ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 140/2010)
31 Ιανουαρίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΠΡΕΖΑΣ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η
Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος υπηρετεί ως Ανώτερος Διοικητικός Λειτουργός, με την παρούσα προσφυγή του προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση, η οποία του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 9.12.2009, και με την οποία αποφασίστηκε η μετάθεσή του από την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού στο Υπουργείο Υγείας στη Λευκωσία από την 4.1.2010.
Είναι ο γενικός ισχυρισμός του αιτητή ότι η όλη διαδικασία πάσχει επειδή, κατά τα διάφορα στάδιά της, δεν υπήρξε δέουσα έρευνα, ήταν αντίθετη στα δεδομένα του αιτητή και εξυπηρετούσε αλλότριους σκοπούς, όχι των αναγκών της υπηρεσίας. Ο πιο πάνω γενικός ισχυρισμός του αιτητή συγκεκριμενοποιείται σε τέσσερις λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό ανυπαρξία πρότασης της αρμόδιας Αρχής.
Επικαλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 18(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, σύμφωνα με το οποίο οι μεταθέσεις των υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή ύστερα από πρόταση της αρμόδιας Αρχής δεόντως αιτιολογημένη, ισχυρίζεται ότι στην υπό εξέταση περίπτωση η πρόταση δεν υποβλήθηκε από την "αρμόδια αρχή" που, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, σημαίνει τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του οικείου Υπουργείου.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η επιστολή με την οποία υποβάλλονται οι προτάσεις για μετάθεση του αιτητή και άλλης υπαλλήλου προς την καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, υπογράφεται από κάποιο Λειτουργό, ο οποίος φέρεται να υπογράφει "για Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών", ο οποίος και αναφέρει ότι έχει οδηγίες να υποβάλει τις προτάσεις. Με δεδομένη τη νομοθετική πρόνοια ότι αρμόδια Αρχή η οποία υποβάλλει προτάσεις για μεταθέσεις είναι ο Υπουργός ή ο Γενικός Διευθυντής, μέσω του οποίου συνήθως ο Υπουργός ενεργεί, ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι πουθενά δεν υπάρχει ένδειξη ότι η απόφαση για υποβολή της πρότασης μετάθεσης λήφθηκε από τον Υπουργό ή έστω το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, μέσω του οποίου ο Υπουργός ενήργησε.
Παρέπεμψε σχετικά o συνήγορος στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ροζάννα Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β ΑΑΔ 987 και στις αποφάσεις στις υποθέσεις P. Tofinis Estates Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 453/2003, ημερομηνίας 16.9.2004 και Μαρίκα Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1918/2008, ημερομηνίας 21.10.2009.
Αντίθετα προς τα πιο πάνω, ο συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση προβάλλει τη θέση ότι η πρόταση για μετάθεση προερχόταν από τον Υπουργό, ως αρμόδια Αρχή, δεδομένου ότι αυτός την ενέκρινε, καταγράφοντας σ΄ αυτή τη λέξη "εγκρίνεται".
Στην υπόθεση Κούτσιου (ανωτέρω), η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διευκρίνισε κατ΄ αρχάς ότι αυτό που έχει πρωταρχική σημασία δεν είναι η ταυτότητα του προσώπου ή οργάνου που υπογράφει την πρόταση για μετάθεση και την επιστολή με την οποία η πρόταση διαβιβάζεται, αλλά η ταυτότητα του προσώπου ή οργάνου που έλαβε την απόφαση για υποβολή αιτιολογημένης πρότασης για μετάθεση υπαλλήλου. Επειδή δε στην υπόθεση εκείνη η πρόταση και η επιστολή υπογράφονταν από Λειτουργό Υπουργείου "για Γενικό Διευθυντή" και αναφερόταν ότι ενεργούσε βάσει οδηγιών, κρίθηκε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό, αφού πουθενά δεν υπήρχε καταγεγραμμένη απόφαση της αρμόδιας Αρχής, δηλαδή του Υπουργού ή του Γενικού Διευθυντή για τη μετάθεση της εφεσείουσας.
Στην υπόθεση Tofinis (ανωτέρω) κρίθηκε ότι, εφόσον ο σχετικός Νόμος έδιδε αρμοδιότητα για λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης μόνο στον Έφορο ΦΠΑ και δεν υπήρχε πρόνοια για άσκηση της εξουσίας εκείνης από εξουσιοδοτημένο Λειτουργό, έπεται ότι η απόφαση η οποία περιείχετο σε επιστολή υπογεγραμμένη από κάποιο Λειτουργό "για τον Έφορο", κατεδείκνυε λήψη απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο.
Εξετάζοντας το θέμα τούτο υπό το φως των πιο πάνω αρχών της νομολογίας, φαίνεται ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από τις προαναφερθείσες ως προς τα ακόλουθα γεγονότα:
Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως διακριβώνεται από τα συνημμένα στην Ένσταση Παραρτήματα, δύο Διοικητικοί Λειτουργοί, ενεργούντες εκ μέρους του Προϊσταμένου Διεύθυνσης και Ανάπτυξης Εναλλάξιμου Προσωπικού, είχαν ετοιμάσει "ΣΗΜΕΙΩΜΑ" ημερομηνίας 18.9.2009, το οποίο αναφερόταν στο θέμα της στελέχωσης της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού και σ΄ αυτό γινόταν ιστορική αναδρομή στις μεταθέσεις υπαλλήλων, στην αναγκαιότητα για νέες μεταθέσεις, στις παραστάσεις των υποψηφίων για μετάθεση υπαλλήλων κλπ. Υποβαλλόταν δε "εισήγηση" όπως προωθηθεί προς την ΕΔΥ "πρόταση" για μετάθεση του αιττή και άλλης υπαλλήλου. Το Σημείωμα εκείνο απευθυνόταν στον Υπουργό και στην τελευταία του παράγραφο, ρητά τονιζόταν ότι:
"7. Αρμοδιότητα για τη λήψη απόφασης για υποβολή αιτιολογημένης πρότασης για μετάθεση υπαλλήλου ανήκει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 48(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2006, στην αρμόδια αρχή, που στην παρούσα περίπτωση είναι ο Υπουργός Οικονομικών, γι΄ αυτό και υποβάλλεται εισήγηση για τη λήψη από μέρους σας απόφασης για την υποβολή των συνημμένων προτάσεων στην Ε.Δ.Υ., για τη μετάθεση...."
Το Σημείωμα εκείνο παρουσιάζεται πράγματι να τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών, ως αρμόδιας Αρχής, ο οποίος και χειρόγραφα ανέγραψε σ΄ αυτό τις λέξεις "Εγκρίνεται, 23/9". Ακολούθως, οι Προτάσεις για Μετάθεση μαζί με το Σημείωμα εγκεκριμένο από τον Υπουργό, υποβλήθηκαν προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ με την επιστολή ημερομηνίας 25.9.2009, η οποία υπογράφηκε από κάποιο Λειτουργό "για Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών".
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, καθαρά προβάλλει η εικόνα ότι, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Κούτσιου (ανωτέρω), σημασία δεν είχε ποιος υπέγραφε την επιστολή με την οποία διαβιβάστηκαν οι προτάσεις για μετάθεση, αλλά ποιου απόφαση ήταν. Και στην περίπτωση αυτή, η απόφαση για υποβολή των προτάσεων για μεταθέσεις ήταν καθαρά του Υπουργού ως αρμόδιας Αρχής. Πολύ προσεκτικά ενεργούντες, οι Λειτουργοί, οι οποίοι αισθάνθηκαν την αναγκαιότητα όπως γίνουν κάποιες μεταθέσεις, υπέβαλαν αιτιολογημένη εισήγηση προς τον Υπουργό, επειδή μόνο εκείνος ως αρμόδια Αρχή μπορούσε να αποφασίσει και να προβεί σε ενέργεια για υποβολή των προτάσεων. Ο δε Υπουργός, αφού προφανώς μελέτησε τις εισηγήσεις, ενέκρινε ο ίδιος την υποβολή των προτάσεων όπως του είχε ζητηθεί.
Επομένως, με την επιστολή, η οποία υπογραφόταν "για Γενικό Διευθυντή", εκείνο που γραφειοκρατικά διαβιβαζόταν προς την ΕΔΥ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πρόταση από τον Υπουργό για μεταθέσεις. Δεν μπορώ δε να συμμεριστώ τη θέση της πλευράς του αιτητή ότι ο Υπουργός όφειλε να είχε διεξαγάγει δική του έρευνα και ή να δώσει δική του αιτιολόγηση κατόπιν άσκησης κρίσης ως προς τη μετάθεση του αιτητή ή οποιουδήποτε άλλου υπαλλήλου. Ο Υπουργός παρουσιάζεται να άσκησε κρίση εγκρίνοντας αιτιολογημένη εισήγηση, την οποία είχε δικαίωμα να μη αποδεχθεί, ή να ζητήσει περαιτέρω διερεύνηση, εάν αυτή απαιτείτο.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί επομένως να ευσταθήσει.
2ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους της αρμόδιας Αρχής.
Σύμφωνα με τον αιτητή, το Σημείωμα ημερομηνίας 23.9.2009 που αφορούσε στην πρόταση για μετάθεση των τριών Ανώτερων Διοικητικών Λειτουργών (περιλαμβανομένου του αιτητή), στερείται αιτιολογίας και δεν είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Πουθενά σ΄ αυτό δεν αποκαλύπτεται ποιες ανάγκες θα εξυπηρετούσε η μετάθεση του αιτητή στο Υπουργείο Υγείας στη Λευκωσία και δεν συγκρίθηκε η περίπτωσή του και οι προσωπικές του συνθήκες με αυτές άλλων υπαλλήλων.
Προς υποστήριξη αυτής της θέσης του, ο αιτητής παραθέτει το κυρίως σκεπτικό της εισήγησης για μετάθεση του αιτητή, το κείμενο του οποίου είχε ως εξής:
"Το θέμα της στελέχωσης της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού αντιμετωπίστηκε και στο παρελθόν, όταν και τότε υπηρετούσαν τέσσερις (4) Ανώτεροι Διοικητικοί Λειτουργοί, οπόταν και προωθήθηκε πρόταση και αποφασίστηκε από την Ε.Δ.Υ., η, από 1.12.2008, μετάθεση της κας Στάλας Κωνσταντίνου, Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μετά την από 15.1.2009 προαγωγή του κ. Ευθύμιου Πρέζα στη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού υπηρετούν και πάλι τέσσερις (4) Ανώτεροι Διοικητικοί Λειτουργοί, οι κ.κ. Ανδρέας Χριστοδούλου, ο οποίος ασκεί καθήκοντα Βοηθούν Επάρχου και Χάρης Ζαχαρίου και η κα Έσθη Παναγίδου. Με βάση την εγκριθείσα αριθμητική και βαθμολογική σύνθεση του διοικητικού προσωπικού, στην εν λόγω Επαρχιακή Διοίκηση πρέπει να υπηρετούν τρεις (3) Ανώτεροι Διοικητικοί Λειτουργοί, οι οποίοι και αναλαμβάνουν καθήκοντα Βοηθού Επάρχου. Σημειώνεται ότι η τρίτη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού για την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, δημιουργήθηκε με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 4) του 2009 (Νόμος 53(ΙΙ) του 2009).
2. Τούτο δοθέντος, ζητήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών όπως υποδείξει τα ονόματα των τριών (3) Ανώτερων Διοικητικών Λειτουργών που θα ασκούν καθήκοντα Βοηθού Επάρχου στην εν λόγω Επαρχιακή Διοίκηση. Το Υπουργείο Εσωτερικών εισηγήθηκε την παραμονή στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού των κ.κ. Ανδρέα Χριστοδούλου και Χάρη Ζαχαρίου και τη μετάθεση από την Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού της κας Χριστίνας Ροδοσθένους, Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού. Ως εκ τούτου, η κα Πανάγιου και ο κος Πρέζας θα πρέπει να μετατεθούν σε υπηρεσία εκτός του τόπου διαμονής τους."
Από το πιο πάνω απόσπασμα, σύμφωνα με τον αιτητή, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η εισήγηση και πρόταση για μετάθεση του αιτητή δεν υποβλήθηκε για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες ανάγκες της υπηρεσίας, αλλά για να εξυπηρετηθούν αφενός αναρμόδιες επιλογές για το ποιοι θα ασκούν καθήκοντα Βοηθού Επάρχου και αφετέρου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα άλλης, κατονομαζόμενης στο Σημείωμα υπαλλήλου.
Ως προς το πρώτο σκέλος, παρατηρώ ότι δεν νοείται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής η εξέταση θέματος κατά πόσο υπήρχε αρμοδιότητα στο Υπουργείο Εσωτερικών να εισηγείται πρόσωπα τα οποία θα ασκούσαν καθήκοντα Βοηθού Επάρχου, και αν ναι, κατά πόσο υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της επιλογής του. Ούτε και προκύπτει από το κείμενο του Σημειώματος ως συνόλου ότι οι μεταθέσεις στόχευαν στην εξυπηρέτηση του σκοπού εκείνου ή των συμφερόντων άλλης υπαλλήλου. Προς τούτο, θα ήταν δίκαιο όπως παρατεθεί και άλλο απόσπασμα από το Σημείωμα, το οποίο έχει ως εξής:
"5. Οι παραστάσεις του κου Πρέζα έχουν εξεταστεί. Σημειώνεται ότι οι μετακινήσεις / μεταθέσεις / τοποθετήσεις των υπαλλήλων αποφασίζονται με βάση τις υπηρεσιακές ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των προσωπικών περιστάσεων ενός έκαστου υπό μετάθεση υπαλλήλου. Γι΄ αυτό και κρίθηκε υπό τις περιστάσεις, ενδεδειγμένο ιδιαίτερα να προσμετρήσει η διάρκεια κατά την οποία οι υπάλληλοι υπηρέτησαν εκτός του τόπου διαμονής τους. Εξ΄ου και προτείνεται η μετάθεση της κας Παναγίδου και του κου Πρέζα, οι οποίοι υπηρέτησαν εκτός τόπου διαμονής τους, η μεν πρώτη καθόλου, ο δε δεύτερος, παλαιότερα, και για λιγότερα χρόνια (6 περίπου χρόνια) από τους κ.κ Χριστοδούλου και Ζαχαρίου. Σε σχέση με την κα Ροδοσθένους, ο κος Πρέζας έχει υπηρετήσει κατά το παρελθόν εκτός του τόπου μόνιμης διαμονής του και έχει από το Μάρτιο του 1997 τοποθετηθεί στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, ενώ η κα Ροδοσθένους υπηρετεί εκτός της Επαρχίας της τα τελευταία 6 χρόνια, από τον Αύγουστο του 2003. Υπό τις περιστάσεις, και, λαμβανομένων υπόψη των οικογενειακών προβλημάτων, αλλά και υγείας, που αντιμετωπίζει η κα Ροδοσθένους, κρίνεται δικαιότερο όπως μετατεθεί αυτή στη Λεμεσό, αντί της παραμονής του κου Πρέζα. Κατ΄ ουσίαν, μια τέτοια ενέργεια συνιστά εφαρμογή του θεσμού της εκ περιτροπής μετάθεσης των υπαλλήλων, από και προς τον τόπο διαμονής τους, μέτρο που θεωρείται δίκαιο και που η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, συστήνει (σχετική εγκύκλιος της Ε.Δ.Υ. αρ 172 ημερομηνίας 12.11.2004, Παράρτημα 10).
6. Υπό το φως των πιο πάνω, υποβάλλεται εισήγηση όπως προωθηθεί προς την Ε.Δ.Υ. πρόταση για μετάθεση της κας Έσθης Παναγίδου και του κ. Ευθύμιου Πρέζα από την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού στα Υπουργεία Εσωτερικών και Υγείας, αντίστοιχα, και της κας Ροδοσθένους από την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου."
Πιστεύω ότι η προσθήκη και του πιο πάνω αποσπάσματος από το Σημείωμα, αλλά και το πλήρες κείμενό του, ως σύνολο, καταδεικνύει ότι η εισήγηση για την επίδικη μετάθεση δεν ήταν ούτε αναιτιολόγητη, ούτε το αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας, η δε περίπτωση του αιτητή, με τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά, έτυχε εξέτασης και σύγκρισης με αυτές άλλων υποψηφίων για μετάθεση.
3ος Λόγος Ακύρωσης - Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στην απόφαση της καθ΄ης η αίτηση - Μη συγκεκριμενοποίηση του δημόσιου συμφέροντος.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ο αιτητής εγείρει θέμα ότι η καθ΄ης η αίτηση στη συνεδρία της ημερομηνίας 21.10.2009, ενώ αποδέχθηκε την πρόταση για μετάθεση δύο άλλων Διοικητικών Λειτουργών, ανέβαλε την εξέταση του θέματος της μετάθεσης του αιτητή για περαιτέρω υπηρεσιακή μελέτη. Ενώ δε θα ανέμενε κάποιος ότι η καθ΄ης η αίτηση θα διενεργούσε κάποια περαιτέρω έρευνα ή μελέτη, αντ΄ αυτού απλά αποφάσισε ότι υπηρεσιακές ανάγκες επιβάλλουν τη μετάθεση.
Η όλη εικόνα η οποία δίδεται με τον πιο πάνω ισχυρισμό, δεν είναι ούτε πλήρης ούτε και δίκαιη. Εκείνο το οποίο συνέβηκε στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνεται από τα κατατεθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα, ήταν το εξής: Κατ΄ αρχήν, η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε με όλους τους προτεινόμενους για μετάθεση υπαλλήλους κατά τη συνεδρίαση της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 14.10.2009, κατά την οποία ήταν προγραμματισμένο για εξέταση το θέμα της μετάθεσης των τριών Ανώτερων Διοικητικών Λειτουργών και σ΄ εκείνη την περίπτωση η εξέταση του θέματος απλά αναβλήθηκε "για περαιτέρω υπηρεσιακή μελέτη" και εξετάστηκε, χωρίς άλλο, κατά τη συνεδρίαση της 21.10.2009. Κατ΄ εκείνη τη συνεδρίαση, το θέμα παρουσιάζεται, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, να εξετάζεται ενδελεχώς, πλην όμως ενώπιον της Επιτροπής τέθηκε επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, στην οποία υπέβαλλε νομικές και πραγματικές παραστάσεις αναφορικά με την προτεινόμενη μετάθεση του πελάτη του. Μετά την εξέλιξη αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε τη μετάθεση των δύο άλλων προτεινόμενων υπαλλήλων, ενώ την εξέταση του θέματος της μετάθεσης του αιτητή την ανέβαλε για περαιτέρω υπηρεσιακή μελέτη. Πράγματι δε την επομένη, 22.10.2009, αποστάληκε επιστολή προς το δικηγόρο του αιτητή με την οποία επληροφορείτο ότι είχε ληφθεί η επιστολή του και ότι το περιεχόμενό της βρισκόταν υπό μελέτη. Στην επόμενη δε συνεδρίαση της καθ΄ης η αίτηση, ημερομηνίας 9.12.2009, συνεχίστηκε η εξέταση του θέματος της μετάθεσης, ειδικά και μόνο του αιτητή, και αφού αυτή τη φορά παρατέθηκαν και τα κύρια σημεία της επιστολής του δικηγόρου του και λήφθηκαν υπόψη μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία, αποφασίστηκε τελικά η μετάθεση και του αιτητή. Η θέση του αιτητή στην αγόρευσή του είναι ότι εγείρεται ". πολύ σοβαρό ζήτημα αντιφατικότητας της ΕΔΥ αφού αρχικά δεν δέχθηκε την πρόταση και διέταξε "υπηρεσιακή μελέτη" όμως ως κάποιοι να διέταξαν υπόγεια την ΕΔΥ στο παράρτημα 6 και χωρίς να πραγματοποιηθεί μελέτη, αποφάσισε αναιτιολόγητα τη μετάθεση και του αιτητή. Αντιφατική και μη συνεπής ενέργεια από την ΕΔΥ."
Αυτή η θέση του αιτητή είναι αδικαιολόγητη, υπό το φως των προαναφερθέντων γεγονότων, σύμφωνα με τα οποία ο λόγος για τον οποίο δεν αποφασίσθηκε η μετάθεση ή μη του αιτητή όταν αποφασιζόταν για τους άλλους προτεινόμενους υπαλλήλους, δεν φαίνεται να ήταν άλλος παρά για να δοθεί χρόνος να μελετηθούν και οι λεπτομερείς παραστάσεις του συνηγόρου του αιτητή, οι οποίες και συνυπολογίσθηκαν αργότερα μαζί με τα άλλα σχετικά στοιχεία του υπό εξέταση θέματος.
Περαιτέρω, ο αιτητής διατείνεται ότι είναι πρόδηλο από ολόκληρο το διοικητικό φάκελο ότι η καθ΄ης η αίτηση περιορίστηκε μόνο στην απλή παραπομπή στις υπηρεσιακές ανάγκες κατά τρόπο πολύ γενικό και συνακόλουθα ανεπαρκή. Αυτή η θέση σαφώς δεν μπορεί να τεκμηριωθεί στη βάση των παρατεθέντων και όλων των στοιχείων που προέρχονται από το διοικητικό φάκελο της επίδικης πράξης. Η υπό εξέταση δεν είναι περίπτωση κατά την οποία έγινε απλή και γενική αιτιολόγηση που αφορούσε στις ανάγκες της υπηρεσίας. Επεξηγήθηκε εκτενώς το εγερθέν πρόβλημα, τρόποι αντιμετώπισής του, λήφθηκαν υπόψη εισηγήσεις, προσμέτρησαν παραστάσεις των προτεινόμενων για μετάθεση και λήφθηκε απόφαση της οποία η αιτιολογία είναι εμφανής και δεκτική δικαστικού ελέγχου.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
4ος Λόγος Ακύρωσης - Εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών περί των μεταθέσεων.
Προβάλλοντας και επικαλούμενος τη γενική αρχή ότι η μετάθεση πρέπει να γίνεται για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένο λόγο δημοσίου συμφέροντος της υπηρεσίας, ο αιτητής ορθά εισηγείται ότι το δημόσιο συμφέρον δεν είναι έννοια γενική ή αόριστη και μόνο η συγκεκριμενοποίησή του έχει πρακτική σημασία. Παραπέμπει δε ο αιτητής σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του υπαλλήλου θα πρέπει να εξετάζονται και να λαμβάνονται υπόψη σε επικείμενη μετάθεση. Ότι δε οι υπάλληλοι θα πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης σε θέματα μεταθέσεων. Ισχυρίζεται εν προκειμένω ο αιτητής ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, η καθ΄ης η αίτηση δεν προέβηκε σε δική της έρευνα, ούτε απέδωσε οποιαδήποτε ή την πρέπουσα σημασία στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή.
Αν και οι αρχές τις οποίες επικαλείται και η νομολογία στην οποία παραπέμπει ο αιτητής είναι ορθές, εν τούτοις ο ισχυρισμός του ότι οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις δεν λήφθηκαν αρκούντως υπόψη, δεν ευσταθεί.
Όπως προκύπτει από τα κατατεθέντα έγγραφα, όλες οι παραστάσεις στις οποίες είχε προβεί ο ίδιος ο αιτητής αλλά και ο δικηγόρος του, ρητά αναφέρονται στα σχετικά σημειώματα, εισηγήσεις και προτάσεις. Αξιολογούμενα δε μεμονωμένα, αλλά και συγκριτικά με τις περιπτώσεις άλλων υπαλλήλων, και αφού εξισορροπούνται, λαμβάνεται τελική απόφαση στην οποία ευκρινώς διαφαίνεται τι είχε υπερισχύσει.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η προσφυγή αναπόφευκτα απορρίπτεται με €1.500, πλέον ΦΠΑ, έξοδα εναντίον του αιτητή.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ