ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1269/2008)
15 Δεκεμβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΠΕΡΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ Ή/ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Αλ. Αγρότη (κα.), για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση της οποίας ο αιτητής έλαβε γνώση, προφορικά, κατά ή περί την 13.5.2008 και με την οποίαν οι καθ΄ ων η αίτηση επέλεξαν και/ή τοποθέτησαν ως Ακόλουθο Άμυνας στο Παρίσι τον (τότε) Ταγματάρχη Πυροβολικού Γεωργίου Χάρη αντί και/ή στη θέση του αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος. Επιπρόσθετα ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αναφορά παραπόνου που υπέβαλε ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του την 15.5.2008 είναι άκυρη και παράνομη.
Οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η αίτηση είναι πολλοί και περιλαμβάνουν την έλλειψη δέουσας έρευνας, την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, την παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και την παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Είναι μη αμφισβητούμενα γεγονότα ότι ο αιτητής, ο οποίος είναι Αντισυνταγματάρχης στην Εθνική Φρουρά, έγκαιρα υπέβαλε αναφορά γνωστοποιώντας το ενδιαφέρον του για διορισμό στη θέση Ακόλουθου Άμυνας στο Παρίσι. Ο αιτητής κλήθηκε την 9.5.2008 να παρουσιαστεί στις 13.5.2008 για προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Επιλογής. Στις 13.5.2008 ο Γραμματέας της προαναφερόμενης επιτροπής του είπε ότι δεν επρόκειτο να εξεταστεί από την Επιτροπή και ως εκ τούτου ο αιτητής αποχώρησε. Την 15.5.2008 ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του, κατάγγειλε και υπέβαλε παράπονο για τα όσα συνέβησαν και ζήτησε νέα ημερομηνία και ώρα συνέντευξης, πλην όμως δεν έλαβε απάντηση.
Στην ένσταση τους οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν δύο προδικαστικές ενστάσεις:
(α) Ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος επειδή δεν ήταν προσοντούχος κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον δεν είχε χαρακτηριστεί ως γλωσσομαθής στην Αγγλική γλώσσα, με σχετική διαταγή του ΓΕΕΦ, και
(β) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας.
Οι δύο προδικαστικές ενστάσεις αναπτύσσονται από τους καθ΄ ων η αίτηση και επιπρόσθετα αυτοί, για διάφορους λόγους, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη.
Εξέτασα κατά προτεραιότητα τις προδικαστικές ενστάσεις. Εξάλλου τα ζητήματα αυτά είναι ζητήματα που εξετάζονται αυτεπάγγελτα και από το δικαστήριο. Είναι προφανές ότι η απόφαση ημερ. 5.12.2007 για τοποθέτηση Ακολούθων Άμυνας στις Πρεσβείες της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Παρίσι και τη Μόσχα είναι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τις αποφάσεις αυτές εγκρίθηκε, από το Υπουργικό Συμβούλιο, η τοποθέτηση Ακολούθων Άμυνας στις προαναφερόμενες Πρεσβείες, αποφασίστηκε ότι τα επιδόματα που θα καταβάλλονται στους Ακολούθους θα είναι τα προβλεπόμενα από τους περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ειδικοί Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 2006 και εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Άμυνας, σε συνεργασία με τον Υπουργό Εξωτερικών, να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την τοποθέτηση των Ακολούθων Άμυνας, ενώ παράλληλα εξουσιοδοτήθηκε και ο Υπουργός Οικονομικών να εξεύρει και να διαθέσει τις απαιτούμενες πιστώσεις.
Το ζήτημα που, κατά την κρίση μου, εγείρεται είναι το αν η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορεί να προσβληθεί με την παρούσα διαδικασία ή αν αποτελεί κυβερνητική πράξη ή πράξη κυβερνήσεως η οποία δεν προσβάλλεται με την παρούσα διαδικασία (δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος). Στην υπόθεση Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352 η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό σε υπόθεση που αφορούσε σε τερματισμό διορισμού Προξένου της Κυπριακής Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης. Όπως και το Γαλλικό και το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης, σύμφωνα με την οποία κυβερνητικές πράξεις είναι μόνον εκείνες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ο οποίος διαμορφώνεται σταδιακά με την νομολογία. Στην περίπτωση εκείνη, έκρινε ότι επρόκειτο για κυβερνητική πράξη.
Σύμφωνα με το άρθρο 54 του Συντάγματος η εκτελεστική εξουσία που ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις εξωτερικές υποθέσεις, για τις οποίες γίνεται μνεία στο άρθρο 50 του Συντάγματος. Το άρθρο 50.1 (α) του Συντάγματος προνοεί ότι στον όρο «εξωτερικές υποθέσεις» περιλαμβάνεται και ο διορισμός και τοποθέτηση προσώπων, μη ανηκόντων στη Διπλωματική Υπηρεσία, σε οποιαδήποτε θέση στο εξωτερικό, ως Διπλωματικών ή Προξενικών Αντιπροσώπων και την ανάθεση καθηκόντων, στο εξωτερικό, ως Ειδικών Απεσταλμένων, σε πρόσωπα μη ανήκοντα στη Διπλωματική Υπηρεσία.
Στην προκείμενη περίπτωση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τότε Ταγματάρχης και στη συνέχεια Αντισυνταγματάρχης Γεωργίου Χάρης, ήταν πρόσωπο που δεν ανήκε στη Διπλωματική Υπηρεσία και διορίστηκε, από το Υπουργικό Συμβούλιο, με τη συνεργασία των Υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών και την αρωγή του Υπουργού Οικονομικών, ως Ακόλουθος Άμυνας στην Κυπριακή Πρεσβεία στο Παρίσι. Δεν πρόκειται για οποιαδήποτε μετάθεση ή απόσπαση που διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αλλά πρόκειται για πράξη που, κατά την εκτίμηση μου, συνιστά άσκηση πολιτειακής εξουσίας, και όχι διοικητικής λειτουργίας που απολήγει στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης και υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εκτιμώ ότι πρόκειται για ανάθεση καθηκόντων, στο εξωτερικό, προσώπου που δεν ανήκε στη Διπλωματική Υπηρεσία, ως Ειδικού Απεσταλμένου της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στην υπόθεση Παύλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 573/2002, ημερ. 2.7.2003 εξετάστηκε παραπλήσιο ζήτημα διορισμού Μορφωτικού Ακολούθου στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα. Ο διορισμός ήταν και πάλι από το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεργασία με τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού. Το δικαστήριο, στην υπόθεση εκείνη, έκρινε ότι το ζήτημα αφορούσε σε τοποθέτηση η οποία ανάγετο πρωτογενώς στην αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, επρόκειτο σαφώς για ανάθεση εκτέλεσης καθηκόντων στο εξωτερικό, σε Ειδικό Απεσταλμένο που δεν ανήκε στη Διπλωματική Υπηρεσία. Αφού αναφέρθηκε σε σχετική Κυπριακή νομολογία, στην Υπόθεση 448/1939 του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και στο σύγγραμμα Μ. Στασινοπούλου, Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών του 1974, σελ. 176-180, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κυβερνητική πράξη που δεν υπόκειτο στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Υιοθετώ το σκεπτικό της απόφασης Παύλου (ανωτέρω) και ακολουθώντας τη δεσμευτική απόφαση της Ολομέλειας στην Χατζηανδρέου (ανωτέρω) καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, και στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι κυβερνητική πράξη και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη και επομένως δεν υπόκειται στο αναθεωρητικό έλεγχο του παρόντος δικαστηρίου. Εφόσον δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο η προσβαλλόμενη απόφαση της 13.5.2008, θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπόκειται σε έλεγχο και η παράλειψη απάντησης στο παράπονο του αιτητή, ημερ. 15.5.2008.
Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000.- έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.