ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 531/2009)
5 Νοεμβρίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
YAROUT ABET,
Αιτητής,
-ν-
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.
Β. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αίτηση του αιτητή ο οποίος κατάγεται από το Ιράκ για παροχή Ασύλου, απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία, όπως τον πληροφόρησε με επιστολή της ημερομηνίας 25.1.2007, αποφάσισε να παράσχει στον ίδιο και την οικογένειά του το καθεστώς της Συμπληρωματικής Προστασίας. Μη ικανοποιημένος από την εξέλιξη αυτή, ο αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία, κατόπιν ακρόασης, επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε την προσφυγή του, κοινοποιώντας την απόφασή της αυτή με επιστολή της ημερομηνίας 16.2.2009.
Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής προβάλλοντας προς τούτο τρεις συνολικά λόγους ακύρωσης τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος και 2ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο και/ή η έλλειψη δέουσας έρευνας.
Κάτω από αυτούς τους λόγους ακύρωσης, ο αιτητής εστιάζει τα επιχειρήματά του γύρω από το γεγονός ότι μετά τη διεξαχθείσα έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Κατά την άποψη του ίδιου, οι αντιφάσεις στις οποίες βασίστηκε η Υπηρεσία για να συμπεράνει ότι ο αιτητής ήταν αναξιόπιστος, ήσαν επουσιώδεις και ασήμαντες και δεν έπρεπε να τύχουν της βαρύτητας που έτυχαν οδηγώντας στην απόρριψη της αίτησης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο αιτητής ότι η παράλειψη του αρμόδιου λειτουργού να υποβάλει διευκρινιστικές ερωτήσεις στα σημεία όπου παρατηρήθηκαν κάποιες αντιφάσεις, ισοδυναμεί με παραβίαση του άρθρου 11Α(1) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000 και προνοιών του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα, που εκδόθηκε από την Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.
Η ίδια δε παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση ισοδυναμεί περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, με παραβίαση της υποχρέωσης των καθ΄ων η αίτηση για διεξαγωγή δέουσας έρευνας ή με πλάνη περί τα πράγματα.
Εκείνο το οποίο πρέπει κατ΄ αρχάς να διευκρινιστεί είναι το ότι, σύμφωνα με πάγιες και καλά θεμελιωμένες νομολογιακά αρχές του διοικητικού δικαίου, το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση ή επαναξιολόγηση των γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά τη δική του κρίση με αυτή της διοίκησης, παρά μόνο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (Βλ. π.χ. Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 533).
Το σχετικό απόσπασμα από την παράγραφο 196 του Εγχειριδίου της Υπηρεσίας Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο επικαλείται ο αιτητής, έχει ως εξής:
". Έτσι, ενώ το βάρος της απόδειξης παραμένει καταρχήν στον αιτούντα, το καθήκον της εξακρίβωσης και της αξιολόγησης όλων των σχετικών μοιράζεται ανάμεσα στον αιτούντα και τον εξεταστή. Πράγματι, σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί πραγματικά να πρέπει ο εξεταστής να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να στοιχειοθετήσει την αναγκαία τεκμηρίωση προς υποστήριξη της αίτησης. Αλλά ακόμη και μια τόσο ανεξάρτητη έρευνα μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία και είναι μάλιστα ενδεχόμενο να υπάρχουν ισχυρισμοί ανεπίδεκτοι απόδειξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωσή του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας."
Σύμφωνα με τον αιτητή, η παράλειψη του αρμόδιου εξεταστή της Υπηρεσίας Ασύλου να υποβάλει διευκρινιστικές ερωτήσεις στον αιτητή κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης, και η μη επίστηση της προσοχής του στις τυχόν αντιφάσεις που επισήμανε στην αίτησή του και κατά τη συνέντευξη, δε βοήθησαν τον αιτητή στο να παρουσιάσει την εκδοχή του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και παραβίασαν την πιο πάνω πρόνοια του Εγχειριδίου.
Όπως είχε λεχθεί και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 679/2005, Saied Ghaleollbaha v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.11.2005, από το Δικαστή Κραμβή, ". αυτό που έχει σημασία σε τέτοιες υποθέσεις είναι εάν ο εξεταστής που διενήργησε τη συνέντευξη αλλά και οι αρμόδιοι λειτουργοί των Τμημάτων που εκτίμησαν τα κριτήρια άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια με αντικειμενικότητα και καλή πίστη εντός των ορίων του Νόμου και του Εγχειριδίου του Υπάτου Αρμοστή για τους Πρόσφυγες."
Όπως δε επανειλημμένα έχει νομολογηθεί, ο τρόπος και η διαδικασία της έρευνας που θα ακολουθηθεί, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, έχοντας μελετήσει την ακολουθηθείσα διαδικασία και τις λεπτομέρειες του τρόπου διεξαγωγής της, τόσο στο πρώτο στάδιο της εξέτασης από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και στο δεύτερο από την Αναθεωρητική Αρχή, δεν μπορώ να διαπιστώσω οτιδήποτε το μεμπτό. Φαίνεται αντίθετα να έχει ασκηθεί κάθε προσοχή στην εξέταση του αιτήματος του αιτητή και της οικογένειάς του, κατά τρόπο ενδελεχή, δίκαιο και καλόπιστο.
Κρίθηκε και στα δύο στάδια, όχι ότι ο αιτητής ήταν γενικά πρόσωπο αναξιόπιστο, αλλά ότι στα στοιχεία τα οποία ο ίδιος παρέσχε προς υποστήριξη του αιτήματός του υπήρχαν σημεία αναξιοπιστίας τα οποία έπλητταν σοβαρά την αξιοπιστία του πυρήνα του αιτήματός του. Διαπιστώθηκαν αντιφάσεις μεταξύ στοιχείων που παρέσχε στην αίτησή του και άλλων που προέκυψαν κατά τη συνέντευξη. Επρόκειτο για σοβαρά θέματα που αφορούσαν π.χ. εμπειρίες σε πράξεις βίας κατά την παραμονή του στο Ιράκ. Παρατηρήθηκαν συγκρούσεις στοιχείων και αλληλοαναιρέσεις ως προς τον πραγματικό λόγο της φυγής του από το Ιράκ και την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου κατά της ζωής του. Διαπιστώθηκε ανακολουθία ως προς τη χρονική τοποθέτηση της δημιουργίας του κινδύνου από κάποιο επεισόδιο, και της φυγής του από τη χώρα, σχεδόν επτά χρόνια αργότερα. Αυτά και άλλα σημεία έπληξαν την αξιοπιστία της αίτησής του και δεν επαφίετο στον εξεταστή να βοηθήσει τον αιτητή να επανορθώσει ή να γεφυρώσει κενά. Το δε ευεργέτημα της αμφιβολίας, σύμφωνα με την παράγραφο 204 του Εγχειριδίου των Ηνωμένων Εθνών, πρέπει να δίνεται μόνο όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι δε ισχυρισμοί του ". πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γνωστά σε όλους."
Όπως έκρινε, και δικαιολογημένα, με βάση το ενώπιόν της υλικό, τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή, ο αιτητής και η σύζυγός του δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν αξιόπιστα το αίτημα για άσυλο, αφού στο πρόσωπο του αιτητή δε διαφάνηκε ότι συνέτρεχαν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης που ήσαν απαραίτητο να καταδειχθούν για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Ειδικότερα δε, κανένα στοιχείο δεν προέκυψε, σύμφωνα με το οποίο το ζεύγος υπέστηκε ατομική δίωξη από τις αρχές της χώρας του, για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Οι λόγοι τούτοι ακύρωσης δεν μπορούν να ευσταθήσουν.
3ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης έχει έμμεσα απαντηθεί κατά την προηγηθείσα εξέταση των δύο πρώτων λόγων ακύρωσης. Εξειδικεύει εδώ ο αιτητής το παράπονό του κυρίως με το ότι κατά τον ισχυρισμό του οι καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να διεξαγάγουν τη δέουσα έρευνα για την αντικειμενική κατάσταση στη χώρα ιθαγένειας του αιτητή για τη διαπίστωση βάσιμου φόβου δίωξης.
Ο λόγος τούτος ακύρωσης εμφανώς δεν ευσταθεί, αφού οι καθ΄ων η αίτηση τόσο πρωτοβάθμια όσο και δευτεροβάθμια διερεύνησαν ενδελεχώς και αυτό τον παράγοντα. Ήταν δε το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας που τους ώθησε, παρά τη διαπίστωση περί μη στοιχειοθέτησης καλής υπόθεσης για παραχώρηση προσφυγικού Ασύλου, να προχωρήσουν στην παραχώρηση του καθεστώτος της Συμπληρωματικής Προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19(1) και 19(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 390, στη σελίδα 392, θα μπορούσε να είχε γραφεί για σκοπούς της παρούσας προσφυγής και επειδή πιστεύω ότι εφαρμόζεται και εδώ πλήρως, το μεταφέρω αυτούσιο:
". Ήταν με περισσή λεπτομέρεια που η Υπηρεσία Ασύλου διερεύνησε και εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή πριν απορρίψει το αίτημα του, παραθέτοντας τους επί μέρους λόγους της για την κατάληξη της. Και ήταν με προσοχή που ουσιαστικά επανεξετάσθησαν αναλυτικά και σχολαστικά στην ιεραρχική προσφυγή όλα όσα είχε θέσει με τους ισχυρισμούς του ο Αιτητής για να υποστηρίξει το αίτημά του. Δεν διαπιστώνουμε πλάνη της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων προκύπτουσα από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των όσων είχε αναφέρει ο αιτητής που να επηρέαζε την τελική της κρίση. Η δε απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων είναι πλήρως αιτιολογημένη."
Η προσφυγή απορρίπτεται με €500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του αιτητή.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ