ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1531/2009)

 

29 Απριλίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Π.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ   -

 

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΙΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ,

2.    ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για τους Αιτητές.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.

Δ. Στεφανίδης για Ιεροθέου & Καμπέρη,  

για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών προκήρυξε με ανοικτή δημοσίευση στις 16.2.09, προσφορά για την προμήθεια ετοίμων στολών εκστρατείας για το Στρατό, την Αεροπορία, τη Στρατονομια, την Αστυνομία και το Τελωνείο.  Η υποβολή των προσφορών ορίστηκε να λήγει στις 24.4.09 και ώρα 9.00 π.μ.  Κριτήριο για την ανάθεση της προσφοράς σε προσφοροδότες ήταν η χαμηλότερη τιμή.

 

        Οι αιτητές υπέβαλαν προσφορά για την κατηγορία 1 (είδη 1-8) των υπό προμήθεια προϊόντων, τα οποία και ήταν διακριτά από τις κατηγορίες 2 και 3 (είδη 9-20 και είδη 21-26), πετυχαίνοντας την κατακύρωση σ΄ αυτούς μετά την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, τις εισηγήσεις της οποίας υιοθέτησε μετά από εξέταση, το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Οικονομικών.  Αφού η απόφαση γνωστοποιήθηκε σε όλους τους οικονομικούς φορείς που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό, ο αποτυχών οικονομικός φορέας Spiel Clothing Manufacturing Ltd ενημέρωσε εγγράφως την αναθέτουσα αρχή για την πρόθεση του να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή καθ΄ ότι η κατακύρωση της προσφοράς στους αιτητές βασίστηκε, κατά την άποψη του, σε λανθασμένη ερμηνεία και πρακτική εφαρμογή των προνοιών του όρου 10.4(4) των εγγράφων διαγωνισμού.  Το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών, θεώρησε βάσιμες τις αιτιάσεις της Spiel και παρέπεμψε το θέμα στο Συμβούλιο Προσφορών, το οποίο, αφού εξέτασε το ζήτημα στη συνεδρία του ημερ. 12.6.09, αποφάσισε να επιμείνει στην αρχική του απόφαση.

 

        Το αποτέλεσμα ήταν η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών με την ταυτόχρονη λήψη προσωρινού μέτρου, που  ίσχυσε μέχρι την τελική απόφαση που εκδόθηκε στις 9.10.09, μετά από εξέταση της προσφυγής στις 3.9.09.  Με την απόφαση της η Αναθεωρητική Αρχή έκρινε παράνομη την απόφαση της αναθέτουσας αρχής, ενόψει της μη ορθής ερμηνείας του σχετικού όρου του διαγωνισμού.  Η απόφαση τέθηκε στη συνέχεια ενώπιον του Συμβουλίου Προσφορών προς λήψη νέας απόφασης, το οποίο στις 16.10.09, υιοθέτησε την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, ως ήταν υπόχρεο κατακυρώνοντας τα είδη 1-8, στη Spiel, το δε Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών ενημέρωσε όλους τους οικονομικούς φορείς, μεταξύ των οποίων, και τους αιτητές.

 

        Οι αιτητές προσβάλλουν τη νέα αυτή απόφαση με την οποία ανακλήθηκε η κατακύρωση σ΄ αυτούς της προσφοράς, η οποία ανατέθηκε στη Spiel.  Θεωρούν άκυρη την απόφαση τόσο του Συμβουλίου Προσφορών, όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής.  Δύο είναι τα σημεία στα οποία προωθήθηκε η προσφυγή.  Το ένα, ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν εν πάση περιπτώσει άκυρη διότι η απόφαση της εκδόθηκε τρεις και πλέον μήνες μετά την καταχώρηση και εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής κατά παράβαση του άρθρου 56(12) του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου αρ. 101(Ι)/03, που προνοεί για την ολοκλήρωση της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής το ταχύτερο δυνατό, με την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής να «εκδίδεται το αργότερο σε τριάντα ημέρες από την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής», αποσύρθηκε στο στάδιο της απαντητικής αγόρευσης των αιτητών υπό το φως της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd κ.ά., Α.Ε. αρ. 67/08, 68/08 και 70/09 ημερ. 10.1.11.

 

        Το έτερο σημείο έχει σχέση με την ορθή ερμηνεία του όρου 10.4(4), ο οποίος έχει ως εξής:

 

            «10.4(4):  Σε περίπτωση που οι τιμές της Προσφοράς δίδονται σε ξένο νόμισμα, για σκοπούς αξιολόγησης και σύγκρισης τιμών, αυτές θα μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης του ξένου συναλλάγματος που δίνεται από την Κεντρική Τράπεζα κατά την τελευταία ημερομηνία υποβολής  των Προσφορών.  Όταν η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών είναι τραπεζική αργία, θα λαμβάνεται υπόψη η τιμή συναλλάγματος της αμέσως προηγούμενης ημέρας.»

 

Η διαφορά που προέκυψε οφείλεται στο γεγονός ότι  οι αιτητές υπέβαλαν την προσφορά τους σε δολάρια  και η Spiel σε ευρώ.  Αναλόγως του τρόπου υπολογισμού της ισοτιμίας, άλλαζε και η κατάταξη αναφορικά με τη χαμηλότερη προσφορά, που ήταν, ως ελέχθη, το μοναδικό κριτήριο για την επιτυχία της.  Χωρίς να ενδιαφέρουν για σκοπούς της απόφασης τα επακριβή ποσά, αποτελεί κοινό τόπο ότι εάν ο υπολογισμός γινόταν με βάση την ισχύουσα ισοτιμία της 24.4.09, τελευταίας ημερομηνίας που ήταν αποδεκτή η υποβολή προσφοράς, τότε φθηνότερη ήταν η προσφορά των αιτητών, αν όμως υπολογιζόταν με βάση τη ισοτιμία της 23.4.09, χαμηλότερη ήταν η προσφορά της Spiel, κατά €8.697.41.  Αυτό στη βάση του ότι εάν η ερμηνεία του επίμαχου όρου αφορούσε την ημερομηνία της 24.4.09, τότε η ισοτιμία που λαμβανόταν υπόψη ήταν η διαθέσιμη στις 14:25 ώρα της ίδιας ημέρας ισοτιμία όπως ανακοινώνεται από την Κεντρική Τράπεζα.  Αν όμως λαμβανόταν υπόψη και η ώρα δηλαδή η 9.00 π.μ., τότε στη βάση μιας άλλης ερμηνείας, η λαμβανόμενη ισοτιμία θα έπρεπε να ήταν η ανακοινωθείσα στις 14:15 ώρα της προηγούμενης μέρας 23.4.09.

 

Αυτή την τελευταία ερμηνεία έδωσε η Αναθεωρητική  Αρχή με την απόφαση της, ακυρώνοντας την ανάθεση της προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή στους αιτητές.  Η συλλογιστική παραπέμπει στον ορισμό της λέξης «ημερομηνία» όπως απαντάται στον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, την οποία όμως δεν ακολούθησε θεωρώντας  ότι  ο   προσδιορισμός  της  ημερομηνίας με μόνο την ημέρα και μήνα, συγκρουόταν με  την προκήρυξη του διαγωνισμού  κατά  τη   συγκεκριμενοποίηση  της  ώρας στις 9.00 π.μ.  Επομένως, ο όρος 10.4(4) προσθέτει και ώρα στην «Παρασκευή 24 Απριλίου, 2009», ως τελευταία μέρα υποβολής της προσφοράς, κριτήριο που δεν εμπίπτει στην απλή, γραμματική ερμηνεία της λέξης «ημερομηνία».  Το σκεπτικό της Αναθεωρητικής Αρχής προχώρησε με τη θεώρηση ότι η λέξη «δίνεται» στον ίδιο όρο:

 

«υποδηλώνει τη μεταφορά πληροφορίας ήδη υπάρχουσας που πραγματώνεται σε μια διάρκεια με αναφορά τόσο στο χρόνο του ως  άνω ρήματος όσο και στη λέξη "κατά" που ακολουθεί αυτό.  Είναι γνωστό τοις πάση ότι οι τράπεζες για το κοινό κλείνουν τις 13.30 μ.μ.  Ο αποδέκτης του "δίνεται" δεν μπορεί παρά να είναι το κοινό.  Η ισοτιμία 1, 3050 που δόθηκε στις           14:15 μ.μ. στις 23 Απριλίου, 2009, δεν εφαρμόστηκε την ίδια ημέρα, αλλά δόθηκε για να εφαρμοστεί ως ισοτιμία εκκίνησης την επόμενη εργάσιμη ημέρα δηλαδή την 24.4.09.  Η φράση του όρου "κατά την τελευταία ημερομηνία υποβολής των Προσφορών" αναφέρεται στη διάρκεια της ημέρας (κατά) και όχι στη λήξη της ημέρας. Μια ερμηνεία που περιορίζει το χρόνο στις 14:15 μ.μ. δεν αφήνει χρόνο για να δοθεί η πληροφορία.»

 

Η Αναθεωρητική Αρχή πρόσθεσε, επί λέξει, σε σχέση με την επιφύλαξη αναφορικά με την περίπτωση τραπεζικής αργίας:

 

«Η επιφύλαξη τέλος του σχετικού όρου για την περίπτωση τραπεζικής αργίας συνάσσει ευθέως το σκοπό της θέσπισης του σχετικού όρου όπως η ισοτιμία να είναι στοιχείο εκ των προτέρων της εκπνοής της ημερομηνίας υποβολής των προσφορών γνώσης.  Σε μια τέτοια περίπτωση οι προσφορές θα ανοίγοντο μετά την αργία, ημέρα κατά την οποία θα ήτο γνωστό ποια ήταν η ισοτιμία της αργίας.  Και όμως δεν χρησιμοποιείται με βάση το σχετικό όρο, καίτοι ισχύει για όλους και δεν τίθεται θέμα ισότητας και προκρίνεται η ημερομηνία  που θα εδίδετο κατά τις εργάσιμες ώρες της προηγούμενης της αργίας ημέρας, η ισοτιμία δηλαδή που θα μπορούσε να γνωρίζει ο προσφοροδότης το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής της προσφοράς του.»

 

Οι αιτητές θεωρούν την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ως λανθασμένη στηριζόμενη σε ερμηνεία του σχετικού όρου έξω από τη λογική και καθαρή πρόνοια του όρου 10.4(4), που προβλέπει τον υπολογισμό της ισοτιμίας με βάση την τιμή πώλησης που δίδεται από την Κεντρική Τράπεζα κατά την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών.  Η υποβολή αυτών μέχρι τις 9.00 π.μ. δεν επηρεάζει τη γραμματική και φυσική ερμηνεία του όρου και επομένως θα πρέπει να λογισθεί ως ορθή ισοτιμία, εκείνη που δόθηκε στις 24.4.09 από την Κεντρική Τράπεζα, αδιάφορο αν αυτή η ισοτιμία δόθηκε στις 14:15.  Αντίθετη ερμηνεία, όπως αποφάσισε η Αναθεωρητική Αρχή, καθιστά την επιφύλαξη άνευ νοήματος.  Η επιφύλαξη προφανώς τέθηκε προς άρση αμφιβολιών ως προς την ισοτιμία που θα λαμβανόταν υπόψη, ημερολογιακά, σε περίπτωση τραπεζικής αργίας.  Η δε λέξη «ημερομηνία» πρέπει να διαβαστεί στη φυσιολογική ερμηνεία της που δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη ώρα.  Ούτε η θέση της Αναθεωρητικής Αρχής ότι σε περίπτωση τραπεζικής αργίας οι προσφορές θα ανοίγονταν την επόμενη ημέρα έχει έρεισμα στο συγκεκριμένο όρο του διαγωνισμού ή σε οποιοδήποτε άλλο.

 

Το Συμβούλιο Προσφορών υποστηρίζει με την ένσταση του την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, παρόλο που η δική του θέση, πριν την ανατροπή της, ήταν διάφορη.  Εισηγείται ότι ορθά ερμηνεύτηκε ο όρος 10.4(4), διότι η ισοτιμία που δίδεται την προηγούμενη ημέρα, δηλαδή εδώ στις 23.4.09 και ώρα 14:15, ισχύει και για τους σκοπούς της επόμενης ημέρας στις 24.4.09, που ήταν και η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών.  Με τον ίδιο τρόπο η ισοτιμία που ανακοινώθηκε στις 24.4.09 ώρα 14:15, αφορούσε την επόμενη ημέρα 25.4.09 και εφόσον η υποβολή των προσφορών έληγε στις 9.00 π.μ. δεν ήταν δυνατό να ισχύει και να ληφθεί υπόψη η ισοτιμία που δόθηκε στις 14:15 της ίδιας ημέρας.  Η ορθή αυτή ερμηνεία, κατά τη θέση του Συμβουλίου Προσφορών, συνάγεται και από τις  διατάξεις των Κανονισμών 31(1), 4 και 33(1) της Κ.Δ.Π. 201/2007, που προβλέπουν ότι αμέσως με τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, αυτές ανοίγονται και ανακοινώνεται η κατάταξη των υποψηφίων αναφορικά με το οικονομικό στοιχείο εκάστης. 

 

Οι ίδιοι ισχυρισμοί προβάλλονται και από την Αναθεωρητική Αρχή στη δική της αγόρευση, θεωρώντας ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης αν αυτή είναι εύλογη, με σκοπό να την υποκαταστήσει, προσθέτοντας, υπό τύπο προδικαστικής ένστασης, ότι τα νομικά σημεία που θέτουν οι αιτητές στην προσφυγή τους, δεν αιτιολογούνται καθόλου ή επαρκώς κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο ζήτημα, κρίνεται ότι η προδικαστική αυτή ένσταση είναι άνευ ουσίας.  Πράγματι ο       Καν. 7 ανωτέρω  επιβάλλει  τη  με σαφήνεια έκθεση των νομικών σημείων  στα   οποία  βασίζεται   με    ταυτόχρονη πλήρη αιτιολόγηση.  Έτσι, όπως λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Σταύρος Ζαχαρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 91/08, ημερ. 12.4.2011, «Σύμφωνα με την πάγια   νομολογία   του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την    απαραίτητη  σαφήνεια στο δικόγραφο της   προσφυγής,    παραμένουν αναιτιολόγητα και    ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης.»  (δέστε και Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου  (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ,. 655).  Παρατηρείται, όμως, ότι στις παρ. 1-6 των νομικών σημείων, βάλλεται η κρίση τόσο της Αναθεωρητικής Αρχής, όσο και του Συμβουλίου Προσφορών, ως στηριχθείσα σε  λανθασμένη ερμηνεία του όρου 10.4(4), παραβιάζουσα τις πρόνοιες των εγγράφων του διαγωνισμού.  Εγείρεται επομένως ευθέως το νομικό ζήτημα (λανθασμένη ερμηνεία και παράβαση των όρων του διαγωνισμού) και εξειδικεύεται και ο συγκεκριμένος όρος που θεωρείται ότι παραβιάστηκε.  Θα μπορούσε ενδεχομένως να επεκτείνετο η αιτιολόγηση, αλλά τα όσα καταγράφηκαν δεν ήταν ασαφή ή αόριστα σε βαθμό που δεν έδιναν τη δυνατότητα καθορισμού των επιδίκων θεμάτων και τη διεξαγωγή της διοικητικής δίκης. (Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709).

 

Επί της ουσίας, εκείνο που προτείνεται από τους καθ΄ ων και ιδιαιτέρως από την Αναθεωρητική Αρχής είναι ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου.  Αυτό είναι ορθό, αλλά η κρίση αυτή ελέγχεται ως προς τη νομιμότητα της, που περιλαμβάνει το εύλογο επί ερμηνείας όρου του διαγωνισμού.  Οι αιτητές έχουν βεβαίως έννομο συμφέρον να προσφύγουν εναντίον του μεταγενέστερου αποκλεισμού τους μετά την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και της ανάκλησης από το Συμβούλιο Προσφορών, εφόσον η τελευταία αποτελεί χωριστή πράξη υποκείμενη αυτοτελώς σε προσφυγή, όπως άλλωστε ρητά αναγνωρίζεται και στην προτελευταία παράγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 21.10.09, Τεκμ. 15 στην ένσταση.

 

Η Αναθεωρητική Αρχή έχει μόνο τη δυνατότητα ή εξουσία επικύρωσωςη ή ακύρωσης της απόφασης για ανάθεση του έργου, χωρίς να έχει αρμοδιότητα ανάκλησης, αρμοδιότητα που παραμένει με το Συμβούλιο Προσφορών.  (Podium Engineering Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 430).  Οι σχετικοί όροι του διαγωνισμού μπορεί να ταξινομηθούν είτε ως ουσιώδεις, είτε ως επουσιώδεις.  Εάν είναι ουσιώδεις, εφαρμόζονται αυστηρά ως θέμα δημόσιας τάξης (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).  Εφόσον η Αναθεωρητική  Αρχή στη σελ. 10 της απόφασης της θεώρησε τον όρο 10.4.(4), ως όρο «προφανώς ουσιώδους του Διαγωνισμού ικανού να επηρεάσει το αποτέλεσμα της κατακύρωσης ..», οι αιτητές έχουν  κάθε λόγο να αμφισβητήσουν την δοθείσα ερμηνεία εφόσον με αυτή ανακλήθηκε η προς αυτούς κατακύρωση της προσφοράς.  Όντως, ο όρος είναι ουσιώδης, η κρίση δε αυτή εν καταλήξει ανήκει στο Δικαστήριο (Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389 και Tamasos Tobacco Suppliers and Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60).  Εφόσον η τήρηση του όρου και η ερμηνεία του έγειρε την πλάστιγγα προς την πλευρά της Spiel, αντί των αιτητών, η σημασία του είναι αυταπόδεικτη στην απόφαση κατακύρωσης της προσφοράς.  (Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης και Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137, Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535 και Vouniotis & Sons v. Repubíc (1985) 3 C.L.R. 2355).

Κρίνεται ότι η ερμηνεία που δόθηκε στον όρο  10.4(4), από την Αναθεωρητική Αρχή ήταν εκτός του μέτρου της λογικής και ενάντια στις καθιερωμένες ερμηνευτικές αρχές. Ο βασικός κανόνας ερμηνείας είναι η απόδοση στο κείμενο και τις χρησιμοποιούμενες λέξεις της φυσικής, γραμματικής ερμηνείας τους.  Όταν μια τέτοια ερμηνεία επιτρέπει την απόδοση στο κείμενο μιας καθόλα εύλογης κατάληξης, τότε δεν αναζητείται η χρήση άλλων ερμηνευτικών κανόνων.  (Cross: Statutory Interpretation σελ. 14-15 και 28-80, Mitchell v. Torrup (1766) Park 227, Becke v . Smith (1836) 6 H.L. Cas 61, Pinner v. Everett  (1969) 3 All 257 και Jones v. D.P.P. (1962) AC 635).  Η γραμματική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούνται και η ταυτόχρονη απόδοση σ΄ αυτές τέτοιας λογικής ερμηνείας που να οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού αποτελεί οδηγό (Memrb International Ltd v. Τουμάζου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1242).  Κριτήριο στην ερμηνεία είναι η απόδοση στο κείμενο της έννοιας που αυτό μεταφέρει στο μέσο λογικό άνθρωπο (Θεολόγου ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407 και Μιχαήλ ν. Alpha Bank Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 941).  Η ερμηνεία του όρου του διαγωνισμού ελέγχεται επομένως σε συνάρτηση με την από τον προσφοροδότη ικανοποίηση του κατά την υποβολή της προσφοράς του (Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Secure Trading Ltd (2002) 3 Α.Α.Δ. 290).

 

Ο τρόπος με τον οποίο η Αναθεωρητική Αρχή ερμήνευσε τον επίμαχο όρο οδήγησε σε στρέβλωση της έννοιας της λέξης «ημερομηνία» από έγκριτο λεξικό, την οποία και δεν ακολούθησε, θεωρώντας ότι η προσθήκη της ώρας αλλοίωνε ή περιόριζε την ίδια την έννοια της λέξης «ημερομηνία».  Η ένθεση της ώρας 9.00 π.μ. ήταν απλώς η καταληκτική χρονική στιγμή της κατάθεσης έγκαιρης προσφοράς.  Δεν επιδρούσε επί του τρόπου υπολογισμού της ισοτιμίας.  Η ισοτιμία έπρεπε να ληφθεί με βάση την ισχύουσα στις 24.4.09, την ανακοινωθείσα δηλαδή στις 14:15 και όχι με βάση την ισχύουσα στις 23.4.09 με το αιτιολογικό ότι οι ανακοινώσιμες από την Κεντρική Τράπεζα ισοτιμίες ισχύουν για την επόμενη ημέρα.  Αν η αναθέτουσα αρχή στα έγγραφα του διαγωνισμού ήθελε να προσδιορίσει ότι η ισοτιμία θα ήταν εκείνη που είχε ανακοινωθεί στις 14:15 της προηγούμενης ημέρας 23.4.09, θα το έπραττε ρητά και απερίφραστα.  Όχι μόνο δεν καθόρισε τέτοια συσχέτιση, αλλά σαφώς προνόησε για το αντίθετο, με την επιφύλαξη που τέθηκε ότι σε περίπτωση τραπεζικής αργίας συμπίπτουσας με την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών, η συναλλαγματική ισοτιμία θα είναι αυτή της αμέσως προηγούμενης ημέρας.  Εξ αντιδιαστολής και μόνο καθίσταται πρόδηλό ότι όταν οι προσφορές λήγουν σε ημερομηνία άλλη από τραπεζική αργία, τότε η ισοτιμία είναι αυτή της ημέρας εκείνης. 

 

Σαφώς η ώρα 14:15 της 24.4.09, εμπίπτει στη χρονική περίοδο της ημερομηνίας 24.4.09, που λήγει στις 24:00 της ίδιας μέρας.  Το ρήμα «δίνεται» και η πρόθεση «κατά», επίσης σαφώς παραπέμπουν στη χρονική διάρκεια της 24.4.09, ως ημέρας μη περιοριζόμενης στις 9.00 π.μ.  Στον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας σελ. 851, το «κατά», αναφερόμενο σε χρονική διάρκεια καλύπτει χρονικά όλο το αντικείμενο, εδώ της ημερομηνίας.  Δεν   περιορίζεται στις 9.00 π.μ. όπως αποφάσισε η Αναθεωρητική Αρχή.  Να σημειωθεί δε ότι ο προσδιορισμός της ώρας δεν απαντάται στον όρο 10.4(4), αλλά σε άλλο όρο των εγγράφων του διαγωνισμού και συγκεκριμένα στον όρο 4 της προκήρυξης, η οποία όμως ρητά καθορίζει την ημερομηνία και ώρα ως προσδιοριστική της τελευταίας ημέρας υποβολής των προσφορών.  Δεν συνδέεται ούτε αμέσως, ούτε εμμέσως με τον όρο 10.4(4)  για την  ισοτιμία.  Προς  επιβεβαίωση  αυτού, ο όρος 4, το αποσαφηνίζει πλήρως, προσθέτοντας ότι: «Προσφορές που θα φθάσουν μετά την πιο πάνω ημερομηνία και ώρα δεν θα ληφθούν υπόψη.».  Επομένως ο όρος αυτός στοχεύει άμεσα στην μετάδοση της πληροφορίας ότι προσφορές που υποβάλλονται μετά την καθορισθείσα ημερομηνία περιοριζόμενης για τον σκοπό αυτό μέχρι τις 9.00 π.μ., δεν θα λαμβάνονται υπόψη.

 

Η ερμηνεία που δόθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή ως προς την επιφύλαξη και την έννοια της είναι εξίσου λανθασμένη.  Ποσώς δεν εξάγεται από την πρόνοια της λεγόμενης επιφύλαξης ότι η ισοτιμία θα πρέπει να είναι στοιχείο γνώσης εκ των προτέρων κατά την ημερομηνία εκπνοής των προσφορών.  Η σταθερά στην ισοτιμία δεν αλλοιώνεται ούτε αν ανακοινώνεται στις 14:15 της ίδιας ημέρας, είναι δε ο συσχετισμός των τιμών των διαφόρων προσφοροδοτών που θα αναδείξει τον χαμηλότερο προσφοροδότη και όχι αυτή τούτη η ισοτιμία.  Ορθά εισηγούνται επί του σημείου αυτού οι αιτητές ότι η επιφύλαξη τέθηκε για να μην αφήνεται κενό ως προς ποια τέτοια ισοτιμία ισχύει σε περίπτωση τραπεζικής αργίας, καθορίζοντας ρητά την ισοτιμία της προηγούμενης εργάσιμης μέρας.  Αν αυτή ήταν εν πάση περιπτώσει η έννοια ολόκληρου του όρου 10.4(4), τότε για ποιο λόγο τέθηκε η επιφύλαξη, αφού δεν θα διαφοροποιούσε στο ελάχιστο την έννοια και νόημα της προηγούμενης  πρότασης.

 

Κακώς η Αναθεωρητική Αρχή συνέδεσε επίσης την ημερομηνία υποβολής των προσφορών με τη θέση ότι αν η ισοτιμία λαμβάνεται στις 14:15 της ίδιας ημέρας, αυτή δεν θα ήταν εκ των προτέρων γνωστή.  Πουθενά δεν προνοείται ότι πρέπει η ισοτιμία να είναι εκ των προτέρων γνωστή, ή ότι δεν θα αφήνεται χρόνος να δοθεί η πληροφορία αν η ισοτιμία λαμβάνεται στις 14:15.  Οι λέξεις «δίνεται» (στον ενεστωτικό χρόνο) και «κατά» στον όρο 10.4(4), δεν μπορούν να περιοριστούν κατά την ερμηνεία που έχει δώσει η Αναθεωρητική Αρχή.  Ούτε εξάγεται από οπουδήποτε ότι η ισοτιμία που δίνεται σήμερα, αρχίζει να ισχύει από αύριο, αποκλείοντας έτσι την ανακοινωθείσα ισοτιμία στις 14:15 μιας συγκεκριμένης ημερομηνίας, να ισχύει για όλη την ημέρα.

 

Σημειώνεται ότι οι καθ΄ ων στην αγόρευση τους επιχειρηματολογούν υπέρ της ορθότητας της ερμηνείας που δόθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή επικαλούμενοι και τις πρόνοιες των Κανονισμών 31(1), 31(4) και 33(1) των περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών (Γενικών) Κανονισμών του 2007, (Κ.Δ.Π. 201/07).  Ο Καν. 31(1), όμως σχετίζεται με το άνοιγμα  των προσφορών όπου είναι εφικτό,  ο  δε  Καν. 31(4) και πάλι όπου είναι εφικτό, αφορά την κατάταξη σε σχέση με το ύψος της τιμής της προσφοράς,  αλλά αυτό υπό την προϋπόθεση ότι είναι διαθέσιμη η ισοτιμία   σε περίπτωση όπου η γνωστοποίηση της είναι αναγκαία όπως η παρούσα.  Άλλωστε και ο Καν. 33(1) προβλέπει ακριβώς ότι οι προσφορές μελετούνται και αξιολογούνται  από  την Επιτροπή  Αξιολόγησης  μετά  το  άνοιγμα των προσφορών και ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό με την ετοιμασία έκθεσης αξιολόγησης.  Το άνοιγμα των προσφορών και η αξιολόγηση τους μετά τις 14:15 της 24.4.09, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι δεν γίνεται αμέσως μετά το άνοιγμα των προσφορών, άνοιγμα το ποίο κατά τον Καν. 31(1), γίνεται για σκοπούς αρχικής, ως συνάγεται, αρίθμησης, μονογράφησης και καταχώρησης τους και όχι με την καθαυτή αξιολόγηση. Αυτό διότι πιθανόν να υπάρχουν περισσότερες της μιας προσφοράς στο ίδιο νόμισμα, οπότε τίθεται θέμα απλώς κατάταξης, όχι όμως και αξιολόγησης, εφόσον και ο Καν. 31(5) προβλέπει στη συνέχεια ότι ο έλεγχος της πλήρους συμμόρφωσης με τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού γίνεται στο στάδιο της αξιολόγησης που βεβαίως έπεται και που προδιαγράφεται στο Μέρος 2, Καν. 33.

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή πλανήθηκε κατά νόμο, συμπαρασύροντας σε πλάνη και την απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών πλέον Φ.Π.Α., όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο