ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 407/2009)

 

18 Μαρτίου, 2011

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΟΥΛΑΣ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

 

Καθ΄ου η Aίτηση.

 

- - - - - -

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

 

Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η πρώτη αίτηση την οποία είχε υποβάλει ο αιτητής, αιτούμενος τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας μετά από τραυματισμό του σε τροχαίο δυστύχημα, απορρίφθηκε, αφού οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθέτησαν γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ικανός όπως ασκεί το επάγγελμά του, δηλαδή του σερβιτόρου. Προσφυγή την οποία καταχώρησε ο αιτητής, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης, απορρίφθηκε, κατόπιν εκδίκασης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο αιτητής επανήλθε, υποβάλλοντας νέα αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 12.9.2008. Όμως, και αυτή τη φορά η αίτησή του απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι ο αιτητής δεν πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 38(δ) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, δηλαδή δεν είχε καταβάλει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων το απαιτούμενο από το Νόμο ελάχιστο ποσό εισφορών από το 2005. Μετά την αρνητική αυτή απόφαση, ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, προσέφυγε στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζητώντας επανεξέταση του αιτήματός του. Η Υπουργός, ενεργούσα με βάση εξουσίες δυνάμει του άρθρου 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, απέρριψε το αίτημα του αιτητή, επικαλούμενη τις ρητές πρόνοιες του Νόμου περί των αναγκαίων προϋποθέσεων ως προς εισφορές.

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε περί της απορριπτικής απόφασης της Υπουργού,  με επιστολή ημερομηνίας 26.3.2009, η οποία στάληκε στο δικηγόρο του, οπότε και καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης για απόρριψη του αιτήματός του.

 

Με την Αίτηση και, ακολούθως, με τη γραπτή του αγόρευση, ο αιτητής πρόβαλε και προώθησε τέσσερις συνολικά λόγους ακύρωσης, ήτοι:

 

α. Την κατ΄ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα της προϋπόθεσης (γ) του εδαφίου (δ) του Άρθρου 38 του Νόμου αρ. 41/1986, όπως τροποποιήθηκε.

 

β. Την κατ΄ ισχυρισμό στέρηση από τον αιτητή του δικαιώματος ακρόασης.

 

γ. Την κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

δ. Την κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας.

 

Θα εξετάσω τους προβληθέντες λόγους με τη σειρά.

 

α. Η κατ΄ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής πρόνοιας στην οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/1980, όπως τροποποιήθηκε, έχουν ως ακολούθως:

 

"38.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν -

 

(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι΄ εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως·

 

(β) εντός της τοιαύτης περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αποδείξη ότι προβλέπεται να παραμείνη μονίμως προς εργασίαν·

 

(γ) δε συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών· και

 

(δ) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:

 

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ΄ ην η ανικανότης οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ο ησφαλισμένος θεωρείται ότι πληροί τας προϋποθέσεις εισφοράς εάν ούτος πληροί τας τοιαύτας προϋποθέσεις διά καταβολήν επιδόματος ασθενείας."

 

"24. Αι προϋποθέσεις εισφοράς αναφορικώς προς τας εν τω άρθρω 22 αναφερομένας παροχάς εκτίθενται εις τον Τρίτον Πίνακα."

 

Και στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, ο οποίος έχει τίτλο «Προϋποθέσεις εισφοράς», στις παραγράφους 2 και 3 αυτού, αναφέρεται ότι οι προϋποθέσεις εισφοράς καθ΄ όσον αφορά τη σύνταξη ανικανότητας είναι (σε συντομία):

 

(2)(α): ο ασφαλισμένος να έχει πληρωμένες ασφαλιστέες αποδοχές στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών ίσες τουλάχιστο με 156 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

 

(2)(β): ο εβδομαδιαίος μέσος όρος των πληρωμένων ή πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών από το χρόνο μέσα στον οποίο συμπλήρωσε την ηλικία των 16 ετών, μέχρι την τελευταία συμπληρωμένη εβδομάδα πριν από την εβδομάδα που καθίσταται μόνιμα ανίκανος για εργασία, να είναι ίσος τουλάχιστο με το ¼ του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

 

(3): ο ασφαλισμένος, κατά το τελευταίο έτος εισφορών πριν την έναρξη του έτους παροχής βοηθήματος, να έχει πληρωμένες ή πιστωμένες ασφαλιστέες αποδοχές, ή ο μέσος όρος των αποδοχών του τα δύο προηγούμενα έτη, να είναι ίσο τουλάχιστο με 20 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

 

Όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, η προϋπόθεση (γ) του εδαφίου (δ) του άρθρου 38 του Νόμου αντίκειται στα Άρθρα 9 και 28 του Συντάγματος.

 

Από την άλλη πλευρά, ο καθ΄ου η αίτηση υποβάλλει κατ΄ αρχάς ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, κατ΄ εφαρμογή της γνωστής αρχής περί του ανεπίτρεπτου της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας μιας διοικητικής διαδικασίας. Έναντι αυτής της θέσης του καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε επιχείρημα στην απαντητική του αγόρευση, περιορισθείς να αναφέρει ότι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας πρέπει να εξεταστεί επειδή είναι καίριο και ουσιωδέστατο επίδικο ζήτημα στο οποίο ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον.

 

Η πιο πάνω αρχή του μη επιτρεπτού της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας επεξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφασή της στην υπόθεση Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406, όπου στη σελίδα 415 του Τόμου Αποφάσεων λέχθηκαν και τα εξής:

 

"Έχουμε την άποψη, με κάθε εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, ότι δεδομένης της εν προκειμένω συμμετοχής της αιτήτριας στο διαγωνισμό, αυτή δεν μπορούσε να προβάλει μετ΄ εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω Κανονισμών. Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία δεν μπορούσε εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία της δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξει τη μηδένιση της διαδικασίας. Δηλαδή, να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει: βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, όπως και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 345. Σε σχέση, πιο συγκεκριμένα, με το υπό αναφορά ζήτημα η Ολομέλεια πρόσφατα στην Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339, επιδοκίμασε την ακόλουθη υπόμνηση στην οποία είχε προβεί ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ., υπόθ. αρ. 571/95, ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 1996:

 

"Όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται "μετ΄ εννόμου συμφέροντος" για να είναι παραδεκτοί."

 

Άμεσα σχετικές είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Christodoulos Kyriakides (No.1) v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1965) 3 C.L.R. 151 (Τριανταφυλλίδη, Δ. όπως ήταν τότε) (Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050 (Πική, Δ. όπως ήταν τότεκαι η Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 648/98, ημερ. 30 Μαρτίου 2000 η οποία παραπέμπει στις προηγούμενες."

 

Χρήσιμη παραπομπή μπορεί επίσης να γίνει στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α ΑΑΔ 471, στην οποία ο Κωνσταντινίδης, Δ., προέβηκε σε ανασκόπηση και σύνοψη της σχετικής με το θέμα νομολογίας.

 

Εξετάζοντας όμως τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης κάτω από το φως των πιο πάνω αρχών συμπεραίνω, ότι το καλούμενο δόγμα του μη επιτρεπτού της παράλληλης επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας δεν έχει εδώ εφαρμογή.

 

Εδώ, ο αιτητής υπέβαλε ένα αίτημα για να εξετασθεί με βάση την κειμένη νομοθεσία, χωρίς να αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από τη διαδικασία και μετά την απόρριψη του αιτήματος λόγω της ύπαρξης μιας συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας, έχει έννομο συμφέρον και δικαίωμα να ισχυρισθεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, ότι η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια αντίκειται προς το Σύνταγμα. Κατ΄ αυτό δε τον τρόπο η εξέταση του θέματος τούτου δεν θα είναι ούτε αλυσιτελής, αφού εάν ο αιτητής επιτύχει στο επιχείρημά του και κηρυχθεί η συγκεκριμένη πρόνοια ως αντισυνταγματική, τότε το αίτημά του θα μπορεί να επιτύχει στη βάση της ίδιας νομοθεσίας, χωρίς όμως τη χρήση της αντισυνταγματικής πρόνοιας. Αποτεινόμενος στην αρμόδια Αρχή για εξέταση του αιτήματός του, ο αιτητής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδοκίμασε τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια.

 

Επομένως, η θέση του καθ΄ου η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Ως προς την ουσία του επιχειρήματος του αιτητή σύμφωνα με το οποίο η επίμαχη νομοθετική διάταξη στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38(1)(δ) του Νόμου αντίκειται στα Άρθρα 9 και 28 του Συντάγματος, όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, αυτό το θέμα τέθηκε και αποφασίστηκε αρνητικά για τον αιτητή σε άλλες υποθέσεις οι οποίες ήχθησαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Α. Χ"Σάββας ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 396/2005, ημερομηνίας 31.7.2006, ο Νικολάου, Δ., τόνισε τα ακόλουθα:

 

". Ο αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε από κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας και, εναλλακτικά, ότι το άρθρο 38(1)(δ) του Νόμου, το οποίο εξαρτά τη σύνταξη ανικανότητας από εισφορές, αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην αρχή της ισότητας, όπως και στο Άρθρο 9 το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας και στην ανάγκη θέσπισης νόμου που «θα προβλέψη περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.».

 

Στα τεθέντα ζητήματα συνταγματικότητας, η ακόλουθη γενική απάντηση καλύπτει και τα δύο. Ο υπό αναφορά Νόμος στηρίζεται στην από μέρους του Κράτους εξισορρόπηση οικονομικών δυνατοτήτων και κοινωνικών παροχών και το σύστημα δεν μπορεί, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, να διαφοροποιηθεί δικαστικώς ώστε να περιλάβει αυξημένη δυνατότητα για παροχές: βλ. Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και Βρούντου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.3830, ημερ. 3 Μαρτίου 2006. Επομένως, το άρθρο 38(1) του Νόμου και οι συναρτημένες με αυτό διατάξεις δεν είναι αντισυνταγματικές.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα."

 

Όπως εξάλλου τονίστηκε σε σωρεία άλλων αποφάσεων, το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει την ισότητα και ίση μεταχείριση, δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζει μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της φύσεως των πραγμάτων. [Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 270].

 

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

β. Η κατ΄ ισχυρισμό στέρηση του Δικαιώματος Ακρόασης.

 

Ο αιτητής επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 78(2) του Νόμου, καθώς επίσης και τις πρόνοιες του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 και υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να του παρασχεθεί προηγουμένως το δικαίωμα ακρόασης για το οποίο γίνεται πρόβλεψη στις νομοθετικές αυτές διατάξεις.

 

Σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 78(2) του Νόμου αρ. 11/80:

 

"Νοείται ότι ο Υπουργός, πριν ή εκδώσει την απόφασιν αυτού, δύναται κατά την κρίσιν του να ακούσει ή δώση την ευκαιρία εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξει τους λόγους εφ΄ ων στηρίζεται η προσφυγή."

 

Όπως δε περαιτέρω προβλέπεται στο άρθρο 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, πέραν των περιπτώσεων στις οποίες ο Νόμος προβλέπει ρητά, το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.

 

Ο λόγος τούτος ακύρωσης έκδηλα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί στην υπό εξέταση περίπτωση. Όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, στο ίδιο άρθρο 78 στο οποίο έχει ενταχθεί η προαναφερθείσα επιφύλαξη και συγκεκριμένα στο εδάφιο (1) του άρθρου, αναφέρεται ότι όποιος δεν ικανοποιείται από απόφαση του Διευθυντή ή εξεταστή η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, δύναται, εντός 15 ημερών "δι΄ εγγράφου αιτήσεως εις τον Υπουργόν εν ή εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, να προσβάλει την τοιαύτην απόφασιν.".

 

Με αυτό το εδάφιο παρέχεται επομένως η ευχέρεια στον αιτητή να ακουστεί και να υποβάλει όποιες παραστάσεις επιθυμεί προς υποστήριξη του αιτήματός του, προτού ληφθεί η απόφαση του Υπουργού. Ο δε Υπουργός έχει διακριτική ευχέρεια να δώσει περαιτέρω ευκαιρία στον αιτητή να υποστηρίξει τους λόγους της προσφυγής του, δυνάμει της προρηθείσας επιφύλαξης.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, στην υπό εξέταση περίπτωση δεν ετίθετο θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας από την Υπουργό, εφόσον η απλή εφαρμογή της νομοθετικής διάταξης έδιδε και την αρνητική απάντηση στο αίτημα του αιτητή. Με αυτή τη διαπίστωση θα ήταν αχρείαστη η υποβολή οποιωνδήποτε περαιτέρω παραστάσεων από την πλευρά του. Εξάλλου, και ο ίδιος ο αιτητής δεν διαφωνεί ότι η περίπτωσή του δεν μπορούσε να τύχει θετικής αντίκρυσης, λόγω ακριβώς των περιοριστικών νομοθετικών διατάξεων και δεν έθεσε θέμα κακής εφαρμογής τους, παρά μόνο προσέβαλε τη συνταγματικότητά τους.

 

γ. Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Στην επιστολή της ημερομηνίας 26.3.2009, όπου περιλαμβάνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, η Υπουργός προέβηκε στη διαπίστωση ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψαν την αίτηση του αιτητή, αφού διακρίβωσαν ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας, οπότε η ίδια ανέφερε στην επιστολή της ότι:

 

". συνεπώς η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψουν το αίτημα του πελάτη σας για σύνταξη ανικανότητας ημερ. 6.11.2008 δεν μπορεί να αναθεωρηθεί γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ενάντια σε ρητές πρόνοιες της Νομοθεσίας. Ως εκ τούτου απορρίπτω την ιεραρχική προσφυγή."

 

Σύμφωνα με το συνήγορο του αιτητή, ενεργώντας κατά τον ως άνω τρόπο, η Υπουργός ενήργησε ως επικυρωτής (rubber stamp) της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, χωρίς να προβεί η ίδια σε δέουσα ή σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα και χωρίς να ζητήσει από τον αιτητή διευκρινίσεις για το πώς επιβιώνει χωρίς εισόδημα.

 

Οι πιο πάνω θέσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Σε ποια περαιτέρω έρευνα και για ποιο λόγο να προέβαινε σ΄ αυτήν η Υπουργός, ενόσω διαπιστώθηκε ότι το αίτημα προσέκρουε σε συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια, και επομένως, η τυχόν έγκριση του θα ισοδυναμούσε με παρανομία; Εξάλλου το αίτημα που αντιμετώπιζε ήταν για σύνταξη ανικανότητας το οποίο, με βάση το Νόμο, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί και όχι για επίδομα ανεργίας ή οποιοδήποτε άλλο ωφέλημα το οποίο θα μπορούσε ίσως να παρασχεθεί για άλλους λόγους και δυνάμει άλλων νομοθετικών προνοιών.

 

Επομένως, ο λόγος τούτος δεν ευσταθεί, όπως και δεν μπορεί να ευσταθήσει και ο επόμενος λόγος της κατ΄ ισχυρισμό έλλειψης αιτιολογίας. Χωρίς να υπεισέλθω στις αρχές που διέπουν τα της αναγκαιότητας για πλήρη και επαρκή αιτιολογία, αρκεί να αναφέρω ότι η δοθείσα αιτιολογία περί του ότι η περίπτωση του αιτητή δεν πληρούσε τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις του Νόμου, και σαφής ήταν και πλήρης.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ                

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο