ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 274/2009)
25 Φεβρουαρίου, 2011
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ASHOKA KARUNAYAKA KARUNAYAKA MUDIYANGSELAGE,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Σωτήρης Σταυρινού, για την Αιτήτρια.
Ευγενία Παπαγεωργίου - Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, υπήκοος της Σρι Λάνκα, ήλθε στην Κύπρο στις 18/3/2006, νόμιμα, για να εργαστεί. Δύο, σχεδόν, χρόνια αργότερα, στις 17/6/2008, υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση σ' αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα. Ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για πολιτικούς λόγους. Συγκεκριμένα, το 2004, κατά τη διάρκεια των Προεδρικών Εκλογών, εργάστηκε για το κόμμα UNP, το οποίο, όμως, έχασε στις εκλογές. ΄Οταν την εξουσία ανέλαβε το κόμμα SLFP, εξαιτίας της απασχόλησής της στο κόμμα UNP, δέχθηκε απειλές και έχασε το σπίτι και την περιουσία της.
Την 1/7/2008, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής της, είχε μαζί της συνέντευξη, κατά την οποία διερευνήθηκαν οι λόγοι που αυτή πρόβαλε για να στηρίξει το αίτημά της. Σ' αυτήν επανέλαβε ότι εργάστηκε για το κόμμα UNP κατά τη διάρκεια των Προεδρικών Εκλογών. Διευκρίνισε, όμως, ότι δεν ανήκε στο κόμμα αυτό και ότι δεν ήταν το 2004 που εργάστηκε αλλά το 2005 και μοναδικός σκοπός της ήταν να αυξήσει τα έσοδά της και να εξασφαλίσει σπίτι.
Για λόγους που καταγράφονται με λεπτομέρεια στην ΄Εκθεση της λειτουργού, η αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη. Η Υπηρεσία Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη του αιτήματός της και της γνωστοποίησε την απόφασή της.
Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ασκήθηκε διοικητική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερομηνίας 12/1/2009.
Με την προσφυγή της, η αιτήτρια προβάλλει ότι:-
(α) Η έρευνα που διεξήχθη δεν είναι επαρκής.
(β) Η απόφαση στηρίχτηκε στις εισηγήσεις λειτουργών και, συνεπώς, λήφθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα.
(γ) Τα γεγονότα, τα οποία αυτή παρέθεσε, αξιολογήθηκαν κατά τρόπο πλημμελή.
(δ) Η ίδια δεν κλήθηκε να αιτιολογήσει και να δώσει εξηγήσεις και/ή να παρουσιάσει στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημά της.
(ε) Η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη· και
(στ) Η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), και συγκεκριμένα του ΄Αρθρου 28Ζ αυτού.
΄Εχοντας εξετάσει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει βάση σ' αυτούς. Η έρευνα, την οποία η Υπηρεσία Ασύλου και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), έχουν διεξαγάγει, είναι επαρκής. Είναι καλά νομολογημένο ότι ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας καθορίζεται από τα πιο πάνω όργανα. Δεν αποτελεί παρανομία η έρευνα να γίνεται από λειτουργούς της Υπηρεσίας τους, αφού είναι ανθρωπίνως αδύνατο αυτή να διεξάγεται πάντοτε από το όργανο το οποίο είναι εκ του Νόμου επιφορτισμένο για τη λήψη της απόφασης. Αρκεί το διοικητικό όργανο να εξετάζει τα όσα έχουν ερευνηθεί και να καταλήγει το ίδιο σε συμπεράσματα. Εδώ, τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασαν τις εισηγήσεις των λειτουργών τους και συμφώνησαν με την κατάληξή τους, προτού τις υιοθετήσουν. Οι ισχυρισμοί που αφορούν στην παραβίαση του ΄Αρθρου 28Ζ του Νόμου δεν ευσταθούν. Παρόμοιοι ισχυρισμοί εξετάστηκαν, κατ' επανάληψη, και απορρίφθηκαν. Παραπέμπω, σχετικά, στη Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393.
Θεωρώ το παράπονο της αιτήτριας ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά οι ισχυρισμοί της και τα στοιχεία που αυτή πρόβαλε αδικαιολόγητο. Τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασαν έναν προς έναν τους ισχυρισμούς της και, για τους λόγους που καταγράφονται με λεπτομέρεια, προκύπτει ότι αυτό έγινε, σε κάθε στάδιο, νόμιμα και με καλή πίστη. Από τη στιγμή που αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη - και οι λόγοι που δίδονται είναι επαρκείς - η απόρριψη του αιτήματός της ήταν αναπόφευκτη. Η αιτήτρια είχε κάθε ευκαιρία να προβάλει και πρόβαλε τις θέσεις και τα επιχειρήματά της, έτσι ώστε ούτε το παράπονό της ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά της να ακουστεί ευσταθεί. Περαιτέρω, απλή ανάγνωση της απόφασης καταρρίπτει και τον ισχυρισμό της για το αναιτιολόγητό της και καταδεικνύει ότι η κατάληξη είναι καθ' όλα εύλογη, υπό τις περιστάσεις.
Η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε, επίσης, το κατά πόσο η αιτήτρια μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και είναι εύλογη η κατάληξή της σε αρνητικό αποτέλεσμα, στη βάση ότι αυτή δεν κατάφερε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19(1) του Νόμου, να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι στη χώρα της θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου. Εύλογη είναι, επίσης, και η διαπίστωσή της ότι η αιτήτρια δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου για παραχώρηση σ' αυτήν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ