υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή.  Με αυτό εισηγείτο την απόρριψή της.

 

Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή η οποία συνεδρίασε στις 9.3.2009, αφού έλαβε υπόψη τις πιο πάνω απόψεις των αρμόδιων οργάνων, καθώς και τους λόγους που επικαλέστηκε ο δικηγόρος των Αιτητριών προς υποστήριξη της Ιεραρχικής Προσφυγής, αποφάσισε ομόφωνα να την απορρίψει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72, στο εξής «ο Νόμος»).  Έκρινε ότι η απόφαση της Αρχής είναι σύννομη και ότι η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, ορθά εξέτασε την αίτησή τους με βάση τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου και τις πρόνοιες της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών.  Επίσης όπως αναφέρει στην απόφαση της «έλαβε υπόψη ότι η αίτηση τους θα απορριπτόταν ακόμα και εάν εξεταζόταν με βάση τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής που ίσχυε πριν τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου».

 

Οι Αιτήτριες προβάλλουν τους πιο κάτω 5 λόγους ακύρωσης για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης:-  (1) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί το νόμο, ως προς το άρθρο 5(2) του Νόμου, (2) παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος, (3) παραβιάζει τη διαδικασία εξέτασης της Ιεραρχικής Προσφυγής, (4) στερεί το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, και (5) παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και  πλάνης περί το νόμο, ως προς το άρθρο 5(2) του Νόμου - Λόγος ακύρωσης 1

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί το νόμο, ο συνήγορος των Αιτητριών προβάλλει ότι οι Καθ' ων η αίτηση παρέβησαν τις επιτακτικές πρόνοιες του Κανονισμού 5(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 55/90), ο οποίος προβλέπει ότι η αίτηση θα έπρεπε να είχε εξεταστεί εντός 3 μηνών από την ημερομηνία καταχώρησής της (18.1.2007).  Αντί αυτού, η αίτηση απορρίφθηκε μετά παρέλευση 9 μηνών, ήτοι στις 25.10.2007.  Αυτή η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα η αίτηση να εξεταστεί με βάση το νέο Τοπικό Σχέδιο, το οποίο είχε τεθεί σε εφαρμογή στις 5.4.2007 και να απορριφθεί.  Αν εξεταζόταν σύμφωνα με τον πιο πάνω Κανονισμό, θα ίσχυε το παλαιό Τοπικό Σχέδιο και η αίτηση τους θα εγκρινόταν.

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι δεν υπήρξε παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας.  Αυτό γιατί η αίτησή τους δεν θα μπορούσε να εξεταστεί με το παλαιό Τοπικό Σχέδιο αλλά με το νέο,  αφού η αίτησή τους υποβλήθηκε στις 18.1.2007, ενώ στις 5.4.2007, δηλαδή πριν την παρέλευση 3 μηνών, δημοσιεύτηκε η Γνωστοποίηση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου και ως εκ τούτου η διοίκηση από τις 5.4.2007, ήταν υπόχρεη να εφαρμόσει το νέο νομικό καθεστώς όπως διαμορφώθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο και όχι αυτό που ίσχυε κατά την καταχώρηση της αίτησης.  Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η σχετική νομοθεσία προβλέπει ότι η εξέταση τέτοιων αιτήσεων θα μπορούσε, ανάλογα με τις συνθήκες, να γίνει σε διάστημα και πέραν των 3 μηνών.   Προς υποστήριξη των εισηγήσεων της, η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση, επικαλείται την πρωτόδικη απόφαση στην Λάμπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 33/09, ημερ. 23.7.2010, χωρίς όμως να προσδιορίζει με ποιο τρόπο αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Καθοριστικό στοιχείο είναι η ημερομηνία δημοσίευσης της εκπόνησης του Τοπικού Σχεδίου που ήταν η 5.4.2007.  Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Νόμου, ο Υπουργός Εσωτερικών είναι υπόχρεος να καταθέσει το Τοπικό Σχέδιο στα αρμόδια Τμήματα που ορίζει το εδάφιο (2) και να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες, Γνωστοποίηση στο κοινό για την εκπόνηση του Τοπικού Σχεδίου.  Το εδάφιο (4) του άρθρου 18, προνοεί ότι το Τοπικό Σχέδιο στο οποίο αφορά η Γνωστοποίηση, τίθεται σε ισχύ την ημέρα που η Γνωστοποίηση δημοσιεύτηκε.

 

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητριών ότι το νομικό καθεστώς δεν άλλαξε με τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης του Τοπικού Σχεδίου στις 5.4.2007, αλλά ότι άλλαξε μετά την εξέταση των ενστάσεων, την οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου και τη δημοσίευση του τον Μάιο του 2009.  Αν η εισήγηση γινόταν αποδεχτή, θα προσέκρουε τόσο στις πρόνοιες του άρθρου 18(4) του Νόμου, που προβλέπει ότι το Τοπικό Σχέδιο τίθεται σε άμεση ισχύ με τη δημοσίευσή του, όσο και στο άρθρο 18(9) το οποίο προβλέπει ότι μόνο οι τροποποιήσεις που γίνονται στο Τοπικό Σχέδιο τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία Γνωστοποίησης του οριστικού Σχεδίου, μετά την εξέταση των ενστάσεων.  Όμως οι υπόλοιπες πρόνοιες του Σχεδίου, όπως έχω ήδη υποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 18(4) τέθηκαν σε ισχύ από την ημερομηνία της αρχικής δημοσίευσης του Σχεδίου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Τοπικό Σχέδιο τέθηκε σε ισχύ στις 5.4.2007.  Συνεπώς, από τη στιγμή που η τρίμηνη περίοδος για εξέταση της αίτησης έληγε στις 18.4.2007, κατά την άποψή μου το νομικό καθεστώς στη βάση του οποίου θα έπρεπε να είχε κριθεί η αίτηση, ήταν αυτή που προβλεπόταν στη Γνωστοποίηση, δηλαδή το νέο Τοπικό Σχέδιο.  Καμιά πλάνη δεν διαπιστώνεται ως προς το νομικό καθεστώς με το οποίο εξετάστηκε η αίτηση.

 

Είναι γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση παρατηρήθηκε μεγάλη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της αίτησης.  Όμως το παράπονο των Αιτητριών όσο δικαιολογημένο και αν είναι, είναι αλυσιτελές.  Με βάση τον Κανονισμό 5(2) της ΚΔΠ 55/90, η Πολεοδομική Αρχή όφειλε να είχε απαντήσει στις Αιτήτριες «μέσα σε προθεσμία 3 μηνών από την ημερομηνία λήψεως της αίτησης ή μέσα σε μεγαλύτερη προθεσμία που θα συμφωνηθεί γραπτώς μεταξύ του αιτητή και της Πολεοδομικής Αρχής».  Το γεγονός ότι παρήλθαν 9 μήνες, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.  Κατ' αρχάς ο χρόνος που προβλέπεται στον Κανονισμό 5(2) δεν μπορεί να θεωρηθεί ανατρεπτικός.  Δεύτερον, ακόμα και αν δυνάμει του άρθρου 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), θεωρηθεί ότι ο χρόνος που παρήλθε δεν ήταν εύλογος και πάλιν οι Αιτήτριες δεν θα βοηθούνταν.  Το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου, δεν θα ήταν διαφορετικό, αφού από 5.4.2007 και προτού λήξει η τρίμηνη περίοδος, ίσχυε το Τοπικό Σχέδιο, όπως αυτό δημοσιεύτηκε.  Επομένως, με βάση το άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/99, δεν ήταν καθόλου δυνατό να εξεταστεί η αίτηση με βάση το καθεστώς που ίσχυε πριν τις 5.4.2007.  Παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε από τον Κραμβή, Δ. στην υπόθεση Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, από την οποία άντλησα βοήθεια.

 

Δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός των Αιτητριών ότι η Υπουργική Επιτροπή κατά την εξέταση της Ιεραρχικής Προσφυγής, όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη την εισήγηση της αρμόδιας τοπικής αρχής που σύστηνε την έγκριση της Ιεραρχικής Προσφυγής, αλλά ενήργησε περισσότερο ως δευτεροβάθμιο εφετείο.  Η υποχρέωση της Υπουργικής Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 31(2) του Νόμου, ήταν να επιληφθεί της Ιεραρχικής Προσφυγής ως εάν η αίτηση να είχε υποβληθεί στην ίδια την Επιτροπή από την αρχή και όχι να την εξετάσει ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο.  Στην προκειμένη περίπτωση, η Υπουργική Επιτροπή είχε ενώπιον της το υπηρεσιακό Σημείωμα στο οποίο, κατά την άποψή μου, περιέχονταν όλα τα αναγκαία πρωτογενή στοιχεία που θα την βοηθούσαν να εξετάσει την προσφυγή.  Στο Σημείωμα υπήρχε και το στοιχείο ότι ο Δήμος Παραλιμνίου ήταν υπέρ της έγκρισης της Ιεραρχικής Προσφυγής και όπως αναφέρει η ίδια η Επιτροπή στην απόφασή της, έλαβε υπόψη και αυτό το στοιχείο, όπως βέβαια και όλα τα άλλα που είχαν τεθεί ενώπιόν της.  Η απόφαση της Επιτροπής είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα όλων των αναγκαίων στοιχείων.  Η Επιτροπή, όπως επανειλημμένως έχει τονιστεί από τη νομολογία, δεν είναι απαραίτητο να διεξάγει τη δική της έρευνα, αλλά αρκεί να αναθέσει σε άλλο όργανο να διεξάγει έρευνα με σκοπό τη συλλογή όλων των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία θα τεθούν ενώπιον της για τη λήψη απόφασης.  Η Mayerspesth v. Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθ. Αρ. 1011/07, ημερ. 15.5.2008, στην οποία έκαμε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητριών, διαφοροποιείται.  Εκεί η Υπουργική Επιτροπή δεν εξέτασε συγκεκριμένο θέμα που έθεσε ο αιτητής, ενώ στην παρούσα περίπτωση δεν ισχύει κάτι τέτοιο.  Εδώ όμως η Επιτροπή, εξέτασε την ουσία της ένστασης των Αιτητριών που αφορούσε στο νομικό καθεστώς που έπρεπε να ληφθεί υπόψη

 

Παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος - Λόγος ακύρωσης 2

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης τίθεται διαζευκτικά, σε περίπτωση μη αποδοχής του πρώτου λόγου ακύρωσης.  Οι Αιτήτριες αναγνωρίζουν ότι τo δικαίωμα ιδιοκτησίας δυνάμει του Άρθρου 23 του Συντάγματος δεν είναι απόλυτο και ότι μπορούν να τεθούν αναγκαίοι περιορισμοί.  Όμως θεωρούν ότι οι περιορισμοί δεν είναι δυνατό να είναι τέτοιοι που στην ουσία να εξουδετερώνουν το ίδιο το δικαίωμα.  Ο δικηγόρος τους έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 85.

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Όπως αναγνωρίστηκε από τη νομολογία, οι περιοριστικοί όροι για χρήση της ιδιοκτησίας ή για ανάπτυξη ενός ακινήτου, συνιστούν απλό περιορισμό και όχι στέρηση της ιδιοκτησίας, αφού αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος.  Όπως τονίστηκε στη Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου, ανωτέρω «η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικότερα δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.  Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους».

 

Κατά πόσο πάσχει η διαδικασία εξέτασης της Ιεραρχικής Προσφυγής - Λόγος ακύρωσης 3

Οι Αιτήτριες προβάλλουν ότι η διαδικασία εξέτασης της Ιεραρχικής Προσφυγής ήταν παράνομη, γιατί το Υπουργείο Εσωτερικών αναρμόδια και χωρίς εξουσιοδότηση αναμείχθηκε στην εξέτασή της, αφού η εξουσία ανήκει μόνο στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή.

 

Ο λόγος ακύρωσης κατά την άποψή μου δεν ευσταθεί.  Το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 31(2) του Νόμου είναι το αρμόδιο όργανο να εξετάζει Ιεραρχικές Προσφυγές.  Όμως δόθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο η εξουσία να εκχωρεί τις αρμοδιότητές του.  Ο Καν. 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1999,  (Κ.Δ.Π. 55/90), προνοεί ότι:-

«7(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμα τους, πριν εκδώσει την απόφαση του για την προσφυγή».

 

Η πρόνοια του πιο πάνω Κανονισμού εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων, στις οποίες παρόμοιο επιχείρημα όπως αυτό που προβάλλουν εδώ οι Αιτήτριες, απορρίφθηκε.  Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Χριστοδούλου κ.α. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810, το οποίο ομιλεί από μόνο του για τα όσα αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια:-

«Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε τις παραπάνω και άλλες όμοιες αιτιάσεις. Στηρίχθηκε γι' αυτό και στην απόφαση του Καλλή, Δ. στην υπόθεση αρ. 683/97, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6/7/98, την οποία ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι κακώς ακολούθησε. Όμως η Ολομέλεια με την απόφασή της στην Α.Ε. 2687, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, επικύρωσε την απόφαση. Ας σημειωθεί ότι η εισήγηση ήταν ταυτόσημη:-

 

(ο συνήγορος του εφεσείοντα) "Εισηγήθηκε πως το Υπουργείο Εσωτερικών και οι υπ' αυτό αρμόδιες υπηρεσίες παρανόμως, γιατί δεν τους ζητήθηκε κάτι τέτοιο, έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή τα διάφορα στοιχεία και τις δικές τους απόψεις που αφορούν στην υπόθεση. Ο δικηγόρος διατείνεται πως το Υπουργείο Εσωτερικών ήταν εμπλεκόμενο ως "αντίδικος" στην υπόθεση και επομένως δεν είχε δικαίωμα, χωρίς να του ζητηθεί από την Υπουργική Επιτροπή, να θέσει ενώπιον της τα πιο πάνω στοιχεία, και μάλιστα να εισηγείται απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.".

 

Η Ολομέλεια την απέρριψε παρατηρώντας ότι:-

 

"Κρίνουμε ολωσδιόλου αβάσιμη την εισήγηση. Αντίθετα με αυτή, έχουμε τη γνώμη πως ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών, γιατί καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση.".

 

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: "Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει" εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία παραπέμπει ο πρωτόδικος δικαστής, έχει λεχθεί ότι:-

 

"Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.".»

 

Παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης - Λόγος ακύρωσης 4

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί, αφού το δικαίωμα αυτό το έχει ο διοικούμενος είτε στην περίπτωση που η σχετική νομοθεσία το προβλέπει ρητά, είτε όταν πρόκειται να ληφθεί ένα επαχθές μέτρο εναντίον του. Στην παρούσα περίπτωση ούτε ο Νόμος το προβλέπει, αλλά ούτε λήφθηκε εναντίον των Αιτητριών ένα επαχθές μέτρο. Η χορήγηση πολεοδομικής άδειας δεν είναι κεκτημένο δικαίωμα αλλά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.  Περαιτέρω ο Κανονισμός 7(4) των πιο πάνω Κανονισμών όπως τονίστηκε από την Ολομέλεια στη Νεοφύτου κ.α. ν. Δημοκρατία, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 776/00 και 777/00, ημερ. 6.2.2002, δίδει στο Υπουργικό Συμβούλιο τη διακριτική εξουσία να ακούσει, αν κρίνει σκόπιμο, τον προσφεύγοντα.  Αν πάση περιπτώσει, οι Αιτήτριες, μέσω της Ιεραρχικής Προσφυγής, είχαν τη δυνατότητα και με επιστολή του δικηγόρου τους έθεσαν τις θέσεις τους γραπτώς και στη συνέχεια η Υπουργική Επιτροπή όπως προβλέπει ο Καν. 7(5) των Κανονισμών, τις εξέτασε (βλ. επίσης Πίκολου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 878/07, ημερ. 8.8.2008).

 

Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης - Λόγος ακύρωσης 5

Οι Αιτήτριες προβάλλουν ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού σε γειτονικό τεμάχιο δόθηκε πολεοδομική άδεια.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο, αφού ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε με την Ιεραρχική Προσφυγή και προβάλλεται για πρώτη φορά στην παρούσα διαδικασία. Αυτό δεν επιτρέπεται αφού η παρούσα διαδικασία αποτελεί συνέχεια της Ιεραρχικής Προσφυγής και έτσι δεν μπορούν, να προβληθούν λόγοι ακύρωσης που δεν προβλήθηκαν στην προηγούμενη διαδικασία ή δεν είναι απόρροια της ίδιας της διαδικασίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο