ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 129/2009)
18 Απριλίου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με τη παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 23.1.2009, με την οποία διόρισαν τον κ. Ανδρέα Γεωργιάδη, στο εξής «το ΕΜ», στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αεροπλοΐμότητας, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, από 15.1.2009, αντί του Αιτητή.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Κατόπιν πρότασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, για την πλήρωση της πιο πάνω μόνιμης θέσης, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στο εξής «η ΕΔΥ», σε συνεδρία της στις 12.12.2007, αποφάσισε, επειδή επρόκειτο για θέση Πρώτου Διορισμού, να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων. Επειδή στη συνέχεια ο Γενικός Διευθυντής ζήτησε την πλήρωση ακόμα μιας θέσης, η ΕΔΥ αποφάσισε να πληρωθεί και αυτή στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας και να περιληφθεί στη δημοσίευση μαζί με την υφιστάμενη θέση. Οι δύο θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 1.2.2008, με αποτέλεσμα να υποβληθούν 9 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή του Αιτητή και του ΕΜ.
Ο Γραμματέας της ΕΔΥ, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 33(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος», με επιστολή του ημερ. 11.3.2008, απέστειλε στο Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, στο εξής «ο Διευθυντής», ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις αιτήσεις των εννέα υποψηφίων, καθώς και τα αντίγραφα των σχετικών γνωστοποιήσεων και του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Στη συνέχεια ο Διευθυντής, ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή του ημερ. 12.9.2008, υπέβαλε στην ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σχετικά με την πλήρωση των 2 επίδικων θέσεων. Σ' αυτήν περιλαμβάνετο προκαταρκτικός κατάλογος τεσσάρων υποψηφίων που συστήνονταν για επιλογή, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν τόσο ο Αιτητής όσο και το ΕΜ, οι οποίοι αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι. Όμως, σε αντίθεση με τον Αιτητή, το ΕΜ θεωρήθηκε ότι δεν κατείχε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Ακολούθως η ΕΔΥ, σε συνεδρία της στις 7.10.2008, έχοντας ενώπιόν της τον προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων που συστήνονταν και όλα τα σχετικά στοιχεία, ασχολήθηκε με το θέμα του πλεονεκτήματος, κρίνοντας ότι «.. εκτός των δύο υποψηφίων για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι κατέχουν το πλεονέκτημα, δηλαδή των Γεωργίου Γεώργιου και Παντελή Μάριου, και οι άλλοι δύο προσοντούχοι υποψήφιοι, δηλαδή οι Γεωργιάδης Ανδρέας και Μιχαήλ Χαράλαμπος κατέχουν το πλεονέκτημα, αφού, σύμφωνα με βεβαιώσεις που έχουν επισυνάψει στις αιτήσεις τους, διαθέτουν και οι δύο πέραν του ενός έτους πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.». Στη συνέχεια, κατάρτισε τον τελικό κατάλογο, ο οποίος ήταν ο ίδιος με αυτόν της Συμβουλευτικής. Επίσης, κατά την ίδια συνεδρία, αποφάσισε να δεχθεί ενώπιον της, σε μεταγενέστερη συνεδρία της, τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση και να παραστεί και ο Διευθυντής. Η προφορική εξέταση διεξήχθη στις 16.12.2008. Ο Διευθυντής, αφού αξιολόγησε τους υποψήφιους, απεχώρησε. Ακολούθως η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τα αξιολογικά κριτήρια και την αξιολόγηση του Διευθυντή, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στη επίδικη θέση, στο ΕΜ και σε κάποιον άλλο υποψήφιο, τους οποίους η ΕΔΥ αξιολόγησε ως «Εξαίρετους», ενώ τον Αιτητή «Σχεδόν Εξαίρετο». Στο αιτιολογικό της, η ΕΔΥ αναφέρει:-
«Η Επιτροπή επιλέγοντας το Γεωργιάδη Ανδρέα, έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην ενώπιόν της τελική αξιολόγηση, όσο και από την ίδια την Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης καις τις δύο περιπτώσεις, και σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, είναι ισοδύναμος με τους μη επιλεγέντες διότι διαθέτει τόσο το πλεονέκτημα όσο και πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και οι μη επιλεγέντες.
.............................
Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι και οι δύο άλλοι υποψήφιοι, που δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν και αυτοί το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης, με το Γεωργιάδη δε είναι ισοδύναμοι και σε προσόντα, ωστόσο, λήφθηκε υπόψη ότι αυτοί έχουν αξιολογηθεί στο ίδιο ή/και σε χαμηλότερο επίπεδο στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Γεωργίου Γιώργος: Εξαίρετος, Μιχαήλ Χαράλαμπος: Πάρα πολύ καλός), και σε χαμηλότερο επίπεδο στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση (Γεωργίου Γιώργος: Σχεδόν εξαίρετος, Μιχαήλ Χαράλαμπος: Πολύ καλός).»
Ο Αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση, μόνο σε ό,τι αφορά το ΕΜ Α. Γεωργιάδη. Για ακύρωσή της, προβάλλει 6 λόγους:- (1) Παράλειψη της ΕΔΥ να ακολουθήσει την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι το ΕΜ δεν κατέχει το πλεονέκτημα, χωρίς να δώσει την απαιτούμενη από τη νομολογία ειδική αιτιολογία για την παρέκκλισή της, (2) πλάνη της ΕΔΥ ως προς τη διαπίστωση της ότι το ΕΜ κατέχει το πλεονέκτημα της προηγούμενης πείρας ως προς τα καθήκοντα της θέσης, (3) πλάνη της ΕΔΥ ως προς τη διαφορά μεταξύ Αιτητή και ΕΜ κατά την προφορική εξέταση, (4) ότι δόθηκε υπέρμετρη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, (5) πλάνη της ΕΔΥ ως προς την πείρα του Αιτητή και (6) πλάνη της ΕΔΥ ως προς τα προσόντα των διαδίκων.
Παράλειψη της ΕΔΥ να αιτιολογήσει ειδικά την παρέκκλιση της από τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι το ΕΜ κατέχει το πλεονέκτημα - Λόγος ακύρωσης 1
Η παρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα προσόντα, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι:- «(6) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Αεροναυτική ή στη Μηχανολογική Μηχανική ή στην Ηλεκτρολογική Μηχανική ή στην Ηλεκτρονική Μηχανική ή Ηλεκτρονική Μηχανική Αεροσκαφών (Avionics), ή/και μονοετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, θα αποτελεί πλεονέκτημα.» Η Συμβουλευτική Επιτροπή πίστωσε τον Αιτητή με το πλεονέκτημα εις διπλούν, γιατί κατέχει τόσο τον πιο πάνω Πανεπιστημιακό τίτλο, όσο και την προβλεπόμενη πείρα, αφού ασκούσε με σύμβαση τα καθήκοντα της επίδικης θέσης από 1.5.2006. Παράλληλα, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν πίστωσε το ΕΜ με το σχετικό πλεονέκτημα.
Η ΕΔΥ συμφώνησε ότι ο Αιτητής κατείχε το πλεονέκτημα, αλλά διαφώνησε με τη Συμβουλευτική ως προς το ΕΜ, θεωρώντας ότι σύμφωνα με τις «Βεβαιώσεις» που είχε επισυνάψει στην αίτησή του το ΕΜ, διαθέτει πέραν του ενός έτους πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Να σημειωθεί ότι στην αίτησή του το ΕΜ επισυνάπτει δύο «Βεβαιώσεις» ημερ. 13.11.2006 και 28.11.2006 αντίστοιχα, των Κυπριακών Αερογραμμών, οι οποίες βεβαιώνουν ότι είχε πείρα στη «συντήρηση αεροσκαφών», η οποία, όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής, δεν συνιστά πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης η οποία προέβλεπε για «έλεγχο και επιτήρηση» των διευθετήσεων για συντήρηση.
Πιο συγκεκριμένα, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι:- (α) το ΕΜ δεν κατείχε την απαιτούμενη πείρα, αφού η παράγραφος 2(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας[1] για τα καθήκοντα της θέσης, προέβλεπε για «έλεγχο και επιτήρηση των διευθετήσεων» συντήρησης αεροσκαφών και όχι για αυτή καθαυτή τη «συντήρηση αεροσκαφών» και (β) ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για την παρέκκλιση της από τη διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Οι Καθ' ων η αίτηση αποδέχονται ότι υπήρχε τέτοια νομική υποχρέωση της ΕΔΥ, αλλά μόνο σε περίπτωση που το ΕΜ δεν ήταν κάτοχος του απαιτούμενου προσόντος, γεγονός το οποίο δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές, ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το αποφασίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την άποψη του συμβουλευτικού οργάνου. Όμως στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του χαρακτήρα και της σημασίας της άποψης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού πρόκειται για την κατοχή ή όχι του πλεονεκτήματος (όταν μάλιστα κρίθηκε και από την ΕΔΥ ότι ο Αιτητής είναι κάτοχός του), η ΕΔΥ όφειλε να δώσει ειδική και επαρκή αιτιολογία για την παρέκκλισή της από την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Δέσποινα Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997 ) 3 ΑΑΔ 1). Από την άλλη, η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση δεν απαντά στην ουσία του λόγου ακύρωσης, αλλά απλώς ισχυρίζεται ότι το ΕΜ κατέχει το πλεονέκτημα.
Η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ, παραπέμποντας απλώς στις σχετικές «Βεβαιώσεις» που προσκόμισε το ΕΜ, δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία ώστε να εξηγείται η παρέκκλιση της ΕΔΥ από την κρίση της Συμβουλευτικής. Η ειδική αιτιολογία για να είναι επαρκής πρέπει πρωτίστως να είναι σαφής και πειστική, ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης, κατά παρέκκλιση από την κρίση του εξειδικευμένου συμβουλευτικού οργάνου (βλ. Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 223, στη σελ. 228, Τσιάκκα ν. ΚΟΤ, Υπόθ. Αρ. 949/99, ημερ. 31.8.2000).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ δεν ήταν ούτε πειστική, ούτε σαφής. Η απλή αναφορά και μόνο στις σχετικές «Βεβαιώσεις», δεν καθιστά αυτόματα και την αιτιολογία πειστική. Οι ίδιες «Βεβαιώσεις» ήταν και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία όμως κατέληξε σε διαφορετική κρίση. Ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί σαφής, αφού δεν προσδιορίζει εκείνο το σημείο ή σημεία από τις «Βεβαιώσεις» τα οποία κατά την άποψη της ΕΔΥ έθεταν υπό αμφισβήτηση την κρίση της Συμβουλευτικής. Βέβαια, σύμφωνα με το άρθρο 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Όμως, από απλή ανάγνωση των «Βεβαιώσεων», δεν προκύπτει κάτι συγκεκριμένο που να αιτιολογεί συμπληρωματικά την κρίση της ΕΔΥ.
Ενόψει της προηγηθείσας κρίσης της Συμβουλευτικής, αν η ΕΔΥ είχε οποιαδήποτε αμφιβολία, όφειλε να διερευνήσει περαιτέρω το θέμα, π.χ. τα συγκεκριμένα καθήκοντα του ΕΜ, όπως αυτά περιγράφονται στις δύο «Βεβαιώσεις» και αφού έλυε τις απορίες της, όφειλε να αιτιολογήσει ειδικά και πειστικά την κρίση της, εφόσον θα παρέκκλινε από αυτή της Συμβουλευτικής. Κατά την άποψή μου, δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να πάσχει η αιτιολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
Τέλος, όσον αφορά τη νομολογία που επικαλέστηκε ο συνήγορος του ΕΜ για να προβάλει τη θέση του ότι η ΕΔΥ δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόκλισή της από τη Συμβουλευτική, αυτή κατά την άποψή μου δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, αφού πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού. Εδώ πρόκειται για τη διαπίστωση ή όχι της κατοχής του πλεονεκτήματος από το ΕΜ.
Η κρίση μου επί του θέματος της επάρκειας της αιτιολογίας για την κατοχή ή όχι του πλεονεκτήματος από το ΕΜ και η άμεση διασύνδεσή του με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, καθιστά την εξέταση τους αχρείαστη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1400 έξοδα, υπέρ του Αιτητή, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς
[1] «2. Καθήκοντα και Ευθύνες:
(α) Διεξάγει ή συμμετέχει σε επιθεωρήσεις αεροσκαφών, υποβάλλει σχετικές εκθέσεις και συμβουλεύει για την έκδοση, ανανέωση ή επικύρωση πιστοποιητικών για την αεροπλοϊμότητά τους σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας.
(β)Ελέγχει και επιτηρεί τις διευθετήσεις συντήρησης αεροσκαφών των αερομεταφορέων σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας.
(γ) Διεξάγει ή συμμετέχει σε επιθεωρήσεις οργανισμών συντήρησης αεροσκαφών, υποβάλλει σχετικές εκθέσεις και συμβουλεύει για την έγκρισή τους, σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας.
(δ) Συνεργάζεται με άλλους οργανισμούς ή υπηρεσίες με τις οποίες δυνατό να συμβληθεί το Τμήμα-Πολιτικής Αεροπορίας για την παροχή συνεχούς επιτήρησης αεροσκαφών ή οργανισμών συντήρησης αεροσκαφών.
(ε) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.»