ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 15/1962 - Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1549/2009)
14 Μαρτίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ,
2. ΛΙΚΚΑ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ,
3. ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ,
4. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ,
Αιτητών,
ν.
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τους Αιτητές.
Ρ. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Λ. Παπαφιλίππου, για το Ενδ. Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ΄ ων η Αίτησις να προσφέρουν στους Αιτητές εις την τιμή την οποία απέκτησαν προ της απαλλοτριώσεως, την ιδιοκτησία που καλύπτεται σήμερα κάτω από την εγγραφή με αριθμό 65017, τεμ.275, Φ/Σχ59/2Ι.ΙΙ χωράφι με έκταση 28,002 τ.μ. στη Λεμεσό και/ η παλαιά εγγραφή 38476 Φ/Σχ. LIX/2.I.II τεμάχιο 12/2, που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα των Καθ΄ ων η Αίτησις, είναι άκυρη, παράνομη, κακής πίστεως και καταχρηστική και ότι, κανένα έννομο αποτέλεσμα λόγω της πιο πάνω παράλειψης δεν παράγεται.»
Η υπόθεση των αιτητών έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η υπό αναφορά ακίνητη ιδιοκτησία έχει εγκαταλειφθεί.
Θα περιοριστώ στα απολύτως αναγκαία γεγονότα από το μακρύ ιστορικό της υπόθεσης. Το επίδικο κτήμα (χωράφι με κατοικία και αυλή που αντιστοιχούσε στα τότε τεμάχια 12/2 και 11/1/1/1 του Φ.Σχ.59/2.1.ΙΙ και IV με αρ. εγγραφής 38476 της ενορίας Τζαμί Τζιετίτ Λεμεσού) ήταν εγγεγραμμένο επ' ονόματι της ομορρύθμου εταιρείας Michael Pantelides & Sons Ltd το όλο μερίδιο. Μέρος του απαλλοτριώθηκε με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης Δ.Π. 674/25.11.54 και το Διάταγμα Δ.Π.30/19.1.56 για σκοπούς επέκτασης και βελτίωσης του παλιού λιμανιού Λεμεσού και ενεγράφη στο όνομα της Δημοκρατίας (τίτλος με αρ. εγγραφής 41-215/12.5.59) με αριθμό τεμαχίου 240 που αργότερα αντικαταστάθηκε με τους αριθμούς τεμαχίων 252-275 του Φ/Σχ. 59/2.2.Ι & ΙΙΙ. Ακολούθως εκδόθηκε διάταγμα επίσχεσης (Δ.Π.1008/24.10.56) με το οποίο τα κτήματα που απαλλοτριώθηκαν αρχικά, θα χρησιμοποιούνταν για άλλο σκοπό ήτοι, την στέγαση του Τμήματος Δημοσίων Έργων.
Στις 29.8.96 το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του κήρυξε μέρος της γης που είχε απαλλοτριωθεί με αρ. τεμ. 240 Φ/Σχ59/2.2.Ι, 2.1.ΙΙ, 2.2.ΙΙΙ και 2.1.IV ως πλεονάζουσα ιδιοκτησία. Τα κτήματα που περιλαμβάνονται στην εγγραφή 41215/12.5.54 Τζαμί Τζετίτ και κηρύχθηκαν πλεονάζοντα ενεγράφησαν στους δικαιούχους ιδιοκτήτες τους, ενώ το τεμάχιο 275 Φ/Σχ59/2.1.ΙΙ ενεγράφη στις 4.9.01 δυνάμει της εγγραφής 65017 στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 14.12.06 οι δικηγόροι των αιτητών που είναι οι κληρονόμοι και/ή οι πρώην συνέταιροι της ιδιοκτήτριας εταιρείας του ακινήτου (η οποία διαλύθηκε στις 31.5.79) ζήτησαν με επιστολή τους, την επιστροφή του επίδικου. Ζητήθηκε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα για τον χειρισμό του θέματος, αφού ο χώρος «χρησιμοποιείτο μέχρι πρόσφατα για στέγαση γραφείων του Τμήματος Δημοσίων Έργων και περιλαμβάνεται στο χώρο που θα χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη της μαρίνας Λεμεσού». Το θέμα ερευνήθηκε επίσης από το Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Μετά από ετοιμασία σχεδίων και σχετικών Πινάκων από το πιο πάνω Τμήμα και σύμφωνα με την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, προωθήθηκε νέο διάταγμα επίσχεσης το οποίο, μετά από νομοπαρασκευαστικό έλεγχο και σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσιεύθηκε την 1.6.07 σύμφωνα με τον προϊσχύοντα περί Απαλλοτρίωσης Νόμο Κεφ.226. Ως σκοπός δημοσίας ωφέλειας αναφέρεται στο διάταγμα, η ανάπτυξη, λειτουργία, διαχείριση και εκμετάλλευση της Μαρίνας Λεμεσού με τη μέθοδο D.B.F.O.T.
Την 18.6.07 εστάλη απάντηση του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού στους δικηγόρους των αιτητών με την οποία τους ενημέρωνε για την έκδοση του διατάγματος επίσχεσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην παρούσα διαδικασία, παρενέβη ως ενδ. μέρος η εταιρεία Limassol Marina Ltd, η οποία συμβλήθηκε με την Κυπριακή Δημοκρατία για την ανάληψη του έργου ανάπτυξης, λειτουργίας και διαχείρισης της Μαρίνας Λεμεσού.
Με την πρώτη προδικαστική ένσταση που εγείρουν οι δικηγόροι των καθ΄ ων η αίτηση και του ενδ. μέρους αμφισβητούν τη νομιμοποίηση των αιτητών να ασκήσουν την παρούσα προσφυγή, αφού δεν έχουν προσβάλει το διάταγμα επίσχεσης που εκδόθηκε την 1.6.07 για το οποίο ενημερώθηκαν. Θεωρούν ότι αυτό αποτελεί τη μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη που διέπει το καθεστώς του ακινήτου εφόσον ο σκοπός δημοσίας ωφέλειας μεταβλήθηκε και θα πρέπει να δοθεί στη Διοίκηση περαιτέρω περίοδος 3 ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης του για να καταδείξει το εφικτό και υλοποιήσιμο του νέου σκοπού. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα επιστροφής πλεονάζοντος πλέον στη βάση του άρθρου 15 του Νόμου αφού ο σκοπός της αρχικής απαλλοτρίωσης έχει μεταβληθεί.
Ο συνήγορος του αιτητή απαντώντας, ξεκαθαρίζει ότι το νομικό έρεισμα του αιτήματος των αιτητών είναι ο περί Απαλλοτρίωσης Γαιών Νόμος Κεφ. 226 και συγκεκριμένα η υποχρέωση της διοίκησης για διάθεση προς πώληση απαλλοτριωθείσας περιουσίας, που ο σκοπός της εγκαταλείφθηκε πέραν της δεκαετίας, στους πρώην ιδιοκτήτες της (άρθρο 13(2)(α)(ιι) και όχι η πρόνοια του άρθρου 23(5) του Συντάγματος και του άρθρου 15 του Ν.15/62 αφού αυτά αφορούν απαλλοτριωθείσα περιουσία μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος και νοουμένου ότι δεν επετεύχθη ο σκοπός εντός τριετίας. Είναι ξεκάθαρο, είπε, ότι οι αιτητές προσβάλλουν την παράλειψη επιστροφής της ιδιοκτησίας λόγω εγκατάλειψης του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Τέλος, ήταν η θέση του ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει, ανεξάρτητα από το διάταγμα επίσχεσης που ακολούθησε μεταγενέστερα.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.
Η προσφυγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απώλεσε το αντικείμενό της λόγω έκδοσης διατάγματος επίσχεσης για άλλο σκοπό. Η προσφυγή περιορίζεται στην ακύρωση της πράξης που αφορά στην άρνηση της διοίκησης να επιστρέψει το κτήμα, αφ' εαυτής εκτελεστή χωρίς να τίθεται θέμα παρεμπίπτοντος ελέγχου της πράξης επίσχεσης. Δεν εκτείνεται στο διάταγμα επίσχεσης το οποίο είναι ένα ξεχωριστό θέμα. To γεγονός ότι το διάταγμα επίσχεσης παρέμεινε απρόσβλητο παρά τη δημοσίευση του δεν εμποδίζει την έγερση της παρούσας προσφυγής η οποία τίθεται σε διαφορετική νομική βάση. (Αυγούστα Χαχολιάδου κ.α. ν. Δημοκρατίας Συνεκδ. Υποθ. 2358/06, 453/00, ημερ. 14.7.10)
Προβάλλεται και δεύτερη προδικαστική ένσταση από τους καθ' ων και το ενδ. μέρος ότι οι αιτητές, εφόσον ασκούν την προσφυγή στη βάση του περιουσιακού τους δικαιώματος ως κληρονόμοι των εταίρων και/ή ως εταίροι του συνεταιρισμού στον οποίο ανήκε το απαλλοτριωθέν ακίνητο και όχι προσωπικά, στερούνται εννόμου συμφέροντος διότι θα έπρεπε να αποδείξουν ότι ενεργούν και ως προσωπικοί διαχειριστές της περιουσίας των γονέων τους. Λέγουν επίσης ότι δεν είναι γνωστό στο δικαστήριο ποια διευθέτηση έγινε σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία της ετερόρρυθμης εταιρείας όταν αυτή διαλύθηκε. Είναι περαιτέρω θέση τους πως ούτε οι αιτητές που είναι οι συνέταιροι που παραμένουν εν ζωή, νομιμοποιούνται στην άσκηση της παρούσας προσφυγής καθότι, το άρθρο 40 του περί Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο Κεφ.116 περιορίζει τις εξουσίες τους μετά τη διάλυση του συνεταιρισμού μόνο σε πράξεις εκκαθάρισης υποθέσεων του συνεταιρισμού ή συμπλήρωσης των συναλλαγών του και όχι για ο,τιδήποτε άλλο.
Σύμφωνα με το πιστοποιητικό που επισυνάφθηκε ως Παράρτημα Β στην αίτηση οι αιτητές 1, 2 και 4 ήταν συνέταιροι της Μ. Pantelides & Sons κατά τη διάλυση της ενώ η τρίτη αιτήτρια Πολυξένη Παντελίδου είναι μοναδική θυγατέρα του αποβιώσαντα συνέταιρου σε ποσοστό 36,5% Κώστα Παντελίδη και εμφανίζεται ως εξ αδιαθέτου μοναδική κληρονόμος του.
Εφόσον ο συνεταιρισμός διαλύθηκε από το 1979 καθίσταται σαφές ότι οι αιτητές δεν προσφεύγουν εκ μέρους ή ως αντιπρόσωποι του συνεταιρισμού αλλά υπό την προσωπική τους ιδιότητα. Δεν απώλεσαν ωστόσο το δεσμό τους με τα περιουσιακά του στοιχεία και κατ' επέκταση με το εν λόγω ακίνητο. Δυνάμει του άρθρου 46 του περί Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου Κεφ. 116 οι αιτητές που υπήρξαν συνέταιροι δικαιούνται να προσφύγουν ως εκ της ιδιότητας τους και του δικαιώματος τους να λάβουν έκαστος το μερίδιο του στο ενεργητικό του συνεταιρισμού μετά τη διάλυση του. Επίσης δεν στοιχειοθετείται λόγος έλλειψης εννόμου συμφέροντος ούτε ως προς το πρόσωπο της τρίτης αιτήτριας, της οποίας το άμεσο συμφέρον ερείδεται στην ιδιότητα της ως κληρονόμου .Στο σύγγραμμα «Το έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» της Γλ. Σιούττη αναφέρονται τα εξής:
«Με έννομο συμφέρον ασκούν αίτηση ακύρωσης κατά αποφάσεων περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτων, η κληρονόμος ιδιοκτήτη ακινήτων που περιέχονται στην έκταση που απαλλοτριώνεται καθώς και ο ειδικός διάδοχος του.»
Στην προκειμένη περίπτωση η αιτήτρια 3 εμφανίζεται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Κώστα Παντελίδη με ποσοστό συμμετοχής στο συνεταιρισμό 36,5% (βλ. βεβαίωση ως παράρτημα Μ στη γραπτή αγόρευση των αιτητών). Δεν αποδεικνύει με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ότι λειτουργεί και ως προσωπική αντιπρόσωπος του αποβιώσαντα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απαραίτητο αφού δεν εκπροσωπεί τον αποβιώσαντα σε βάση αγωγής που προέκυψε βάσει του άρθρου 34(7) αλλά το συμφέρον της στην παρούσα προσφυγή στηρίζεται άμεσα στο κληρονομικό της μερίδιο επί του επίδικου κτήματος.
Στην ουσία της υπόθεσης, οι αιτητές προβάλλουν τη θέση ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να τους επιστρέψουν το επίδικό τεμάχιο στην τιμή την οποία απέκτησαν πριν την απαλλοτρίωση ενώ ελήφθη απόφαση ότι η απαλλοτριωθείσα περιουσία έπαψε να εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε αρχικά, είναι καταχρηστική και παράνομη.
Οι αιτητές επικαλούνται ως νομική βάση του αιτήματος τους το άρθρο 13(2)(α)(ΙΙ) του Κεφ. 226. Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 307, 316-319, οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες υποχωρούν μπροστά στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 23.5. Όπως τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση, η συνταγματική διάταξη όπως είναι διατυπωμένη, δεν παρέχει απλώς δικαίωμα στον πολίτη, που με αίτημά του μπορεί να αξιώσει την επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας του, αλλά επιβάλλει υποχρέωση στην απαλλοτριούσα αρχή να την προσφέρει. Η αναγκαία προσαρμογή του άρθρου 13 του Νόμου με τις διατάξεις του Συντάγματος απολήγει στην υιοθέτηση της ρηματικής πρόνοιας των συνταγματικών διατάξεων που καθιστούν υποχρεωτική την προσφορά από την απαλλοτριούσα αρχή της ακίνητης ιδιοκτησίας στο δικαιούχο και καθορίζουν το χρονικό διάστημα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, συντομότερο. Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι η υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής για προσφορά της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών, έστω και αν ίσχυε η δεκαετία που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Κεφ. 226, συνεχίζεται και μετά το 1960. Εφ΄ όσον οι απαλλοτριώσεις έγιναν το 1954 στο συνεχιζόμενο αυτό δικαίωμα παρενεβλήθηκαν και εφαρμόζονται οι διατάξεις του Συντάγματος.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από το νομικό υπόβαθρο δεν γεννάται εδώ υποχρέωση της προσφοράς πώλησης ή επιστροφής στους πρώην ιδιοκτήτες, αφού ο σκοπός της απαλλοτρίωσης όπως εξειδικεύτηκε με την πρώτη επίσχεση έχει πλήρως επιτευχθεί.
Οι αιτητές ξεκινούν από τη λανθασμένη θέση ότι το επίδικο τεμάχιο κηρύχθηκε ως πλεονάζον με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 29.8.96. Με αυτή την απόφαση φαίνεται ωστόσο να κηρύχθηκε ως πλεονάζουσα ιδιοκτησία, μέρος της κρατικής γης (τεμ.240) και να διατέθηκε στους πρώην ιδιοκτήτες, χωρίς όμως η απόφαση να αφορά και το επίδικο τεμάχιο το οποίο εγγράφηκε το 2001 στο όνομα της Δημοκρατίας. (Βλ. παράρτημα 26 και 27 στην ένσταση).
Επίσης από τα στοιχεία που επισυνάπτονται στην ένσταση και σύμφωνα με την παραδοχή των αιτητών, το εν λόγω τεμάχιο χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς για τους οποίους είχε επιταχθεί με το Δ.Π.1008/24.10.56 αφού μέχρι και το 2006 φιλοξενούσε τα υποστατικά του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Συνεπώς ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επιτεύχθηκε και όταν υποβλήθηκε το αίτημα των αιτητών για επιστροφή του ακινήτου στις 14.12.06, αυτό διερευνήθηκε δεόντως. Το αίτημα ωστόσο δεν μπορούσε να γίνει δεκτό παρά το ότι ο αρχικός σκοπός έπαυσε να ισχύει, διότι εξακολουθούσε να εξυπηρετεί σκοπό δημοσίας ωφέλειας άλλο από τον αρχικό, επισφραγίζοντας τον με το εκδοθέν διάταγμα επίσχεσης. Το διάταγμα αυτό παραμένει απρόσβλητο από τους αιτητές.
Παρενθετικά σημειώνω ότι ακόμη και αν ίσχυε η εκδοχή των αιτητών για εγκατάλειψη του αρχικού σκοπού απαλλοτρίωσης σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο εδώ άρθρο 13(2)(α ) του Κεφ. 226 η υποχρέωση πώλησης στους αιτητές δεν ισχύει:
«(2)(α) Πριν από οποιαδήποτε πώληση ως το εδάφιο (1), η γη πρέπει, εκτός εάν:
(i) έχει στο μεταξύ κτισθεί σ΄ αυτή ή χρησιμοποιηθεί για σκοπούς ανέγερσης, ή
(ii) η εγκατάλειψη, ως προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο, λάβει χώρα πάνω από δέκα χρόνια μετά την ημερομηνία της απαλλοτρίωσης
να προσφερθεί προς πώληση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου αυτού, στο πρόσωπο από το οποίο απεκτήθη η γη, ο οποίος θα δηλώσει την επιθυμία του να αγοράσει την γη εντός έξι εβδομάδων από την ημερομηνία που έγινε η προσφορά, διαφορετικά θα θεωρείται ότι έχει απορρίψει την προσφορά.»
Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκατάλειψη κατά τους αιτητές συνέβη περί το 2006, δηλαδή 50 και πλέον χρόνια μετά την απαλλοτρίωση. (Ιερά Μητρόπολη Κύκκου και Τηλλυρίας υπό του κ.κ. Νικηφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, υπόθ. αρ. 1564/2008, ημερ. 14.5.2010.)
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση τα οποία να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.