ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 162/2010)
26 Οκτωβρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HASAN ERDEM,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
--------------------------------
Ε. Μηλιδώνη (κα) για Λ. Κληρίδη, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, Τούρκος υπήκοος με Κουρδική καταγωγή, ως ισχυρίζεται ο ίδιος, αφίχθη στην Κύπρο μέσω του κατεχομένου λιμανιού της Κερύνειας στις 14.5.2003, πέρασε δε στο ελεγχόμενο από την Κυπριακή Δημοκρατία έδαφος μαζί με τη σύζυγο του παράνομα στις 25.5.2003. Στις 4.7.2003 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η δε Αρχή Προσφύγων διευθέτησε μαζί του συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε στις 24.11.2003.
Μετά την απόρριψη της αίτησης στις 15.1.2004, η οποία επιδόθηκε στον αιτητή στις 11.2.2004, καταχωρήθηκε από τον ίδιο διοικητική προσφυγή, αρμόδιος δε λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων διευθέτησε εξέταση του αιτητή από αρμόδιο ιατροσυμβούλιο για να διαπιστωθεί η ορθότητα των ισχυρισμών του ότι υπέστη βασανιστήρια ως εκ των οποίων κατέστη σεξουαλικά ανίκανος. Το ιατροσυμβούλιο στην έκθεση του ημερ. 13.3.2006, έκρινε ότι αυτός παρουσίαζε παλαιά ουλή στην αριστερή βουβωνική χώρα 4-5 εκ. πιθανώς μετεγχειρητική, παραπεμφθείς δε από το ιατροσυμβούλιο σε χειρούργο ιατρό για να εξεταστεί κατά πόσο οι αναφορές του αιτητή ότι είχε κακοποιηθεί με ηλεκτρισμό και νερό για 25 ώρες στα γεννητικά όργανα το 1996 και επτά ημέρες το 1999, ήταν ορθές ή όχι. Από τη χειρουργική εξέταση που έγινε διαπιστώθηκε ότι η κοιλιακή χώρα ήταν μαλακή, ανώδυνη και παρουσίαζε μικρή βουβανοκήλη δεξιά.
Στη βάση των πιο πάνω η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων μετά την ετοιμασία έκθεσης από αρμόδιο λειτουργό της, απέρριψε τη διοικητική προσφυγή με αποτέλεσμα την καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής.
Ο αιτητής παραπονείται ότι «.. εσφαλμένα η επίδικη απόφαση στρέφεται εναντίον της Αρχής Ασύλου ...» διότι η διοικητική προσφυγή απορρίφθηκε με επικύρωση της απόφασης της υπηρεσίας ασύλου και επομένως δεν είναι «... νομικά εφικτό η Αρχή Ασύλου, της οποίας η απόφαση επικυρώνεται να καθίσταται διάδικος με τη μορφή της καθ΄ ου η αίτηση.». Ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι ακατανόητος, παρατηρείται δε ότι ο ίδιος ο αιτητής κατέστησε διάδικο ως καθ΄ ου η αίτηση τη Δημοκρατία της Κύπρου διά του Υπουργού Εσωτερικών, λανθασμένα βέβαια, αντί να καταστήσει διάδικο την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων όπως θα ήταν το ορθό εφόσον αυτή εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Το Παράρτημα 15, στο οποίο παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή για να πιστοποιήσει τον ισχυρισμό του, αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη, όπου ο τίτλος ορθά αναφέρει τον αιτητή ως προσφεύγοντα και την υπηρεσία ασύλου ως καθ΄ ου η αίτηση, εφόσον πρόκειτο για αναθεωρητική διαδικασία, ιεραρχικού τύπου, στην οποία η Αναθεωρητική Αρχή είχε να εξετάσει την ορθότητα της απόφασης της υπηρεσίας ασύλου. Σύμφωνα με το άρθρο 28Ε(2) του Νόμου, η Αναθεωρητική Αρχή μετά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία επικυρώνει ή ακυρώνει και τροποποιεί την απόφαση του Προϊσταμένου της υπηρεσίας ασύλου. Ο Υπουργός Εσωτερικών ουδόλως υπεισέρχεται στην όλη εικόνα. Από αυτό και μόνο το γεγονός ότι δηλαδή η προσφυγή στρέφεται εναντίον λανθασμένου διοικητικού οργάνου, την καθιστά απορριπτέα, παρόλον που η Δημοκρατία στην ένσταση της ουδέν σχετικό ανέφερε.
Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι λανθασμένα απερρίφθη το αίτημα του για την παραχώρηση του καθεστώτος της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους και ότι η σχετική απόφαση είναι αναιτιολόγητη, διότι το μόνο που αναφέρεται είναι ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Ορθά, όμως, η Δημοκρατία απαντά ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει στοιχειοθετηθεί γιατί ο ίδιος ο αιτητής που έφερε και το βάρος απόδειξης σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, δεν υπέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό για να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις των παρ. (α), (β) και (γ) του άρθρου 19Α του Νόμου. Γίνεται δε ευστόχως και αναφορά στις σχετικές παραγράφους του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, με βάση τις οποίες όχι μόνο ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης, αλλά και ότι αυτός πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίνεται μόνο εφόσον από όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία ο εξεταστής παραμένει ικανοποιημένος ως προς τη γενικότερη αξιοπιστία του αιτητή.
Παραπονείται τέλος ο αιτητής ότι το γεγονός ότι είναι νυμφευμένος και συζεί αρμονικά με τη σύζυγο του στην Κύπρο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν αρκετό για να του δοθεί το καθεστώς της ανθρωπιστικής προστασίας, η απόφαση δε της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων αντίκειται στο Άρθρο 15 του Συντάγματος ως προς το σεβασμό της οικογενειακής ζωής του αιτητή. Το καθεστώς της ανθρωπιστικής προστασίας όμως δεν παραχωρείται σε παντρεμένα ζευγάρια όπως στην περίπτωση του αιτητή που επιθυμούν να συνεχίσουν τη διαμονή στη Δημοκρατία ως αιτητές ασύλου.
Παρατηρείται δε περαιτέρω από τον αιτητή ότι εφόσον το σχετικό ιατρικό πόρισμα δεν αναφέρεται στο παράπονο του για την ανικανότητα του για σεξουαλική επαφή λόγω των βασανιστηρίων που υπέστη, θα πρέπει να τύχει ιατρικής επανεξέτασης ώστε να διαφανεί το γεγονός των βασανιστηρίων διότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Τουρκία θα είναι βέβαιο ότι θα υποστεί ταπεινωτική και απάνθρωπη μεταχείριση.
Έχει αναφερθεί πιο πάνω το πόρισμα του ιατροσυμβουλίου που δεν διαπίστωσε την ύπαρξη βασανιστηρίων στα γεννητικά όργανα, παρά μόνο παρουσιάζετο ουλή την οποία ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι την έκανε γιατρός η οποία όμως είναι πιθανώς μετεγχειρητική, η δε κοιλιακή χώρα είναι μαλακή και ανώδυνη. Δεν υπήρξαν ενώπιον είτε της υπηρεσίας ασύλου, είτε της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, συγκεκριμένα δεδομένα που να ήταν δυνατό να πιστοποιήσουν τους ισχυρισμούς του αιτητή. Οποιαδήποτε δεδομένα που είχαν τεθεί εξετάστηκαν από την Αναθεωρητική Αρχή, η οποία ορθά παρατήρησε στην τρίτη σελίδα της απόφασης της ότι ο Κλάδος Ασύλου είχε παραλείψει να παραπέμψει τον αιτητή για ιατρική εξέταση με αποτέλεσμα με βάση και την επιταγή του άρθρου 15(1) του Νόμου να ήταν υποχρεωμένη η Αναθεωρητική Αρχή να παραπέμψει τον αιτητή για ιατρική εξέταση.
Να σημειωθεί ότι με τους λόγους που ο αιτητής καταγράφει προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ουδόλως καταφέρεται εναντίον της γενικότερης αξιολόγησης της Αναθεωρητικής Αρχής. Δεν έχουν τεθεί με άλλα λόγια από τον αιτητή οποιαδήποτε δεδομένα που να καθιστούν προβληματική την αξιολόγηση και το τελικό πόρισμα της Αναθεωρητικής Αρχής. Στην ουσία δεν προσβάλλεται αυτή η ίδια η κρίση επί της αναξιοπιστίας του αιτητή. Μάλιστα μπορεί να λεχθεί ότι η Αναθεωρητική Αρχή με ιδιαίτερη επιμέλεια στην πολυσέλιδη απόφαση της κατέγραψε ό,τι ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη, εξέτασε όλα τα δεδομένα και ιδιαιτέρως εκείνα που τέθηκαν ως συμπληρωματικά στοιχεία ενώπιον της από τον αιτητή, χωρίς όμως να εντοπιστεί οτιδήποτε που να μπορούσε να προσδώσει στον αιτητή την ιδιότητα του πρόσφυγα ή τη συμπληρωματική προστασία για ανθρωπιστικούς λόγους. Η Αναθεωρητική Αρχή κατέγραψε, επικυρώνοντας το σχετικό εύρημα της Υπηρεσίας Ασύλου, σωρεία αντιφάσεων που προέκυπταν από την όλη συνέντευξη του αιτητή, παρατήρησε την ύπαρξη μη εύλογων εξηγήσεων που δόθηκαν από αυτόν και κατέγραψε αριθμό ελλειμμάτων στο όλο παρουσιασθέν ιστορικό από πλευράς του αιτητή. Προς αυτή δε την κατεύθυνση εύλογα έκρινε ότι όλα τα έγγραφα τα οποία δόθηκαν από τον αιτητή δεν πιστοποιούσαν τους ισχυρισμούς του με οποιαδήποτε βεβαιότητα εφόσον όλα ήταν φωτοτυπίες, τα περισσότερα χωρίς σφραγίδα, όπου δε υπήρχε σφραγίδα αυτή ήταν δυσανάγνωστη. Η ενδελέχεια με την οποία η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε κατά την ιεραρχική προσφυγή τις θέσεις του αιτητή φαίνεται και από το γεγονός ότι ορθά διέκρινε την παράλειψη της Υπηρεσίας Ασύλου να αποστείλει τον αιτητή για ιατρική εξέταση, ενώ εύλογα έκρινε επίσης λανθασμένη τη θέση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι ο αιτητής ήταν οικονομικός μετανάστης.
Εν τέλει, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην απόφαση της Αρχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα, η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας. (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ