ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Συμεωνίδου & άλλοι ν. Δημοκρατία(Αρ.2) (1993) 3 ΑΑΔ 258
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Βασιλείου Αντρούλλα και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 485
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 284/2009)
5 Νοεμβρίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
2. ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΥΡΟΥ,
3. ΜΑΡΙΟΣ ΕΥΘΥΒΟΛΟΥ,
Αιτητές,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Γρηγορίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι τρεις αιτητές στην παρούσα προσφυγή είναι μόνιμοι αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας, απόφοιτοι της Σχολής Ικάρων Ελλάδος και ανήκουν στον Κλάδο Αεροπορίας της Εθνικής Φρουράς όπου υπηρετούν με απόσπαση. Κατά το Φεβρουάριο του 2008, το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου (Ι.Κ.Υ.Κ.) ανακοίνωσε ότι γίνονταν δεκτές αιτήσεις από πολίτες της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων και αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς για 21 υποτροφίες που δυνατό να χρηματοδοτούνταν από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, για εκπαίδευση στον Έλεγχο Εναέριας Κυκλοφορίας στην Κύπρο. Η διάρκεια της εκπαίδευσης θα ήταν 2½ περίπου χρόνια. Για να τύχουν αυτής της υποτροφίας ενδιαφέρθηκαν και 11 αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, μεταξύ των οποίων και οι αιτητές αρ. 1 και 3 και οι σχετικές αναφορές τους διαβιβάστηκαν από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς προς το Υπουργείο Άμυνας. Το Υπουργείο Άμυνας, με επιστολή του ημερομηνίας 21.3.2008, πληροφόρησε το Γ.Ε.Ε.Φ. ότι ο Υπουργός δεν ενέκρινε το αίτημα των αξιωματικών για συμμετοχή στις διαδικασίες παραχώρησης των υποτροφιών επειδή, λόγω των ελλείψεων σε στελέχη, δεν ήταν δυνατό να απαλλαγούν αξιωματικοί των καθηκόντων τους για σκοπούς εκπαίδευσης σε αντικείμενο εκπαίδευσης για το οποίο, όπως αναφέρθηκε, οι ανάγκες του Στρατού της Δημοκρατίας καλύπτονται από τους απόφοιτους του Τμήματος Ελεγκτών Αεράμυνας της Σχολής Ικάρων.
Οι αιτητές ενημερώθηκαν σχετικά, αλλά υπέβαλαν τις αιτήσεις τους απευθείας στο Ι.Κ.Υ.Κ. Εν τω μεταξύ, ο αιτητής αρ. 2, μαζί με άλλους δύο αξιωματικούς, στις 18.4.2008 υπέβαλε και εκείνος αίτημα όπως και οι αιτητές αρ. 1 και 3 για συμμετοχή του στις υποτροφίες, το οποίο αίτημα διαβιβάστηκε προς το Υπουργείο Άμυνας. Το Υπουργείο ενημέρωσε το Γ.Ε.Ε.Φ. τηλεφωνικά ότι ίσχυε η ίδια απόφαση που λήφθηκε για τους άλλους αιτητές.
Οι αιτήσεις και των τριών αιτητών που είχαν υποβληθεί απευθείας προς το Ι.Κ.Υ.Κ. για παραχώρηση υποτροφιών, τελικά εγκρίθηκαν από το Ίδρυμα, όπως αυτοί ενημερώθηκαν με επιστολή του ημερομηνίας 20.11.2008. Με άλλη δε επιστολή προς αυτούς, ημερομηνίας 8.1.2009, από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας κλήθηκαν όπως προσέλθουν στο Τμήμα για υπογραφή συμφωνίας παραχώρησης υποτροφίας το αργότερο μέχρι τις 14.1.2009. Οι αιτητές καλούνταν δε, μεταξύ άλλων, όπως υπογράψουν μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση για την υπογραφή της συμφωνίας και υπεύθυνη δήλωση με την οποία να επιβεβαίωναν τη δυνατότητα τους για απρόσκοπτη και ανελλιπή παρακολούθηση του συνόλου του εκπαιδευτικού προγράμματος διάρκειας 2 ½ ετών. Ο δικηγόρος των αιτητών με επιστολή του ημερομηνίας 12.1.2009 προς το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, υπέβαλε αίτημα για μετάθεση της ημερομηνίας υπογραφής της συμφωνίας για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε στο μεταξύ να επέλθει διευθέτηση στο θέμα της άδειας των αιτητών στην Εθνική Φρουρά. Το Τμήμα, για τους λόγους που εξήγησε σε απαντητική επιστολή του ημερομηνίας 13.1.2008, ανέφερε ότι ήταν αδύνατη η μετάθεση της ημερομηνίας. Νέο αίτημα για παράταση της προθεσμίας που υποβλήθηκε από τους αιτητές και πάλι απορρίφθηκε από το Τμήμα για τους ίδιους λόγους.
Στις 16.3.2009 οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή με την οποία επιζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κρίνεται άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση 1 να μην επιτρέψει συμμετοχή στην υποτροφία του ΙΚΥΚ στην οποία επιλέγησαν οι αιτητές μετά από διαγωνισμό για να τύχουν εκπαίδευσης στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση 2 ημερ. 13 και 15.1.2009 με την οποία δεν παραχώρησε παράταση χρόνου στους αιτητές για να διευθετήσουν το δικαίωμα τους για άδεια με τον καθ΄ου η αίτηση 1, ως επίσης και ο επακόλουθος αποκλεισμός τους από το σχετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα παρά το ότι ήσαν οι επιτύχοντες υπότροφοι του ΙΚΥΚ για την εκπαίδευση αυτή είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα."
Ενιστάμενοι στην προσφυγή, οι καθ΄ων η αίτηση εγείρουν κατ΄ αρχάς τρεις προδικαστικές ενστάσεις. Θα εξετάσω τις ενστάσεις αυτές κατά προτεραιότητα.
α. Προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία οι αιτητές με την προσφυγή τους προσβάλλουν δύο αυτοτελείς και μη συναφείς αλλά ανεξάρτητες πράξεις.
Σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, με μία προσφυγή, οι αιτητές προσβάλλουν ανεπίτρεπτα δύο ξεχωριστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες δεν είναι μεταξύ τους συναφείς αλλά ανεξάρτητες και δεν αποτελεί η μια προϋπόθεση της άλλης.
Σύμφωνα με καλά θεμελιωμένες αρχές της νομολογίας, για να μπορούν να προσβληθούν με μία αίτηση ακυρώσεως δύο διοικητικές πράξεις, θα πρέπει να είναι μεταξύ τους συναφείς. Όπως τονίστηκε και στην απόφαση στην υπόθεση Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 258:
"Συνάφεια υπάρχει όταν μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. (Βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σ. 274)." (Ίδε επίσης Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379).
Στην υπόθεση Αντρούλα Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 485 επιβεβαιώθηκε η πιο πάνω αρχή και όπως προστέθηκε, σύμφωνα με την Ελληνική νομολογία, συναφείς μπορούν να θεωρηθούν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις, όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης (Σ.τ.Ε.182/53), όπως για παράδειγμα είναι η άδεια οικοδομής με την πολεοδομική άδεια.
Αντιμετωπίζοντας αυτή την προδικαστική ένσταση, οι αιτητές αντιτάσσουν τα εξής: Η πράξη του Υπουργού Άμυνας με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητών, ήταν μεν απόλυτα αυθαίρετη, αλλά σαφώς εκτελεστή. Αφού δε οι αιτητές δεν είχαν άμεσα την απάντηση του Υπουργού για το αίτημά τους, ζήτησαν παράταση χρόνου από τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2. Όμως δεν τους δόθηκε παράταση και έτσι αποκλείστηκαν από τις υποτροφίες. Άρα, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, έχουμε εδώ εκτελεστή πράξη και από τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 που συνδέεται ή οφείλεται στην άρνηση χορήγησης άδειας στους αιτητές από τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 1, Υπουργό Άμυνας. Προκύπτει επομένως, προσθέτουν οι αιτητές, και συνάφεια και εμπρόθεσμη καταχώρηση της προσφυγής εναντίον και των δύο συνεπειών.
Τα επιχειρήματα των αιτητών, όσο και αν παρουσιάζονται ως ελκυστικά, δεν είναι πειστικά. Το αίτημα των αιτητών αρ. 1 και 3 διαβιβάστηκε τάχιστα με εμπιστευτικό μήνυμα ημερομηνίας 20.3.2008 από τον Αρχηγό Γ.Ε.Ε.Φ. και έτυχε απάντησης η οποία αποστάληκε με τηλεομοιοτυπικό μήνυμα ημερομηνίας 21.3.2008, δηλαδή την επομένη ημέρα, και κοινοποιήθηκε σε κάθε ενδιαφερόμενο στις 26.3.2008. Με την απάντηση του Υπουργού Άμυνας ημερομηνίας 21.3.2008 (Παράρτημα 6 στην Ένσταση) ρητά και τελεσίδικα αναφερόταν ότι ο Υπουργός δεν ενέκρινε το αίτημα, ". καθότι λόγω των ελλείψεων σε στελέχη, δεν είναι δυνατό να απαλλαγούν Αξιωματικοί από τα καθήκοντα τους για σκοπούς εκπαίδευσης σε αντικείμενο εκπαίδευσης για το οποίο οι ανάγκες του Στρατού της Δημοκρατίας καλύπτονται από τους απόφοιτους του Τμήματος Ελεγκτών Αεράμυνας της Σχολής Ικάρων.".
Αυτή ήταν μια καθαρή, αυτοτελής πράξη η οποία μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή. Η δεύτερη απόφαση, η οποία λήφθηκε από το Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας (και δεν εξετάζω εδώ αν αυτή είναι εκτελεστή διοικητική πράξη), ήταν εξίσου αυτοτελής και ανεξάρτητη από την όποια απόφαση του Υπουργού Άμυνας. Όχι μόνο δεν ήταν η μια προϋπόθεση της άλλης, αλλ΄ αντίθετα εάν η πρώτη αυτοτελής πράξη της απόφασης του Υπουργού Άμυνας ήταν θετική προς το αίτημα των αιτητών, αυτό θα καθιστούσε τελείως αχρείαστη την υποβολή του δεύτερου αιτήματος παράτασης προς το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και, συνακόλουθα, και τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης από το Τμήμα.
Οι δύο πράξεις είναι, κατά την άποψή μου, ανεξάρτητες και μη συναφείς και σίγουρα η μια δεν είναι προϋπόθεση της άλλης. Εκεί που ίσως χωρεί κάποια σύγχυση είναι στο ότι για να προχωρήσει και εγκριθεί η διαδικασία με παροχή υποτροφιών στους αιτητές αξιωματικούς, ήταν προϋπόθεση η έγκριση παραχώρησης προς αυτούς άδειας απουσίας για 2½ χρόνια από την υπηρεσία. Όμως εδώ δεν προσβάλλονται οι πράξεις της άρνησης παροχής άδειας από την υπηρεσία μαζί με συνακόλουθη-αλληλοεξαρτώμενη άρνηση παροχής υποτροφίας. Εκείνο που προσβάλλεται μαζί με την άρνηση έγκρισης άδειας απουσίας από την υπηρεσία είναι μόνο η μη παροχή παράτασης της ημερομηνίας υπογραφής των συμβολαίων για εγκριθείσες υποτροφίες, κάτι πολύ διαφορετικό και όχι συναφές.
Επομένως, αυτή η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και έρχεται στο προσκήνιο θέμα ενδεχόμενου διαχωρισμού των δύο πράξεων, έτσι ώστε με το παρόν δικόγραφο να προσβάλλεται μόνο η νομιμότητα της πρώτης από τις προσβαλλόμενες πράξεις. Όμως, αυτό το θέμα θα το εξετάσω αργότερα μετά την εξέταση και των άλλων προδικαστικών ενστάσεων.
β. Προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία η πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις προσβάλλεται εκπρόθεσμα.
Όπως έχει προαναφερθεί, η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση αρ. 1 Υπουργού, όπως μη εγκρίνει την αιτούμενη άδεια για συμμετοχή των αιτητών αρ. 1 και 3 στη διαδικασία των υποτροφιών, έφερε ημερομηνία 21.3.2008 και κοινοποιήθηκε σ΄ αυτούς μερικές μέρες αργότερα. Όμως, οι αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή τους στις 16.3.2009, δηλαδή όχι μόνο εκτός της προθεσμίας των 75 ημερών, αλλά μετά από σχεδόν ένα χρόνο.
Υπό το φως των όσων έχω προαναφέρει, ως προς την αυτοτέλεια αυτής της απόφασης, έπεται ότι η προσφυγή των αιτητών αρ. 1 και 3 με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση αρ. 1 Υπουργού, είναι σαφώς εκπρόθεσμη και θα πρέπει να απορριφθεί.
Στην περίπτωση του αιτητή αρ. 2, το δικό του αίτημα είχε διαβιβαστεί στις 17.4.2008 και όπως αναφέρθηκε στην Ένσταση, αυτό απορρίφθηκε με τηλεφωνική ενημέρωση του Γ.Ε.Ε.Φ. από το Υπουργείο Άμυνας και αργότερα και γραπτώς. Το γεγονός ότι αυτός ο αιτητής ενημερώθηκε έγκαιρα και θα μπορούσε και αυτός να προσέβαλλε εμπρόθεσμα την ίδια διοικητική πράξη, δεν το αμφισβήτησε ο ίδιος, ούτε και έθεσε ο συνήγορός του οποιοδήποτε θέμα στην αγόρευσή του σύμφωνα με το οποίο η θέση του αιτητή αρ. 2 θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί από τους άλλους.
Επομένως, καταλήγω ότι η προσφυγή και των τριών αιτητών είναι εκπρόθεσμη σε σχέση με την πρώτη από τις αιτούμενες δύο θεραπείες.
Παρά την κατάληξή μου αυτή, η οποία είναι μοιραία για την τύχη της προσφυγής, με δεδομένο ότι μόνο η πρώτη από τις δύο διοικητικές πράξεις θα μπορούσε να προσβληθεί με τη παρούσα αγωγή, εν τούτοις, θα ασχοληθώ και με την προδικαστική ένσταση η οποία αφορά και στη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, για να καταλήξω ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε να διαταχθεί διαχωρισμός και να επιτραπεί η καταχώρηση άλλης προσφυγής εναντίον της δεύτερης πράξης, αυτοτελώς.
γ. Προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη δε είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.
Για την προώθηση αυτής της προδικαστικής ένστασης, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση υπέβαλε ότι η δεύτερη αυτή προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της μη παραχώρησης παράτασης χρόνου και του συνακόλουθου αποκλεισμού της συμμετοχής τους στις υποτροφίες, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Όπως πρόσθεσε, εκτελεστή είναι μια διοικητική πράξη με την οποία δηλώνεται βούληση ενός διοικητικού οργάνου που αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι του διοικουμένου και που συνεπάγεται την άμεση εκτέλεση της δια της διοικητικής οδού.
Όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 ΑΑΔ 26, το κριτήριο για την εκτελεστότητα ή μη διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι κατά πόσο εκπορεύονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις από αυτή. Το ακόλουθο απόσπασμα εκθέτει την προσέγγιση της νομολογίας στη θεώρηση της εκτελεστότητας ή μη απόφασης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής:- (σελ. 31):
"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους."
Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας προσφυγής, θα συμφωνούσα ότι η απλή άρνηση παράτασης της προθεσμίας υπογραφής συμβολαίων από τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 για καθαρά προσωπικούς λόγους που αντιμετώπιζαν οι συγκεκριμένοι αιτητές, δεν μπορεί να λεχθεί ότι παρήγαγε οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα με γένεση δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Ούτε και επέφερε οποιανδήποτε μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης των διοικουμένων.
Επομένως, και αυτή η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Λόγω της επιτυχίας και αυτής της προδικαστικής ένστασης, δεν συντρέχει λόγος όπως δοθεί στους αιτητές το δικαίωμα όπως καταχωρήσουν νέα προσφυγή με την οποία να προσβάλλεται ξεχωριστά και αυτοτελώς η δεύτερη αυτή πράξη της διοίκησης, χωρίς να θεωρηθεί εκπρόθεσμη, με δεδομένη πλέον τη διακρίβωση ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτή η πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των αιτητών.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ