ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
RODAFINIA IMPORTS EXPORTS ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 45
Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60
Σκούλλου Γεώργιος ν. Yπουργού Oικονομικών και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 530
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 246/1990 - Ο περί Ο Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 1990
Ν. 95(I)/2000 - Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζ. Υποθ. αρ.1395/07 και 1396/2007)
22 Δεκεμβρίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 24, 61 και 146 του Συντάγματος
(Υπόθεση αρ. 1395/2007)
ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ως ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜELERO ENTERPRISES LTD
Aιτήτρια,
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
-------------------------
(Υπόθεση αρ. 1396/2007)
CYPΟΙL FUEL TANKERS LTD
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Ι.Νικολάου, για τις Αιτήτριες
Γ.Λαζάρου - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία στην προσφυγή αρ.1395/07 (στο εξής η «αιτήτρια» αρ.1) δραστηριοποιείτο με τη μεταφορά υγρών καυσίμων από την 1η Ιουλίου 1992 μέχρι τις 30 Ιουνίου 2000, οπότε διέκοψε τις δραστηριότητες της τεθείσα υπό εκκαθάριση και στη συνέχεια η αιτήτρια στην προσφυγή αρ.1396/07 (στο εξής η «αιτήτρια» αρ.2), ανέλαβε τις δραστηριότητες της από την 1η Ιουλίου 2000.
Το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Λευκωσίας σε έλεγχο που διενέργησε στα υποστατικό της αιτήτριας 1 από τις 30 Νοεμβρίου 2000 μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2002, διαπίστωσε ότι υπήρχαν εκ μέρους των αιτητριών αδήλωτες πωλήσεις. Στη συνέχεια, στη βάση του ότι υπήρχε η εύλογη υποψία για σκόπιμη φοροδιαφυγή από μέρους των αιτητριών, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο τμήμα διερεύνησης της υπηρεσίας ΦΠΑ το οποίο διενέργησε έρευνα στα υποστατικά των αιτητριών. Από την εξέταση των στοιχείων οι λειτουργοί της υπηρεσίας ΦΠΑ έκριναν ότι οι αιτήτριες δεν απέδωσαν ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών για την περίοδο 1 Ιουλίου 1992 μέχρι 30 Ιουνίου 2000, για την αιτήτρια 1 και για την περίοδο 1η Ιουλίου 2000 μέχρι 30 Νοεμβρίου 2001 για την αιτήτρια 2 και τους επιβλήθηκε φόρος £227.459,67 και £73.381,36 αντίστοιχα. Οι αιτήτριες καταχώρησαν προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο στις 26 Μαρτίου 2007 ακύρωσε την απόφαση λόγω πλάνης (ως προς τα πραγματικά γεγονότα. (Προσφυγές αρ 853/2002 και 854/2002).
Ακολούθως, ο Έφορος ΦΠΑ προέβη σε επανεξέταση των υποθέσεων και κατέληξε ότι οι εκροές που δήλωναν οι αιτήτριες στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλλαν ήταν πολύ χαμηλότερες από τις εκροές που ήταν καταχωρημένες στους ελεγμένους λογαριασμούς. Υπολόγισε δε το φόρο εκροών για την αιτήτρια αρ.1 στο ποσό των £ 227.459, 67 και για την αιτήτρια αρ. 2 στο ποσό των £ 73.381,36.
Η πιο πάνω επιβολή φόρου αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Οι αιτήτριες εγείρουν θέμα παράβασης δεδικασμένου. Ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο στις υποθέσεις αρ 853/2002 και 854/2002 ακύρωσε την πράξη λόγω πλάνης και επομένως δεσμεύονται οι καθ΄ων η αίτηση ότι η παράδοση των καυσίμων υπόκειται σε μηδενικό συντελεστή.
Δεν συμφωνώ με τα όσα αναφέρουν οι αιτήτριες. Το Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση, είχε ακυρώσει την επιβολή της φορολογίας, θεωρώντας έκρινε ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των παραδεκτών γεγονότων που είχαν κατατεθεί και των γεγονότων που αναφέρονταν στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση.
Θεωρώ χρήσιμο όπως παραθέσω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:
«Στρεφόμενος στη δική μας υπόθεση, προσέχω ότι τα γεγονότα με βάση τα οποία λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις όπως επικαλείτο αυτά η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση στην ένσταση και γραπτή της αγόρευση πριν την 31/5/06 που δηλώθηκαν κοινώς παραδεκτά γεγονότα, είναι ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται στα παραδεκτά γεγονότα και ιδιαίτερα τις παραγράφους 3 και 4 όπου φαίνεται ότι «πεπλανημένα» ο καθ΄ου η αίτηση θεωρούσε μέχρι τότε ότι η παράδοση γινόταν ξανά στις εταιρείες από τις οποίες είχαν φορτωθεί τα πετρελαιοειδή. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι, αν οι υποθέσεις αυτές εξετάζονταν με βάση τα γεγονότα που περιέχονται στα παραδεκτά γεγονότα (και ιδιαίτερα αυτά των παραγράφων 3 και 4), τότε η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση δυνατό να ήταν ότι η περίπτωση καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 27(5)(β) του Νόμου που διαλαμβάνει ότι ο φορολογικός συντελεστής είναι μηδέν τοις εκατόν (0%).»
Το Δικαστήριο ουσιαστικώς ανέφερε ότι οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να επανεξετάσουν την υπόθεση με το δεδομένο ότι η παράδοση των καυσίμων, από τις αιτήτριες, γινόταν, όχι στις εταιρείες πετρελαιοειδών, αλλά στα λιμάνια και στα αεροδρόμια. Δεν κατέληξε όμως στο συμπέρασμα ότι η παράδοση των καυσίμων υπόκειτο σε μηδενικό συντελεστή. Ως εκ τούτου δεν θεωρώ ότι υπήρξε παράβαση του δεδικασμένου εφόσον οι καθ΄ων η αίτηση, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, προέβηκαν σε επανεξέταση της υπόθεσης και κατέληξαν ότι η παράδοση γινόταν όντως από τις αιτήτριες στα αεροδρόμια αλλά ότι αυτή δεν θεωρείτο «παράδοση» εντός της έννοιας του άρθρου 27 (5) (β) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, (Ν.246/90), (ο «Νόμος»).
Οι αιτήτριες με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλουν ότι εσφαλμένα οι καθ΄ων η αίτηση ερμήνευσαν και /ή εφάρμοσαν τις διατάξεις του άρθρου 27(5)(β) του Νόμου. Οι αιτήτριες προβάλλουν ότι παρέδιδαν τα καύσιμα στα αεροδρόμια και τα λιμάνια και επομένως η παράδοση αυτή υπόκειται σε μηδενικό φορολογικό συντελεστή. Οι καθ΄ων η αίτηση από την άλλη, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι «παράδοση» σημαίνει μεταβίβαση της κυριότητας των αγαθών ή τη μελλοντική μεταβίβαση της κυριότητας των αγαθών, δυνάμει συμφωνίας πωλήσεως.
Η διαφορά ουσιαστικώς έγκειται στην ερμηνεία του όρου «παράδοση αγαθών».
Το άρθρο 27(5) προβλέπει ότι: «η παράδοση οποιωνδήποτε αγαθών υπόκειται σε φορολογικό συντελεστή μηδέν τοις εκατόν (0%) εάν ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι το πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί την παράδοση τους-
β) τα έχει φορτώσει ως εφόδια για θαλάσσια διαδρομή ή αεροπορική πτήση η οποία έχει ως τελικό προορισμό έδαφος εκτός της Δημοκρατίας, ή ως εμπορεύματα τα οποία θα πωληθούν λιανικώς σε πρόσωπα που μεταφέρονται στην εν λόγω διαδρομή ή πτήση σε πλοίο ή αεροπλάνο.»
Στην παρ.(3) του άρθρου 6 του Νόμου καθορίζεται τι αποτελεί παράδοση αγαθών:
(α) η μεταβίβαση
(ι) της πλήρους κυριότητας των αγαθών, ή
(ιι) της κατοχής των αγαθών με βάση συμφωνίας πώλησης τους ή με βάση άλλη συμφωνία η οποία προβλέπει ότι μελλοντικά θα μεταβιβαστεί και η κυριότητα τους (σε χρόνο ο οποίος προσδιορίζεται ή θα προσδιοριστεί με βάση τους όρους της συμφωνίας και ο οποίος οπωσδήποτε δεν είναι μεταγενέστερος από το χρόνο πλήρους εξόφλησης των αγαθών) .
Θεωρώ ότι οι αιτήτριες δεν παρέδιδαν, εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου, τα αγαθά, απλώς τα μετέφεραν στα αεροδρόμια ή στα λιμάνια. Συμφωνώ με τα όσα αναφέρουν οι καθ΄ων η αίτηση. Όπως ρητά αναφέρεται στο πιο πάνω άρθρο 6, για να θεωρηθεί παράδοση αγαθών από κάποιο πρόσωπο αυτό πρέπει να κατέχει την κυριότητα τους ή να κατέχει αυτά τα αγαθά, η κυριότητα των οποίων, όμως, θα μεταβιβασθεί σε μεταγενέστερο χρόνο. Οι αιτήτριες, και αυτό δεν αμφισβητήθηκε, ουδέποτε είχαν την κυριότητα των αγαθών ούτε και παρουσίασαν οποιαδήποτε συμφωνία πώλησης η οποιαδήποτε άλλη συμφωνία με βάση την οποία η κυριότητα των αγαθών θα μεταβιβαζόταν σε αυτούς. Επομένως ορθά οι καθ΄ων η αίτηση τους επέβαλλαν ΦΠΑ.
Οι αιτήτριες προβάλλουν ότι οι καθ΄ων η αίτηση εσφαλμένα δεν ερεύνησαν και συνεπώς δεν έλαβαν υπόψη ότι δήλωναν στο φόρο εισοδήματος, ως εισόδημα, ολόκληρο το ποσό το οποίο εισέπρατταν και το οποίο συμπεριελάμβανε και το ΦΠΑ. Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Πρόκειται για δυο διαφορετικές ανεξάρτητες φορολογίες οι οποίες επιβάλλονται, επίσης ο τρόπος υπολογισμού της επιβαλλόμενης φορολογίας, διαφέρει. Εν πάση περιπτώσει ήταν καθήκον των αιτητριών να προσκομίσουν οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους.
Οι αιτήτριες προσβάλλουν το συμπέρασμα των καθ΄ων η αίτηση ότι οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβάλλει ήταν λανθασμένες στηριζόμενοι, στο γεγονός ότι τηρούσαν διπλά φορολογικά βιβλία στα οποία καταγράφονταν διαφορετικά ποσά εισροών και εκροών. Εφόσον έχω ήδη αποφασίσει ότι ορθά επιβλήθηκε ΦΠΑ, και επομένως οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν και στις οποίες δεν καταχωρούσαν τις επίδικες συναλλαγές ήταν λανθασμένες, δεν χρειάζεται εξέταση του πιο πάνω λόγου ακυρώσεως.
Οι αιτήτριες προβάλλουν ως έτερο λόγο ακυρώσεως την παράβαση των αρχών της χρήστης διοίκησης καθότι, όπως αναφέρουν, οι καθ΄ων η αίτηση επί σειρά ετών αποδέχονταν την πρακτική την οποία ακολουθούσαν οι αιτήτριες και κωλύονται τώρα να διαφοροποιήσουν τον τρόπο αντίκρισης του θέματος.
Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η επιβολή ΦΠΑ, εκ των υστέρων, ήταν το αποτέλεσμα της μη υποβολής ορθών φορολογικών δηλώσεων από τις αιτήτριες και οι καθ΄ων η αίτηση ήταν υποχρεωμένοι όπως επιβάλουν τη σχετική φορολογία. Όπως αναφέρεται στην Υπόθεση αρ. 210/08 E & A Nutrition Sports Ltd ν. Δημοκρατίας, 3.12.2009:
"Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εκ των υστέρων απαίτηση των καθ'ων η αίτηση προέκυψε αποκλειστικά από τη συμπεριφορά της αιτήτριας η οποία παρέλειψε να υπαγάγει τα προϊόντα της στην ορθή δασμολογική κλάση όπως και από το γεγονός ότι οι καθ'ων η αίτηση ασκούσαν δικαίωμα που βρίσκει έρεισμα στο Νόμο και όχι σε οποιαδήποτε πρακτική, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η καλή πίστη δεν μπορεί να αφεθεί να καταλήξει σε κατάργηση της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 196) ούτε και υπερφαλαγγίζει, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Tamasos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, «την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου». Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται από την Ολομέλεια στην υπόθεση Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικού κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, 534, «το Τελωνείο δεν μπορούσε και δεν δικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλομένων δασμών που αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση (δέστε Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ. ν. Της Δημοκρατίας, Αριθμός Προσφυγής 492/91, ημερομηνίας 20/12/92)». Τέλος, επισημαίνω την αρχή ότι η εξουσία που παρέχεται στο Τελωνείο στον τομέα ταξινόμησης εμπορευμάτων στην ορθή δασμολογική κλάση είναι πολύ ευρεία και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν διαπιστώσει ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου (Rodafinia v. Republic (1988) 3 C.L.R. 45)."
Δεν θεωρώ ότι υπήρξε οποιαδήποτε αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση ούτε και παράβαση των κανόνων χρήστης διοίκησης.
Οι αιτήτριες τέλος προβάλλουν ως λόγο ακυρώσεως ότι παράνομα οι καθ΄ων επέβαλαν φορολογία στην αιτήτρια 1 για την περίοδο 1992 - 1996 καθότι η φορολογία είχε παραγραφεί. Ισχυρίζονται ότι με βάση το άρθρο 50(Ι) του περί ΦΠΑ Νόμου, Ν.95(Ι)/2000, ο οποίος ήταν σε ισχύ κατά την επιβολή της φορολογίας, δεν μπορούσε να εκδοθεί βεβαίωση, μετά την πάροδο έξι ετών, από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου την οποία αφορά. Κρίνω ότι ούτε αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Παρόλο που ο Νόμος 95(Ι)/2000 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 7 Ιουλίου 2000, τέθηκε σε ισχύ την 1 Φεβρουαρίου 2002, με απόφαση του Υπουργικού Συμβούλιου. Το άρθρο 59(4) του Νόμου προβλέπει ότι:
«εάν η φορολογική περίοδος οποιουδήποτε υποκειμένου στο φόρο προσώπου άρχισε πριν και θα συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, τότε οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την εν λόγω φορολογική περίοδο ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις του καταργηθέντος Νόμου καθόσον αφορά το μέρος της φορολογικής περιόδου που προηγήθηκε της εν λόγω ημερομηνίας.»
Επομένως, ο Νόμος που ίσχυε, κατά την εξέταση της παρούσας υπόθεσης ήταν ο Περί ΦΠΑ Νομός του 1990, (Ν.246/90) ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 34(5) ότι:
«οποιαδήποτε βεβαίωση πρέπει να γίνεται το αργότερο μέσα σε δυο χρόνια μετά το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου ή ένα χρόνο αφού περιήλθαν σε γνώση του έφορου στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων και ικανοποιητικά κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης».
Ο έλεγχος που διενέργησαν οι καθ΄ων η αίτηση ολοκληρώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2002 ενώ η βεβαίωση εκδόθηκε στις 25 Ιουλίου 2002, εντός δηλαδή της προθεσμίας του ενός έτους. Επομένως δεν θεωρώ ότι υπήρξε παραγραφή οποιασδήποτε υποχρέωσης των αιτητριών.
Οι αιτήτριες προβάλλουν ότι η απόφαση συγκρούεται με τα άρθρα 23, 24 και 28 του Συντάγματος. Εφόσον έχω ήδη κρίνει ότι ορθά οι καθ΄ων η αίτηση επέβαλλαν ΦΠΑ στις αιτήτριες, παρέλκει η εξέταση του λόγου αυτού.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση (€600 εναντίον κάθε αιτήτριας εταιρείας). Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.