ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1005/2009)

 

20 Δεκεμβρίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ASPIS HOLDINGS PUBLIC COMPANY LTD,

Αιτητές,

ν.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Δ. Διομήδους για Δ. Καλλή, για τους Αιτητές.

Ρ. Πασιουρτίδη (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση με την οποία κρίθηκε ότι οι Αιτητές παραβίασαν το άρθρο 19, όπως αυτό εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ) του περί των Πράξεων Προσώπων που κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση της Αγοράς) Νόμου του 2005 (Ν. 116(Ι)/2005) (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Νόμος») και με την οποία τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους €30.000.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Οι Καθ' ων η αίτηση, στο εξής «η Επιτροπή», αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν.64(Ι)/2001), στο εξής «ο Νόμος της Κεφαλαιαγοράς».

 

Η Επιτροπή, βάσει των άρθρων 4 και 6 του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς, έχει την ευθύνη της εποπτείας της Κεφαλαιαγοράς, της διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας και μεθοδικής ανάπτυξής της, καθώς επίσης και την εποπτεία της παρακολούθησης των συναλλαγών κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου («το ΧΑΚ»).

 

Στις 27.8.08 οι Αιτητές ανακοίνωσαν συμμετοχή τους στην αύξηση κεφαλαίου που θα πραγματοποιούσε η εταιρεία Commercial Value AAE.  Στην ανακοίνωση τους έκαμαν αναφορά σε «πολύ θετική έκθεση του Οίκου Fitch για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας».  Αυτή η δήλωση, οδήγησε την Επιτροπή να ζητήσει, με επιστολή της ημερ. 2.9.08,  από τους Αιτητές διευκρινίσεις σχετικά με τη δήλωσή τους.  Οι Αιτητές απάντησαν στην Επιτροπή με επιστολή τους ημερ. 10.9.08.

 

Στη συνέχεια, σε συνεδρία της ημερ. 3.11.08, η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη το σημείωμα του λειτουργού της, ημερ. 29.10.08, αποφάσισε βάσει του άρθρου 39 του Νόμου, όπως καλέσει τους Αιτητές σε γραπτές παραστάσεις για ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 19 και 20(1)(γ) του Νόμου.  Παράλληλα η Επιτροπή με επιστολή της, κάλεσε τους Αιτητές να υποβάλουν τις γραπτές τους παραστάσεις μέχρι 29.12.08.  Οι Αιτητές, μετά από σχετική αναβολή που τους δόθηκαν, υπέβαλαν τις γραπτές τους παραστάσεις στις 5.1.09, ενώ ζήτησαν όπως ακουστούν πριν την επιβολή της ποινής.  Η Επιτροπή σε συνεδρία της στις 23.5.09, αφού έλαβε υπόψη σημείωμα του Λειτουργού της ημερ. 8.1.09, αποφάσισε να επιτρέψει στους Αιτητές να προβούν σε προφορικές παραστάσεις για επεξήγηση των γραπτών τους παραστάσεων.  Καθόρισε δε ως σχετική ημερομηνία την 30.3.09, ημερομηνία η οποία όμως διαφοροποιήθηκε για τις 6.4.09 λόγω απουσίας του μέλους της Μ. Κυπριανού.

 

Στις 6.4.2009 η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη σημείωμα του Λειτουργού της ημερ. 31.3.09, καθώς και τις προφορικές παραστάσεις των Αιτητών, αποφάσισε βάσει του άρθρου 23 του Ν.116(Ι)/2005, να τους επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους €30.000 για παράβαση του άρθρου 19 ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ) του ίδιου Νόμου.  Οι Αιτητές ενημερώθηκαν σχετικά με την προσβαλλόμενη απόφαση, με επιστολή της Επιτροπής ημερ. 19.5.09.

 

Οι Αιτητές προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προώθησαν τελικά 8 λόγους ακύρωσης, ότι:-

(1) Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 19, 20(1)(γ), 21 και 22 του Νόμου, ως προς την έκδοση σχετικής οδηγίας.  Επίσης δεν αιτιολογήθηκε δεόντως η διαπίστωση ότι οι Αιτητές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι πληροφορίες, στην ανακοίνωσή τους, ήταν ψευδείς και παραπλανητικές.  

(2) Είναι αποτέλεσμα κακής άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας, αφού παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά όλα τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης.   

(3) Είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/99, το οποίο αφορά στο δικαίωμα ακρόασης. 

(4) Υπήρχε πλάνη περί τα πράγματα κατά την επιμέτρηση της ποινής (δεν λήφθηκε υπόψη ολόκληρη η ανακοίνωση των Αιτητών). 

(5) Υπήρχε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, καθότι η Επιτροπή δεν κατέγραψε στην αιτιολογία της, τις απόψεις των δύο Ερευνώντων Λειτουργών.  

(6) Υπήρχε κακή σύνθεση λόγω παράτυπης κλήτευσης μέλους της Επιτροπής. 

(7) Παραβιάστηκε το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως προς το ανεξάρτητο και αμερόληπτο του αποφασίζοντος οργάνου, και 

(8) Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές φυσικής δικαιοσύνης, καθότι πριν την επιβολή της επίδικης ποινής δεν δόθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης στους Αιτητές.

 

Οι λόγοι ακύρωσης θα εξεταστούν, λόγω της φύσης των ζητημάτων που θέτουν, με διαφορετική σειρά από αυτή που ακολούθησε ο δικηγόρος των Αιτητών.

 

Κακή σύνθεση λόγω παράλειψης κλήτευσης μέλους της Επιτροπής - Λόγος ακύρωσης 6

Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η σύνθεση της Επιτροπής πάσχει, γιατί όπως ισχυρίζεται, το μέλος κ. Δ. Βάκης απουσίαζε κατά τη συνεδρία της Επιτροπής στις 3.11.08, χωρίς να αποδειχθεί ότι κλήθηκε νομότυπα.  Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Αιτητών, η νομότυπη πρόσκληση θα πρέπει να αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου και όχι από μεταγενέστερη μαρτυρία, όπως στην παρούσα περίπτωση όπου η δήλωση παραλαβής της πρόσκλησης φέρει ημερομηνία υπογραφής οκτώ ημέρες μετά την επίδικη συνεδρία.

 

Η Επιτροπή απορρίπτει και προβάλλει ότι το μέλος τους κλητεύθηκε νομότυπα, αλλά δεν κατέστη δυνατό να παρευρεθεί λόγω απουσίας του στο εξωτερικό.  Όσον αφορά το μεταγενέστερο της δήλωσης απουσίας του από την ημερομηνία της επίδικης συνεδρίας, προβάλλει ότι με απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο στην Παπαγεωργίου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθεση Αρ. 585/09, ημερ. 9.6.09, έκρινε την κλήτευση νομότυπη.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, το συγκεκριμένο μέλος κλήθηκε νομότυπα για να παρευρεθεί στην επίδικη συνεδρία, όμως λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, γεγονός το οποίο σημειώνεται στην πρόσκληση που του στάληκε, δεν κατέστη δυνατό να παρευρεθεί.  Το γεγονός ότι η δήλωση παραλαβής της πρόσκλησης φέρει ημερομηνία υπογραφής οκτώ ημέρες μετά την επίδικη συνεδρία, αυτό δεν επενεργεί στη νομιμότητα είτε της πρόσκλησης, είτε της σύνθεσης της Επιτροπής.  Κατά την άποψή μου εκείνο που έχει σημασία είναι ότι κλήθηκε έγκαιρα, ανεξάρτητα αν το μέλος απέστειλε την απάντησή του στην πρόσκληση, σε μεταγενέστερο χρόνο της επίδικης συνεδρίας (βλ. σχετικά Παπαγεωργίου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ανωτέρω).

 

Παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πριν την επιβολή της επίδικης ποινής - Λόγοι ακύρωσης 3 και 8

Ο δικηγόρος των Αιτητών προβάλλει ότι οι Αιτητές με επιστολή τους ημερ. 5.1.2009 ζήτησαν όπως ακουστούν επί του θέματος της ποινής.  Όμως κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος, η Επιτροπή δεν δέχθηκε το αίτημά τους και αρνήθηκε να τους δώσει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης για σκοπούς μετριασμού της επίδικης ποινής.  Προβάλλουν επίσης ότι ουσιαστικά πρόκειται για πειθαρχική διαδικασία για την οποία θα έπρεπε να εφαρμόζονται οι κανόνες της ποινικής διαδικασίας.  Αυτό, όπως ανέφερε ο δικηγόρος τους, κρίθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Sharelink Financial Services Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 481 η οποία είναι η επικρατούσα νομολογία για την περίπτωση, ενώ ουσιαστικά υποστηρίζει ότι η απόφαση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Εξέλιξη Επενδυτική Λτδ  (2006) 3 ΑΑΔ 306, είναι λανθασμένη και δεν πρέπει να εφαρμοστεί.

 

Η Επιτροπή απορρίπτει και προβάλλει ότι δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση κατά τη διαδικασία καθορισμού του ύψους της ποινής και εν πάση περιπτώσει της δόθηκε η δυνατότητα να ακουστεί πριν τη διαπίστωση της ενοχής της.  Επίσης, ότι το ζήτημα κρίθηκε δεσμευτικά για το Δικαστήριο, στην απόφαση της Ολομέλειας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Εξέλιξη Επενδυτική Λτδ (2006) 3 ΑΑΔ 306, ενώ οι Αιτητές δεν έπεισαν για την μη δεσμευτικότητά της.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Δεν χρειάζεται να υπεισέλθω στα νομικά σημεία που εγείρει ο δικηγόρος των Αιτητών.  Εκείνο που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι, από τα γεγονότα όπως προκύπτουν από το φάκελο, οι Αιτητές δεν στερήθηκαν του δικαιώματος τους να ακουστούν.  Η Επιτροπή, με επιστολή της ημερ. 26.3.2009 δέχθηκε το αίτημα των Αιτητών να ακουστούν.  Πράγματι στις 6.4.2009 που διεξήχθη η ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον της Επιτροπής, παρευρέθηκαν οι δικηγόροι και διάφοροι αξιωματούχοι των Αιτητών.  Ακούστηκαν οι δικηγόροι των Αιτητών και η Επιτροπή έλαβε υπόψη τόσο τις γραπτές θέσεις των Αιτητών και των δικηγόρων τους ημερ. 10.9.2008 και 5.1.2009 αντίστοιχα, όσο και τις προφορικές παραστάσεις τους ημερ. 6.4.2009, προτού καταλήξει κατά πόσον υπήρχε παράβαση και προτού επιβάλει πρόστιμο. Κατά την κρίση μου, δεν διαπιστώνεται παραβίαση, ούτε του άρθρου 39 του Νόμου, ούτε των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Αιτητών με κάλεσε να αποστώ από τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Εξέλιξη Επενδυτική Λτδ, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι δεν παραβιάζονται οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, αν οι παραστάσεις των μερών υποβάλλονται συνολικά για να καλύψουν σφαιρικά τόσο τα θέματα καταδίκης, όσο και εκείνα που αφορούν στην ποινή.  Κατ' αρχάς η υπόθεση της Ολομέλειας είναι δεσμευτική.  Ανεξαρτήτως τούτου, δεν συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητών ότι η πιο πάνω υπόθεση, διαφοροποιεί τη νομολογία, όσον αφορά τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα ακρόασης ή έρχεται σε αντίθεση με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Sharelink Financial Services v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ανωτέρω.  Όπως υποδείχθηκε, ο κατατεμαχισμός της διαδικασία και η διεξαγωγή της σε πολλά στάδια, δεν θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό.  Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στην κατάλληλη περίπτωση όπου τα γεγονότα έχουν κάποια ιδιαιτερότητα, η Επιτροπή εμποδίζεται να ακολουθήσει διαφορετική πορεία.  Εκείνο που επισημαίνεται στην απόφαση, είναι ότι όταν τα γεγονότα είναι απλά, όπως στην υπό εκδίκαση υπόθεση, δεν χρειάζεται να κατατεμαχιστεί αχρείαστα η διαδικασία. 

Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 19-22 του Νόμου, ως προς την έκδοση σχετικής Οδηγίας και έλλειψη αιτιολογίας - Λόγος ακύρωσης 1

Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η επίδικη Οδηγία για τη χειραγώγηση της αγοράς, εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 19 ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ) του Νόμου, αφού σ' αυτήν δεν διευκρινίζονται, όπως απαιτείται από τα άρθρα 21 και 22, τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη ώστε να διαπιστωθεί το κατά πόσο υπήρξε χειραγώγηση τιμών.  Περαιτέρω, ότι η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 21 του Νόμου, εξέδωσε την Οδηγία 2/2005, πλην όμως αυτά αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του άρθρου 20 του Νόμου και όχι στην παράγραφο (γ) στην οποία αφορούσε η παρούσα υπόθεση.  Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Αιτητών, η έκδοση της Οδηγίας που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Νόμου, συνιστά επιβαλλόμενη από το Νόμο ενέργεια και αποτελεί επιτακτική προϋπόθεση για τη λήψη της τελικής απόφασης.  Δεν παρέχεται διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή να μην την εκδώσει, και παράβαση του άρθρου 21 συνεπάγεται ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης. 

 

Η Επιτροπή απορρίπτει και προβάλλει ότι σύμφωνα με το άρθρο 20(2) του Νόμου, είναι στην αποκλειστική εξουσία και κρίση της Επιτροπής να καθορίσει ποια στοιχεία θα πρέπει να περιέχονται στην Οδηγία ώστε η συνδρομή τους να συνιστά χειραγώγηση.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί, εισηγήθηκε η δικηγόρος της, να επέμβει και να καθορίσει τον τρόπο άσκησης της συγκεκριμένης αρμοδιότητάς της.

 

Το πρώτο σκέλος του λόγου ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τις πρόνοιες του άρθρου 20(2) του Νόμου η Επιτροπή, ως προς την διαμόρφωση του περιεχομένου της επίδικης ανακοίνωσης, είχε την απόλυτη εξουσία να προσδιορίσει ποια στοιχεία πρέπει να συντρέχουν ώστε να διαπιστωθεί, πότε μια πράξη χαρακτηρίζεται ως προσπάθεια χειραγώγησης της αγοράς. Έτσι κατά την άποψη μου το Δικαστήριο, στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου, δεν μπορεί να επέμβει και καθορίσει τον τρόπο άσκησης της συγκεκριμένης αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου.

 

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης, ο δικηγόρος των Αιτητών εισηγήθηκε ότι δεν αιτιολογήθηκε δεόντως η διαπίστωση ότι οι Αιτητές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι πληροφορίες, στην ανακοίνωσή τους, ήταν ψευδείς και παραπλανητικές.

 

Από την άλλη, η δικηγόρος της Επιτροπής αντέτεινε ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε πλήρως την σχετική κρίση της και αυτή φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 6.3.09, όπου καταγράφεται και αιτιολογείται η διαπίστωση της αυτή.  Περαιτέρω στην απόφαση της Επιτροπής, καταγράφεται τόσο το περιεχόμενο της ανακοίνωσης όσο και αυτό της έκθεσης του οίκου Fitch, η οποία αφορά την οικονομική της κατάσταση και είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ανακοίνωση.

 

Ούτε το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης, ευσταθεί.  Κατά την άποψή μου η Επιτροπή στην απόφασή της ημερ. 6.4.2009, αιτιολόγησε πλήρως τη διαπίστωσή της ότι οι Αιτητές με την επίδικη δήλωση, παραβίαζαν τις πρόνοιες των άρθρων 19 και 20(1)(γ).  Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τα όσα αναφέρονται στη σελίδα 3 της επίδικης απόφασης, στην οποία γίνεται αναφορά τόσο στην ανακοίνωση των Αιτητών, όσο και στην έκθεση του οίκου Fitch.  Για να επισημάνει η Επιτροπή ότι η δήλωση των Αιτητών για «πολύ θετική έκθεση του οίκου Fitch για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας», δεν συνάδει με το περιεχόμενο της έκθεσης Fitch και ως εκ τούτου συνιστά παράβαση των άρθρων 19 και 20 του Νόμου.

 

Κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας και πλάνη περί τα πράγματα - Λόγοι ακύρωσης 2 και 4

Οι Αιτητές προβάλλουν ότι η Επιτροπή, πριν καταλήξει για την ενοχή τους, θα έπρεπε να λάβει υπόψη ολόκληρο το περιεχόμενο της ανακοίνωσής τους για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας.  Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Αιτητών, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη ουσιώδη στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεσή της και να τα αξιολογήσει ορθά, καταλήγοντας πεπλανημένα στη διαπίστωση ότι οι Αιτητές προσπάθησαν να χειραγωγήσουν την αγορά, χωρίς να εξετάσουν εάν υπήρξε πραγματικά χειραγώγησή της.

 

Η Επιτροπή απορρίπτοντας αυτό τον ισχυρισμό, προβάλλει ότι αυτό που είχε σημασία, ως προς τη διαπίστωση ότι συνέτρεχε χειραγώγηση της αγοράς, δεν ήταν εάν επηρεάστηκε η αγορά από τις ψευδείς και παραπλανητικές δηλώσεις των Αιτητών, αλλά το γεγονός ότι ενώ αυτοί γνώριζαν ότι οι πληροφορίες που διέδιδαν ήταν ψευδείς και παραπλανητικές, τις διέδιδαν.  Περαιτέρω, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διερευνήσει και εξετάσει το σύνολο του περιεχομένου της ανακοίνωσης, αλλά αρκούσε το γεγονός ότι από την ανακοίνωση, σε σύγκριση με την έκθεση Fitch, προέκυπτε ότι ήταν διαφορετική η πραγματική οικονομική κατάσταση των Αιτητών και ότι η έκθεση Fitch κάθε άλλο παρά θετική ήταν, αφού στην ουσία υποβάθμιζε την αξιολόγηση των Αιτητών.

 

Οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.

 

Η  σχετική απαγόρευση της νομοθεσίας και συγκεκριμένα ο σκοπός του άρθρου 20(1) του Νόμου, είναι η προστασία της αγοράς από την διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων που αποσκοπούν στην χειραγώγηση της αγοράς.  Η παραβίαση θεωρείται ότι συντελείται από το γεγονός και μόνο της διάδοσης πληροφοριών από πρόσωπο που γνωρίζει ότι πρόκειται για ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.  Κατά την άποψή μου η Επιτροπή εύλογα, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας.  Αναμφίβολα, το περιεχόμενο ολόκληρης της ανακοίνωσης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.  Όμως αρκεί και όταν ένα μέρος της περιέχει πληροφόρηση η οποία έχει σκοπό να διαδώσει ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα.  Στην προκειμένη περίπτωση, η παραπλανητική ένδειξη εστιάζετο σ' ένα μέρος της ανακοίνωσης.  Όμως αυτό δεν αποδυναμώνει την πράξη χειραγώγησης.  Με βάση το συγκεκριμένο μέρος της ανακοίνωσης που λήφθηκε υπόψη, κατά την άποψή μου εύλογα και αιτιολογημένα διαπιστώθηκε από την Επιτροπή ότι  συντελέστηκε η επίδικη παράβαση, ανεξάρτητα από το υπόλοιπο περιεχόμενο της ανακοίνωσης.

 

Ούτε διαπιστώνω οποιαδήποτε πλάνη σε σχέση με τα όσα λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής.  Ολόκληρη η ανακοίνωση των Αιτητών ήταν ενώπιον της Επιτροπής, και από τα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας φαίνεται ότι λήφθηκε υπόψη.  Βέβαια, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Επιτροπής, ήταν η παραπλανητική δήλωση σχετικά με την έκθεση Fitch, η οποία για σκοπούς ποινής μιλούσε από μόνη της, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα μέρη της ανακοίνωσης.  Κατά την άποψή μου η Επιτροπή παραθέτοντας τα στοιχεία που έλαβε υπόψη για σκοπούς ποινής, αιτιολόγησε πλήρως και αυτό το μέρος της απόφασής της. 

 

Παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης εξαιτίας της μη καταγραφής των απόψεων των δύο Ερευνώντων Λειτουργών - Λόγος ακύρωσης 5

Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη καθότι δεν καταγράφεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής η σχετική ενημέρωση, το περιεχόμενο των κατατοπιστικών πληροφοριών καθώς και το περιεχόμενο των απαντήσεων των Λειτουργών της Επιτροπής, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις των μελών της. Παραπέμπει επίσης σε αποφάσεις σχετικά με την υποχρέωση του αποφασίζοντος οργάνου, να τηρεί άρτια πρακτικά.

 

Η Επιτροπή απορρίπτει και παραπέμπει στο σχετικό πρακτικό όπου καταγράφεται ότι έγινε ενημέρωση της Επιτροπής, ότι δόθηκαν κατατοπιστικές πληροφορίες καθώς και απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, από δύο Λειτουργούς της, οι οποίοι και κατονομάζονται.  Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι, να καταγράφουν τις διευκρινιστικές ερωτήσεις και απαντήσεις, αφού εκείνο που έχει σημασία είναι να καταγράψουν με βάση ποια στοιχεία κατέληξαν στην απόφασή τους.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Μια απόφαση για να θεωρείται δεόντως αιτιολογημένη θα πρέπει να περιλαμβάνει τα πραγματικά γεγονότα και τη νομική βάση, βάσει των οποίων το διοικητικό όργανο κατέληξε στην απόφασή του, ώστε το Δικαστήριο να ελέγξει την νομιμότητά της.  Εδώ με βάση τόσο το περιεχόμενο τη ίδιας της απόφασης αλλά και του φακέλου, φαίνεται ότι η Επιτροπή καταγράφει όλα τα γεγονότα τα οποία έλαβε υπόψη, καθώς και τη νομική βάση στην οποία τα έχει υπαγάγει, ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη διαπίστωση ότι οι Αιτητές παραβίασαν τη σχετική νομοθεσία.  Η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να καταγράψει αυτούσιες τις απόψεις των Λειτουργών της, αφού ο ρόλος της ήταν καθαρά ενημερωτικός.  Ούτε το άρθρο 24 του Νόμου 158(Ι)/99 απαιτεί την καταγραφή διευκρινιστικών και ενημερωτικών ερωτήσεων και απαιτήσεων, αλλά μόνο των αποφάσεων που λαμβάνονται, εκτός και αν η φύση της υπόθεσης απαιτεί διαφορετικό χειρισμό. 

 

Δεν συμφωνώ με τον συσχετισμό που επιχείρησε να κάνει ο συνήγορος των Αιτητών με νομολογία[1] που αφορούσε στην παράλειψη καταγραφής των συστάσεων του προϊσταμένου τμήματος, οι οποίες αποτελούσαν κριτήριο επιλογής.  Εκείνες οι υποθέσεις αφορούν σε εντελώς διαφορετική περίπτωση, άσχετη με τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, της οποίας το υπόβαθρο της παράβασης είναι εξ ολοκλήρου γραπτό.  Δεν συμφωνώ ότι υπήρξε παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές. 

 

Παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του άρθρου 42 του Νόμου 158(Ι)/99, ως προς το ανεξάρτητο και αμερόληπτο του αποφασίζοντος οργάνου - Λόγος ακύρωσης 7

Οι Αιτητές, στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους, προβάλλουν ότι η αμφισβήτηση της αμεροληψίας της Επιτροπής έχει ως έρεισμα:-

«α) Τις πρόνοιες του αρ. 15(2) οι οποίες επιτρέπουν τον επαναδιορισμό των μελών του Συμβουλίου μετά τη λήξη της θητείας τους.

β) Τις πρόνοιες του αρ. 16(1)(γ) και 18 οι οποίες επιτρέπουν την ανάκληση του διορισμού των μελών του Συμβουλίου.

γ) Τις πρόνοιες του αρ. 12(3) το οποίο επιτρέπει τη συμμετοχή εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας στις συνεδρίες της Επιτροπής με δικαίωμα να εγγράφει στην ημερήσια διάταξη θέματα, να μετέχει στις συζητήσεις και να εκφράζει απόψεις.

δ) Στη συμμετοχή Δημόσιων Υπαλλήλων ήτοι του Εφόρου Εταιρειών στη σύνθεση της Επιτροπής.»

 

Σύμφωνα με το δικηγόρο των Αιτητών, η πρόνοια του άρθρου 15(2) του Νόμου, δημιουργεί προσδοκία για επαναδιορισμό και τείνει να καταστήσει τα μέλη της Επιτροπής υπάκουα στα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας, ώστε να διευκολυνθεί ο επαναδιορισμός τους.  Ο κίνδυνος ανάκλησης του διορισμού χωρίς να τηρούνται οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, δημιουργεί ανασφάλεια στα μέλη της Επιτροπής.  Επίσης, η συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων στη σύνθεση τους, καθιστά ευάλωτους τους προϊσταμένους τους.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Κατά την άποψή μου, οι Αιτητές δεν μπορούν από τη μια να συμμετέχουν στην όλη διαδικασία, από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της συγκρότησης, λειτουργίας και αμεροληψίας του οργάνου και από την άλλη να έρχονται εκ των υστέρων και μετά την καταδίκη τους και να θέτουν τα πιο πάνω ζητήματα, αποδοκιμάζοντας την όλη λειτουργία της Επιτροπής και αμφισβητώντας την ανεξαρτησία της.  Κατά την άποψή μου αυτό παραβιάζει την αρχή που απαγορεύει την ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία.  Οι Αιτητές όφειλαν κατά την άποψή μου να θέσουν τα συγκεκριμένα ζητήματα εξ' υπαρχής, αφού ο συνήγορός τους γνώριζε τη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία της Επιτροπής.  Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 116, είναι απόλυτα σχετικό:-

«Επιπλέον, και επί του προκειμένου, θα πρέπει να επισημάνουμε πως απαραίτητη προϋπόθεση για να εξεταστεί τέτοιος ισχυρισμός θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος που τον προβάλλει να τον θέσει με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του διοικητικού οργάνου για να τον εξετάσει, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η διαδικασία.  Δεν νοείται ο ενδιαφερόμενος να μένει σιωπηλός και ανάλογα με την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου, όταν π.χ. δεν τον ευνοεί, να επιλέγει σε μεταγενέστερο στάδιο, και ειδικότερα ενώπιον του Δικαστηρίου να την προβάλει.  Σε τέτοια περίπτωση ο ισχυρισμός δεν θα εξεταστεί.»

 

Ανεξάρτητα των πιο πάνω, τα όσα αναφέρει ο δικηγόρος των Αιτητών για τη διασύνδεση της εκτελεστικής εξουσίας στην επιβολή προστίμων, είναι εντελώς θεωρητικά και δεν προσθέτουν οτιδήποτε στην τεκμηρίωση, έστω και επί υποθετικής βάσης τους ισχυρισμούς των Αιτητών.  Τα όσα αναφέρθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134, σε σχέση με παρόμοιους ισχυρισμούς αναφορικά με την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης, είναι απόλυτα συναφή.

 

Είχα επίσης το ευεργέτημα να διαβάσω την απόφαση του αδελφού δικαστή Ναθαναήλ στην υπόθεση Aspis Πρόνοια ΑΕΓΑ κ.α. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθ. Αρ. 1006/09, ημερ. 22.7.2010, στην οποία έγινε παρόμοια εισήγηση και συμφωνώ πλήρως με το σκεπτικό που διατυπώνει για το θέμα της αμεροληψίας, στο βαθμό που αυτό συμπληρώνει το παρών σκεπτικό.

Ενόψει των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ



[1] Βλ. Christodoulides and another v. Educational Service Commission (1986) 3 CLR 1367.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο