ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1571/2008)
7 Απριλίου, 2011
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 25, 26, 28, 29 και 35 του Συντάγματος
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
Αιτητής,
-και -
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Μ.Θεριστή (κα.), για τον Αιτητή.
Κ.Στιβαρού (κα.) για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία επαναπροήγαγαν το ενδιαφερόμενο μέρος, κατόπιν επανεξέτασης, στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Σταθμού Β΄ (Μηχανολογική Συντήρηση) είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Η εν λόγω απόφαση ήταν το αποτέλεσμα διαδοχικών επανεξετάσεων κατόπιν ισάριθμων ακυρωτικών αποφάσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως ακολούθως:
Ο αιτητής βρίσκεται στην υπηρεσία των καθ΄ων η αίτηση από την 1η Μαρτίου 1971. Στις 4 Γενάρη 2002 οι καθ΄ων η αίτηση κυκλοφόρησαν γνωστοποίηση κενών θέσεων, μεταξύ των οποίων και μια θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Σταθμού Β΄(Μηχανολογική Συντήρηση), Κλίμακα Α10, στον Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό Δεκέλειας (η «θέση»). Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν υποβάλει αίτηση. Οι καθ΄ων η αίτηση στις 24 Ιουλίου 2002 προήγαγαν ένα τρίτο πρόσωπο στην επίδικη θέση. Το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρησε προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόφασης και στις 16 Νοέμβριου 2004 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση κρίνοντας το σχέδιο υπηρεσίας ultra vires, καθόσον παραβίαζε την αρχή της ισότητας (Υποθ.αριθμ. 888/02 Παφίτη ν. ΑΗΚ, ημερ. 16 Νοεμβρίου 2004).
Οι καθ΄ων η αίτηση σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση επαναπροκύρηξαν στις 20 Απριλίου 2005 τη θέση με νέο Σχέδιο Υπηρεσίας. Σε συνεδρία τους ημερ. 20 Οκτωβρίου 2005 αποφάσισαν να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Σταθμού Β΄. Ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή και η απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 14 Γενάρη 2008, λόγω έλλειψης αιτιολογίας (Υπ. Αριθ. 12/2006 Φραντζής ν. ΑΗΚ, ημερ. 14 Γενάρη 2008).
Στη συνέχεια οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν σε επανεξέταση της υπόθεσης και αποφάσισαν να προάξουν και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος. Η τελευταία αυτή απόφαση ημερ. 22 Ιουλίου, 2008, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης.
Ο αιτητής προβάλλει ως πρώτο λόγο ακυρώσεως την έλλειψη δέουσας έρευνας. Ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να ερευνήσουν κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τα προσόντα που προβλέπονταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας και κατ΄έπεκταση εσφαλμένα έκριναν ότι ήταν προσοντούχος για τη θέση. Ο αιτητής αναφέρει ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν εξέτασαν εάν το ενδιαφερόμενο μέρος είχε γνώση της Αγγλικής Τεχνικής ορολογίας, óπως αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Η σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει ως απαιτούμενα προσόντα:
«πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και ιδίως της τεχνικής ορολογίας που σχετίζεται με τις δραστηριότητες του κλάδου του»
Υπάρχει σχετική σημείωση ότι:
«Υπάλληλοι που βρίσκονταν στην υπηρεσία της Αρχής κατά την 25.6.2002 και πληρούν όλα τα απαιτούμενα για προαγωγή προσόντα εκτός της πρόνοιας για πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, θα είναι δικαιούχοι κρίσης για προαγωγή»
Οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν ότι ο αιτητής κωλύεται, λόγω δεδικασμένου, να προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό εφόσον δεν το είχε εγείρει στην προσφυγή αρ. 12/2006.
Αντιθέτως, ο αιτητής προβάλλει ότι είχε προβληθεί, ως λόγος ακυρώσεως στην προσφυγή αρ. 12/2006, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, παραθέτοντας τους σχετικούς λόγους, όπως είχαν προβληθεί στην εν λόγω προσφυγή.
Από όσα αναφέρει ο αιτητής στην αγόρευση του, και δεν αμφισβητηθήκαν από τους καθ΄ων η αίτηση στις διευκρινíσεις, τέτοιος λόγος ακυρώσεως είχε προβληθεί με την προσφυγή αρ. 12/2006 αλλά δεν είχε εξεταστεί από το Δικαστήριο. Έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ότι επιτυχών διάδικος, μπορεί να ασκήσει έφεση, για να αποφασιστούν θέματα τα οποία προσέβαλε με την προσφυγή του, αλλά δεν είχαν αποφασιστεί. Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008)3 ΑΑΔ 82 αναφέρεται ότι:
«μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτóδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του εφεσείοντα."
Εφόσον ο αιτητής δεν άσκησε έφεση προκειμένου να εξεταστεί το θέμα δεν μπορεί να επανέρχεται και να εγείρει το θέμα με την παρούσα προσφυγή. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση, διενεργείται πάντοτε με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Ακόμα και αν κάποια θέματα είχαν τεθεί σε προηγούμενη διαδικασία και δεν εξετάστηκαν, δεν μπορούν να επαναληφθούν σε νέα διαδικασία ελέγχου διοικητικής πράξης που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση (υπόθεση αρ. 2137/06 Ορφανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ 22.12.2008, υπόθεση αρ. 687/08 Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, 13.8.2010).
Όπως αναφέρεται στην Ναζίρης ν. ΡΙΚ ( 2007) 3 ΑΑΔ 38 , δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Επομένως οι λόγοι ακυρώσεως επί του θέματος αυτού δεν μπορούν να εξεταστούν.
Ο αιτητής προσβάλλει τη σύσταση του Διευθυντή και τη σύσταση της Συμβουλευτική Υπεπιτροπής, η οποία υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή. Ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή και η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής διαστρεβλώνουν την υπηρεσιακή του εικόνα. Εσφαλμένα συνέχισε, έκριναν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει πείρα στο τμήμα Μηχανολογικής Συντήρησης του Σταθμού, υποβάθμισαν την αρχαιότητα του, και λανθασμένα αναφέρονται σε υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2) του περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμού του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), οι προαγωγές αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας, της αρχαιότητας, της ικανότητας, των προσόντων σε συσχετισμό με το ισχύον, για τη θέση, σχέδιο υπηρεσίας και της επίδοσης.
Δεν θεωρώ ότι η σύσταση του Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής πάσχει καθ΄οιονδήποτε τρόπο. Ο Διευθυντής και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή σύστησαν για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, μεταξύ άλλων λόγων, γιατί υπερείχε σε αξία, είχε καλύτερη σύσταση από τον άμεσα προϊστάμενο του. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε βαθμολογημένη αξία για τα έτη 1994-2000. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε 26Α,35Β+, 5Β ενώ ο αιτητής είχε 19Α, 46Β+, 1Β. Ο άμεσα προϊστάμενος του αιτητή έκρινε την απόδοση του ως πολύ ικανοποιητική ενώ ο άμεσα προϊστάμενος του ενδιαφερόμενου μέρους έκρινε ότι η απόδοση του ήταν εξαιρετική.
Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι ο διευθυντής εσφαλμένα έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε στην επίδοση.
Η επίδοση και απόδοση αναφέρονται βασικά στην ποιότητα και ποσότητα εργασίας. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι μπορούν να αποτιμηθούν και με το κριτήριο "ζήλο για εργασία" ενώ η απόδοση πέραν τούτου και με τα κριτήρια "αξιοπιστία" και "πρωτοβουλία".
Εξετάζοντας τις αξιολογήσεις για τα έτη 1994-2000, όλων των πιο πάνω αναφερόμενων επιμέρους κριτηρίων, στα Φύλλα Αξιολόγησης των Εμπιστευτικών Εκθέσεων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου, παρατηρώ ότι οι αξιολογήσεις είναι καλύτερες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Πρόκειται για διαφορά η οποία δίνει στο Ε.Μ. σημαντικό προβάδισμα και συνεπώς δεν μπορεί να αγνοηθεί. Σημασία έχει η γενική βαθμολογία και όχι η επιμέρους. (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ 756, Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α. (2003) 3 ΑΑΔ 221, Αντ. Βασιλειάδη κ.ά. ν. Μ.Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 ΑΑΔ 403).
Ο αιτητής προβάλλει ότι η απόφαση πάσχει καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι βαθμολογίες για το 2001. Οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρουν ότι κατά το χρόνο δημοσίευσης της θέσης δεν είχαν ολοκληρωθεί οι αξιολογήσεις και επομένως ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη.
Ο αιτητής περαιτέρω ισχυρίζεται ότι υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Αναφορικά με την αρχαιότητα ο Διευθυντής, εφόσον θεώρησε ότι και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος έτυχαν προαγωγής σε ομόβαθμες θέσεις, στην ίδια ημερομηνία, προχώρησε και εξέτασε την ημερομηνία προαγωγής στην προ - προηγούμενη θέση, στην οποία διαπίστωσε ότι υπερείχε ο αιτητής.
Ο αιτητής παραπονείται ότι εσφαλμένα ο Διευθυντής έκρινε ότι είχαν προαχθεί σε ομόβαθμες θέσεις. Αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί, εφόσον, ήταν μεν διαφορετικές θέσεις, αλλά ήσαν και οι δυο στην κλίμακα Α9, επομένως ορθά ο Διευθυντής έκρινε ότι αφορούσαν ομόβαθμες θέσεις. Τα όσα αναφέρει ο αιτητής βασιζόμενος στο δακτυλογραφικό λάθος στη σύσταση ως προς την ημερομηνία κατά την οποία κατείχαν και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος τη θέση των Ανώτερου Τεχνικού Εργαστηριακού σταθμού δεν ευσταθούν καθόσον είναι φανερό ότι η ημερομηνία που αναφέρεται είναι η 1η Ιουλίου 1997. και όχι η 1η Ιουλίου 1972. Εν πάση περιπτώσει είχε διαπιστωθεί ότι ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα.
Όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία η αρχαιότητα δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα (Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 123/2007, ημερ. 8 Ιουλίου 2010). Η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι (Δημοκρατία ν. Φ. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756).
Σε συσχετισμό με τον ισχυρισμό του περί αρχαιότητας, ο αιτητής προβάλλει ότι υπερτερεί σε πείρα. Η αρχαιότητα στην προ-προηγούμενη θέση που ανάγεται σε περίπου 16 μήνες δεν θεωρώ ότι προσδίδει τέτοια πείρα στον αιτητή η οποία να υπερσκελίζει την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία.
Ο αιτητής προβάλλει ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει καθότι εσφαλμένα έκρινε ότι είχαν και οι δυο ευρύτατη πείρα στο τμήμα Μηχανολογικής Συντήρησης του σταθμού. Ο αιτητής υπηρετούσε στο Τμήμα Μηχανολογικής Συντήρησης του Σταθμού, το δε ενδιαφερόμενο μέρος στο εργαστήριο του Τμήματος Μηχανολογικής Συντήρησης. Το εργαστήριο αποτελεί μέρος του Τμήματος Μηχανολογικής συντήρησης και επομένως το ενδιαφερόμενο μέρος ορθά θεωρήθηκε ότι είχε πείρα στο τμήμα.
Κατ΄έπεκταση η απόφαση της Συμβουλευτικής Υποεπιτροπής η οποία έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή είναι ορθή. Ο λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Ο αιτητής προβάλλει ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε έρευνα ως προς τα πρόσθετα προσόντα του. Στο πρακτικό ημερ. 20 Ιουνίου 2008 της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και από το πρακτικό ημερ.22 Ιουλίου 2008 του Διοικητικού Συμβούλιου των καθ΄ων η αίτηση γίνεται αναφορά στα πρόσθετα προσόντα του αιτητή. Επομένως οι καθ΄ων είχαν υπόψη τους τα προσόντα του, όταν ελάμβαναν την απόφαση τους για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ο αιτητής τέλος προβάλλει ως λόγο ακυρώσεως ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση υιοθέτησαν «παθητικά» τη σύσταση του Διευθυντή, χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα και επομένως τελούσαν υπό πλάνη περί τα πράγματα καθώς και ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο προέβηκαν σε έρευνα και μελέτη των φακέλων των υποψηφίων. Δεν περιόρισαν την έρευνα τους στα στοιχεία και στις πληροφορίες που ο Διευθυντής έθεσε ενώπιον τους, στα πλαίσια των συστάσεων του, και αιτιολόγησαν επαρκώς τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή. Εξέτασαν όλα τα στοιχεία τα οποία ήσαν ενώπιον τους και προέβηκαν σε σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να υποβληθούν για έγκριση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.