ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 26/2008)
18 Οκτωβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
DEEPA THANAPPULI HEWAGE,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Γ. Σεραφείμ, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια η οποία κατάγεται από τη Σρι Λάνκα αφίχθηκε στην Κύπρο στις 27.8.1993, οπότε και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας. Η άδειά της έτυχε επανειλημμένης παράτασης μέχρι τις 25.7.1999. Αίτημα για περαιτέρω παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας που υποβλήθηκε από τον εργοδότη της απορρίφθηκε. Στις 28.3.2000 ο εργοδότης της αιτήτριας επανήλθε ζητώντας όπως παραταθεί μέχρι το 2009, η άδεια της αιτήτριας και του συζύγου της, ο οποίος επίσης εργαζόταν στην Κύπρο, οπότε και θα αποφοιτούσε η θυγατέρα τους από το σχολείο. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών δόθηκε παράταση ενός ακόμα έτους.
Στις 8.6.2000 η αιτήτρια με το σύζυγό της υπέβαλαν αίτηση για παράταση της άδειας παραμονής τους η οποία τους παραχωρήθηκε μέχρι 26.7.2000. Στις 28.6.2000 ο εργοδότης της επενέβη και πάλι ζητώντας παράταση της άδειας παραμονής, τόσο της ίδιας, όσο και της οικογένειάς της ούτως ώστε να μπορέσει η θυγατέρα της να φοιτήσει στο σχολείο για τη σχολική χρονιά 2000-2001, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε. Παραχωρήθηκε παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας μέχρι τις 7.7.2001. Αίτημα του εργοδότη για νέα παράταση της άδειας παραμονής που έγινε στις 15.9.2001 δεν έγινε αποδεκτό και στις 2.11.2001 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας και του συζύγου της.
Στις 5.1.2002 η αιτήτρια γέννησε δεύτερη θυγατέρα, αλλά νέα αίτηση από τον εργοδότη για παράταση της άδειάς τους για 6 ακόμα μήνες απορρίφθηκε. Τελικά όμως, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών τα εναντίον της οικογένειας διατάγματα κράτησης και απέλασης ακυρώθηκαν και εγκρίθηκε παράταση της άδειας παραμονής τους μέχρι 30.6.2002.
Την 21.6.2002 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση βάσει του άρθρου 6 και του Δεύτερου Πίνακα των περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων του 1967-2002, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η προσφυγή υπ΄ αρ. 869/2002 η οποία τελικά έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο για τους λόγους που θα δούμε στη συνέχεια.
Στις 21.11.2002 το αρμόδιο τμήμα πληροφόρησε την αιτήτρια ότι αναθεώρησε την απόφαση για άμεση αναχώρησή της από την Κύπρο μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής. Στις 3.2.2004 η αιτήτρια ζήτησε παράταση της άδειας παραμονής της για 6 μήνες ή μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό, νοουμένου ότι θα εξασφάλιζε συμβόλαιο σφραγισμένο από το Τμήμα Εργασίας.
Μετά την ακύρωση της απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο την 21.7.2004 η αιτήτρια και η οικογένειά της ζήτησαν παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας τους μέχρις ότου επανεξεταστεί η αίτησή της για πολιτογράφηση, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό. Στις 2.6.2004 και 31.8.2004 το Κέντρο Πληροφόρησης και Στήριξης Γυναικών «Απανέμι» ζήτησε να παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας στην αιτήτρια και το σύζυγό της μέχρι την επανεξέταση της αίτησής της για πολιτογράφηση, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε. Νέα αίτηση για παράταση της άδειας που καταχωρήθηκε στις 15.6.2005 εγκρίθηκε, με αποτέλεσμα η άδεια παραμονής να παραταθεί μέχρι τις 30.6.2006, παράταση η οποία χαρακτηρίστηκε από το αρμόδιο τμήμα ως τελική και μη ανανεώσιμη.
Στις 26.9.2005 η αιτήτρια κατέθεσε την προσφυγή υπ΄ αρ. 1162/2005 εναντίον της απόφασης να δοθεί άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας με ένδειξη «τελική, μη ανανεώσιμη». Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 14.11.2005, έδωσε οδηγίες όπως το Τμήμα εξετάσει την πιθανότητα απάλειψης του όρου «τελική μη ανανεώσιμη», εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από το αρμόδιο τμήμα.
Στις 13.7.2006 ζητήθηκε νέα παράταση της άδειας παραμονής μέχρι την ολοκλήρωση επανεξέτασης της αίτησης πολιτογράφησης, αλλά το Τμήμα απλώς αντέδρασε πληροφορώντας τους ενδιαφερόμενους ότι θα ελάμβαναν σύντομα απάντηση.
Στις 20.9.2007 επανεξετάστηκε η αίτηση της αιτήτριας για πολιτογράφηση από τον Υπουργό Εσωτερικών και απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα παραμονής που απαιτούνται από το άρθρο 111 (Τρίτος Πίνακας) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141(Ι)/2002. Η αιτιολογία που δόθηκε είναι ότι εξετάζοντας τη χρονική διάρκεια της παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο φαίνεται ότι συμπλήρωνε μόνο 5 χρόνια, 8 μήνες και 15 μέρες νόμιμης παραμονής της μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή. Πριν μπούμε όμως στην εξέταση της ουσίας της θα πρέπει να ασχοληθούμε με την απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 869/2002, ημερ. 31.3.2004, η οποία αποτέλεσε και τη βάση της επανεξέτασης που κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Το δικαστήριο κατέληξε ότι η αιτιολογία πως η αιτήτρια δεν είχε δεσμούς με τον τόπο, έπασχε από αοριστία και αυτό παρά το γεγονός ότι ο εργοδότης της πιστοποιούσε την αναγκαιότητα παρουσίας της στην εταιρεία λόγω της εργατικότητας και της ειλικρίνειάς της, το ότι η φοίτηση του παιδιού της σε ιδιωτικό σχολείο και η άπταιστη γνώση της ελληνικής γλώσσας από αυτό, μαζί με την καλή απόδοσή του στο σχολείο και την ανυπαρξία τέτοιων σχολείων στη Σρι Λάνκα, κρίθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι δεν αποτελούσαν δεσμό με τον τόπο. Στην απόφασή του το δικαστήριο κάνει προηγουμένως αναφορά σε σημείωμα του λειτουργού μετανάστευσης προς τον Υπουργό Εσωτερικών στο οποίο αναφέρεται ότι η αιτήτρια κατέχει τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται από το Νόμο για πολιτογράφηση, αλλά δεν δικαιολογείται ουσιαστικά η πολιτογράφησή της, λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο, ούτε συντρέχει κανένας λόγος για να χορηγηθεί σ΄ αυτή η κυπριακή υπηκοότητα.
Η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή υποστηρίζει παραβίαση δεσμευτικού δεδικασμένου, επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί προϊόν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Hewage v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 869/2002, ημερ. 31.3.2004. Στην απόφαση αυτή το δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε σε σημείωμα του Λειτουργού Μετανάστευσης προς τον Υπουργό Εσωτερικών, όπου η αιτήτρια φέρεται να κατέχει τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται από το Νόμο για πολιτογράφηση. Το σημείωμα εξηγεί ότι η πολιτογράφησή της δεν δικαιολογείται λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο, ούτε συντρέχει κανένας λόγος για να χορηγηθεί σ΄ αυτήν υπηκοότητα. Αιτιολογία που, όπως είδαμε προηγουμένως, το δικαστήριο έκρινε ως γενικόλογη και ανεπαρκή.
Αντίθετα οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι δεν χωρεί παραβίαση του δεδικασμένου, αφού η υπόθεση είχε κριθεί επί της αιτιολογίας.
Για να εισαχθεί η αρχή του δεδικασμένου θα πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Θα πρέπει για παράδειγμα η απόφαση για την οποία γίνεται ισχυρισμός ότι δημιουργεί δεδικασμένο να είναι απόφαση επί της ουσίας και όχι απόφαση που στηρίζεται στην απουσία συγκεκριμένων διαδικασιών, όπως η απόφαση λόγω αναρμοδίου οργάνου ή εκπροθέσμου. Περαιτέρω, το σημείο που εγείρεται θα πρέπει να έχει αποφασιστεί άμεσα και όχι να υπονοηθεί στην πρώτη υπόθεση και βέβαια η υπόθεση να αφορά τους ίδιους διαδίκους.
Όπως έχει σημειωθεί στην υπόθεση Pieris v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, μια καινούργια ματιά επί των νομικών πλευρών της υπόθεσης δεν συνιστά νέα έρευνα ικανή να δημιουργήσει μια εκτελεστή πράξη. ΄Αλλως, οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση θα αντιστρατευόταν την αρχή του δεδικασμένου στη βάση της, αν ληφθεί υπ΄ όψιν ότι ένας νόμος δεν μπορεί να έχει περισσότερες της μίας ερμηνειών. Δεν επιτρέπεται στη διοίκηση να εκδώσει νέα εκτελεστή πράξη ταυτόσημη με την ακυρωθείσα, απλώς και μόνο λόγω νέας αντίληψης ως προς το νόμο. Στην ίδια υπόθεση επισημαίνεται ότι η αρχή του δεδικασμένου έχει σχεδιαστεί ειδικά για να φέρει βεβαιότητα στον καθορισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων, ούτως ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος βαθμός βεβαιότητας (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349).
Η δικαστική απόφαση δεν περιορίζεται μόνο στο διατακτικό, αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του δικαστηρίου επί επίδικου θέματος πραγματικού ή νομικού, στο βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Δεδικασμένο προκύπτει μόνο εφ΄ όσον επί κάποιου ζητήματος έχει εκδοθεί κύρια ή παρεμπίπτουσα ουσιαστική κρίση (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 297).
Στην παρούσα υπόθεση θα συμφωνήσω με την αιτήτρια. Παρ΄ όλον ότι το πρωτόδικο δικαστήριο πράγματι περιόρισε την απόφασή του στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, δεν παρέλειψε να σημειώσει και συνεπώς να βασιστεί επί του σημειώματος του Λειτουργού Μετανάστευσης προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ότι η αιτήτρια κατέχει τα τυπικά προσόντα προς πολιτογράφηση. Με βάση αυτό το πραγματικό καθεστώς το δικαστήριο προχώρησε και κατέληξε στην απόφασή του. Εξ άλλου, όπως έχει ιδιαίτερα τονιστεί στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ., 38, δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα όποτε το επιθυμεί. Οι καθ΄ ων η αίτηση μπορούσαν να θέσουν θέμα έλλειψης προσόντων στην προσφυγή υπ΄ αρ. 869/2002. Δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Η συμπεριφορά όμως των καθ΄ων η αίτηση συνιστά και παράβαση της καλής πίστης. Δεν είναι δυνατό όταν απόφαση της διοίκησης ακυρώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, η διοίκηση να αναμοχλεύει τα γεγονότα της υπόθεσης προσπαθώντας να δημιουργήσει νέους λόγους άρνησης, βασιζόμενη σ΄ ένα νέο υπόβαθρο γεγονότων το οποίο όμως η ίδια δημιούργησε.
Δεν θα ασχοληθώ με τον υπολογισμό των ημερών όπως γίνεται από τους καθ΄ων η αίτηση για να αποδείξουν ότι η αιτήτρια δεν έχει τα τυπικά προσόντα, αφού το συγκεκριμένο θέμα συνιστά από τη μια δεδικασμένο, ενώ από την άλλη δεν αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου η διενέργεια πρωτογενώς ενός τέτοιου ελέγχου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας τα οποία υπολογίζω στα €1.400 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ