ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 179/2009)
9 Νοεμβρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 23, 28, 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ξενής Ξενοφώντος, για τον Αιτητή.
Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος γεννήθηκε το 1943 στον ΄Αγιο Αμβρόσιο Κερύνειας, υπέβαλε το 2008 αίτηση για να αναγνωριστεί ως εκτοπισθείς, σύμφωνα με τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002, (Ν. 141(Ι)/2002, (ο «Νόμος»). Το αίτημά του εξετάστηκε και απορρίφθηκε με επιστολή ημερομηνίας 4/12/2008, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής:-
«΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας με ημερομηνία 09.01.2008 και στην επιστολή σας με ημερομηνία 13/11/2008 για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας με τόπο εκτοπισμού το κατεχόμενο χωριό Αγ. Αμβρόσιος Κερύνειας και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας απορρίφθηκε γιατί από τα στοιχεία που έχετε προσκομίσει καθώς και από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι η συνήθης διαμονή σας πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή ήταν στις ελεύθερες περιοχές και συγκεκριμένα στην Αγλαντζιά οδός Γερμανού Πατρών αρ. 23 όπου εξακολουθείτε να διαμένετε μέχρι σήμερα και όχι στον κατεχόμενο Αγ. Αμβρόσιο Κερύνειας.»
Με την παρούσα προσφυγή, επιδιώκεται η ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.
Ο αιτητής, με την αίτησή του, πρόβαλε ότι, πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή, λόγω του επαγγέλματος και εκπαιδευτικών υποχρεώσεών του, είχε τη μόνιμη κατοικία του στις ελεύθερες περιοχές, ενώ η περιουσία του βρισκόταν στο κατεχόμενο χωριό του. Ο ίδιος, μετά την αποφοίτησή του από την Ανώτερη Αγγλική Σχολή Αγίου Αμβροσίου και την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, προσλήφθηκε στη Δημόσια Υπηρεσία. Το 1970 παρακολούθησε νυκτερινά μαθήματα πλήρους φοίτησης στο Κολλέγιο Κύπρου και το 1974 απέκτησε δίπλωμα στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι, παρά το δύσκολο της συγκοινωνίας μεταξύ Λευκωσίας - Αγίου Αμβροσίου μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963 - 1964, πήγαινε κάθε Σαββατοκύριακο, που δεν εργαζόταν, στο χωριό του και έμενε στο πατρικό του σπίτι. Το 1966, μαζί με άλλους, ίδρυσαν το Κέντρο Νεότητας «Προμηθέας» στον ΄Αγιο Αμβρόσιο και ήταν ενεργό μέλος του μέχρι το 1974. Το 1985, μαζί με άλλους συγχωριανούς του, ίδρυσαν στις ελεύθερες περιοχές το προσφυγικό σωματείο «Ελεύθερος ΄Αγιος Αμβρόσιος», του οποίου είναι πρόεδρος. Οι γονείς του γεννήθηκαν στον ΄Αγιο Αμβρόσιο, όπου και κατοικούσαν μέχρι τον Αύγουστο του 1974, που προσφυγοποιήθηκαν. Και οι δύο, μέχρι τέλους της ζωής τους, ήταν κάτοχοι προσφυγικής ταυτότητας.
Οι καθ' ων η αίτηση εξέτασαν την αίτησή του, με βάση τα στοιχεία που αναφέρονταν σ' αυτή, καθώς και με όσα έφερε στο φως δική τους έρευνα. Τα στοιχεία αυτά, όπως συνοψίζονται σε Σημείωμα, το οποίο ετοιμάστηκε από αρμόδιο λειτουργό και υποβλήθηκε στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), η οποία συμφώνησε με την εισήγηση του λειτουργού και απέρριψε την αίτηση, έχουν ως εξής:-
«(α) Ο αιτητής γεννήθηκε το 1943 στον Αγ. Αμβρόσιο Κερύνειας και η σύζυγος του το 1945 στην Αγλαντζιά.
(β) Οι γονείς του είναι εκτοπισθέντες κάτοχοι της υπ' αρ. 23395 προσφυγικής ταυτότητας με τόπο εκτοπισμού τον Αγ. Αμβρόσιο Κερύνειας (Α104 ΕΣΕΛ). Ενώ οι γονείς της συζύγου όχι.
(γ) Ο αιτητής δεν αναφέρει στο βιογραφικό του σημείωμα πότε τέλεσε τον γάμο του αλλά ούτε και παρουσιάζει πιστοποιητικό γάμου. Αν κρίνουμε από την γέννηση της θυγατέρας του Αναστασίας 18.05.1974 ο γάμος θα έγινε το 1973.
(δ) Είναι καταχωρημένος στους εκλογικούς καταλόγους του 1973 στον Αγ. Αμβρόσιο Κερύνειας (ερ.27).
(ε) ΄Οταν ο αιτητής αποτάθηκε στις 08.09.1973 για έκδοση πολιτικής ταυτότητας δήλωσε διεύθυνση διαμονής την Αγλαντζιά οδός Γερμανού Πατρών αρ. 23 στην Λευκωσία. Την ίδια διεύθυνση δήλωσε και η σύζυγος όταν αποτάθηκε στις 25.11.1974 (κ. 26).
(στ) ΄Οταν ο αιτητής δήλωσε στις 23.05.1974 στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας την γέννηση της θυγατέρας του Αναστασίας η οποία γεννήθηκε στις 18.05.1974 δήλωσε διεύθυνση διαμονής την οδό Γερμανού Πατρών αρ. 23 στην Αγλαντζιά.
(ζ) Σύμφωνα με τα κ. 13-7 ο αιτητής κατέχει χωράφια όχι οικίας στον Αγ. Αμβρόσιο Κερύνειας τιτλοποιημένα επ' ονόματι του πριν την εισβολή.
(η) Στο κ. 18 επισυνάπτεται το πιστοποιητικό σπουδών του αιτητή ημερ. 30.06.1974.
4. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από τις κατεχόμενες περιοχές και του οποίου οι γονείς είναι εκτοπισθέντες πριν και μέχρι την εισβολή διέμενε με την σύζυγό του στις ελεύθερες περιοχές και συγκεκριμένα στην Αγλαντζιά οδός Γερμανού Πατρών αρ. 23 όπου εξακολουθεί να διαμένει μέχρι σήμερα. Δεν εξετάζεται η φοιτητική ιδιότητα του αιτητή γιατί σταματά στις 30.06.1974 που πήρε το δίπλωμα του ένα μήνα σχεδόν πριν την εισβολή.
5. Εισηγούμαι απόρριψη της αίτησης του.»
Υποστηρίζει ο αιτητής ότι τα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτησή του, δε διερευνήθηκαν, η δε απόφαση απόρριψης του αιτήματός του είναι αναιτιολόγητη. Οι περιστάσεις του, εισηγείται, εντάσσουν την περίπτωσή του στην επιφύλαξη του ΄Αρθρου 119 του Νόμου.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, εγείρουν προδικαστικά ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή, για το λόγο ότι αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να αναγνωριστεί ως εκτοπισθείς.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Δεν πρόκειται για διορισμό ή προαγωγή, οπόταν ο αιτητής, για να νομιμοποιείται να αμφισβητήσει το διορισμό, θα πρέπει να κατέχει ο ίδιος τα προσόντα για κατάληψη της θέσης - (βλ. Paraskevopoulou v. Republic (1980) 3 CL.R 647). Εδώ, ο αιτητής παραπονείται ότι η απόρριψη του αιτήματός του ήταν αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας και αυτό θα πρέπει να ελεγχθεί.
Με την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης, προχωρώ να εξετάσω την υπόθεση στην ουσία της.
Το ΄Αρθρο 119 του Νόμου προβλέπει ότι:-
«119. Εκτοπισθείς θεωρείται το πρόσωπο του οποίου -
(α) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές και η οποία κατέστη απροσπέλαστη·
(β) η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στη νεκρή ζώνη, η οποία ελέγχεται από την Ειρηνευτική Δύναμη ή αν εκκενώθηκε και διατέθηκε για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς:
..............................................................................................................
Νοείται περαιτέρω ότι τα πρόσωπα που είχαν πριν και μέχρι την εισβολή τη συνήθη διαμονή τους στις ελεύθερες περιοχές, λόγω του επαγγέλματος τους, αλλά η κατοικία ή/και η ακίνητη ιδιοκτησία τους βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, θεωρούνται, για σκοπούς του Νόμου αυτού εκτοπισθέντες:
............................................................................................................»
Πριν από την ψήφιση του Νόμου, με τον οποίο καταργήθηκαν διάφοροι νόμοι και εισήχθησαν, μεταξύ άλλων, διατάξεις για την αναγνώριση προσώπου ως εκτοπισθέντος, υπήρχε η δυνατότητα, κατ' εφαρμογή απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 19/4/1995, να αναγνωριστεί ως εκτοπισθείς πρόσωπο το οποίο, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, διέμενε στις ελεύθερες περιοχές και η περιουσία του βρισκόταν στις κατεχόμενες. Με την υπουργική απόφαση, καθορίζονταν, επίσης, ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά διάφορα κριτήρια, τα οποία λειτουργούσαν ως βοηθητικοί παράγοντες για τη διαπίστωση κατά πόσο πρόσωπο ήταν «εκτοπισθείς». Μεταξύ των κριτηρίων ήταν και η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές «μικρή ή μεγάλη», ο χώρος που κάποιος διέμενε «κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα» και ο τόπος που διατηρούσε κάποιος τα προσωπικά του αντικείμενα. ΄Ο,τι προηγουμένως προέβλεπε η υπουργική απόφαση εισήχθη στην επιφύλαξη του ΄Αρθρου 119 του Νόμου, χωρίς, βέβαια, την αναφορά σε κριτήρια, τα οποία, όμως, θεωρώ ότι είναι πολύ βοηθητικά κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης.
Είναι νομολογημένο ότι η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, οφείλει να διεξάγει επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων. Η έκταση και η μορφή της συνδέονται άμεσα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας περιλαμβάνει τη συλλογή και αξιολόγηση όλων εκείνων των ουσιωδών στοιχείων, που δημιουργούν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα - (βλ. Νικολαΐδης κ.α. ν. Μηνά κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 321· Ε.Ε.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270). Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας αποτελεί, από μόνη της, λόγο ακύρωσης, αφού η απόφαση αποτελεί προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας, επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας - (βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452). Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που λαμβάνεται χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων - (βλ. Crysostomos Andreou v. Republic (Public Service Commission) (1973) 3 C.L.R. 101). Η τελική, βέβαια, εκτίμηση των γεγονότων αποτελεί καθήκον της διοίκησης.
Στη Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1314, η οποία, βέβαια, εκδόθηκε όταν ίσχυε η Υπουργική Απόφαση, για παρόμοιο θέμα, σε σχέση με την αιτιολογία της απόφασης, λέχθηκαν τα εξής:- (σελ. 1322-1323)
«Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). ΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω 11 κύρια κριτήρια που έχουν τεθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θεωρώ ότι η αιτιολογία απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της εφαρμογής της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Η αναφορά στα 11 κριτήρια πρέπει να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία.
(β) Η αιτιολογία πρέπει να συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα 11 κριτήρια. Πρέπει να υποδεικνύει ποιες είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιες από τις απαντήσεις συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτός και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.»
΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω και εξετάζοντας την επίδικη απόφαση, διαπιστώνω ότι η έρευνα η οποία έγινε δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, επαρκής, αλλά ούτε και υπάρχει αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο λειτουργός, στο Σημείωμά του προς τη Διευθύντρια, καίτοι διαπιστώνει παραλείψεις - ο αιτητής δεν ανέφερε πότε τέλεσε το γάμο του, δεν παρουσίασε πιστοποιητικό γάμου - δεν τις διερευνά. Τόσο o λειτουργός όσο και η Διευθύντρια αρκέστηκαν, απλά, σε υποθέσεις σε σχέση με το ουσιώδες στοιχείο του πότε τελέστηκε ο γάμος του αιτητή. Η υπόθεση ότι αυτός πρέπει να τελέστηκε το 1973, επειδή το 1974 γεννήθηκε η θυγατέρα του αιτητή, δεν ικανοποιεί. Θεωρώ ότι το στοιχείο του γάμου, το οποίο δε διερευνήθηκε, μαζί με άλλα, τα οποία, ενδεχόμενα, είχαν προκύψει από την έρευνα και οι καθ' ων η αίτηση είχαν υπόψη τους, θα έπρεπε να αποτελούν την αιτιολογία της απόφασης. Η ελλιπής έρευνα η οποία έγινε αφήνει την απόφαση χωρίς αιτιολογία, τα δε στοιχεία του φακέλου δε βρίσκω να μπορούν να την συμπληρώσουν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ