ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   (Υποθ. Αρ.1186/2008

 

2  Δεκεμβρίου, 2010

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 28, 35  του Συντάγματος

 

ΣΩΤΗΡΗΣ  ΝΙΚΟΛΑΟΥ

                                                            Αιτητής,

-και -

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του

Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων

                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Γ.Παπαδόπουλος, για τον αιτητή

Δ.Καλλίγερος - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    O αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύμφωνα με την οποία τερματίστηκε, αφενός η καταβαλλόμενη προς αυτόν σύνταξη ανικανότητας και αφετέρου διεκδικείται από τη Δημοκρατία η επιστροφή των καταβληθέντων, για την περίοδο 1 Ιουνίου 2006 μέχρι και 30 Απριλίου 2008. 

 

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1995 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας γιατί, όπως αναφερόταν στη συνοδευόμενη ιατρική έκθεση, υπέφερε από οσφυϊκή δισκοπάθεια.   Μετά από σχετική εξέταση από ιατροσυμβούλιο, ο αιτητής κρίθηκε ικανός για ελαφρά εργασία και στις 29 Σεπτεμβρίου 1995, η αίτηση του απορρίφθηκε.  Ο αιτητής ζήτησε την επανεξέταση της περίπτωσης του και τελικώς, οι υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή τους ημερ. 13 Φεβρουαρίου 1996, έδωσαν την έγκριση τους για την καταβολή σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή από 3 Αυγούστου 1995.  Μετά από σχετική διερεύνηση, που έγινε τον Ιούλιο του 2000, οι καθ΄ων η αίτηση γνωστοποίησαν στον αιτητή τον τερματισμό της καταβολής σύνταξης ανικανότητας από την 1η Μαϊου 2000.  Επανήλθε ο αιτητής ζητώντας επανεξέταση της περίπτωσης και αφού εξετάστηκε από ιατροσυμβούλιο κρίθηκε, στις 4 Δεκεμβρίου 2000, ως «ικανός για ελαφρά εργασία μη χειρονακτικής φύσης με μειωμένο ωράριο».  Στις 18 Ιανουαρίου 2001, διερευνήθηκε, από αρμόδιο επιθεωρητή, η απασχόληση του αιτητή.  Με επιστολή ιδίας ημερομηνίας του ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η εν λόγω διερεύνηση.  Τελικώς, οι καθ΄ων η αίτηση εγκρίνουν το αίτημα του αιτητή και επαναρχίζει η πληρωμή σύνταξης προς αυτόν από την 1η  Νοεμβρίου 2000. 

 

Στις 23 Απριλίου 2002, αφού ο αιτητής εξετάστηκε από ορθοπεδικό-χειρουργικό ιατροσυμβούλιο, έγινε παραπομπή του για εξέταση από νευροχειρουργικό ιατρικό συμβούλιο.  Στις 27 Μαϊου 2002 ο αιτητής κρίθηκε, από το νευροχειρουργικό ιατρικό συμβούλιο «ως ικανός για ελαφρά εργασία μη χειρωνακτικής φύσεως με περιορισμένο ωράριο».  Τελικώς, στις 24 Μαρτίου 2008, διερευνήθηκε, εκ νέου, η περίπτωση απασχόλησης του αιτητή, και προέκυψε ότι ο αιτητής εργαζόταν κανονικά.  Ως αποτέλεσμα τούτου, οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 14 Μαϊου 2008, τερμάτισαν την καταβολή σύνταξης ανικανότητας, το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

 

Η ανυπαρξία επαρκούς έρευνας, ήταν ο πρώτος λόγος που προτάθηκε από την πλευρά του αιτητή και ο συνήγορος του ισχυρίστηκε ότι με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου 5 του άρθρου 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν.41/80)  («ο Νόμος») το ζητούμενο είναι κατά πόσο ο αιτητής, λόγω της ανικανότητας του, δεν μπορούσε να κερδίζει από την εργασία του, που εύλογα αναμενόταν να εκτελεί, πάνω από το 1/3 του ποσού που συνήθως κερδίζει ένας υγιής εργαζόμενος.  Ο επιθεωρητής που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή  πρόβαλε ο συνήγορος, δεν έκανε την παραμικρή έρευνα, σε σχέση με τις απολαβές του αιτητή.  Το μόνο που λήφθηκε υπόψη ήταν η ολική αξία εκροών που περιέχονται στις δηλώσεις του αιτητή στον ΦΠΑ, χωρίς να εξεταστεί και να υπολογιστεί το κέρδος που θα μπορούσε να έχει ο αιτητής.  Ούτε, συνέχισε, έγινε οποιαδήποτε παραπομπή του αιτητή σε ιατρικές εξετάσεις έτσι ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχε ή όχι μεταβολή στην υγεία του.  Υπήρχαν μόνο στη σχετική έκθεση υποκειμενικές παρατηρήσεις της επιθεωρήτριας. 

 

Ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς έρευνας η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, πρόβαλε ο αιτητής, ήταν αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης.  Ως αποτέλεσμα τούτου κατέστησε την απόφαση ακυρωτέα. 

 

Στην ίδια την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, πρόβαλε ο αιτητής  δεν υπάρχει καμία αιτιολογία έτσι ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση, που θέτει το εδάφιο 1 του άρθρου 26 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), για έκδοση αποφάσεων της διοίκησης επαρκώς αιτιολογημένων, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται, περί δυσμενούς για το διοικούμενο, πράξεων.  Ταυτόχρονα, ο αιτητής εισηγήθηκε ότι στα γεγονότα, που περιλαμβάνονται στην έκθεση της επιθεωρήτριας, συμπεριλήφθηκε ένα εξωγενές στοιχείο, ότι δηλαδή η σύζυγος του αιτητή είναι ιδιοκτήτρια καταστήματος σουβενίρ στην Κακοπετριά, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν υπήρξε χρηστή διοίκηση. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας πρόβαλε ότι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση προέβαιναν σε συνεχή διερεύνηση της περίπτωσης του αιτητή, ώστε να βεβαιώνονται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη σχετική νομοθεσία για την παροχή σύνταξης ανικανότητας σ΄αυτόν.  Από τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους ήταν η εύλογη η κατάληξη ότι ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία, ιδιαιτέρως λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ετησίων απολαβών του αιτητή, καθώς και τη φύση των καθηκόντων του, που κρινόμενα δεν οδηγούν σε συμπέρασμα έλλειψης ικανότητας για εργασία, σε βαθμό που να επιβάλλει τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας.  Ο συνήγορος με την αγόρευση του παραπέμπει σε διάφορες δηλώσεις στα τεκμήρια, που έχουν κατατεθεί, για να καταδείξει ότι ο αιτητής ενώ κρίθηκε ικανός για ελαφρά εργασία μη χειρονακτικής φύσεως με μειωμένο ωράριο, διεφάνη από την ίδια την εργασία του ότι εργαζόταν κανονικό ωράριο με πλήρεις απολαβές.

 

Πρέπει από την αρχή να σημειώσω ότι ο αιτητής υποβάλλοντας την αρχική του αίτηση πίσω στο 1995 για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας, είχε προσδιορίσει ότι εργαζόταν ως επιπλοποιός.  Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώθηκε και στις επόμενες εφτά ιατρικές εξετάσεις που υποβλήθηκε ο αιτητής.  Περαιτέρω, η μειωμένη δυνατότητα εργασίας επαναλαμβάνεται από τον αιτητή σε κάθε κατάθεση-δήλωση που έγινε την περίοδο 1995-2008.  

 

Το άρθρο 75(1) του Νόμου προσδίδει στον εξεταστή απαιτήσεων τη δυνατότητα αναθεώρησης εκδοθείσας απόφασης, είτε εφόσον εκδόθηκε από πλάνη ή άγνοια ουσιώδους γεγονότος είτε είχε στο μεταξύ επέλθει μεταβολή στις περιστάσεις μιας περιπτώσεως. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η σωματική κατάσταση του αιτητή, παρέμεινε, όπως διαπιστώνεται από τις αλλεπάλληλες ιατρικές γνωματεύσεις των ιατροσυμβουλίων, σταθερή.

 

«Ικανός για ελαφρά εργασία» αναφέρθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 και επαναλήφθηκε στις 27 Μαρτίου 1997. 

 

«Ικανός για ελαφρά εργασία μη χειρονακτικής φύσεως για περιορισμένο ωράριο» αναφέρεται στην ιατρική γνωμάτευση 4 Δεκεμβρίου 1998 και επαναλήφθηκε και στις επόμενες, 4 Δεκεμβρίου 2000, 25 Μαϊου 2002, 21 Φεβρουαρίου 2005 και 15 Φεβρουαρίου 2008.  Ο αιτητής δηλώνει στις 14 Νοεμβρίου 1995, ότι «μπορεί να εργαστεί δυο με τρεις ώρες το πολύ».   Στην κατάθεση του ημερ. 16 Οκτωβρίου 1997, επιβεβαιώνει της μικρής διάρκειας εργασία.  Στις 24 Ιουλίου 2000 ο εξεταστής σημειώνει ότι σε κατάθεση ο αιτητής δηλώνει ότι καθημερινά μεταβαίνει στο επιπλοποιείο από 8.30π.μ. - 4.30μ.μ.  Ο κοινοτάρχης του χωριού επιβεβαίωσε την μερική απασχόληση αφού την περισσότερη ώρα βρισκόταν σε καφενείο.  Τα ίδια γεγονότα επαναλαμβάνονται και, σε μεταγενέστερη έκθεση, του εξεταστή, που καταλήγει:

 

«Στις 21.3.2008 λήφθηκε κατάθεση (παρ.1) από τον δικαιούχο που δηλώνει πως είναι 52 χρόνων και εργάζεται ως επιπλοποιός/πελεκάνος.  Λόγω δυστυχήματος που είχε το 1976 του τοποθετήθηκε πλατίνα στο δεξιό του μηρό.  Το 1990 την ώρα που εργαζόταν χτύπησε στο δεξί του χέρι λειτουργούν μόνο τα δύο δάχτυλα.  Αργότερα χειρουργήθηκε και στο σπόνδυλο.  Διατηρεί δικό του ξυλουργείο και εργάζεται 4-5 ώρες την ημέρα εκτός Σαββατοκύριακα.  Δεν υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις παρά μόνο είναι δηλωμένος στο ΦΠΑ.  Δεσμεύτηκε να τις παρουσιάσει.  Δήλωσε πως λόγω της ανικανότητας του έχουν επηρεαστεί τα εισοδήματα του.  Η σύζυγος του είναι ιδιοκτήτρια καταστήματος σουβενίρ στην Κακοπετριά και είναι δηλωμένη ως Α/Ε.  Μου παρουσίασε (παρ.2) σε πρόχειρο χαρτί τις αγορές τα έξοδα και τις πωλήσεις του μέσα στο 2007 αλλά δεσμεύτηκε να παρουσιάσει τις δηλώσεις του ΦΠΑ από την ημερομηνία εγγραφής του.  Οι πωλήσεις του κατά το 2007 φαίνονται £15.713.00.

 

Στις 3.4.2008 μου απέστειλε με τηλεομοιότυπο την γνωστοποίηση εγγραφής του στο ΦΠΑ από τις 31.5.2006 (παρ.3), πρόχειρο έντυπο (παρ.4) στο οποίο φαίνονται οι πωλήσεις του το 2006 £19.378,00 από την ημερομηνία εγγραφής του στο ΦΠΑ.  Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα μαζί του, του ζήτησα ξανά τις δηλώσεις του ΦΠΑ οπόταν μετά από μεγάλη μου επιμονή μου τις απέστειλε στις 11.4.2008.  (παρ.5).»

 

Ως αποτέλεσμα τούτου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση που αναφέρει:

 

«Στη δική σας περίπτωση σύμφωνα με όλα τα στοιχεία και μαρτυρίες που είναι στη διάθεση μας, το σύνολο των ετησίων απολαβών σας καθώς και η φύση των καθηκόντων σας είναι τέτοια που κρίθηκε ότι δεν έχετε απολέσει την ικανότητα σας για εργασία σε βαθμό που να δικαιολογεί παροχή σύνταξης ανικανότητας.

 

Με βάση τα πιο πάνω, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι η πληρωμή της σύνταξης ανικανότητας σας τερματίζεται από 1.06.2006 γιατί με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είστε μόνιμα ανίκανος για την εργασία σας».

 

Η μέθοδος αναγνώρισης του ανίκανου προς εργασία ασφαλισμένου, καθορίζεται με σαφή τρόπο στο εδάφιο 5 του άρθρου 38 του Νόμου.

 

(5)  «... ανίκανος προς εργασία  θεωρείται ο ασφαλισμένος όταν λόγω ... σωματικής ..... αναπηρίας .. δεν δύναται να κερδίζει δι΄εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπόψιν .... της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεως του, πέραν του ενός τρίτου ... του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν ... επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς .... υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως».

 

Θέτει συναφώς ο ίδιος ο νομοθέτης ένα συγκριτικό επίπεδο που έχει ως συνέπεια την αναζήτηση, όχι μόνο, των εισοδημάτων του ασφαλισμένου αλλά τη σύγκριση του, όποιου, ποσού με το κερδενόμενο ποσό του αναλογούντος υγιούς ανθρώπου.

 

Αυτό αποτελεί δύσκολο έργο με πολύ μεγάλη πιθανότητα αδυναμίας εντοπισμού των εισοδημάτων των ασφαλισμένων υποστήριξε ο κ.Καλλίγερος.  Τούτο δεν αποτελεί δικαιολογία για ελλιπή έρευνα, ιδιαιτέρως όταν υπάρχει, όπως σημείωσα, σαφής νομοθετική ρύθμιση.

 

Το ερώτημα που αναφύεται είναι αν η έρευνα που έγινε στην προκείμενη περίπτωση ήταν επαρκής.  Σχετική είναι η Υποθ.893/99 Βασιλείου ν. Δημοκρατίας ημερ. 30 Ιανουαρίου 2001, στην οποία έκαμε αναφορά και ο συνήγορος του αιτητή. Πρέπει από την αρχή να σημειώσω ότι οι τυχόν ασάφειες ή ακόμα αντιφατικότητες που παρουσιάζονται σε προηγούμενες δηλώσεις του αιτητή, δεν μπορούν από μόνες τους να αποτελέσουν κριτήριο για αναθεώρηση της απόφασης του εξεταστή απαιτήσεων, αφού, όπως διαπιστώνεται από το φάκελο της υπόθεσης μετά από κάθε διαμαρτυρία η εξήγηση που έδιδε ο αιτητής στο αίτημα του για χορήγηση συντάξεως ανικανότητας εγκρίνετο.  Τούτο έγινε τον Φεβρουάριο του 1996, τον Ιανουάριο 2001, και συνεχίστηκε η χορήγηση σύνταξης, ως το 2008, ενώ προηγήθηκαν εφτά ιατρικές εξετάσεις.

 

Στην περίπτωση της τελευταίας εξέτασης, που έγινε στις 24 Μαρτίου 2008, ο αιτητής δήλωσε, όπως και προηγουμένως ότι εργάζεται ως επιπλοποιός, και παρέδωσε εκροές ΦΠΑ από το 2006, που οδηγούν σε εύρημα ως προς το εισόδημα του αιτητή.  Σε κανένα όμως σημείο της υπόθεσης του εξεταστή ή στον ίδιο το φάκελο της υπόθεσης καταφαίνεται σύγκριση του εν λόγω εισοδήματος με ένα «σωματικώς υγιή» εργαζόμενο, με το ίδιο «επίπεδο μόρφωσης», ώστε να υπάρξει όχι μόνο αναλογία, αλλά αναλογία του ενός τρίτου (1/3) που επιβάλλει το εδαφ.(5) του άρθ.38 του Νόμου.

 

Συνακόλουθα καταλήγω ότι ορθώς διαμαρτύρεται ο αιτητής ότι δεν προηγήθηκε επαρκής έρευνα πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι η προσβολή με το ίδιο δικόγραφο δυο διοικητικών πράξεων, όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν επιβάλλει αναγκαστική ομοιόμορφή κατάληξη, αφού μπορεί μια από τις δυο να διασωθεί.

 

Όπως νομολογήθηκε και αναφέρομαι στην υπόθεση Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, συνάφεια υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, προσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο αφορούν την ίδια αιτία, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο κατά την ιδία διοικητική διαδικασία.  (βλ.επίσης Συμεωνίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258).

 

Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση για αναστολή της πληρωμής της σύνταξης ανικανότητας προς τον αιτητή, ήταν απόρροια της έρευνας του εξεταστή απαιτήσεων.  Αυτή η έρευνα κρίθηκε ως τρωτή, λόγω απουσίας επαρκούς έρευνας.  Η απόφαση για διεκδίκηση της επιστροφής του καταβληθέντος ποσού, στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι ο αιτητής έπαυσε να θεωρείται ως ανίκανο προς εργασία πρόσωπο. Συνεπώς υπάρχει συνάφεια.

 

Με την επιτυχή κατάληξη της προσφυγής του ως προς την απόφαση για αναθεώρηση που περιλαμβάνεται στην ίδια επιστολή των καθ΄ων η αίτηση, εκθεμελιώνεται το νομικό υπόβαθρο για απαίτηση επιστροφής του ποσού, με την ιδία νομική αιτιολογία.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Ποσό €1,700 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζεται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

                                                          Κ. Παμπαλλής,

                                                                   Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο