ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις
Αρ. 925/2008 και 1152/2008)
12 Ιανουαρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
(Υπόθεση Αρ. 925/2008)
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΣΙΚΚΟΥΡΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1152/2008)
ΚΡΙΣΤΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή στην 925/2008.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια στην 1152/2008.
Αλ. Ευαγγέλου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α. Τριανταφυλλίδης για το Ενδ. Μέρος Μ. Θεμιστοκλέους-Στρούθου.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Με αυτές προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας για προαγωγή των Γεωργίου Νίκης (ενδ. μέρος 1), Θεμιστοκλέους Στρούθου Μαρίας (ενδ. μέρος 2) και Αριστείδου Ρούλας (ενδ. μέρος 3 στην προσφυγή αρ. 1152/08) στη θέση Λειτουργού Γ΄ Τάξης από 1.6.08.
Ο αιτητής στην 925/2008 και το ενδ. μέρος 3 υπηρετούσαν ως Διοικητικοί Βοηθοί Γ΄ Τάξης, το ενδ. μέρος κατείχε τη θέση του Διοικητικού Βοηθού Β΄ Τάξης ενώ η αιτήτρια και το ενδ. μέρος 2 ήταν γραφείς.
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2008, υπήρχαν τέσσερις κενές θέσεις Λειτουργού Γ΄ Τάξης και οι διάδικοι ήταν ανάμεσα σε 21 προσοντούχους υποψηφίους για προαγωγή. Η Υπεπιτροπή Προσωπικού στην οποία εκχωρήθηκαν οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Προσωπικού για εξέταση των προαγωγών του υφιστάμενου προσωπικού και σύσταση προς το Διοικητή, διορίστηκε στις 14.4.08. Στη συνεδρία ημερ. 15.5.08 η Υπεπιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια προαγωγής όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, δηλαδή την αξία, την πείρα και τα προσόντα, προέβη στην επιλογή των ενδ. μερών. Προηγουμένως έθιξε αναφορικά με το θέμα της αξίας τα ακόλουθα:
«Β. Το νομικό καθεστώς που ρυθμίζει την αξιολόγηση του προσωπικού διέπεται από την παράγραφο 12 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Οροι Υπηρεσίας) Οδηγιών. Συγκεκριμένα, η υποπαράγραφος (9) της παραγράφου 12 των προαναφερόμενων Οδηγιών, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α, αναφέρει ότι «Το Σύστημα Αξιολόγησης, περιλαμβανομένης και της σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, ρυθμίζεται με βάση τις εκάστοτε εγκύκλιες οδηγίες του Διοικητή». Με βάση τα πιο πάνω, με σχετική εγκύκλιο του Διοικητή προς τους Ανώτερους Διευθυντές, Διευθυντές, Βοηθούς Διευθυντές και Αξιολογούντες Λειτουργούς, με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2007, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, κατά την αξιολόγηση προσωπικού για το έτος 2007, υιοθετήθηκε νέο επίπεδο γενικής απόδοσης, αυτό της Ιδιαίτερα Εξαιρετικής Απόδοσης, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη εγκύκλιο του Διοικητή, «το συγκεκριμένο επίπεδο Γενικής Απόδοσης αφορά πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις υπαλλήλων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ από τους αξιολογητές και θα καλύπτει ένα πολύ μικρό ποσοστό του προσωπικού.»
Επίσης η Υπεπιτροπή για σκοπούς σύγκρισης των υποψηφίων αποφάσισε να δώσει βαρύτητα στο κριτήριο της αξίας και συγκεκριμένα στη Γενική Απόδοση που επέδειξαν κατά τα έτη 2005-2007, με ιδιαίτερη όμως βαρύτητα στη Γενική Απόδοση που επέδειξαν κατά το έτος 2007.
Η Υπεπιτροπή διαπίστωσε ότι ο αιτητής Τσικκουρής υπερείχε σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας του από όλους τους υποψηφίους. Κατέληξε στη βάση όλων των στοιχείων να συστήσει ομόφωνα μεταξύ άλλων και τα ενδ. μέρη συγκρίνοντας τους με τους αιτητές ως εξής:
Για το ενδ. μέρος 1 Γεωργίου Νίκη (υποψήφια αρ. 2) και τον αιτητή (προσφυγή 925/2008):
«Εχει σημαντική υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2007 από τον υποψήφιο με αριθμό 6, γεγονός που εξουδετερώνει την υπεροχή του σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας του στην Τράπεζα κατά 3 χρόνια και 11 μήνες. Σημειώνεται ότι η ημερομηνία του μόνιμου διορισμού του υποψήφιου με αριθμό 6 στη θέση Γραφέα είναι 03.04.1979, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη και την προσωρινή υπηρεσία του στην Τράπεζα σε γραφειακά καθήκοντα γίνεται 03.01.1979, ενώ της υποψήφιας με αριθμό 2 είναι η 01.12.1987, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη και την προσωρινή υπηρεσία της στην Τράπεζα σε γραφειακά καθήκοντα γίνεται 01.12.1982. Περαιτέρω, ο υποψήφιος με αριθμό 6 προήχθη στις θέσεις Διοικητικού Βοηθού Γ΄ και Β΄ Τάξης την 01.10.2000 και 01.09.2006, αντίστοιχα. Η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι παρόλο που ο υποψήφιος με αριθμό 6 υπερέχει σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας του στην Τράπεζα κατά 3 χρόνια και 11 μήνες, εντούτοις η σημαντική υπεροχή της υποψήφιας με αριθμό 2 σε αξία κατά το έτος 2007, η οποία υποδηλοί άνοδο της Γενικής Απόδοσής της, σε αντίθεση με τη Γενική Απόδοση του υποψήφιου με αριθμό 6, η οποία κατά το έτος 2007 παρουσιάζει μείωση, εξουδετερώνει την προαναφερόμενη υπεροχή του υποψηφίου με αριθμό 6 σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας του στην Τράπεζα. Σε σχέση με τα προσόντα, η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν προσόντα κατάλληλα για τη θέση Λειτουργού Γ΄ Τάξης.»
Για το ενδ. μέρος 1 και την αιτήτρια (προσφυγή αρ. 1152/2008):
«Υπερέχει σε αξία κατά το έτος 2007 και σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα κατά 5 χρόνια και 7 μήνες από την υποψήφια με αριθμό 11. Η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι η Γενική Απόδοση της υποψήφιας με αριθμό 11 κατά το έτος 2007 παραμένει αμετάβλητη, σε αντίθεση με τη Γενική Απόδοση της υποψήφιας με αριθμό 2, η οποία κατά το έτος 2007 παρουσιάζει άνοδο. Σημειώνεται ότι η υποψήφια με αριθμό 11 διορίστηκε στη θέση Γραφέα στις 15.07.1988 και διατηρεί τη θέση αυτή μέχρι σήμερα, ενώ η υποψήφια με αριθμό 2, μετά το διορισμό της στη θέση Γραφέα, προήχθη στις θέσεις Διοικητικού Βοηθού Γ΄ και Β΄ Τάξης την 01.10.2000 και 01.09.2006, αντίστοιχα. Σε σχέση με τα προσόντα, η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι και οι δύο υποψήφιες κατέχουν προσόντα κατάλληλα για τη θέση Λειτουργού Γ΄ Τάξης και ότι η υποψήφια με αριθμό 11 κατέχει επιπρόσθετο προσόν.»
Για το ενδ. μέρος 2 Θεμιστοκλέους Μαρία και τον αιτητή (προσφυγή 925/2008):
«Εχει σημαντική υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2007 από τον υποψήφιο με αριθμό 6, γεγονός που εξουδετερώνει την υπεροχή του σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας του στην Τράπεζα κατά 13 χρόνια. Σε σχέση με τον υποψήφιο με αριθμό 6, σημειώνεται ότι η ημερομηνία του μόνιμου διορισμού του στην Τράπεζα είναι η 03.04.1979, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη και την προσωρινή υπηρεσία του στην Τράπεζα σε γραφειακά καθήκοντα γίνεται 03.01.1979, ενώ της υποψήφιας με αριθμό 17 είναι 02.01.1992. Η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι παρόλο που ο υποψήφιος με αριθμό 6 υπερέχει σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας του στην Τράπεζα κατά 13 χρόνια, εντούτοις η σημαντική υπεροχή της υποψήφιας με αριθμό 17 σε αξία κατά το έτος 2007, η οποία υποδηλοί άνοδο της Γενικής Απόδοσής της, σε αντίθεση με τη Γενική Απόδοση του υποψήφιου με αριθμό 6, η οποία κατά το έτος 2007 παρουσιάζει μείωση, εξουδετερώνει την προαναφερόμενη υπεροχή του υποψήφιου με αριθμό 6. Σε σχέση με τα προσόντα, η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν προσόντα κατάλληλα για τη θέση Λειτουργού Γ΄ Τάξης.»
Για το ενδ. μέρος 2 και την αιτήτρια (προσφυγή αρ. 1152/2008):
«Υπερέχει σε αξία κατά το έτος 2007 (σχετικά είναι τα σχόλια της υποπαραγράφου 1.2. και της υποπαραγράφου Α της παραγράφου 2.6. πιο πάνω) από την υποψήφια με αριθμό 11, γεγονός που εξουδετερώνει την υπεροχή της σε πείρα κατά 3 χρόνια και 6 μήνες. Η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι παρόλο που η υποψήφια με αριθμό 11 υπερέχει σε πείρα κατά 3 χρόνια και 6 μήνες, εντούτοις η υπεροχή της υποψήφιας με αριθμό 17 σε αξία κατά το έτος 2007, η οποία υποδηλοί άνοδο της Γενικής Απόδοσης της, σε αντίθεση με τη Γενική Απόδοση της υποψήφιας με αριθμό 11, η οποία κατά το έτος 2007 παραμένει αμετάβλητη, εξουδετερώνει την προαναφερόμενη υπεροχή της υποψήφιας με αριθμό 11. Σε σχέση με τα προσόντα, η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι και οι δύο υποψήφιες κατέχουν προσόντα κατάλληλα για τη θέση Λειτουργού Γ΄ Τάξης και ότι η υποψήφια με αριθμό 11 κατέχει επιπρόσθετο προσόν.»
Για το ενδ. μέρος 3 Αριστείδου Ρούλα και την αιτήτρια (προσφυγή αρ.1152/2008):
«Υπερέχει σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα κατά 6 χρόνια από την υποψήφια με αριθμό 11. Η Γενική Απόδοση και των δύο υποψηφίων κατά τα έτη 2005-2007 κρίθηκε ως Εξαιρετική (Α). Λαμβάνοντας υπόψη τα υπόλοιπα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή την πείρα και τα προσόντα, η Υπεπιτροπή έκρινε ως καταλληλότερη την υποψήφια με αριθμό 3 δεδομένου ότι υπερέχει σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα κατά 6 χρόνια από την υποψήφια με αριθμό 11. (Σχετικά είναι τα σχόλια της παραγράφου 2.6.Β πιο πάνω). Σημειώνεται ότι η υποψήφια με αριθμό 11 διορίστηκε στη θέση Γραφέα στις 15.07.1988 και διατηρεί τη θέση αυτή μέχρι και σήμερα, ενώ η υποψήφια με αριθμό διορίστηκε στη θέση Γραφέα την 01.07.1982 και ακολούθως προήχθη στη θέση Διοικητικού Βοηθού Γ΄ Τάξης την 01.06.1998. Σε σχέση με τα προσόντα, η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι και οι δύο υποψήφιες κατέχουν προσόντα κατάλληλα για τη θέση Λειτουργού Γ΄ Τάξης και ότι η υποψήφια με αριθμό 11 κατέχει επιπρόσθετο προσόν.»
Ο Διοικητής ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 20 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002-2007 και τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγίες του 2004 μέχρι 2008 (εφεξής οι Οδηγίες), αφού ενημερώθηκε για την έκθεση για κάθε υποψήφιο που περιέχεται στη γνωμοδότηση και όλα τα συναφή στοιχεία από τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις του κάθε υποψηφίου, κατέληξε στην απόφαση να υιοθετήσει τις συστάσεις της Υπεπιτροπής και να προάξει στην επίδικη θέση τα ενδ. μέρη κρίνοντας τους ως τους πιο κατάλληλους μεταξύ των υποψηφίων.
Θα εξετάσω κατά προτεραιότητα το λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε και από τους δυο αιτητές και αφορά στην παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης (άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)/99) από την αναδρομική εφαρμογή της εγκυκλίου του Διοικητή (ημερ. 21.12.07) που τροποποιούσε τις οδηγίες που διέπουν το σύστημα αξιολόγησης. Σύμφωνα με τη σχετική εγκύκλιο η οποία εκδόθηκε στις 21.12.07, λίγους μήνες πριν την έναρξη της διαδικασίας προαγωγών, προστέθηκε ένα πρόσθετο επίπεδο γενικής απόδοσης που ονομάστηκε «Ιδιαίτερα εξαιρετική απόδοση» (Exceptionally Outstanding Performance) όταν η απόδοση του υπαλλήλου έχει υπερβεί, κατά πολύ, το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η εφαρμογή της εγκυκλίου για τις αξιολογήσεις του 2007 υπήρξε καταχρηστική και παράγει αναδρομικά αποτελέσματα αφού οι υπάλληλοι είχαν εργαστεί κατά το συγκεκριμένο έτος σύμφωνα με τις υφιστάμενες κατά το χρόνο εκτέλεσης των καθηκόντων τους οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες ανώτερος βαθμός αξιολόγησης τους ήταν η «Εξαίρετη Απόδοση».
Επεκτείνουν το λόγο ακύρωσης υποστηρίζοντας ότι έτσι δόθηκε η ευκαιρία να διακριθούν από τους προϊσταμένους μεταξύ των εξίσου εξαίρετων υπαλλήλων, οι προορισμένοι για προαγωγή εκτοξεύοντας τις βαθμολογίες τους στο επίπεδο του «Ιδιαιτέρως εξαίρετος». Επικαλούνται ως παράδειγμα το ενδ. μέρος 1 που από 11 Ε, 2 ΠΚ, 1 Ν/Α το 2006, βαθμολογήθηκε με 9Ι Ε και 5 Ε το έτος 2007 και το ενδ. μέρος 2 που από 8 Ε και 3 ΠΚ κατά το 2006, βαθμολογήθηκε με 6Ι Ε, 4 Ε και 1 ΠΚ για το 2007.
Έχω μελετήσει την επιχειρηματολογία που προβάλλεται και από τις δυο πλευρές για το θέμα και θα συμφωνήσω με τις απόψεις των αιτητών. Παρά το ότι η εγκύκλιος ημερ. 21.12.07 εκδόθηκε δυνάμει της παρ. 12(9) κατά ενάσκηση της απόλυτης διακριτικής εξουσίας του Διοικητή να ρυθμίζει το σύστημα αξιολόγησης περιλαμβανομένης και της σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και εφόσον οι αξιολογικές εκθέσεις για το έτος 2007 συμπληρώθηκαν από τους αξιολογούντες τον Φεβρουάριο του 2008, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς εκ πρώτης όψεως ότι δεν δόθηκε αναδρομική εφαρμογή. Δεν είναι όμως έτσι, διότι αφενός η διαδικασία αξιολόγησης των υπαλλήλων για κάθε έτος βασίζεται στη συστηματική παρακολούθηση και καταγραφή των καθηκόντων τους καθ όλη την διάρκεια του χρόνου και αποτελεί μια συνεχή διαδικασία ανεξάρτητα από την χρονική στιγμή υπογραφής των εκθέσεων και αφετέρου είναι δικαίωμα του κάθε υπαλλήλου στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης καθώς και της διαφάνειας και συνέπειας που πρέπει να διέπει τις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις να γνωρίζει τα επίπεδα βαθμολόγησης του και τον τρόπο αξιολόγησης του κάθε χρόνο. Συνεπώς τροποποιητική εγκύκλιος που εφαρμόζεται αιφνιδιαστικά για τις αξιολογήσεις του τρέχοντος έτους που εκδόθηκε και όχι για το επόμενο, για την οποία μάλιστα το προσωπικό του κάθε τμήματος της Τράπεζας έλαβε γνώση μόλις 2 μήνες πριν την αξιολόγηση του, επιφέρει εμμέσως αναδρομικά αποτελέσματα με την έννοια της κατά παράβαση των πιο πάνω θεμελιωδών διοικητικών αρχών καταχρηστικής εφαρμογής της.
Με απασχόλησε όμως και μια άλλη πτυχή. Οι προεκτάσεις της εισαγωγής του νέου αυτού επίπεδου αξιολόγησης στην εξεταζόμενη προαγωγική διαδικασία καθώς και η απόδοση του «Ιδιαιτέρως εξαίρετος» σε πολλές από τις επιμέρους πτυχές απόδοσης των ενδ. μερών για το έτος 2007 (παρά το ότι σύμφωνα με την ίδια την εγκύκλιο η συγκεκριμένη διαβάθμιση χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ και αφορά πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις).
Η Υπεπιτροπή εκ των προτέρων είχε αποφασίσει να προκρίνει το κριτήριο της αξίας στα τελευταία τρία έτη, δίνοντας όμως ιδιαίτερη βαρύτητα στη Γενική Απόδοση του έτους 2007, έτους εφαρμογής του τροποποιημένου συστήματος αξιολόγησης. Τελικά, όπως εύκολα διακρίνει κανείς από την συγκριτική αιτιολογία που δόθηκε πιο πάνω σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των αξιολογικών εκθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ οι διάδικοι στα έτη 2005 και 2006 είχαν όλοι εξαίρετη γενική απόδοση με κάποιες οριακές διαφορές (υπέρ του αιτητή στην 925/2008 ο οποίος υπερέχει ελαφρώς έναντι του ενδ. μέρους 2 και υπέρ της αιτήτριας στην 1152/08 η οποία υπερέχει έναντι του ενδ. μέρους 2 και ενδ. μέρους 3), καταλυτική βαρύτητα δόθηκε στην ιδιαιτέρως εξαίρετη απόδοση των ενδ. μερών 1 και 2 στο έτος 2007 η οποία τους διέκρινε σε αξία και έκλινε την πλάστιγγα υπέρ τους παρά την πείρα του αιτητή και το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας το οποίο κρίθηκε ως πλεονέκτημα (βάσει της παρ. 1.4 του Παραρτήματος (παρ.7) των Οδηγιών).
Προκύπτει ότι οι αξιολογήσεις του 2007 οι οποίες προέκυψαν από την καταχρηστική εφαρμογή της τροποιητικής εγκυκλίου για αυτό το έτος και η κατακόρυφη αύξηση της βαθμολογίας των ενδ. μερών 1 και 2 συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη, προεξόφλησαν τόσο την γενική εκτίμηση της αξίας τους όσο και την σύσταση υπέρ τους. Παρατηρώ ειδικά για την προτίμηση του ενδ. μέρους 3 έναντι της αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 1152/08 ότι παραγνωρίζει την υπεροχή της τελευταίας σε αξία στο σύνολο των ετών 2005-2007 καθώς και σε προσόντα λόγω του πρόσθετου σχετικού προσόντος. Η αιτιολογία που δόθηκε για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας , δηλαδή η 6ετής υπεροχή του ενδ. μέρους 3 σε πείρα, δεν είναι πειστική. Όταν το διορίζον όργανο αποφασίζει να μην επιλέξει υποψήφιο που έχει πρόσθετο προσόν, έχει υποχρέωση να δίδει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την απόφασή του αυτή. (Ελενα Γρηγοριάδου ν. Κεντρικής Τράπεζας, υπόθ. αρ. 1203/06, ημερ. 8.2.08 και Γιώργος Κυριάκου ν. Κεντρικής Τράπεζας, υπόθ. αρ.1025/07, ημερ. 23.9.08). Επίσης θεωρώ ότι είναι αντιφατική ως προς την αιτιολογία που δόθηκε για την επιλογή των λοιπών ενδ. μερών στην οποία προκρίθηκε η αξία τους ως κριτήριο υπέρτερο της πείρας.
Οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν βέβαια την ευχέρεια να δώσουν σε ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια μεγαλύτερη βαρύτητα, εφαρμόζοντας όμως ενιαίο μέτρο κρίσης και χωρίς να υπερβαίνουν τα άκρα όρια της εξουσία τους. Με δεδομένη εδώ την εκ προοιμίου δέσμευση της Υποεπιτροπής να δώσει προβάδισμα στην αξία, η αναβάθμιση των εκθέσεων του έτους 2007 δεν θα έπρεπε να εξουδετερώσει την αξία προηγούμενων ετών ούτε να επιλέγεται κάθε φορά ως αιτιολογία η εκάστοτε υπεροχή.
Παρά την αποδοχή των πιο πάνω λόγων ακύρωσης που ανατρέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ ακροθιγώς και με την εισήγηση της δικηγόρου του αιτητή ότι η συμμετοχή της κας Αυγής Μυλωνά στην Υποεπιτροπή Προσωπικού παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας. Η κα Μυλωνά είναι Διευθύντρια του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού, Οργάνωσης και Μεθόδων της Κεντρικής Τράπεζας και κατά τον ουσιώδη χρόνο άμεσα προϊστάμενη του ενδ. μέρους 1 και αυτή που υπογράφει τις αξιολογικές της εκθέσεις. Το ερώτημα είναι αν τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης της ως μέλους της Υποεπιτροπής που σύστησε τους υποψηφίους για προαγωγή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητο της επειδή υπέγραψε την εισηγητική έκθεση προς τον Διοικητή προτείνοντας μεταξύ άλλων και το ενδ. μέρος 1 Νίκη Γεωργίου. Σημειώνω ότι κανένας άλλος από τους άμεσα προϊσταμένους των διαδίκων δεν συμμετείχε ως μέλος της Υποεπιτροπής. Παρά το ότι η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του δεν είναι δεσμός, έχει τα χαρακτηριστικά «ιδιάζουσας» σχέσης» έναντι των άλλων υπαλλήλων λόγω της αμεσότητας της επαγγελματικής σχέσης και συνεργασίας. Τεκμαίρεται εδώ στη βάση του άρθρου 42(2) του Ν. 158(Ι)/99 μεροληπτική συμμετοχή της κας Μυλωνά στην διαδικασία προαγωγών χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πράγματι η γνωμάτευση υπέρ του ενδ. μέρους 1 ήταν μεροληπτική ή όχι. (Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ).
Για αυτούς τους λόγους, οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις προαγωγής όλων των ενδ. μερών ακυρώνονται με έξοδα €2200 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.