ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 509/2008)
5 Οκτωβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΙΑΚΑΛΛΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Χρ. Σ. Σιακαλλή (κα), για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του στρατού της Δημοκρατίας και υπηρετεί στο πεζικό, κατέχοντας το βαθμό του Ταγματάρχη.
Ύστερα από απόφαση του Υπουργού ΄Αμυνας για συμμετοχή ενός αξιωματικού σε Σχολείο Διοίκησης και Επιτελών που θα λειτουργούσε στην Ιρλανδία από 5.9.2005 μέχρι 26.5.2006, ο αιτητής εξέφρασε ενδιαφέρον. Τα έξοδα διαμονής των στρατιωτικών που θα φοιτούσαν στην πιο πάνω σχολή θα καλύπτονταν από τους διοργανωτές, ενώ κάποιο ποσό θα καταβαλλόταν σ΄ αυτούς ως έξοδα διατροφής.
Η Διεύθυνση Εκπαίδευσης του ΓΕΕΦ, με επιστολή ημερομηνίας 17.5.2005, πληροφορούσε το Υπουργείο ΄Αμυνας ότι το κόστος εκπαίδευσης του αιτητή θα ανερχόταν στο ποσό των £7.000 και περιελάμβανε τα αεροπορικά εισιτήρια, το επίδομα εξωτερικού και το επίδομα διατροφής. Η επιστολή κοινοποιήθηκε και στο 2ο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ, στο οποίο υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αιτητής.
Το συνολικό ποσό το οποίο θα έπρεπε να καταβληθεί στον αιτητή για την παραμονή του στην Ιρλανδία υπό μορφή επιδόματος συντήρησης εξωτερικού δια επιδόματος εκπαίδευσης στο εξωτερικό, διαμονής, διατροφής κλπ, ανερχόταν στο ποσό των €8.082,48. Αντί του ποσού αυτού του καταβλήθηκε, εκ παραδρομής, ποσό £12.738,51 (€21.765,04).
Το λάθος και η επιπλέον πληρωμή του ποσού των €13.682,56 διαπιστώθηκε από το λογιστήριο του Υπουργείου ´Αμυνας το Γενάρη του 2008. Ο αιτητής πληροφορήθηκε τηλεφωνικά ότι θα έπρεπε να επιστρέψει το επιπλέον ποσό.
Οι δικηγόροι του αιτητή, με επιστολή τους προς το Υπουργείο ΄Αμυνας ημερομηνίας 12.2.2008, διατύπωσαν τον ισχυρισμό ότι τα ποσά που είχαν καταβληθεί ήταν ορθά και η πληρωμή έγινε ύστερα από συνεννόηση με τους «αρμοδίους». Επιπλέον ζητούσαν να τους κοινοποιηθεί η απόφαση που έλαβε το Υπουργείο ΄Αμυνας και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς για επιστροφή του επιπλέον επιδόματος που χορηγήθηκε στον αιτητή κατά την παραμονή του στην Ιρλανδία.
Το Υπουργείο ΄Αμυνας με επιστολή του ημερομηνίας 7.3.2008, ενημέρωσε σχετικά τους δικηγόρους του αιτητή για την υπερπληρωμή και εισηγήθηκε την εξόφληση του ποσού με 15 μηνιαίες δόσεις από το μισθό του. Στην ίδια επιστολή το Υπουργείο ζήτησε από τους δικηγόρους του αιτητή να κατονομάσουν τους «αρμόδιους» με τους οποίους ήλθε σε συνεννόηση ο πελάτης τους για την καταβολή του επιπλέον ποσού που του χορηγήθηκε. Ζητούσε ακόμα να αποσταλεί στο Υπουργείο η σχετική για το θέμα αυτό έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών που ο αιτητής τυχόν κατείχε. Καμιά απάντηση δεν δόθηκε στην πιο πάνω επιστολή.
΄Υστερα από σχετική επιστολή του Υπουργείου ΄Αμυνας προς τον αιτητή ημερομηνίας 14.4.2008, για την έναρξη αποκοπής των 15 μηνιαίων δόσεων από 30.4.2008, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή αξιώνοντας ακύρωση της απόφασης.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι προτού αποδεχτεί τη συμμετοχή του για φοίτηση στην πιο πάνω σχολή, μετέβη προσωπικώς στην Ιρλανδία για μια εβδομάδα για να επιθεωρήσει τους χώρους διαμονής που προσέφερε η Ανώτατη Σχολή Διοίκησης και Επιτελών. Επιστρέφοντας δήλωσε, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, στους αρμόδιους του Υπουργείου ΄Αμυνας και του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς ότι δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί την πιο πάνω θέση, καθότι οι συνθήκες διαμονής στη σχολή δεν ήταν οι αρμόζουσες. Εν όψει τούτου, το Υπουργείο ΄Αμυνας και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς συμφώνησαν, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, όπως του καταβάλουν επίδομα ενοικίου και διατροφής για διαμονή του σε άλλο χώρο από αυτό που διέθετε η σχολή. Έτσι ο αιτητής αποδέχτηκε τη θέση για φοίτηση.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση είναι αποτέλεσμα διαδικασίας που πλήττει την καλή πίστη και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Λόγω ακαταλληλότητας του υποστατικού που θα διέμενε στην Ιρλανδία οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν αποδεχτεί την καταβολή σχετικού επιδόματος. Το επιχείρημα αυτό, όπως θα δούμε αργότερα, εγκαταλείφθηκε.
Στη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής παραδέχεται ότι ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι κατείχε έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών για το συγκεκριμένο επίδομα. Παραδέχεται ακόμα ότι ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι οι καθ΄ων η αίτηση συμφώνησαν εγγράφως για καταβολή του επιδόματος. Αυτό το οποίο ισχυρίζεται είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας συμφώνησε προφορικά μαζί του ότι θα προβεί σε όλες τις νόμιμες διαδικασίες παραχώρησης προς αυτόν επιδόματος διαμονής και διατροφής.
Οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίπτονται βέβαια από τους καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν συνδέουν την πληρωμή του επιπλέον ποσού με οποιοδήποτε επίδομα.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων η ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εγκατέλειψε το επιχείρημα της έγκρισης της καταβολής του επιδόματος και περιόρισε την επιχειρηματολογία της στην καλόπιστη αποδοχή του επιδόματος και στο εύλογο του χρόνου αναζήτησης των καταβληθέντων.
Το άρθρο 53 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99 προνοεί ότι αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης η μετά πάροδο εύλογου χρόνου αναδρομική αναζήτηση χρημάτων που η διοίκηση κατέβαλε παράνομα και που έλαβαν καλόπιστα οι πολίτες, όπως αποδοχές ή συντάξεις.
Η νομολογία είχε όμως, πολύ πιο πριν, εφαρμόσει την αρχή ότι η μετά πάροδο μακρού χρόνου αναδρομική ανάκληση απόφασης για χορήγηση αχρεωστήτως καταβληθέντων, αλλά καλοπίστως ληφθέντων ποσών, είναι ανεπίτρεπτη, ως αντικείμενη στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε τόσο στην υπόθεση Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 4417, όσο και στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2296. Στην υπόθεση Τσικουρής, ανωτέρω, τονίζεται ότι το δικαίωμα αναζήτησης αποδοχών που καταβλήθηκαν από λάθος ή πλάνη, υπόκειται σε περιορισμούς και βασική προϋπόθεση για την ανάκτησή τους είναι όπως το αρμόδιο όργανο ενεργεί πάντα σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Η μετά πάροδο μακρού χρόνου (έστω και βραχύτερου του έτους), αναζήτηση αποδοχών που έλαβε υπάλληλος καλόπιστα, δημιουργεί απρόβλεπτες γι΄ αυτόν οικονομικές συνέπειες που μπορούν να έχουν άμεση επιρροή στα μέσα διαβίωσής του και αντίκειται επομένως στην αρχή της χρηστής διοίκησης (βλέπε ακόμα Ψαθά ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 82, αλλά και Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1384/2005, ημερ. 5.6.2007, όπου το δικαστήριο κατέληξε ότι η είσπραξη των αποδοχών από την αιτήτρια δεν ήταν καλόπιστη).
Η συμμετοχή του αιτητή στη συγκεκριμένη εκπαίδευση έγινε από τις 5.9.2005 μέχρι τις 26.5.2006 και το σχετικό επίδομα καταβλήθηκε στον αιτητή σε διάφορες δόσεις. Δύο σχεδόν χρόνια μετά τη συμπλήρωση της εκπαίδευσης το λογιστήριο του Υπουργείου ΄Αμυνας διαπίστωσε την επιπλέον πληρωμή του ποσού και ενημέρωσε σχετικά τον αιτητή.
Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν βάσισαν την επιπλέον πληρωμή σε υποχρέωση καταβολής επιδόματος διαμονής. Στην πραγματικότητα καταβλήθηκε σχεδόν τριπλάσιο ποσό από αυτό που θα έπρεπε να πληρωθεί χωρίς να παρασχεθεί οποιαδήποτε δικαιολογία για το λάθος.
Όμως παραμένει να εξεταστεί κατά πόσο ο αιτητής εισέπραξε το ποσό αυτό καλόπιστα. Από το φάκελο της υπόθεσης δεν φαίνεται καθόλου ότι ο αιτητής εισέπραξε το πιο πάνω ποσό με κακή πίστη. Από τα στοιχεία του φακέλου δημιουργούνται κάποιες υπόνοιες ότι ο αιτητής βασιζόμενος καλόπιστα σε κάποιες διαβεβαιώσεις, προχώρησε στην ενοικίαση υποστατικού κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιρλανδία. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι πριν την έναρξη της εκπαίδευσής του μετέβη στην πόλη όπου θα γινόταν η εκπαίδευση για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι κατά πόσο το προσωρινό κατάλυμα ήταν ανάλογο της ιδέας που είχε για το επίπεδο των ανέσεων που του άρμοζαν. Επιστολή από την προσφέρουσα την εκπαίδευση χώρα δείχνει ότι το κατάλυμα δεν φαίνεται να ήταν τότε σε πολύ καλή κατάσταση, αφού διενεργούνταν επιδιορθώσεις με σκοπό να καταστεί κατάλληλο για διαμονή αξιωματικών. Εν πάση περιπτώσει, δεν εξετάζω κατά πόσο οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν εγκρίνει ή όχι την καταβολή επιδόματος διαμονής. Εκείνο το οποίο παραμένει και πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο αιτητής καλόπιστα εισέπραττε το υπερβάλλον, όπως φαίνεται ποσό.
Από τα ενώπιόν μου στοιχεία φαίνεται ότι ο αιτητής είχε λόγους να πιστεύει ότι κάποιο ποσό είχε εγκριθεί για ενοικίαση υποστατικού και έτσι εισέπραττε το υπερβάλλον ποσό καλόπιστα. Περαιτέρω δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η διαπίστωση του «λάθους» και η αναζήτηση του υπερβάλλοντος ποσού έγινε δύο χρόνια περίπου μετά την καταβολή του.
Υπό τις περιστάσεις και όπως προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με €1.400 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ