ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1315/2008)

 

25 Φεβρουαρίου, 2011

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΑΡ  23,  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΙΚΟΣ  Μ.  ΜΑΡΚΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ  ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΑΡΧΕΙΟΥ  ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Μίκης Φλωρέντζος, για τον Αιτητή.

Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), ημερομηνίας 5/6/2008,  με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας στον αποθανόντα αδελφό του Δημήτριο Μαρκίδη.

 

Ο Δημήτριος Μαρκίδης γεννήθηκε και ζούσε στην Κερύνεια μέχρι το 1965, που μετέβη στη Νότια Αφρική, όπου διέμενε και εργαζόταν ως εργολάβος οικοδομών μέχρι τον επαναπατρισμό του το 1995.  Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο και μέχρι το θάνατό του - (2/7/2007) - διέμενε σε προσφυγική κατοικία που είχε παραχωρηθεί στη μητέρα τους, εκτοπισθείσα και κάτοχο προσφυγικής ταυτότητας, η οποία απεβίωσε το 2004.

 

Μετά το θάνατο της μητέρας τους, ο αιτητής αποτάθηκε στην Υπηρεσία Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων, για σκοπούς τιτλοποίησης της πιο πάνω κατοικίας, πληροφορήθηκε, όμως, ότι αυτή παρέμεινε στην ιδιοκτησία της Δημοκρατίας, γιατί η μητέρα τους, καίτοι υπήρξε νόμιμος δικαιούχος χρήσης, δεν κατέστη δικαιούχος του τίτλου ιδιοκτησίας, αφού η τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας ετέθη σε ισχύ μετά το θάνατό της.  Ταυτόχρονα, όμως, του υπεδείχθη ότι η κατοικία θα μπορούσε να εγγραφεί επ' ονόματι του αδελφού του, ο οποίος κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των σχετικών Κανονισμών - (7/4/2006) - ήταν «... ο νόμιμος και μόνιμος κάτοικος της οικιστικής μονάδας.», εάν αυτός κατείχε την προσφυγική ιδιότητα, οπόταν, διά της κληρονομικής διαδοχής, ο τίτλος ιδιοκτησίας θα κατέληγε στους κληρονόμους του.

 

Ακολούθως, ο αιτητής υπέβαλε στην Υπηρεσία Εγγραφής - Αρχείο Πληθυσμού - Υπουργείο Εσωτερικών - «Μετά θάνατο αίτηση για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας» στο όνομα του αποβιώσαντος αδελφού του, μαζί με επιστολή του, διάφορα έγγραφα και πιστοποιητικά του αποθανόντα, που εξετάστηκε από αρμόδιο λειτουργό.  Αυτός, σε σχετικό «Σημείωμά» του ημερομηνίας 10/4/2008, εισηγήθηκε την απόρριψή της.  Στη συνέχεια, κοινοποιήθηκε στον αιτητή, εκ μέρους της Διευθύντριας, η ακόλουθη επιστολή, ημερομηνίας 16/4/2008:-

 

«Κύριε,

 

      Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην υποβληθείσα εκ μέρους σας μετά θάνατο αίτηση με ημερομηνία 28.02.2008 για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας για τον αποβιώσαντα αδελφό σας Δημήτριο Μ. Μαρκίδη με τόπο εκτοπισμού τον κατεχόμενο Δήμο Κερύνειας Λεωφ. Ησιόδου αρ. 12 και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση απορρίφθηκε γιατί από τα στοιχεία που έχετε προσκομίσει καθώς και από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι η συνήθης διαμονή του αποβιώσαντα αδελφού σας πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή ήταν στο εξωτερικό και όχι στην κατεχόμενη Κερύνεια.

 

2.  Τα υπ' αρ. 70469, Α228134 και Β492763 Κυπριακά Διαβατήρια του αποβιώσαντα αδελφού σας, σας αποστέλλονται.»

 

 

 

Ο αιτητής αντέδρασε με επιστολή του ημερομηνίας 15/5/2008 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, η οποία έχει ως ακολούθως:-

 

«Αξιότιμε Κύριε,

 

Με την παρούσα επιστολή μου ζητώ επανεξέταση της υπόθεσης με Αριθμό Φακέλου Πρ. Τ. 5676 του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και έκδοση προσφυγικής ταυτότητας στον αποβιώσαντα αδελφό μου Δημήτριο Μ. Μαρκίδη.

 

Είμαι ο μοναδικός κληρονόμος του και έχω έννομο συμφέρον σε περιουσία.  Συγκεκριμένα διεκδικώ την τιτλοποίηση της κατοικίας με Αρ. 18Γ΄ επί της Λεωφόρου Κυρήνεια του Κυβερνητικού Οικισμού Αθαλάσσας της Λευκωσίας.

 

Ο αποθανών ζούσε στην πιο πάνω οικία μαζί με τη μητέρα μας, που απεβίωσε την 21ην Οκτωβρίου 2004, από τις 2 Σεπτεμβρίου 1996 μέχρι τις 2 Ιουλίου 2007 που απεβίωσε και ο ίδιος μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.  Ήταν μεταμοσχευμένος νεφρού και ανύπαντρος, και είχε μεταβεί από τον Δεκέμβρη του 1965 στην Νότιο Αφρική για εργασία και έστελνε χρήματα στην οικογένεια του στην Κερύνεια.

Επέστρεψε από την Νότιο Αφρική χωρίς να αποκτήσει ποτέ την ιθαγένεια της Νοτίου Αφρικής και χωρίς να αποβάλει την Κυπριακή Ιθαγένεια.

 

Η μητέρα μου ήταν κάτοχος προσφυγικής ταυτότητας ενώ ο αδελφός μου όχι.

Δεν αποτάθηκε προηγουμένως για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας γιατί απλά δεν του είχε ζητηθεί.

Ο αποθανών διέμενε νόμιμα στην πιο πάνω οικία, σχεδόν 11 χρόνια, καθότι το όνομα του ήταν καταχωρημένο στην άδεια χρήσης της οικίας που παραχωρήθηκε στη μητέρα μας στις 2/9/1996.

Πίστευε ότι η κατοχή και νόμιμη χρήση της οικίας, του έδιδε και το δικαίωμα απόκτησης μετά και από την απόφαση της Κυβέρνησης να παραχωρήσει τους τίτλους των κατοικιών στους πρόσφυγες που κατοικούσαν νόμιμα σ' αυτές.

 

Το έννομο συμφέρον για τιτλοποίηση των οικιών δημιουργήθηκε για πρώτη φορά με την απόφαση της διακυβέρνησης του κου Γλαύκου Κληρίδη να προχωρήσει, έστω και μεμονωμένα, σε παραχώρηση τίτλων.

Τότε η μητέρα μας ήταν εν ζωή.

 

΄Ολα τα σχετικά στοιχεία, έγγραφα και λοιπά, βρίσκονται στον πιο πάνω φάκελο του Υπουργείου σας, που πιστεύω δικαιολογούν και την έκδοση προσφυγικής ταυτότητας για τον αποβιώσαντα αδελφό μου, αλλά και την κληρονομική διαδοχή της πιο πάνω κατοικίας, ιδιοκτησία της οποίας περιήλθε στον εν λόγω αδελφό μου.»

 

 

 

Η πιο πάνω επιστολή διαβιβάστηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (το «Τμήμα»), και, εκ μέρους της Διευθύντριας, εστάλη στον αιτητή η ακόλουθη επιστολή, ημερομηνίας 5/6/2008:-

 

«Κύριε,

 

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας προς τον Υπουργό Εσωτερικών, κ. Νεοκλή Συλικιώτη, με ημερ. 15.05.2008, σχετικά με το αίτημα σας για να εκδοθεί προσφυγική ταυτότητα στον αποθανόντα αδελφό σας, Δημήτριο Μ. Μαρκίδη, η οποία διαβιβάστηκε στο Τμήμα αυτό λόγω αρμοδιότητας και να σας πληροφορήσω ότι όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία ο αδελφός σας από τις 24.01.1965 μέχρι τις 8.12.1995 ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και συνεπώς λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας δεν μπορεί να εγκριθεί, γιατί στην περίπτωση του δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που καθορίστηκαν για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας.

 

2.  Συναφώς αναφέρεται ότι η καταγωγή είναι άσχετη με την προσφυγική ιδιότητα.»

 

 

 

Με την προσφυγή του, ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος της πιο πάνω απόφασης, ισχυριζόμενος ότι αυτή λήφθηκε υπό συνθήκες νομικής και πραγματικής πλάνης, στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινού προς το κράτος, καθώς και το δικαίωμα ακρόασής του.

 

Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση, εγείρονται τρεις προδικαστικές ενστάσεις.  Με την πρώτη, αυτοί προβάλλουν ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα προσφυγή, γιατί το δικαίωμα έκδοσης προσφυγικής ταυτότητας είναι προσωποπαγές και, στην προκείμενη περίπτωση, έπαψε να υφίσταται με το θάνατο του αδελφού του, ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας.

 

Απορρίπτοντας την πιο πάνω εισήγηση, ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι η προσφυγική ταυτότητα δεν ενσωματώνει μόνο προσωποπαγή δικαιώματα αλλά και δικαιώματα σε παροχές, διευκολύνσεις, χορηγίες, κ.λ.π., όχι μόνο στον κάτοχό της αλλά και στους κληρονόμους ή εξαρτωμένους ή/και συγγενείς του.  Επικαλούμενος σχετική νομολογία αλλά και νομικά συγγράμματα, υποστήριξε ότι, εφόσον, στην παρούσα περίπτωση, η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα, είναι δυνατή η προώθηση της προσφυγής από τον κληρονόμο του αποθανόντα. 

 

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.  Οι όροι «ίδιον, ενεστώς έννομον  συμφέρον» του ΄Αρθρου 146.2 του Συντάγματος καθιστούν την άμεση προσβολή υφιστάμενου συμφέροντος του αιτητή προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής.  Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής άσκησε και προώθησε την παρούσα προσφυγή, επιδιώκοντας ακύρωση διοικητικής απόφασης, απορριπτικής αιτήματος που ο ίδιος υπέβαλε εκ μέρους του αποβιώσαντος αδελφού του και, ασφαλώς, δεν εξετάζεται στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο το κατά πόσο ο αποθανών πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις.  Είναι γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά άμεσα τον αιτητή.  ΄Οπως εξηγεί ο Π. Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 1985, σελ. 257, 258-259:-

 

«2.  Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τεκμαίρεται από τον ίδιο το νόμο,  αν  η  αίτηση  ακυρώσεως  ασκείται  από  αυτόν  τον   οποίον  'α φ ο ρ ά'  η προσβαλλομένη πράξη3, αυτόν δηλαδή στον οποίο απευθύνεται ονομαστικώς ή υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη συγκεκριμένου ακινήτου ή οχήματος κλπ.  Πράγματι, το γεγονός αυτό αρκεί για να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον· ο νόμος το αναφέρει ρητώς όχι ως εξαίρεση από την ανάγκη υπάρξεως εννόμου συμφέροντος (όπως υποστηρίχθηκε στο παρελθόν), αλλά ως περίπτωση όπου η πιθανολόγηση είναι γενικά αυτόματη, εκτός αν προκύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήρης έλλειψη εννόμου συμφέροντος.  Αντιθέτως, εκείνος τον οποίο δεν 'αφορά' η προσβαλλομένη πράξη πρέπει πάντοτε να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον.

 

..............................................................................................................

 

4.  Η δεύτερη κατηγορία περιπτώσεων που απαιτείται ειδική πιθανολόγηση  του  εννόμου  συμφέροντος  του  αιτούντος  αφορά τις π ρ ά ξ ε ι ς   π ο υ   α π ε υ θ ύ ν ο ν τ α ι   σ ε   π ρ ό σ ω π ο   ά λ λ ο  α π ό  τ ο ν  α ι τ ο ύ ν τ α.  ΄Οταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως, αλλά  τ ρ ί τ ο ς,  πρέπει να ισχυρισθεί ευλόγως ότι εντούτοις θίγονται δικά του συμφέροντα.  Στην περίπτωση αυτήν πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογη με τον ευμενή ή δυσμενή για τον αποδέκτη της χαρακτήρα της πράξεως.

 

..............................................................................................................

 

Δ υ σ μ ε ν ε ί ς  για τον αποδέκτη τους πράξεις θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του αποδέκτη για την προσβολή τους.  Έννομο συμφέρον μπορεί όμως, να έχουν και τρίτοι, στους οποίους επεκτείνεται ή επιρρίπτεται το δυσμενές αποτέλεσμα της προσβαλλομένης πράξεως.  Ο νόμος δεν προβλέπει μεν 'πλαγιαστική' αίτηση ακυρώσεως8 και επομένως η ιδιότητα του δανειστή του αποδέκτη της προσβαλλομένης πράξεως δεν αρκεί κατ' αρχήν για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος του δανειστού.   Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε όμως σε διάφορες αποφάσεις του ότι αρκεί σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του αποδέκτη και του τρίτου για να θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του τελευταίου.  Έτσι, δέχθηκε η νομολογία ότι η εταιρία που κατέβαλε τέλη κομίστρων για λογαριασμό των πελατών της, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την πράξη περί της σχετικής υποχρεώσεως9· ότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που στεγάζει αρτοποιείο μπορεί να προσβάλει την πράξη ανακλήσεως λειτουργίας του, αν κινδυνεύει να χάσει τον μισθωτή του10· ότι ο πατέρας του αποδέκτη μιας δυσμενούς πράξεως που αφορά την εκπαίδευση ή τη στρατιωτική του υπηρεσία  μπορεί να προσβάλει την πράξη αυτήν11 (λόγω προφανώς των υποχρεώσεων των γονέων προς τα παιδιά τους, τις οποίες επιτείνει ή παρατείνει η δυσμενής πράξη).»

 

 

 

Στη Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, τονίστηκε ότι, για τη θεμελίωση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος, αρκεί ο εύλογος, (δηλαδή όχι προφανώς ασύστατος), ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος.  Δεν απαιτείται, δηλαδή, απόδειξη αλλά είναι αρκετή η πιθανολόγηση.

 

Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής, σύμφωνα με τα γεγονότα και τους ισχυρισμούς του, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στις αγορεύσεις, έχει πιθανολογήσει έννομο συμφέρον και, συνεπώς, νομιμοποιείται στην καταχώριση της προσφυγής.

 

Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, η πλευρά των καθ' ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 5/6/2008 είναι βεβαιωτική και ότι η μόνη εκτελεστή είναι η προηγηθείσα ημερομηνίας 16/4/2008.  Η επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 15/5/2008, η οποία εστάλη στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο επιστολών του Τμήματος και με την οποία ζητείτο η επανεξέταση του θέματος, δεν έθεσε νέα στοιχεία, αλλά στηρίχθηκε επί των δεδομένων της αρχικής επιστολής του ημερομηνίας 4/3/2008, που είχε υποβληθεί μαζί με την αίτησή του.

 

Αντίθετη είναι η θέση του αιτητή, ο οποίος εισηγείται ότι η απόφαση της 5/6/2008 είναι εκτελεστή, διότι είναι το αποτέλεσμα νέας έρευνας και περιέχει διαφορετική αιτιολογία από την προηγούμενη.  Λήφθηκε στη βάση νέων στοιχείων ή στοιχείων που προϋπήρχαν αλλά δεν είχαν ληφθεί υπόψη, ή δεν είχαν εκτιμηθεί ορθά από τη διοίκηση.

 

Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης.  Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης επισημάνθηκαν σε σειρά αποφάσεων - (βλ. μεταξύ άλλων, Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474· Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394 και Θεοφάνους v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507).  Πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής, όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα - (βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189).

 

Η πράξη συνιστά βεβαιωτική προγενέστερης, αν δεν έχει, στο μεταξύ, διενεργηθεί νέα έρευνα, ή αν δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της, ακόμα και αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, αποτελεί βεβαιωτική - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 240).

 

Στη Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364, επεξηγήθηκε το θέμα της «νέας έρευνας» ως εξής:- (σελ. 367-368)

 

«Δε διαφωνούμε με τις θέσεις αυτές.  Κατοπτρίζουν τη φύση της βεβαιωτικής πράξης στο διοικητικό δίκαιο.  Για το ίδιο θέμα παραπέμπουμε και στις αποφάσεις:  προσφ. Αρ. 952/91, Κόμμα των Φιλελευθέρων κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 14/5/93 και Δήμος Λευκωσίας v. Μέλπως Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία διέπει το ζήτημα, που ενστερνίστηκε η νομολογία μας, εξηγεί ο Μ. Δ. Στασινόπουλος 'Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών', 4η έκδοση (1964) στη σελ. 176, με τη συνηθισμένη καθαρότητα έκφρασης του συγγραφέα:

 

'Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν.  Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.'

 

Τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 έως 1959) στη σελ. 241 υποστηρίζουν την παραπάνω διατύπωση του κανόνα:

 

'Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.'»

 

 

 

Από τα έγγραφα που κατατέθηκαν, αποδεικνύεται ότι, με την επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 15/5/2008, δεν τέθηκαν ενώπιον της διοίκησης οποιαδήποτε νέα στοιχεία.   Επαναλήφθηκαν τα ίδια γεγονότα και το ιστορικό του αποθανόντα, όπως και στην επιστολή του ημερομηνίας 4/3/2008.  Ενδεικτικό της ανυπαρξίας νέων στοιχείων είναι η αναφορά που γίνεται στην τελευταία παράγραφο της επιστολής του ημερομηνίας 15/5/2008 ότι «΄Ολα τα σχετικά στοιχεία, έγγραφα και λοιπά, βρίσκονται στον πιο πάνω φάκελο του Υπουργείου σας ...».  Επίσης, σημειώνεται ότι, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο επιστολών του Τμήματος, δεν υπήρξε μεταβολή του νομικού καθεστώτος.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση, παρά τη διαφορετική λεκτική διατύπωσή της από την απόφαση της 16/4/2008, δε συνιστά απόφαση κατόπιν επανεξέτασης ή νέας έρευνας, για τις οποίες απαιτείτο η παρουσίαση νέων στοιχείων που δεν είχαν προβληθεί κατά την αρχική εξέταση.  Με αυτήν, απλά, βεβαιώνεται η εμμονή της διοίκησης στην απόρριψη του αιτήματος, για τον ίδιο λόγο που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την απόφαση της 16/4/2008, η οποία είναι και η μόνη εκτελεστή.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

 

 

/ΜΣ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο