ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1632/2008)
5 Νοεμβρίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΟΦΗ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη: Σ. A. Αγγελίδης για Α. Σ. Αγγελίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια με τη παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 29.9.2008 με την οποία διόρισαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, 1. Άντρια Μ. Παναγή, 2. Στέλλα Δημητρίου, 3. Χριστιάνα Λεωνίδου, 4. Παντελή Παντελή, 5. Ελισάβετ Ε. Ματσεντίδου, 6. Αμαλία Χατζηγιάννη, 7. Έλενα Δημητρίου, 8. Μαρία Θεοχάρους, 9. Κασσάνδρα Πογιατζή και 10. Αδάμο Θ. Σκαπούλλης, στο εξής «τα ΕΜ», στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Τελωνεία, στο εξής «η θέση», από 17.6.2008.
Η εν λόγω προσφυγή, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αποσύρθηκε εναντίον των ΕΜ 3-10 και έτσι παρέμεινε μόνο εναντίον των ΕΜ 1 και 2.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Κατόπιν πρότασης, του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, για την πλήρωση 40 κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Τελωνεία, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, «στο εξής η ΕΔΥ», σε συνεδρία της στις 4.10.2005, αποφάσισε επειδή επρόκειτο για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, να δημοσιευτούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.
Επειδή στη συνέχεια ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 4.10.2005, ζήτησε την πλήρωση ακόμα μιας θέσης, η ΕΔΥ αποφάσισε να πληρωθεί και αυτή στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας και να περιληφθεί στη δημοσίευση μαζί με τις υπόλοιπες θέσεις. Έτσι όλες οι θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11.11.2005. Τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων καθορίστηκε η 5.12.2005. Σε ανταπόκριση στις πιο πάνω γνωστοποιήσεις υποβλήθηκαν 2567 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές της Αιτήτριας και των ΕΜ.
Ο Γραμματέας της ΕΔΥ, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 34(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα, στο εξής «ο Νόμος», με επιστολή του ημερομηνίας 26.1.2006, στη Διευθύντρια Τελωνείων, στο εξής «η Διευθύντρια», ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, απέστειλε τις 2567 αιτήσεις των υποψηφίων, καθώς και τα αντίγραφα των σχετικών γνωστοποιήσεων και του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Ακολούθως, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ζήτησε την πλήρωση άλλων 4 θέσεων και η ΕΔΥ αποφάσισε και αυτές να πληρωθούν στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας.
Στη συνέχεια η Διευθύντρια, ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή της ημερ. 20.12.2007, υπέβαλε στην ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σχετικά με την πλήρωση των 45 κενών μόνιμων θέσεων. Σε αυτήν περιλαμβάνετο αλφαβητικός κατάλογος των υποψηφίων που συστήνονταν για επιλογή, μεταξύ των οποίων της Αιτήτριας και των ΕΜ.
Ακολούθως, σε συνεδρίες της, στις 11.4.2008, 14.4.2008, 15.4.2008, 16.4.2008, 17.4.2008 και 22.4.2008, αντίστοιχα, η ΕΔΥ δέχθηκε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση. Κατά τη συνεδρία της με ημερ. 23.4.2008, η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τα αξιολογικά κριτήρια και τη σύσταση της Διευθύντριας, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή/διορισμό στην επίδικη θέση σε 45 υποψήφιους, μεταξύ των οποίων ήταν τα 2 ΕΜ αλλά όχι η Αιτήτρια.
Αφού προηγήθηκε η απόρριψη της προσφοράς από συνολικά οκτώ από τους διορισθέντες, καθώς και γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η αρχική μισθολογική τοποθέτηση των διορισθέντων με βάση τον Καν. 18 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995 (ΚΔΠ 175/95) ήταν λανθασμένη, επειδή ο Κανονισμός αυτός κρίθηκε αντισυνταγματικός, οι διορισμοί δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 19.9.2008.
Η Αιτήτρια προβάλλει 5 λόγους για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης: (1) Δεν λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ η τροποποίηση του άρθρου 34 του Νόμου που επήλθε με το Ν.96(Ι)/2006, πλάνη περί το νόμο και παράβαση επιτακτικής διάταξης νόμου, (2) παράβαση του άρθρου 34(6) του Νόμου, (3) πλάνη της Επιτροπής ως προς την ερμηνεία του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος της προηγούμενης πείρας, (4) υπερβολική βαρύτητα στην προφορική εξέταση τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και την ΕΔΥ και (5) μη δέουσα αιτιολογία της αξιολόγησης της Συμβουλευτικής κατά την προφορική εξέταση.
Πλάνη περί το Νόμο (άρθρο 34(4), Ν. 1/90) - Λόγος ακύρωσης 1
Παράβαση του άρθρου 34(6) από τη Συμβουλευτική - Λόγος ακύρωσης 2
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης η Αιτήτρια προβάλλει ότι, μετά την τροποποίηση του άρθρου 34(4) του Νόμου από τον τροποποιητικό Νόμο 96(Ι)/2006, τόσο η Συμβουλευτική όσο και η ΕΔΥ, όφειλαν να αποδώσουν 80% βαρύτητα στη γραπτή εξέταση και 20% βαρύτητα στην προφορική εξέταση, πράγμα που δεν έπραξαν.
Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, προβάλλει ότι κατά παράβαση του άρθρου 34(6) του Νόμου, η Επιτροπή παρέλειψε να καταγράψει στην αιτιολογημένη έκθεσή της, την τελική αξιολόγηση για κάθε ένα από τους υποψηφίους.
Κατ' αρχάς, η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να εγείρει τους ισχυρισμούς που προβάλλει με τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης, επειδή δεν εξειδικεύτηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής όπως απαιτεί ο σχετικός Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Βέβαια, άνευ βλάβης της πιο πάνω εισήγησης, θεωρεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση λήφθηκε νόμιμα.
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Σύμφωνα με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, τα νομικά σημεία θα πρέπει όχι μόνο να εκτίθενται αλλά να αιτιολογούνται πλήρως στα δικόγραφα. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν εκτίθενται ή αν εκτίθενται δεν αιτιολογούνται με πληρότητα στο Αιτητικό της προσφυγής, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο όταν προβάλλονται για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.
Όμως ανεξάρτητα τούτου, θα ήταν αμφίβολο αν θα επιτύγχαναν οι λόγοι ακύρωσης, αφού η διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ ξεκίνησε στις 16.2.2006 και καθορίστηκε ότι ο Νόμος που διέπει την πλήρωση των θέσεων, ήταν αυτός που ίσχυε τότε, δηλαδή πριν την εισαγωγή του τροποποιητικού Νόμου 16(Ι)/2006, στις 28.4.2006.
Πλάνη της Επιτροπής ως προς την ερμηνεία του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος της προηγούμενης πείρας - Λόγος ακύρωσης 3
Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας:-
«3(4) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην παράγραφο 1.ΙΙΙ, στη σελ. 3 της Έκθεσής της, αποφάσισε ότι:-
«III. Πείρα ενός έτους σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με την παρ. 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Για τη λήψη της απόφασης αυτής η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη τη φύση της εργασίας η οποία είναι εξειδικευμένη και προϋποθέτει ουσιαστική πρακτική άσκηση, προκειμένου ο υποψήφιος να είναι έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντα της φύσης που περιγράφονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Ο καθορισμός της σχετικής πείρας σε ένα έτος κρίθηκε απαραίτητος για το λόγο ότι κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, το οποίο ισούται σε διάρκεια με ένα ημερολογιακό έτος, υποβάλλονται τέσσερις φορολογικές δηλώσεις και ως εκ τούτου η πρακτική άσκηση ενός έτους, παρέχει την δυνατότητα απόκτησης ολοκληρωμένης γνώσης και εμπειρίας ώστε να θεωρείται πλεονέκτημα έναντι άλλων υποψηφίων οι οποίοι στερούνται αυτών των γνώσεων και εμπειριών.
Εν κατακλείδι η Συμβουλευτική Επιτροπή σημειώνει, καθ' ότι σε ένα έτος ο υποψήφιος μπορεί να χειριστεί όλα τα θέματα του ετήσιου οικονομικού κύκλου, ότι ένας χρόνος είναι και αναγκαίος και επαρκής για να προσδίδει στον υποψήφιο το πλεονέκτημα.»
Η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει δύο επιχειρήματα. Το πρώτο, ότι λανθασμένα η Συμβουλευτική ερμήνευσε και εφάρμοσε την σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας, ως προς την προηγούμενη πείρα, κρίνοντας ότι το πλεονέκτημα κατέχουν μόνο οι υποψήφιοι οι οποίοι «ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα με την θέση και για διάστημα ενός έτους». Έτσι εσφαλμένα ερμήνευσε την έννοια της «σχετικότητας» των καθηκόντων με αυτήν της άσκησης «των ίδιων καθηκόντων» και έτσι πίστωσε το πλεονέκτημα μόνο στους υποψήφιους που εργάζονταν προηγουμένως στο Τμήμα ΦΠΑ και σε κανένα άλλο. Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κατ' επέκταση της ΕΔΥ, λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα των καθηκόντων της Αιτήτριας και των άλλων υποψηφίων στην ίδια θέση, με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι πεπλανημένη, παραλείποντας έτσι να ερευνήσει τα σχετικά καθήκοντα που ασκούσε η Αιτήτρια, ως έκτακτη, στην υπηρεσία αυτή.
Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι η Συμβουλευτική έχοντας υπόψη τα συγκεκριμένα καθήκοντα της θέσης, ορθά, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της, ερμήνευσε την επίδικη πρόνοια, κρίνοντας ότι ούτε η Αιτήτρια αλλά ούτε τα ΕΜ πληρούσαν αυτήν την πρόνοια. Επίσης η Συμβουλευτική κατέγραψε ότι η Αιτήτρια από το 2004 μέχρι τον Απρίλιο του 2005 εργάστηκε ως έκτακτη στο Τμήμα ΦΠΑ. Η ΕΔΥ το είχε υπόψη, όμως διερευνώντας ενδελεχώς το όλο ζήτημα, έκρινε ότι η Αιτήτρια η οποία υπηρέτησε ως μόνιμη Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός στην Υπηρεσία ΦΠΑ, δεν κατέχει το πλεονέκτημα. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι αφού η Αιτήτρια επιμένει ότι ασκούσε καθήκοντα σχετικά με την επίδικη θέση, όφειλε έστω και με τη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της, να καταγράψει αυτά τα καθήκοντα που ασκούσε όταν υπηρετούσε στο Τμήμα ΦΠΑ, ώστε να φανεί η σχετικότητα. Την παράλειψη αυτή, η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση τη θεωρεί ύποπτη.
Ο δικηγόρος των δύο ΕΜ, στην αγόρευσή του υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε καμιά πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην ερμηνεία του
Σχεδίου Υπηρεσίας. Η Αιτήτρια δεν διέθετε καμιά πείρα που είναι σχετική με την επίδικη θέση, αφού δεν υπηρέτησε στη θέση αυτή.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας επαφίεται στη κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517).
Στην προκειμένη περίπτωση η ερμηνεία που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην επίδικη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικής πείρας ενός έτους, εκφεύγει από τα ευλόγως επιτρεπτά επίπεδα. Αν το Σχέδιο Υπηρεσίας ήθελε να θέσει ένα τέτοιο άκαμπτο χρονικό όριο, θα το προέβλεπε στο ίδιο το Σχέδιο. Ορθά κατά την άποψή μου, παραπονείται η Αιτήτρια ότι ο τρόπος που ερμηνεύθηκε το Σχέδιο φωτογράφιζε συγκεκριμένους υποψηφίους. Στην υπόθεση Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 702, στην οποία με παρέπεμψε η δικηγόρος της Αιτήτριας, η ΕΔΥ ερμήνευσε παρόμοια πρόνοια σε σχέδιο υπηρεσίας, καθορίζοντας ως ελάχιστη χρονική διάρκεια, πείρα 12 μηνών. Το Ανώτατο Δικαστήριο στη σελίδα 705 της
απόφασής του, προσδιορίζοντας την εμβέλεια της εξουσίας της ΕΔΥ, ανέφερε ότι:-
«Γενικά είναι επιτρεπτό εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική.
Στην παρούσα όμως περίπτωση, ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος. Η Ε.Δ.Υ. καθορίζουσα τους 12 μήνες ως ελάχιστη περίοδο για απόκτηση πείρας που να ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, δεν εξέτασε τη φύση της εργασίας που διεξήγε η εφεσείουσα. Ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος.»
Η Αυγερινού ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βρυωνίδη κ.α. (2006) 3 ΑΑΔ 694.
Παράλογος κρίνεται και ο τρόπος που ερμηνεύθηκε η απαιτούμενη πείρα. Το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προέβλεπε για πείρα στην «ίδια» θέση, όπως αποφάσισε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Επομένως, κατά πόσο συγκεκριμένη πείρα είναι ή όχι σχετική, είναι θέμα έρευνας και άσκησης διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου.
Κατά την άποψή μου, δεν ήταν εύλογο να τεθεί συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός. Θα έπρεπε ο χρόνος να αφεθεί να κριθεί σε σχέση με την έκταση της πείρας του κάθε υποψήφιου και να συνεκτιμηθεί κατά την εξέταση του αξιολογικού κριτηρίου της αρχαιότητας.
Όμως και αν ακόμα ο καθορισμός του ενός χρόνου σχετικής πείρας στη Δημόσια Υπηρεσία κρινόταν εύλογος, και πάλιν ο λόγος ακύρωσης θα ευσταθούσε, επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως κατά πόσον η πείρα της Αιτήτριας αποτελεί πρόσθετο προσόν. Σύμφωνα με τη Βεβαίωση ημερ. 2.10.2008 της Υπηρεσίας ΦΠΑ, η οποία επισυνάφθηκε στην απαντητική αγόρευση της κας Καλλιγέρου, η Αιτήτρια υπηρέτησε σε έκτακτη βάση ως Βοηθός Λειτουργού ΦΠΑ στην Υπηρεσίας ΦΠΑ, από 21.6.2004 μέχρι 14.4.2005 και για 8 μήνες ως Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός ΦΠΑ (μόνιμη θέση) από 15.4.2005 μέχρι 15.12.2005, που έληξε η προθεσμία υποβολής αιτήσεων για την επίδικη θέση. Επομένως, οι Καθ' ων η αίτηση όφειλαν να έχουν προβεί σε δέουσα έρευνα τόσο για το κατά πόσον η Αιτήτρια πληρούσε τον χρονικό περιορισμό που τέθηκε, έστω και παράλογα κατά την άποψή μου, όσο και για το κατά πόσον η φύση των καθηκόντων της στην Υπηρεσία ΦΠΑ ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.
Κατά την άποψή μου, η Συμβουλευτική Επιτροπή ερμήνευσε παράλογα την πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας που αφορούσε στην πείρα που ήταν αναγκαία για να ληφθεί υπόψη ως πλεονέκτημα. Αυτό οδήγησε σε πλάνη η οποία κρίνεται ουσιώδης, αφού επηρέασε την Αιτήτρια η οποία θα μπορούσε να καταταχθεί σε διαφορετική θέση, αν εθεωρείτο ότι κατείχε το πλεονέκτημα. Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Υπερβολική και/ή αποκλειστική βαρύτητα στην προφορική εξέταση τόσο από την Συμβουλευτική όσο και την ΕΔΥ - Λόγος ακύρωσης 4
Η Αιτήτρια προβάλλει ότι οι Καθ' ων η αίτηση κατά την επιλογή των ΕΜ, έδωσαν υπερβολική βαρύτητα στην προφορική εξέταση και έτσι επιλέγηκαν ουσιαστικά οι υποψήφιοι που βαθμολογήθηκαν στην προφορική εξέταση ως «Εξαίρετοι», ενώ παρέλειψαν να αιτιολογήσουν ότι τα ΕΜ, κατά τη γραπτή εξέταση, βαθμολογήθηκαν χαμηλότερα από την Αιτήτρια.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων, οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη, τη γραπτή βαθμολογία, τη σύσταση της Διευθύντριας καθώς και την κατοχή ή όχι του πλεονεκτήματος και όχι μόνο την αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση.
Μη δέουσα αιτιολογία της αξιολόγησης της Συμβουλευτικής κατά την προφορική εξέταση - Λόγος ακύρωσης 5
Η Αιτήτρια προβάλλει ότι η αιτιολογία που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, δεν ήταν η δέουσα. Προς υποστήριξη του λόγου ακύρωσης, παραθέτει αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα τόσο για την Αιτήτρια όσο και για τα ΕΜ και προβάλλει ότι τα όσα καταγράφει η Συμβουλευτική Επιτροπή, είναι αόριστα και χωρίς νόημα.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου η Συμβουλευτική αιτιολογεί δεόντως την εντύπωση την οποία έχει αποκομίσει, σε σχέση με τα ΕΜ και την Αιτήτρια, στην προφορική εξέταση. Στην αξιολόγησή της καταγράφει τόσο την εντύπωσή της ως προς την προσωπικότητά τους, αλλά και του τρόπου που απάντησαν. Επίσης γίνεται αναφορά στα προσόντα και στην πείρα τους.
Ενόψει της πλάνης των Καθ' ων η αίτηση ως προς την κατοχή του πρόσθετου προσόντος από μέρους της Αιτήτριας, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της Αιτήτριας. Καμιά διαταγή αναφορικά με τα έξοδα του ΕΜ.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς