ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1230/2007)
8 Οκτωβρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 9, 10, 29, 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΩΣ ΠΑΘΟΝΤΩΝ
ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Παναγιώτης Κλεοβούλου, για τον Αιτητή.
Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Ανακουφίσεως Παθόντων - (η «Επιτροπή») - ημερομηνίας 11/6/2007, με την οποία πληροφορήθηκε ότι, παρά τη μετατροπή του ποσοστού ανικανότητάς του από προσωρινό σε μόνιμο, το ύψος του ποσού της ειδικής μηνιαίας σύνταξής του και του ειδικού χορηγήματος βαριάς αναπηρίας που του καταβαλλόταν θα παρέμενε το ίδιο και ότι το αίτημά του για μεταφορικά έξοδα και έξοδα φυσιοθεραπείας απορρίφθηκε.
Ο αιτητής, 56 ετών σήμερα, ως στρατιώτης που ήταν κατά την περίοδο της τουρκικής εισβολής του 1974, έλαβε μέρος στη μάχη που έγινε στις 14/8/1974 στην περιοχή Αγίου Παύλου, όπου και τραυματίστηκε στην αριστερή ωμοπλάτη, όταν επιχείρησε, με αυτοθυσία, να μεταφέρει βαριά τραυματισμένο συνάδελφό του. Μετά τον τραυματισμό του, εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για περίθαλψη και, στη συνέχεια, στο πρόχειρο Νοσοκομείο του Λανιτείου Γυμνασίου Λεμεσού για νοσηλεία. Αποτέλεσμα του τραυματισμού του ήταν η παρουσίαση συμπτωμάτων αγχώδους διαταραχής και μελαγχολίας, κρίθηκε δε ακατάλληλος για στρατιωτική θητεία και απολύθηκε από τις τάξεις της Εθνικής Φρουράς την 1/12/1974.
Παρά την πάροδο δεκαετιών από τα πιο πάνω, ο αιτητής δεν απαλλάχτηκε από τα επώδυνα ψυχοσωματικά μετατραυματικά συμπτώματα, τα οποία, σύμφωνα με τις βεβαιώσεις των ιατρών του, συνίσταντο σε αγχώδη μελαγχολία, με συνεπακόλουθες οργανικές διαταραχές (υψηλή πίεση και καρδιακές αρρυθμίες), καθώς και πόνο, δυσκαμψία, αδυναμία και αιμωδία αριστερού ώμου, με επέκταση στο αριστερό άνω άκρο.
Στις 17/4/2004, ο αιτητής υπέβαλε στην Επιτροπή «Αίτηση Ανάπηρου Μέλους της Εθνικής Φρουράς για Σύνταξη». Αυτή, αφού έλαβε υπόψη σχετική ΄Εκθεση του Ιατροσυμβουλίου, αποφάσισε, στις 13/9/2004, να χαρακτηρίσει τον αιτητή ως «μερικώς ανάπηρο» - (ποσοστό προσωρινής αναπηρίας 35%) - με οικογενειακές υποχρεώσεις - (σύζυγο και τέκνο) - και να του παραχωρήσει ειδική μηνιαία σύνταξη αναπηρίας, ύψους Λ.Κ.301,18 από 1/9/2003, Λ.Κ.303,61 από 1/1/2004 και Λ.Κ.290,22 από 5/9/2004.
Ο αιτητής, με γραπτά διαβήματά του - (12/10/2004 και 2/11/2004) - συνοδευόμενα από νεώτερες ιατρικές γνωματεύσεις, υπέβαλε αίτημα για επανεξέταση της υπόθεσής του, λόγω επιδείνωσης της κατάστασής του, και για αναδρομική καταβολή της σύνταξης.
Η Επιτροπή, στις 10/1/2005, στηριζόμενη σε νεώτερη ΄Εκθεση του Ιατροσυμβουλίου, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό ανικανότητας του αιτητή αυξήθηκε σε 45% «προσωρινή», αποφάσισε την αύξηση της ειδικής μηνιαίας σύνταξής του σε Λ.Κ.365,72 από 25/11/2004 και σε Λ.Κ.376,87 από 1/1/2005. Παράλληλα, τον ενημέρωσε ότι ο φάκελός του δεν ήταν συμπληρωμένος και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατή η λήψη απόφασης για το ζήτημα της αναδρομικότητας της σύνταξής του.
Ο αιτητής επανήλθε, με επιστολή του συνηγόρου του ημερομηνίας 8/3/2005, αμφισβητώντας το ποσοστό αναπηρίας που του αναγνωρίστηκε, ισχυριζόμενος ότι, σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά που επεσύναπτε, ήταν εντελώς ανίκανος για εργασία και ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στην τάξη των αναπήρων, με χορηγία βαριάς αναπηρίας και να λαμβάνει αυξημένη σύνταξη. Ζήτησε, επίσης, τη λήψη τελικής απόφασης για αναδρομική πληρωμή.
Η Επιτροπή, με επιστολή της ημερομηνίας 11/3/2005, τον πληροφόρησε ότι το ποσοστό αναπηρίας καθορίζεται από το αρμόδιο Ιατροσυμβούλιο και ότι η αίτησή του για μηνιαίο χορήγημα βαριάς αναπηρίας θα παραπεμπόταν σε προσεχή συνεδρία της, για λήψη σχετικής απόφασης. Αναφορικά με το αίτημα για αναδρομική καταβολή της σύνταξής του, η θέση της ήταν ότι, επειδή αυτός παρέλειψε να συμπληρώσει τις αναγκαίες αιτήσεις, το θέμα παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι τον Απρίλιο του 2004, που υπέβαλε συμπληρωμένη έντυπη αίτηση, η οποία εξετάστηκε στις 13/9/2004 και αποφασίστηκε η παραχώρηση της σύνταξης από 1/9/2003. Σύμφωνα δε με το ΄Αρθρο 9(2) του περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμου του 1988, (Ν. 114/88), (όπως έχει τροποποιηθεί), η ημερομηνία έναρξης της καταβολής της ειδικής μηνιαίας σύνταξης δεν μπορεί να απέχει πέραν των δώδεκα μηνών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης.
Ο αιτητής, με δύο νέες επιστολές του συνηγόρου του προς την Επιτροπή και το Ιατροσυμβούλιο, ημερομηνίας 11/4/2005, ζήτησε επανεξέταση της περίπτωσής του και αναθεώρηση του καθορισμένου ποσοστού αναπηρίας του.
Το Ιατροσυμβούλιο εξέτασε τον αιτητή στις 21/4/2005, διέγνωσε επιδείνωση της δυσκαμψίας του αριστερού ώμου και καθόρισε ποσοστό μερικής ανικανότητας 50% «προσωρινής». Με βάση το Πόρισμα του Ιατροσυμβουλίου, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 25/4/2005, να παραχωρήσει στον αιτητή ειδικό μηνιαίο χορήγημα βαριάς αναπηρίας Λ.Κ.138,15 από 11/3/2005 και Λ.Κ.153,50 από 21/4/2005 και να αυξήσουν την ειδική μηνιαία σύνταξή του σε Λ.Κ.437,90 από 21/4/2005. Κατά την ίδια συνεδρία, ενέκριναν και την καταβολή ποσού Λ.Κ.1.500,00, για σκοπούς υποβολής του αιτητή σε διαγνωστική αρθροσκόπηση σε ιδιωτική κλινική, όπως υποδείχθηκε από το Ιατροσυμβούλιο.
Στις 23/6/2005, ο αιτητής υποβλήθηκε στην πιο πάνω χειρουργική επέμβαση στον αριστερό ώμο. Ο ιατρός που την διενήργησε διέγνωσε χρόνια τενοντίτιδα στροφικού πετάλου αριστερού ώμου και αποκόλληση επιχιλείου χόνδρου αριστερού ώμου.
Επειδή το κόστος της επέμβασης - (Λ.Κ.2.127,00) - υπερέβη το ποσό που είχε εγκριθεί από την Επιτροπή, ο αιτητής ζήτησε, με επιστολή του ημερομηνίας 7/6/2005, την κάλυψη της διαφοράς - (Λ.Κ.627,00). Ακολούθησε νέα επιστολή του συνηγόρου του, ημερομηνίας 31/8/2005, με την οποία τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής τα πιο κάτω αιτήματα:-
(α) Επανεξέταση της απόφασης για προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας του, λόγω μόνιμης ακινησίας του αριστερού χεριού του και επιδείνωσης της ψυχικής κατάστασής του μετά την εγχείρηση.
(β) ΄Εγκριση του αυξημένου κόστους εγχείρησης.
(γ) Καταβολή του ποσού των Λ.Κ.330,00, οδοιπορικά από το σπίτι στο νοσοκομείο.
(δ) Παραχώρηση μόνιμου χορηγήματος διακίνησης.
(ε) Επανεξέταση του επιδόματος συζύγου· και
(στ) Καταβολή φοιτητικού επιδόματος προς όφελος της θυγατέρας του.
Η επιστολή συνοδευόταν από διάφορες ιατρικές βεβαιώσεις, πιστοποιητικά και αποδείξεις.
Η Επιτροπή παρέπεμψε τον αιτητή στο Ιατροσυμβούλιο, το οποίο, αφού ζήτησε και έλαβε νεώτερη Ιατρική ΄Εκθεση από το Δρα Α. Αργυρίου του Νοσοκομείου Λεμεσού, ο οποίος παρακολουθούσε την κατάστασή του από το Δεκέμβριο του 2004, τον εξέτασε στις 2/2/2006 και καθόρισε το ποσοστό μερικής ανικανότητάς του στο ίδιο επίπεδο - (50%) - αλλά «μόνιμη» αυτήν τη φορά, εφόσον, σύμφωνα με τα ιατρικά ευρήματα, η μετατραυματική διαταραχή του παρέμεινε σταθερή και η δυσκαμψία στον αριστερό ώμο του δε βελτιώθηκε, παρά τη χειρουργική θεραπεία.
Στο μεταξύ, με νέα επιστολή του συνηγόρου του, ημερομηνίας 1/2/2006, υποβλήθηκαν επιπρόσθετα ιατρικά πιστοποιητικά και αποδείξεις, μαζί με αίτημα για καταβολή σ' αυτόν Λ.Κ.288,00 για μεταφορικά έξοδα και Λ.Κ.250,00 για έξοδα φυσιοθεραπείας.
Η Επιτροπή, στη συνέχεια και αφού παρήλθε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να καταλήξει σε απόφαση μετά τα πορίσματα του Ιατροσυμβουλίου της 2/2/2006 και αφού μεσολάβησαν ακόμη μια επιστολή του συνηγόρου του, ημερομηνίας 24/4/2007, έκδοση απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (Κωστάκης Μεταξά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 600/05, 22/8/06) - σε προσφυγή του εναντίον της απόφασης για καθορισμό της ειδικής μηνιαίας σύνταξής του και έγκριση χορήγησης σύνταξης ανικανότητας σ' αυτόν από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενημέρωσε το συνήγορό του, με επιστολή της 3/5/2007, ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στη δικαστική εκκρεμότητα και ότι επρόκειτο σύντομα να εξετάσουν την περίπτωση και τα αιτήματά του.
Ακολούθως, η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της στις 20/4/2007, αποφάσισε, υπό τύπον «Γενικής Απόφασης», ότι για τους δικαιούχους χορηγήματος βαριάς αναπηρίας - (ποσοστό αναπηρίας πέραν των 39%) - δε θα παραχωρούνται χορηγήματα για κάλυψη εξόδων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης - (π.χ. αγορά φαρμάκων ή φυσιοθεραπείες) - τα οποία σχετίζονται με τη φύση της αναπηρίας τους και το συνολικό ετήσιο ύψος των εξόδων αυτών δεν υπερβαίνει το ποσό του χορηγήματος βαριάς αναπηρίας που έχουν λάβει για ολόκληρο το έτος.
Τελικά, στις 17/5/2007, η Επιτροπή αποφάσισε όπως το ποσό της ειδικής μηνιαίας σύνταξης και του χορηγήματος βαριάς αναπηρίας του αιτητή παραμείνει το ίδιο και απέρριψε την αίτησή του για μεταφορικά έξοδα και έξοδα φυσιοθεραπείας. Πληροφόρησε δε τον αιτητή με την επιστολή της ημερομηνίας 11/6/2007:-
«Αναφέρομαι στην ειδική μηνιαία σύνταξη αναπηρίας που λαμβάνετε από την Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων και σας πληροφορώ ότι η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη σχετική γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου που σας επανεξέτασε στις 2 Φεβρουαρίου 2006 σύμφωνα με την οποία το προσωρινό ποσοστό ανικανότητας σας μετατράπηκε σε μόνιμο αλλά εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο (50%), αποφάσισε όπως το ποσό της ειδικής μηνιαίας σας σύνταξης και του ειδικού χορηγήματος βαριάς αναπηρίας παραμείνει όπως έχει.
2. ΄Οσον αφορά το αίτημα σας για καταβολή των μεταφορικών εξόδων και των εξόδων φυσιοθεραπείας, σας πληροφορώ ότι η Επιτροπή θεωρώντας ότι τα εν λόγω έξοδα καλύπτονται από το χορήγημα βαριάς αναπηρίας που λαμβάνετε, αποφάσισε να μην το εγκρίνει.
3. Η πιο πάνω απόφαση εμπίπτει στα πλαίσια γενικότερης απόφασης της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, για τους δικαιούχους χορηγήματος βαριάς αναπηρίας, δεν θα παραχωρούνται χορηγήματα για κάλυψη εξόδων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης τα οποία σχετίζονται με την αναπηρία τους (όπως αγορά φαρμάκων, φυσιοθεραπείες, μεταφορικά έξοδα κλπ.) και το συνολικό ετήσιο ύψος των εξόδων αυτών δεν ξεπερνά το ποσό του χορηγήματος βαριάς αναπηρίας για ολόκληρο το έτος.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, γιατί:-
(α) Στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
(β) Δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά· και
(γ) Υπήρξε αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Υποστηρίζει ο αιτητής ότι η πιο πάνω απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία ούτε και ενδείξεις διεξαγωγής δέουσας έρευνας από την Επιτροπή, η οποία, απλά, υιοθέτησε παθητικά τη Γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου, χωρίς να λάβει υπόψη της τα ιατρικά πιστοποιητικά που αυτός παρουσίασε. Το δε Ιατροσυμβούλιο, τελώντας υπό καθεστώς πλάνης και αγνοώντας τις Γνωματεύσεις των ιατρών Μ. Στυλιανού, Κ. Ανδρέου και Α. Αργυρίου, οι οποίοι διέγνωσαν μόνιμη ανικανότητα για εργασία και επιδείνωση της κατάστασής του, αποφάνθηκε ότι η ψυχοσωματική κατάσταση και το ποσοστό ανικανότητάς του παρέμειναν σταθερά. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζει την εισήγησή του ο αιτητής, τόσο το Ιατροσυμβούλιο όσο και η Επιτροπή, που, σύμφωνα με τη νομολογία, αποτελούν διοικητικά όργανα επιφορτισμένα με αρμοδιότητες κρίσιμης σημασίας, δεν ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωση της επαρκούς αιτιολόγησης των αποφάσεών τους. Επιπρόσθετα, κατά τον ίδιο, έλλειψη δέουσας έρευνας συνιστά και το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη Γνωμάτευση του Ψυχιατρικού Ιατρικού Συμβουλίου ημερομηνίας 25/5/2005, ότι αυτός ήταν ανίκανος για εργασία, με βάση την οποία ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκρινε την αίτησή του για σύνταξη ανικανότητας σε ποσοστό 85%. Η διάσταση του ποσοστού αυτού, το οποίο καθορίστηκε από κατ' εξοχήν ειδικούς, σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό που καθορίστηκε για το ίδιο πρόβλημα από το Ιατροσυμβούλιο της 2/2/2006, δεν την απασχόλησε.
Τα επιχειρήματα του αιτητή ευσταθούν. Η Επιτροπή κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έλαβε υπόψη τη Γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου της 2/2/2006. ΄Οπως εξηγείται σ' αυτή, το ποσοστό ανικανότητας του αιτητή είναι το άθροισμα ποσοστού 40% για «ψυχολογικά» και 10% «αριστερός ώμος». Γίνεται, επίσης, αναφορά στη Γνωμάτευση του ιατρού Α. Αργυρίου, η οποία κατέληγε στην κρίση ότι ο αιτητής ήταν μόνιμα ανίκανος να ανταποκριθεί σε προσοδοφόρο απασχόληση. Ενώπιον της Επιτροπής και, κατ' επέκταση, του Ιατροσυμβουλίου υπήρχαν και άλλες ιατρικές βεβαιώσεις. Ο Ορθοπεδικός Χειρούργος Κ.Π. Ανδρέου, με έγγραφό του ημερομηνίας 6/5/2005, διαπίστωσε ότι, παρά τη συντηρητική θεραπεία στην οποία υποβαλλόταν ο αιτητής, «... με την πάροδο του χρόνου η κατάστασις του χειροτερεύει». Κατέληγε δε στην κρίση ότι, λόγω των παθήσεών του, αυτός ήταν «μονίμως ανίκανος διά εργασία». Επίσης, η Βεβαίωση του Ψυχολόγου Μ. Στυλιανού ημερομηνίας 24/1/2006, η οποία αναφέρεται στην ψυχολογική κατάστασή του, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τη χειρουργική επέμβαση, αναφέρει ότι αυτή όχι μόνο δεν επέφερε την αναμενόμενη βελτίωση, αλλά προκάλεσε «αρνητικό αντίκτυπο» στην κατάστασή του. Αναφέρεται, συγκεκριμένα:-
«Η μόνιμη σωματική του αναπηρία η οποία τον καθιστά πλέον ανίκανο να εργαστεί και η μακρόχρονη αναμονή την οποία απαιτεί η διαδικασία της αιτήσεως του αναπόφευκτα επαναφέρουν στη μνήμη του ψυχο-τραυματικά βιώματα, τα οποία πιστεύω ότι επιφέρουν επιπλέον επιδείνωση στην όλη κατάσταση και αυτο-εκτίμησή του.»
Σημειώνεται ότι, μέσα στα πλαίσια άλλης διαδικασίας, αρμοδιότητα των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο αιτητής εξετάστηκε στις 25/5/2005 από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο, του οποίου η Γνωμάτευση οδήγησε σε έγκριση σύνταξης ανικανότητας σε ποσοστό 85%. Η σχετική απόφαση είχε τεθεί ενώπιον της Επιτροπής πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η απάντηση που δόθηκε στο συνήγορο του αιτητή ήταν ότι κάθε ιατροσυμβούλιο λειτουργεί σε ανεξάρτητα πλαίσια και οι γνωματεύσεις του δε δεσμεύουν άλλα ιατροσυμβούλια που λειτουργούν για σκοπούς παραχώρησης χορηγημάτων ή επιδομάτων με βάση άλλη νομοθεσία.
΄Οπως έχει νομολογηθεί, η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων - όπως είναι εδώ η περίπτωση - είναι ανέλεγκτη, εφόσον δε συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή έλλειψη αιτιολογίας - (βλ. Antigoni G. Eraclidou and Another v. Compensation Officer, (Ministry of Labour and Social Insurance) (1968) 3 C.L.R. 44· Anna Georghiou and Another v. Municipality of Nicosia (1973) 3 C.L.R. 53).
Στην παρούσα περίπτωση, από το λεκτικό της απόφασης του Ιατροσυμβουλίου της 2/2/2006 και, εν συνεχεία, της Επιτροπής, που την υιοθέτησε, δεν προκύπτει κατά πόσο στα πιο πάνω στοιχεία δόθηκε βαρύτητα, ή αν αυτά παραγνωρίστηκαν και για ποιο λόγο. Επιπρόσθετα, η παράλληλη απόφαση του Ψυχιατρικού Ιατρικού Συμβουλίου, η οποία οδήγησε σε έγκριση από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύνταξης ανικανότητας ποσοστού 85% στον αιτητή, αφήνει περαιτέρω κενά στην αιτιολογία του προσδιορισμού του ποσοστού αναπηρίας του.
Είναι προφανές ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ο καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας του αιτητή δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς, ούτε ερευνήθηκαν όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από αυτόν, ιδιαίτερα οι Ιατρικές Εκθέσεις που πιστοποιούσαν επιδείνωση της κατάστασής του.
Παρά το ανέλεγκτο της επίδικης απόφασης, στην παρούσα υπόθεση προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, η οποία δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΣ, ΜΠ