ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 1720/2008)

 

18 Φεβρουαρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 26, 28 ΚΑΙ   146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

T.P.M. FOOD & CATERING SERVICES LIMITED,

Αιτητών,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Χρ. Παρασκευάς για Γεωργιάδη & Μυλωνά, για  τους Αιτητές.

Α. Ζερβού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:     Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄  ων η αίτηση ημερ. 27.8.2008, με την οποία τροποποιείται η βεβαίωση φόρου ημερ. 10.2.2006 και με την οποία βεβαιώνεται η οφειλή φόρου προστιθέμενης αξίας, των αιτητών, για το ποσό των €19.922,86.-, είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα.  Επιπρόσθετα ζητούνται δηλώσεις του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄  ων η αίτηση ημερ. 27.8.2008, στο βαθμό που αφορά τη φορολογική περίοδο 1.7.1998 - 31.1.2001 και τη φορολογική περίοδο 1.2.2002 -31.12.2002, είναι άκυρη και χωρίς νόμιμο αποτέλεσμα.

 

Ισχυρίζονται οι αιτητές, στην προσφυγή τους, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας και ότι ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και ο νόμο.  Λέγουν επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με κάποιες διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν 245/1990, όπως τροποποιήθηκε) και με κάποιες  Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις. 

 

Συγκεκριμενοποιούν, οι αιτητές, τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς τους λέγοντας ότι οι σχετικές φορολογικές περίοδοι του 1998-2001 και του 2002 είναι εκτός των χρονικών πλαισίων που καθορίζει το άρθρο 34(5) του Ν 245/90, δηλαδή ότι η προαναφερόμενη βεβαίωση ήταν εκπρόθεσμη, ως προς τις περιόδους στις οποίες αφορούσε.

 

Επιπρόσθετα οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε μη σχετικά γεγονότα και πληροφορίες, λήφθηκε μετά από παρέλευση ευλόγου χρόνου και κατά παράβαση του σχετικού νόμου και των σχετικών κανονισμών.  

 

Οι αιτητές, που είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λάρνακα, ασχολούνται με τη διαχείριση και λειτουργία καφεστιατορίου στην πόλη της Λάρνακας.    Στις 10.2.2006 οι καθ΄  ων η αίτηση απέστειλαν στους αιτητές βεβαίωση επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας για το ποσό των £6.741,59.- αναφορικά με την περίοδο 1.7.1998-31.1.2002 και για το  ποσό των £11.819,02.- για την περίοδο 1.2.2002-31.3.2005.  

 

Στις 17.3.2006 οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση για τις προαναφερόμενες βεβαιώσεις και  μετά από διάφορες συναντήσεις μεταξύ των αιτητών και των λογιστών τους και της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. και προσκόμισης περαιτέρω στοιχείων προς την Υπηρεσία αυτή, η Υπηρεσία Φ.Π.Α., «μετά που προέβη σε καινούργια εξέταση του θέματος και μελέτη νέων στοιχείων που δόθηκαν σ΄ αυτούς», όπως ισχυρίζονται οι αιτητές στο δικόγραφο τους, αποφάσισε και κοινοποίησε την απόφασή της, με επιστολή ημερ. 27.8.2008, να αυξήσει το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται, για την πρώτη περίοδο, και να το μειώσει για τη δεύτερη περίοδο.   Είναι πάντως αδιαμφισβήτητο ότι το συνολικό ποσό που βεβαιώνεται, και για τις δύο περιόδους, είναι πολύ χαμηλότερο του αρχικού που βεβαιωνόταν, πριν την ένσταση, στις 10.2.2006, εφόσον το αρχικό συνολικό ποσό ήταν €31.712,68.- (£18.560,61) ενώ το τελικό ποσό ήταν €19.922,86.- (£11.660,33).  

 

Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή, δεόντως αιτιολογημένη, αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, βασισμένη σε ορθά γεγονότα και νομικές αρχές και εντός των χρονικών πλαισίων που καθορίζονται από το άρθρο 34(5) του Ν 246/90.   Απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς των αιτητών, οι καθ΄  ων η αίτηση λέγουν πως δίδεται επαρκής αιτιολογία, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία συνάγεται και από τα στοιχεία των φακέλων, ότι έγινε δέουσα έρευνα, με καλή πίστη και ότι αυτό διαφαίνεται και από το γεγονός ότι, παρά τη μη υποβολή πρόσθετων στοιχείων από τους αιτητές, όπως τους ζητήθηκε από τους καθ΄  ων η αίτηση, οι καθ΄  ων η αίτηση μείωσαν τη φορολογική υποχρέωση των αιτητών.  Ως προς το ζήτημα των χρονικών πλαισίων οι καθ΄ ων η αίτηση λέγουν ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ισχύει η πρόνοια της υποπαραγράφου (β) του άρθρου 34(5) του προαναφερόμενου νόμου και όχι η πρόνοια της υποπαραγράφου (α).  Η υποπαράγραφος (α) προνοεί ότι βεβαίωση για οφειλή φόρου πρέπει να γίνεται το αργότερο δύο χρόνια μετά το τέλος της φορολογικής περιόδου στην οποία αφορά.  Στην υποπαράγραφο (β) προνοείται, διαζευκτικά, προς την πρόνοια της υποπαραγράφου (α), ότι η βεβαίωση πρέπει να γίνεται το αργότερο ένα χρόνο αφότου περιήλθαν εις γνώση του Εφόρου στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων και ικανοποιητικά, κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης.  

 

Αναφορικά με το ζήτημα των χρονικών πλαισίων συμφωνώ με τους καθ΄ ων η αίτηση ότι, εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο πως τα τελευταία ουσιαστικά στοιχεία περιήλθαν εις γνώση του Εφόρου στις 4.10.2005, ισχύει η  πρόνοια της υποπαραγράφου (β) του άρθρου 34(5) σύμφωνα με την οποία η βεβαίωση πρέπει να γίνει το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο.  Δηλαδή ο Έφορος, στην προκείμενη περίπτωση, είχε περίοδο ενός χρόνου, από 4.10.2005 και επομένως η βεβαίωση στην οποία προέβη και ήταν ημερ. 10.2.2006 ήταν εμπρόθεσμη.  Δεν μπορώ να δεχθώ τη θέση των αιτητών ότι η βεβαίωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 34(5) σημαίνει την τελική βεβαίωση του Εφόρου η οποία δίδεται μετά από την υποβολή ενστάσεως και την εξέταση, τη μελέτη και την απόφαση του Εφόρου επί της ενστάσεως.  Δεν θα ήταν λογική τέτοια ερμηνεία, κατά την κρίση μου, εφόσον η μελέτη και η απόφαση για μια ένσταση που υποβάλλεται είναι δυνατόν να διαρκέσει περισσότερο από ένα χρόνο.   Άρα καταλήγω στο συμπέρασμα πως η αρχική βεβαίωση του Εφόρου ημερ. 10.2.2006 ήταν εντός των ορθών χρονικών πλαισίων και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 27.8.2008 δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτή, γι΄ αυτό το λόγο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών δέχθηκε, σε κάποιο στάδιο, ότι η Λειτουργός, η οποία προέβη στην εξέταση της υπόθεσης, ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη και επομένως αυτό το θέμα δεν είναι πλέον επίδικο.  Αναφορικά με τα υπόλοιπα επίδικα θέματα παρατηρώ τα εξής: 

 

(α)  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η απόφαση ημερ. 27.8.2008 και επομένως είναι για εκείνη την απόφαση που θα πρέπει να αποφασιστεί εάν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας και μη αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα.  Η απόφαση της 10.2.2006 ενσωματώνεται στην απόφαση ημερ. 27.8.2008.   Στην  προσβαλλόμενη απόφαση δίδεται, κατά την κρίση μου, επαρκής αιτιολογία.  Η αιτιολογία συνίσταται στο ότι με την ένσταση τους οι αιτητές δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε πρόσθετο στοιχείο που να δικαιολογεί οποιαδήποτε μείωση του ποσού της αρχικής βεβαίωσης.  Συγκεκριμένα, όπως παρατηρείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι αιτητές δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε στοιχείο που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό τους ότι έχει αποδοθεί ο φόρος για όλες τις φορολογητέες πράξεις τους ή ότι έχει εφαρμοστεί ο ορθός φορολογικός συντελεστής σε όλες τις συναλλαγές τους.  Επιπρόσθετα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρατηρείται ότι οι αιτητές δεν έχουν προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία, παρά την επιστολή των καθ΄  ων η αίτηση ημερ. 2.4.2007 με την οποία τους ζητείτο να παρουσιάσουν συγκεκριμένα στοιχεία, εντός δύο εβδομάδων, και παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις των αιτητών. 

Παρά τα προαναφερόμενα οι καθ΄  ων η αίτηση, με βάση τα οποιαδήποτε στοιχεία είχαν στη διάθεση τους, προχώρησαν σε κάποιους νέους υπολογισμούς που είχαν σαν αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση της φορολογικής υποχρέωσης των αιτητών. 

 

(β)    Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία θεωρώ ότι οι καθ΄ ων η αίτηση προέβησαν σε δέουσα έρευνα και πάλι με βάση τα ελλιπή στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους.  Δεν έχω πειστεί από τους αιτητές ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παραγνώρισαν οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία που οι αιτητές έθεσαν στη διάθεση τους ή ότι έλαβαν υπόψη τους οποιαδήποτε άσχετα με την υπόθεση στοιχεία.  Κατ΄ επέκταση δεν τίθεται και οποιοδήποτε θέμα κακοπιστίας εκ μέρους των καθ΄  ων η αίτηση.  

 

(γ)    Δεν συμφωνώ με τους αιτητές ότι υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 25(12) του προαναφερόμενου νόμου αναφορικά με φορολογικές περιόδους τις οποίες οι καθ΄  ων η αίτηση δεν τήρησαν.   Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα αυτό δεν περιλαμβάνεται  στους λόγους ακύρωσης στην προσφυγή των αιτητών και επομένως δεν αποτελεί επίδικο θέμα. 

 

(δ)    Δεν μου διαφεύγει ότι η ευχέρεια του δικαστηρίου για παρέμβαση σε φορολογικές υποθέσεις όπως η παρούσα, είναι περιορισμένη.  Το δικαστήριο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η κατάληξη του Εφόρου δεν είναι, ως θέμα λογικής συνέπειας, δυνατή.  Το βάρος απόδειξης το έχουν οι αιτητές και δεν θεωρώ πως οι αιτητές έδωσαν επαρκή ή οποιαδήποτε στοιχεία που να δείχνουν ότι η απόφαση του Εφόρου δεν ήταν δυνατή ή δεν ήταν εφικτή.  Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659 αλλά και στην Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 106, σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκονται στα όρια του λογικά εφικτού.   Το διοικητικό δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου, όταν η απόφαση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ την προσβαλλόμενη απόφαση ως νόμιμη και την προσφυγή ως αβάσιμη.  Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500.- έξοδα εις βάρος των αιτητών.

 

                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                              Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο