ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1754/2007)
29 Μαρτίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Αιτητών,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, και Θ. Πιπερή (κα),
Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων στα πλαίσια της επιδίωξης τους να λειτουργήσουν το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, αναζήτησαν χώρο στο αστικό κέντρο της πόλης της Λεμεσού που θεωρήθηκε κατάλληλος προς αναζωογόνηση της πόλης και ιδιαίτερα του αστικού κέντρου της εφόσον αυτό θα μετατραπόταν σε πανεπιστημιούπολη.
Η Συντονιστική Επιτροπή που είχε συσταθεί με σκοπό την έρευνα και μελέτη χωροθέτησης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου, θεώρησε ότι ένα από τα κατάλληλα τεμάχια που πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια ήταν και αυτό των αιτητών οι οποίοι διατηρούσαν και λειτουργούσαν τράπεζα κοντά στα βασικά κρατικά κτίρια της Λεμεσού, δηλαδή, απέναντι από το παλαιό Δικαστήριο και το παλαιό Ταχυδρομείο. Ήδη τα γειτονικά ακίνητα τελούσαν υπό απαλλοτρίωση και επομένως εξασφαλιζόταν συνοχή του χώρου του τετραγώνου που περιελάμβανε και το κτίριο των αιτητών, ιδιαίτερα ενόψει του ότι ένας εκ των ιδιοκτητών των γειτονικών κτιρίων, δεν είχε υποβάλει ένσταση στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης του ακινήτου του.
Το κτίριο των αιτητών θεωρήθηκε κατάλληλο και από άποψη δομής εφόσον αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και μεσοπάτωμα. Το υπόγειο δε περιλαμβάνει χώρο στάθμευσης, αρχείο και θησαυροφυλάκιο. Οι καθ΄ ων θεώρησαν ότι το κτίριο προσέφερε ενιαίους μεγάλους χώρους που θα μπορούσαν άμεσα να χρησιμοποιηθούν ως χώροι διδασκαλίας του Πανεπιστημίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ήδη παραχωρήσει προς το σκοπό της λειτουργίας του Πανεπιστημίου το παλαιό Ταχυδρομείο, το παλαιό Δικαστήριο και το παλαιό Κτηματολόγιο, ενώ αργότερα παραχωρήθηκε και ο χώρος του παλαιού νοσοκομείου, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, της Τεχνικής Σχολής και της Τρίτης Αστικής Σχολής. Η αναγκαιότητα συμπερίληψης και του κτιρίου της τράπεζας των αιτητών ενέπιπτε λοιπόν στα κριτήρια επιλογής και των υπολοίπων τεμαχίων, τα οποία ήταν σε κοντινή απόσταση για σκοπούς πολεοδομικής συνοχής.
Οι αιτητές προσβάλλουν το διάταγμα παράτασης της επίταξης που είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα στις 19.10.2007, για ένα περαιτέρω χρόνο μέχρι τις 2.11.2008. Στη γραπτή τους αγόρευση ισχυρίζονται ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας, ενώ λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 23.8(β) του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία δύναται να επιταχθεί, μεταξύ άλλων, και υπέρ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μόνο με αιτιολογημένη απόφαση που επιβάλλει την επίταξη κατά τις πρόνοιες του Νόμου και που περιλαμβάνουν σαφώς τους λόγους επίταξης. Κατά τους αιτητές ελλείπει οποιαδήποτε αιτιολογία για την παράταση ισχύος της επίταξης προς εξυπηρέτηση του σκοπού αυτής, εφόσον δεν είχε γίνει καμία αναφορά κατά πόσο το επίδικο ακίνητο και το τεμάχιο εντός του οποίου αυτό είναι οικοδομημένο, ήταν κατάλληλο και πρόσφορο για κάλυψη των άμεσων αναγκών στέγασης και λειτουργίας του Πανεπιστημίου.
Περαιτέρω, οι αιτητές εισηγούνται ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της απόφασης για επίταξη του ακινήτου κατά παράβαση του άρθρου 5 του σχετικού Νόμου. Η ύπαρξη του επιδίκου ακινήτου κοντά στα υπόλοιπα κυβερνητικά κτίρια τα οποία είχαν παραχωρηθεί για τη στέγαση και λειτουργία του Πανεπιστημίου δεν επαρκούσε προς δικαιολόγηση της επίταξης, ενώ από τα πρακτικά των συνεδριών της Συντονιστικής Επιτροπής δεν φαίνεται να είχε συζητηθεί οποιαδήποτε υπαλλακτική λύση, λιγότερο επαχθής για τους αιτητές, όπως θα ήταν η ενοικίαση του ακινήτου. Επομένως οι καθ΄ ων ενήργησαν καθ΄ υπέρβαση της διακριτικής τους ευχέρειας.
Οι καθ΄ ων απαντούν σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας, ότι αυτός δεν έχει θεμελιωθεί με επάρκεια και ούτε έχει επ΄ακριβώς προσδιορισθεί κατ΄ αντίθεση με πάγια νομολογία. Σε ό,τι αφορά την κατ΄ ισχυρισμόν έλλειψη αιτιολογίας, αυτή όχι μόνο είναι σαφής από το διάταγμα επίταξης, αλλά και δύναται να συμπληρωθεί δεόντως από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία περιλαμβάνουν σωρεία εγγράφων ως προς την αναγκαιότητα της λήψης της προσβαλλόμενης πράξης. Προς αυτή την κατεύθυνση οι καθ΄ ων παραπέμπουν στο γεγονός ότι η Διεύθυνση Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης συνέταξε ενδεικτική σταχυολόγηση εγγράφων, που κατέταξε σε πίνακα που τέθηκε σε σχετική επιστολή της Γενικής Διευθύντριας της πιο πάνω διεύθυνσης ημερ. 20.2.2008, η οποία και επισυνάφθηκε στην αγόρευση της Δημοκρατίας στην προσφυγή αρ. 576/07, με την οποία είχε προσβληθεί το αρχικό διάταγμα επίταξης, αντίγραφο της οποίας τέθηκε και στην υπό κρίση προσφυγή.
Περαιτέρω, όπου για το ίδιο ακίνητο, όπως εδώ, εκδίδεται παράλληλα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και διάταγμα επίταξης, υπάρχει σύνδεση γεγονότων, αλλά όχι νομική σύνδεση, δηλαδή το ουσιαστικό υπόβαθρο, τα στοιχεία και τα γεγονότα που θεμελιώνουν την επίταξη συμπίπτουν με αυτό της απαλλοτρίωσης. Ως εκ των ανωτέρω, η Δημοκρατία επίσης εισηγείται ότι καμία παράβαση νομοθεσίας δεν υπήρξε ούτε διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας, ισχυρισμοί που εν πάση περιπτώσει δεν αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τους αιτητές και στην ουσία ισοδυναμούν με τον άλλο ισχυρισμό περί έλλειψης αιτιολογίας.
Η παρούσα υπόθεση έχει την εξής ιδιαιτερότητα ότι αποτελεί την τελική, φαίνεται, διοικητική πράξη στο όλο εγχείρημα απόκτησης της περιουσίας από τους καθ΄ ων που κατά τη γνώμη τους ήταν αναγκαία για τη δημιουργία του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου. Προηγήθηκαν, όπως παρουσιάζεται και από τα στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και από τις δηλώσεις των συνηγόρων κατά την εξέλιξη της πορείας της υπόθεσης, σχετικό διάταγμα γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης το οποίο εκδόθηκε στις 31.10.2006, με την υπ΄ αρ. 1049 πράξη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3.11.2006, (Παράρτημα 4 στην ένσταση), μαζί με διάταγμα επίταξης της ίδιας ακίνητης περιουσίας που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία δηλαδή 31.10.2006 και δημοσιεύθηκε με το υπ΄ αρ. 1056 Διάταγμα στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 3.11.2006 (Παράρτημα 5 στην ένσταση). Ακολούθησε η ένσταση από πλευράς των αιτητών, η οποία εξετάστηκε μαζί με άλλες 27 ενστάσεις, η οποία και απερρίφθη από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή στις 9.10.2007 (Παράρτημα 8 στην ένσταση), με αποτέλεσμα οι καθ΄ ων, ως το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, να προχωρήσουν στη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19.10.2007, με τη διοικητική πράξη αρ. 1115, καθώς και στην έκδοση διατάγματος παράτασης της περιόδου επίταξης με τη διοικητική πράξη αρ. 1121 (Παράρτημα 9 στην ένσταση). Η τελευταία αυτή πράξη, της παράτασης της επίταξης, αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη.
Τόσο εναντίον του διατάγματος απαλλοτρίωσης, όσο και εναντίον του αρχικού διατάγματος επίταξης, καταχωρήθηκαν άλλες προσφυγές οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον άλλων Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στις 10.11.2009, οι καθ΄ ων υπέβαλαν αίτηση για συνεκδίκαση της παρούσας προσφυγής που προσβάλλει την παράταση της επίταξης με την υπ΄ αρ. 576/07 προσφυγή, με την οποία προσβλήθηκε και πάλι από τους αιτητές, το αρχικό διάταγμα επίταξης, λόγω κοινών σημείων τόσο πραγματικών, όσο και νομικών. Δηλώθηκε στις 11.1.2010 στο πρακτικό από τον κ. Καλλίγερο, ότι ο αδελφός Δικαστής ενώπιον του οποίου τέθηκε η αίτηση συνένωσης, εφόσον είχε την προσφυγή εναντίον της αρχικής επίταξης, έκρινε ότι δεν ήταν ακριβώς η ίδια διοικητική πράξη και δεν ενδεικνυόταν η συνεκδίκαση των προσφυγών. Επομένως η αίτηση για συνένωση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε χωρίς έξοδα. Την ίδια εκείνη ημέρα δηλώθηκε ότι η απαλλοτρίωση των ακινήτων που συνδεόταν με την επίταξη και την παράταση της απασχολούσε άλλο Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε ένα μεγάλο αριθμό προσφυγών, το αποτέλεσμα των οποίων θα καθόριζε ουσιαστικά και τα διατάγματα επίταξης.
Με σκοπό την παρακολούθηση της εξέλιξης της διαδικασίας που αφορούσαν τις προσφυγές εναντίον της απαλλοτρίωσης, δόθηκαν αρκετές αναβολές, συμπεριλαμβανομένης και προσπάθειας συμβιβασμού και διευθέτησης της υπόθεσης. Δεν έγινε όμως κατορθωτό να λυθεί το πρόβλημα εξωδίκως και μετά και την εκ νέου δοθείσα παράταση σε μια προσπάθεια αναμονής του αποτελέσματος στις άλλες προσφυγές, εν τέλει λόγω και του παλαιού του χρόνου καταχώρησης της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο προχώρησε σε διευκρινίσεις με την κατάθεση των σχετικών φακέλων ανερχομένων σε 14 τόμους, στις 8.3.2011.
Εκείνο το οποίο στην ουσία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή έχει περιορισμένη εμβέλεια εφόσον αφορά την παράταση του αρχικού διατάγματος επίταξης. Η σχετική διοικητική πράξη της παράτασης όπως δημοσιεύθηκε στις 12.10.2007 υπ΄ αρ. 1121, τιτλοφορείται «Διάταγμα παρατάσεως περιόδου διατάγματος επιτάξεως σύμφωνα με το άρθρο 4(3)», και αναφέρεται στο αρχικό διάταγμα υπ΄ αρ. 1056 που είχε δημοσιευθεί στις 3.11.2006, σχετικά με την ακίνητη ιδιοκτησία που περιγραφόταν στον πίνακα του διατάγματος εκείνου για περίοδο ενός έτους και για τους σκοπούς της δημοσίας ωφελείας που αναφέρονταν εκεί. Το διατακτικό μέρος του παρόντος προσβαλλόμενου διατάγματος επίταξης, αναφέρει ότι η ακίνητη ιδιοκτησία «.. εξακολουθεί να είναι αναγκαία για τους πιο πάνω σκοπούς δημόσιας ωφελείας για περαιτέρω περίοδο ενός έτους», της περιόδου επεκτεινομένης έτσι μέχρι τις 2.11.2008.
Ο περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμος αρ. 21/62, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), δίνει τη δυνατότητα με το άρθρο 4(3) και συγκεκριμένα με την επιφύλαξη αυτού, στην επιτάσουσα αρχή να παρατείνει το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στο διάταγμα επίταξης το οποίο μπορεί να έχει διάρκεια μέχρι τρία έτη, για οποιοδήποτε περαιτέρω διάστημα που δεν εκτείνεται πέραν των τριών ετών από την ημερομηνία που άρχισε η ισχύς της πρώτης επιτάξεως, ως «... η επιτάσουσα αρχή ήθελε κρίνει αναγκαίο.». Επομένως εκείνο το οποίο στην ουσία κρίνεται εδώ είναι κατά πόσο ορθά οι καθ΄ ων έκριναν την παράταση της επίταξης ως αναγκαία.
Ως προς το θεμελιακό αυτό ερώτημα οι αιτητές δεν αναφέρουν οτιδήποτε συγκεκριμένο με την προσφυγή ή τις αγορεύσεις τους, διασυνδέοντας στην ουσία την όλη αναγκαιότητα δέσμευσης της περιουσίας τους με την αρχική απαλλοτρίωση και την ταυτόχρονη επίταξη. Στην απαντητική τους αγόρευση παραπέμπουν στην υπόθεση Πίτσα Είκοσι κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 68 όπου το Δικαστήριο (Χατζηχαμπής, Δ.), ακύρωσε την παράταση της ισχύος διατάγματος επίταξης της περιουσίας των εκεί αιτητών εφόσον κατά την ημερομηνία έκδοσης της παράτασης είχε ατονίσει η διαδικασία απαλλοτρίωσης, η οποία, ως η διοίκηση είχε σημειώσει, θα έπρεπε να επαναληφθεί λόγω παρόδου της προθεσμίας για τη δημοσίευση του διατάγματος. Αντ΄ αυτού, όμως, προχώρησε σε έκδοση παράτασης και ανανέωσης της επίταξης. Ορθά βέβαια το Δικαστήριο εκεί ανέφερε ότι το διάταγμα παράτασης της ισχύος της επίταξης συναρτόταν άμεσα με την αναγκαιότητα τα κτήματα να ήσαν απαραίτητα για σκοπούς δημοσίας ωφελείας δυνάμει του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η απόφαση αυτή δεν έχει βέβαια άμεση σχέση με τα υπό κρίση δεδομένα, εφόσον όπως και οι ίδιοι οι αιτητές αναφέρουν στη σελ. 3 της απαντητικής τους αγόρευσης, το υπό κρίση διάταγμα παράτασης της επίταξης θα συμπαρασυρθεί σε ακυρότητα εάν και εφόσον το διάταγμα απαλλοτρίωσης ακυρωθεί. Κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί μέχρι στιγμής.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Α.Ν. Λοΐζου: «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» σελ. 154-155, η έκδοση διατάγματος επίταξης παρά τη σύνδεση της με την εξουσία έκδοσης διατάγματος απαλλοτρίωσης, είναι ανεξάρτητη διοικητική πράξη και εκδίδεται με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου της απαλλοτριούσας αρχής στην περιουσία πριν από την καταβολή στον ιδιοκτήτη δίκαιης αποζημίωσης, ιδιαίτερα όταν η εκτέλεση του έργου επείγει. Έχει εξηγηθεί από την Ολομέλεια στην Παντελίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 203, ότι η επίταξη δεν εξαρτάται από την απαλλοτρίωση, ούτε αποτελεί πράξη συναρτώμενη προς αυτήν. Οι δύο πράξεις είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους, η δε επίταξη ακόμη και χωρίς προγενέστερη απαλλοτρίωση του τεμαχίου δεν την καθιστά, άνευ ετέρου, παράνομη. Η επίταξη, ή η παράταση αυτής, μπορεί να διαταχθεί, εφόσον η χρήση του έργου καθίσταται για χρονική περίοδο επιβεβλημένη για σκοπούς δημοσίας ωφελείας. (δέστε και Νικόλας Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 232/08, ημερ. 30.4.2010).
Το Άρθρο 23 του Συντάγματος καθορίζει με την παρ. (8) αυτού, τη δυνατότητα επίταξης ιδιοκτησίας για περίοδο μέχρι και τρία έτη υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται οι εκεί αναφερόμενοι όροι που είναι η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίας ωφελείας, η εξειδίκευση με αιτιολογημένη απόφαση του σκοπού αυτού από την επιτάσουσα αρχή, η μη υπέρβαση της τριετούς περιόδου και η καταβολή τοις μετρητοίς, το ταχύτερο, δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης που σε περίπτωση διαφωνίας καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο.
Στην ουσία η όλη επιχειρηματολογία των αιτητών σε σχέση με την παρούσα προσβαλλόμενη πράξη σχετίζεται με την έλλειψη δέουσας αιτιολογίας και δέουσας έρευνας ως προς την αναγκαιότητα στέρησης της περιουσίας τους υπό το φως και της μη αναζήτησης εναλλακτικής πρότασης, όπως αυτής της ενοικίασης της περιουσίας. Όπως έχει λεχθεί προηγουμένως εκείνο το οποίο οφείλει το Δικαστήριο στην υπό κρίση προσφυγή να εξετάσει και ουσιαστικά να περιορίσει τον εαυτό του, είναι η αναγκαιότητα της παράτασης του διατάγματος ισχύος της επίταξης. Ναι μεν το διάταγμα παράτασης σχετίζεται με το αρχικό διάταγμα, αλλά και την ίδια την απαλλοτρίωση, αλλά αυτά αποτελούν χωριστές διοικητικές πράξεις εναντίον των οποίων εκκρεμούν προσφυγές στις οποίες θα εξεταστούν τα ουσιαστικά σημεία που αφορούν αυτή τούτη την αναγκαιότητα της απαλλοτρίωσης και της επίταξης της περιουσίας των αιτητών.
Στο βαθμό που είναι δυνατή η έκδοση χωριστής και αυτόνομης πράξης παράτασης διατάγματος επίταξης μπορεί να αναφερθεί και η υπόθεση Hji Michael and Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 176 (Α. Λοΐζου, Δ.), όπου κρίθηκε ότι είναι δυνατή έστω και μετά την πάροδο της αρχικής περιόδου επίταξης, η έκδοση νέου διατάγματος επίταξης, εάν και εφόσον ικανοποιούνται οι νομοθετικές προϋποθέσεις, ενώ ακόμη και η μη έγκαιρη καταβολή αποζημίωσης, δεν καθιστά το διάταγμα επίταξης αντίθετο με το Άρθρο 23.8 του Συντάγματος, εφόσον η προσφορά για καταβολή αποζημίωσης γίνεται, αλλά απορρίπτεται από τον αιτητή.
Όσον αφορά την εξέταση και την επάρκεια του διατάγματος απαλλοτρίωσης για σκοπούς πάντοτε της παρούσας απόφασης, τα ενυπάρχοντα στους φακέλους στοιχεία τόσο τους διοικητικούς φακέλους, όσο και το περιεχόμενο των εγγράφων που έχουν επισυναφθεί στην ένσταση και τις αγορεύσεις των διαδίκων, αποκαλύπτουν μια ολοκληρωμένη έρευνα πριν τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, ενώ βέβαια δεν αμφισβητείται από τους αιτητές ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και η συνακόλουθη επίταξη και παράταση αυτής αφορούν σκοπό δημοσίας ωφελείας, την ανέγερση δηλαδή πανεπιστημίου για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ρητά αναφέρεται στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ότι ο λόγος ήταν η στέγαση και η λειτουργία του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, το αυτό δε αναφέρεται και στο ταυτόχρονα δημοσιευθέν διάταγμα επίταξης, η παράταση του οποίου αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη. Επίταξη για εκπαιδευτικούς σκοπούς επιτρέπεται βεβαίως δυνάμει του άρθρου 3(2)(ιστ) του Νόμου προς συμμόρφωση και με τη Συνταγματική επιταγή του Άρθρου 23.8.
Η ουσία των εγγράφων στα οποία στηρίζεται η απαλλοτρίωση και η επίταξη έγκειται στην αναγκαιότητα χωροθέτησης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου στο συγκεκριμένο αστικό κεντρικό σημείο της πόλης της Λεμεσού, προς αυτή δε την κατεύθυνση συνέτεινε τα μέγιστα το γεγονός της παραχώρησης διαθέσιμης κρατικής γης ώστε να ήταν δυνατή η απαλλοτρίωση και η επίταξη ολιγότερων ιδιωτικών τεμαχίων. Τα ουσιαστικά κρατικά κτίρια που παραχωρήθηκαν σε πρώτη φάση, του παλαιού Ταχυδρομείου, του παλαιού Δικαστηρίου και του παλαιού Κτηματολογίου οριοθετούσαν και τα κριτήρια επιλογής των υπολοίπων τεμαχίων γης εφόσον αναζητείτο η λειτουργία του Πανεπιστημίου σε ένα όσο το δυνατό ενιαίο χώρο με πολεοδομική συνοχή. Η ένταξη επομένως του τεμαχίου των αιτητών στον ευρύτερο χώρο του προτεινόμενου Πανεπιστημίου ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων, όπως απορρέει από τα πρακτικά των συνεδριών της Συντονιστικής Επιτροπής για τη στέγαση του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου στην οποία λάμβαναν μέρος όλοι οι αρμόδιοι φορείς του δημοσίου που εξέταζαν τότε τη βασική πρόταση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου για ένα μεικτό μοντέλο κτιρίων στο κέντρο της πόλης σε συνδυασμό με ένα πιο συμπαγές συγκρότημα στην περιοχή του παλαιού Νοσοκομείου.
Να σημειωθεί εδώ ότι όπως προκύπτει από τους φακέλους (δέστε και τα πρακτικά της συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 9.10.2007, με αναφορά και στη συνεδρία της ημερ. 27.9.2006), η επιλογή του αστικού κέντρου της Λεμεσού έγινε μέσα από μελέτη και εναλλακτικών λύσεων στη μείζονα Λεμεσό, όπως την περιοχή Βερεγγάρια στα Πολεμίδια και αγροτική περιοχή κοντά στο χωριό Πεντάκωμο, οι οποίες περιοχές αποκλείστηκαν για τους λόγους που καταγράφονται στα πρακτικά.
Το κτίριο των αιτητών, μαζί με άλλα, εντασσόταν φυσιολογικά στις κτιριολογικές ανάγκες της πρώτης φάσης λειτουργίας του Πανεπιστημίου διάρκειας τεσσάρων ετών με αναμενόμενη φοίτηση 1.500 περίπου φοιτητών και στελέχωση από 70 καθηγητές και 70 διοικητικούς λειτουργούς. Εκτιμήθηκαν οι αγοραίες αξίες της γης στην περιοχή με συγκεκριμένη αναφορά και στο οίκημα των αιτητών, στην πορεία δε διαφάνηκε ότι το τεμάχιο τους ήταν ανάμεσα σε εκείνα που κρίθηκαν αναγκαία για στέγαση του Πανεπιστημίου, με ανάλογη εισήγηση για απαλλοτρίωση τους. Αυτό φαίνεται από τα πρακτικά της 8ης συνεδρίας της Συντονιστικής Επιτροπής (Παράρτημα 1 στην ένσταση), όπου λήφθηκαν συγκεκριμένες αποφάσεις μεταξύ των οποίων και η απόφαση να προχωρήσει η σχετική διαδικασία απαλλοτρίωσης με προώθηση πρότασης στο Υπουργικό Συμβούλιο αφού προηγουμένως τα διάφορα κυβερνητικά γραφεία μελετούσαν, το κάθε ένα στον τομέα της αρμοδιότητας του, τα δεδομένα μεταξύ των οποίων τον υπολογισμό της αξίας των προς απαλλοτρίωση τεμαχίων και κτιρίων, την κατάρτιση κυκλοφοριακής μελέτης, την ετοιμασία πολεοδομικής μελέτης ανάπτυξης του Πανεπιστημίου κλπ. Το Υπουργικό Συμβούλιο λαμβάνοντας τη σχετική απόφαση για απαλλοτρίωση/επίταξη των διαφόρων τεμαχίων μεταξύ αυτών και του κτιρίου των αιτητών, δεν ενήργησε αυθαίρετα, αλλά στη βάση συγκεκριμένης πρότασης την οποία αφού μελέτησε υιοθέτησε, ως φαίνεται στο Παράρτημα 2 στην ένσταση. Από δε το Παράρτημα 3, επιστολή ημερ. 21.9.2006 του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, μαζί με Ενημερωτικό Σημείωμα ημερ. 27.10.2006, από την Πρώτη Λειτουργό Εκπαίδευσης, καθίσταται φανερό ότι πέραν των ευρύτερων λόγων που καταγράφονται και εξηγούνται ως προς την αναγκαιότητα της απαλλοτρίωσης και επίταξης κτιρίων στο αστικό κέντρο, αναφέρεται ειδικά για το ακίνητο των αιτητών ότι διέθετε και δικό του χώρο στάθμευσης, αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και των αναγκών του Πανεπιστημίου για στάθμευση υπηρεσιακών οχημάτων, τροφοδοσίας και προσωπικού.
Η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι η απαλλοτρίωση και η επίταξη προϋποθέτουν δέουσα έρευνα για την επιλογή της καλύτερης λύσης ανάλογα πάντοτε με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης. (Καπονίδης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 598). Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος αρ. 15/62, δεν επιβάλλει όπως το διάταγμα απαλλοτρίωσης είναι αιτιολογημένο και επομένως η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου εφόσον η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης που προηγείται ρητά πρέπει να αναφέρει το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Η παραπομπή στα στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελο, ενόψει και της φύσης του θέματος, προσθέτει την αναγκαία αιτιολογία επιτρέποντας έτσι και το δικαστικό έλεγχο (Σταυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672 και Καραογλανιάν Χακόπ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1238/08, ημερ. 7.2.2011, (Νικολαΐδης, Δ.). Όπως αναφέρεται και στον Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος 2ος, 12η έκδ. σελ. 144 παρ. 517, η αιτιολογία, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης, πρέπει να φανερώνει την εκτίμηση των ευρύτερων αναγκών ανάπτυξης στην περιοχή και τις ανάγκες της επιχείρησης υπέρ της οποίας γίνεται η απαλλοτρίωση, τη φύση των έργων που προγραμματίζονται και τη δυναμικότητα τους. Αυτά εξηγούνται με αναφορά στην υποσημείωση 167, σε σχέση με απαλλοτρίωση για επέκταση ξενοδοχείου, αλλά οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται για όλες τις απαλλοτριώσεις.
Η εκτίμηση κατά πόσο είναι αναγκαίο να γίνει ένα έργο για το οποίο χρειάζεται η απαλλοτρίωση και η επίταξη της ακίνητης ιδιοκτησίας ανήκει κατ΄ εξοχήν στη διοίκηση και δεν είναι δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να την υποκαταστήσει με δική του κρίση (Εταιρεία Τυπογραφεία Κόσμος Λτδ ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1986, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 1175 και Αντώνης Παπαντωνίου ως συνδιαχειριστής της περιουσίας της Αθηνάς Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 2078/06, ημερ. 11.10.2010 - απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας -). Επίσης η διοίκηση έχει κατά κανόνα και την ευθύνη για την επιλογή της καταλληλότερης τεχνικής λύσης σταθμίζοντας στο σύνολο τους όλα τα δεδομένα που αφορούν ένα έργο, το δε αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στο σχεδιασμό και την υλοποίηση του έργου, κατ΄ εξοχήν τεχνικά θέματα. (Πέτσα ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1485 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -). Στη Θεοδουλίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742, λέχθηκε ότι «... η κρίση της αρμόδιας αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα του έργου, δεν ελέγχεται ούτε υπεισέρχεται το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων.».
Περαιτέρω, η διαδικασία και ο τρόπος έρευνας υπάγεται στην ευχέρεια της διοίκησης (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345) και εφόσον η έρευνα αποδεικνύεται επαρκής, η εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων αφορά τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης που είναι ανέλεγκτη από το Δικαστήριο. Διαπιστώνεται ότι υπήρξε πλήρης έρευνα και ανάλυση των σχετικών δεδομένων. Στα πλαίσια αυτά διερευνήθηκε και η αγορά (εμπεριέχεται λογικά και η ενοικίαση), του ακινήτου των αιτητών και δεν εγκρίθηκε από τους καθ΄ ων ως αναφέρεται στην παρ. 1 της ένστασης. Αυτό αποτελεί επίσης ένα τεχνο-οικονομικό θέμα το οποίο δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, ούτε και μπορεί να επιβληθεί η αγορά ή η ενοικίαση του ακινήτου. Τα όσα δε εμπεριέχονται στην επιστολή της Γενικής Διευθύντριας ημερ. 20.2.2008 προς το Γενικό Εισαγγελέα στην οποία ταξινομούνται και περιέχονται τα σχετικά έγγραφα με βάση τα οποία τροχιοδρομήθηκε η απαλλοτρίωση, δεν αποτελούν εκ των υστέρων αιτιολόγηση, ως λανθασμένα ισχυρίζονται οι αιτητές, εφόσον αποτελούν απλώς συγκέντρωση των στοιχείων που προϋπήρχαν της προσβαλλόμενης πράξης, χάριν εύκολης αναφοράς.
Εν τέλει, η ίδια η πράξη παράτασης της επίταξης εμπεριέχει επαρκή αιτιολόγηση εφόσον αναφέρεται στην ανάγκη επέκταση της χρονικής περιόδου για ακόμη ένα έτος, ενόψει του ότι η ακίνητη ιδιοκτησία που αναφέρεται στο αρχικό διάταγμα υπ΄ αρ. 1056, ημερ. 3.11.2006, εξακολουθούσε να ήταν αναγκαία για τους σκοπούς δημοσίας ωφελείας, της στέγασης και λειτουργίας, δηλαδή, του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου. Είναι εμφανές ότι η όλη διαδικασία απαλλοτρίωσης, στέγασης και λειτουργίας του Πανεπιστημίου δεν είχε τελεσφορήσει.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ