ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1107/2009)
26 Οκτωβρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ILONA SARKISYAN
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
--------------------------------
Αλ. Σαουρής, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος
της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου αίτηση.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ιεραρχική προσφυγή της εξ Ουκρανίας αλλοδαπής αιτήτριας εναντίον της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με την οποία ο γάμος της αιτήτριας στο Δημαρχείο Αραδίππου με τον κατά 14 χρόνια μικρότερο της Κύπριο υπήκοο, Ρωσσικής καταγωγής, Ίλυα Μποκτάνοβ χαρακτηρίστηκε ως εικονικός, απερρίφθη με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 23.6.2009, ενόψει του ότι το ζεύγος δεν συζούσε κάτω από την ίδια στέγη, από δε τις δηλώσεις αυτού διαπιστώθηκαν αντιφάσεις. Τα πιο πάνω με αναφορά αντιστοίχως στα εδάφια (α) και (δ) του άρθρου 7Α(3) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), και στη βάση των σχετικών Πορισμάτων της Επιτροπής Μετανάστευσης.
Με 27, στην ουσία, νομικούς λόγους επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι όμως λόγοι περιορίστηκαν με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας στην έλλειψη δέουσας έρευνας, στην πλάνη περί τα πράγματα, στην παράβαση ουσιώδους τύπου και στην έλλειψη επαρκούς ή εξειδικευμένης αιτιολογίας. Η αντίθετη θέση του Υπουργού, μέσω της ένστασης και της γραπτής αγόρευσης της Δημοκρατίας, είναι ότι έγινε πλήρης έρευνα και μάλιστα κατ΄ επανάληψη για να διαπιστωθεί ότι ο γάμος ήταν εικονικός ενόψει του ότι το ζεύγος δεν συζούσε κάτω από την ίδια στέγη, ενώ υπήρχαν και αντιφατικές δηλώσεις των συζύγων ως προς στοιχεία της ταυτότητας τους, παράγοντες που ο Νόμος αναγνωρίζει ως δεδομένα που τείνουν να δείξουν εικονικότητα. Η αιτιολογία δε της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται ευλόγως από όλα τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ιδιαίτερα από συγκεκριμένα ερυθρά στα οποία καταγράφονται οι έλεγχοι που είχαν γίνει από πλευράς της διοίκησης και επομένως η ιεραρχική προσφυγή ορθώς απερρίφθη.
Ως προς τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση πράξη μπορεί να λεχθεί ότι η αιτήτρια αφίχθηκε στη Δημοκρατία ως τουρίστρια στις 29.5.1999, με διαφορετικό όνομα, και παρά την άδεια παραμονής που είχε μέχρι τις 3.8.1999, παρέμεινε παρανόμως στη Δημοκρατία μέχρι τις 15.12.2001, όταν αναχώρησε για τη χώρα της με αποτέλεσμα τα στοιχεία της να τοποθετηθούν στο Stop List ως απαγορευμένη μετανάστρια. Η αιτήτρια επανήλθε με άλλο όνομα στις 30.1.2002 και κατά την εξέταση αίτησης που υπέβαλε για άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας, διαπιστώθηκε ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστρια με αποτέλεσμα να απελαθεί στην Ουκρανία στις 23.5.2002. Αφίχθη όμως εκ νέου στην Κύπρο μετά από ένα μήνα και επτά ημέρες, χρησιμοποιώντας εκ νέου διαφορετικό όνομα, το νυν όνομα της, τέλεσε δε γάμο στις 16.9.2002 με τον Κύπριο Γεώργιο Αχτάρ. Στις 23.12.2003, ο σύζυγος της κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, η δε αιτήτρια κλήθηκε να αναχωρήσει επειδή διαπιστώθηκε ότι δεν διέμενε πλέον με το σύζυγο της, ενόψει και κατάθεσης απ΄ αυτόν ότι η αιτήτρια τον είχε εκμεταλλευτεί για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής στην Κύπρο. Η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε με την κλήση αναχώρησης της από την Κύπρο και σε λιγότερο από ένα μήνα, στις 7.6.2004, υπέβαλε αίτηση για να παραμείνει ως επισκέπτρια για να συζεί με Νορβηγό επιχειρηματία.
Στις 23.3.2006, εκδόθηκε το διαζύγιο με αποτέλεσμα να κληθεί εκ νέου να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, αλλά η αιτήτρια στις 5.5.2006 και ενώ είχε δηλώσει τον Οκτώβριο του 2005 ότι η σχέση της με το Νορβηγό δεν υφίστατο πλέον, τέλεσε γάμο με τον Ίλυα Μποκτάνοβ με αποτέλεσμα να λάβει νέα άδεια παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 18.5.2008. Ο γάμος αυτός κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους ως εικονικός, όπως είχε κριθεί εικονικός και ο γάμος της με το Γεώργιο Αχτάρ. Από τα στοιχεία που υπήρχαν, το ζεύγος δεν συζούσε, ενώ είχαν διαπιστωθεί και αντιφάσεις ως προς τα δεδομένα τους. Το αποτέλεσμα ήταν να κληθεί η αιτήτρια στις 18.9.2008 να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, να υποβληθεί η υπό κρίση ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, μέσω δικηγόρου, η οποία απορριφθείσα οδήγησε στην προσβαλλόμενη πράξη. Μετά την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η αιτήτρια απελάθηκε στις 13.8.2009, αίτημα της δε να της επιτραπεί η επάνοδος στη Δημοκρατία προς διευθέτηση προσωπικών της υποθέσεων, απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 6.11.2009.
Η αιτήτρια εισηγείται ότι τα πλείστα των τεκμηρίων που η Δημοκρατία επισύναψε στην ένσταση της είναι άσχετα με την απόφαση του Υπουργού στην ιεραρχική προσφυγή, αλλά αυτός επηρεάστηκε από την απόφαση ότι ο προηγούμενος γάμος της αιτήτριας ήταν εικονικός, ενώ στην πραγματικότητα στην αίτηση διαζυγίου που είχε καταχωρήσει ο πρώην σύζυγος Γεώργιος Αχτάρ, ουδέποτε αναφέρθηκε οτιδήποτε σχετικό. Ο γάμος που τελέστηκε με τον νυν σύζυγο της Ίλυα Μποκτάνοβ κρίθηκε καθόλα φυσιολογικός ενόψει του ότι η διερεύνηση της υπόθεσης που έλαβε τη μορφή συνεντεύξεων και επισκέψεων στην οικία τους, όπως αναφέρεται και στο Παράρτημα Β της προσφυγής, ουδέν μεμπτό αποκάλυψε. Και ενώ πέρασαν 2½ χρόνια γάμου, αιφνίδια αυτός κρίθηκε εικονικός με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν είχε διεξαχθεί οποιαδήποτε νέα έρευνα, ούτε προέκυψε οποιοδήποτε νέο στοιχείο από την ημερομηνία που δόθηκε η τελευταία άδεια παραμονής, ο δε Υπουργός Εσωτερικών απλά επιβεβαίωσε την ορθότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς ουσιαστική αιτιολογία και εδραζόμενη επί ανεπαρκούς έρευνας ως προς τα γεγονότα.
Το άρθρο 7Α του Νόμου που εισήχθηκε στη νομοθεσία με την τροποποίηση που έγινε με το Νόμο 22(Ι)/2001, επιτρέπει στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να απαγορεύσει σε αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία εφόσον διαπιστώσει με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) ή και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ότι ο αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο. Το εδάφιο (3) περιλαμβάνει επτά περιπτώσεις, που δεν είναι βέβαια εξαντλητικές, ως στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν την εικονικότητα ενός τέτοιου γάμου. Με βάση δε το εδάφιο (4), οι πληροφορίες που μπορούν να ληφθούν υπόψη μπορούν να προέρχονται από δηλώσεις οιουδήποτε των συζύγων ή από τρίτα πρόσωπα, έρευνες και συνεντεύξεις που διεξάγει η Διευθύντρια και έγγραφα που τίθενται ενώπιον του Λειτουργού Μετανάστευσης. Προϋπόθεση για οποιαδήποτε ενέργεια της Διευθύντριας, όπως αυτή περιλαμβάνεται στις υποπαρ. (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7Α, είναι και η λήψη προηγούμενης συμβουλής από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 7Β του Νόμου. Οποιαδήποτε απόφαση της Διευθύντριας υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης δυνάμει του άρθρου 7Γ, ο οποίος και εκδίδει την απόφαση του εντός 90 ημερών από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής.
Όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, ο Υπουργός στην απορριπτική του απόφαση μετά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής περιόρισε τους λόγους απόρριψης σε δύο μόνο στοιχεία που απαντώνται στο άρθρο 7Α(3), δηλαδή, ότι το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη, ενώ από τις δηλώσεις του ζεύγους είχαν διαπιστωθεί αντιφάσεις. Στην επιστολή ημερ. 23.6.2009, που είναι η προσβαλλόμενη πράξη, ο Υπουργός ανέφερε ότι είχε διερευνήσει «επιμελώς την όλη υπόθεση» έχοντας υπόψη τις παραστάσεις που είχαν υποβάλει οι δικηγόροι του ζεύγους, αλλά και τα πορίσματα της Επιτροπής Μετανάστευσης. Ο περιορισμός των λόγων απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής στους προαναφερθέντες, αναμφιβόλως καθιστά το προηγούμενο ιστορικό της αιτήτριας, όπως έχει καταγραφεί στην ένσταση, καθώς και τα υποστηρικτικά του ιστορικού αυτού τεκμήρια, άνευ σημασίας, διότι όντως ο Υπουργός δεν βάσισε την απόφαση του στο στοιχείο της παρ. (ζ) του εδαφίου (3) του άρθρου 7Α, ως προς την ύπαρξη ενδείξεων ότι ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι συνήψαν στο παρελθόν εικονικό γάμο ή παρουσίαζαν προβλήματα σε ό,τι αφορά την άδεια διαμονής τους στη Δημοκρατία. Ορθά, συνεπώς, η κα Ζαννέτου, εκ μέρους της Δημοκρατίας, αναφέρει στη γραπτή της αγόρευση ότι ουδέν στοιχείο περί της εικονικότητας του γάμου της αιτήτριας με το Γιώργο Αχτάρ, όπως είχε προηγουμένως κριθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, λήφθηκε υπόψη, ούτε τα όποια προβλήματα σε σχέση με την παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία αποτέλεσαν τη βάση για την απόφαση του Υπουργού.
Έχοντας εξετάσει τα δεδομένα της υπόθεσης δεν διαπιστώνεται λόγος ακυρότητας. Η έρευνα η οποία είχε οδηγήσει στην απόφαση της Διευθύντριας με τη συμβουλή της Συμβουλευτικής Επιτροπής και που με τη σειρά της οδήγησε στην απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής μετά την εκ νέου εξέταση της από τον Υπουργό, ήταν επαρκής εφόσον επεκτάθηκε σε επισκέψεις από τους αρμοδίους σε τέσσερεις διαφορετικές ημερομηνίες στο διαμέρισμα που δηλώθηκε ως η οικία του ζεύγους, με αποτελέσματα που έτειναν να δείξουν πράγματι ότι το ζεύγος δεν συζούσε κάτω από την ίδια στέγη.
Συγκεκριμένα, όπως απορρέει από το ερυθρό 213 του σημειώματος αρ. 13, του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμ. Α, η πρώτη έρευνα έγινε στις 12.8.2006 και ώρα 11.30 π.μ., όταν αρμόδιοι αστυφύλακες επισκέφθηκαν το διαμέρισμα χωρίς όμως να εντοπιστεί οποιοσδήποτε. Σε τηλεφωνική όμως επικοινωνία με την αιτήτρια, αυτή παρουσιάστηκε μετά από 45 λεπτά μαζί με το σύζυγο της παρουσιάζοντας πιστοποιητικό γάμου, ισχυριζόμενοι ότι συζούσαν αρμονικά στο διαμέρισμα εκείνο, αλλά με τη συγκατάθεση της αιτήτριας διακριτικός έλεγχος του διαμερίσματος δεν αποκάλυψε οποιαδήποτε προσωπικά αντικείμενα του συζύγου της. Το ζεύγος προέβαλε εκεί τον ισχυρισμό ότι βρισκόταν σε διάσταση λόγω κάποιων προβλημάτων και ότι ο σύζυγος είχε μετακινήσει όλα του τα προσωπικά ρούχα και αντικείμενα χωρίς να αφήσει οτιδήποτε στο διαμέρισμα.
Η δεύτερη έρευνα έγινε στις 16.6.2007 και ώρα 22.45 (ερυθρό 223 και σχετικό σημείωμα αρ. 5), όπου στο διαμέρισμα εντοπίστηκε μόνο η αιτήτρια η οποία ερωτηθείσα ως προς το σύζυγο της ισχυρίστηκε ότι αυτός βρισκόταν στην εργασία του και ότι μετέπειτα θα έβγαινε με φίλους χωρίς να μπορούσε να προσδιορίσει οτιδήποτε περαιτέρω. Η εξέταση του διαμερίσματος, με τη συγκατάθεση βέβαια της αιτήτριας, αποκάλυψε μόνο ορισμένα ανδρικά ρούχα και παπούτσια τα οποία η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ανήκαν στο σύζυγο της. Ένα σχεδόν χρόνο μετά στις 14.6.2008 και ώρα 22.50, σύμφωνα με το ερυθρό 220 και το σημείωμα 9 και πάλι αρμόδιοι αστυφύλακες επισκέφθηκαν για έλεγχο το διαμέρισμα, όπου εντόπισαν μόνο την αιτήτρια και λίγα ανδρικά ρούχα σε μικρό ντουλάπι στην κουζίνα του διαμερίσματος, ενώ ερωτηθείσα ως προς το σύζυγο της, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είχε μεταβεί για επίσκεψη στη μητέρα του και δεν γνώριζε πότε θα επιστρέψει, ούτε δε είχε κινητό τηλέφωνο για να επικοινωνήσει μαζί του. Λίγες μέρες αργότερα στις 20.6.2008 στις 23.50, αρμόδιοι αστυφύλακες μετέβησαν και πάλι στο διαμέρισμα όπου βρισκόταν μόνο η αιτήτρια η οποία πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο σύζυγος της βρισκόταν έξω με φίλους για διασκέδαση χωρίς να γνωρίζει είτε τους φίλους του, είτε τον χώρο στον οποίο είχε μεταβεί. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με την πεθερά της για να την ρωτήσει πού βρισκόταν ο σύζυγος της, απάντησε ο ίδιος, ο οποίος σε συνομιλία που είχε με τον αστυφ. αρ. 1786 ανέφερε αντιφατικά προς τα όσα είχε πει η αιτήτρια, ότι βρισκόταν όλη μέρα με τη μητέρα του και δεν είχε μεταβεί για διασκέδαση με φίλους.
Κατά παρόμοιο τρόπο διαπιστώθηκαν και αντιφάσεις μεταξύ των συζύγων. Πέραν εκείνων που απορρέουν από τα πιο πάνω καταγραφέντα και δείχνουν τις διϊστάμενες θέσεις και δικαιολογίες τους, προκύπτει πρόσθετα από τις γραπτές συνεντεύξεις τους όπως αποτυπώνονται στα ερυθρά 133-147 του Τεκμ. «Α», ότι υπήρξαν διαφορετικές καθ΄ολοκληρίαν ή εν μέρει τοποθετήσεις σε σχέση με την πρώτη γνωριμία τους. Ο σύζυγος της αιτήτριας αναφέρθηκε σε γνωριμία που έγινε σε διαμέρισμα φίλου του στην περιοχή ποταμού Γερμασόγιας έναντι από συγκεκριμένο μπαρ, ενώ η αιτήτρια ότι η γνωριμία έλαβε χώραν σε ανοικτό χωράφι πίσω από το Waterpark της τουριστικής περιοχής Γερμασόγιας. Άλλες αντιφάσεις εντοπίζονται στη θέση της αιτήτριας ότι όταν ο σύζυγος της δεν εργάζεται σπάνια μένουν στο σπίτι αφού επισκέπτονται διάφορους φίλους στη Λεμεσό, ενώ ο σύζυγος της ανέφερε ότι σπάνια βγαίνουν έξω όταν δεν πηγαίνει εργασία («off duty»), λόγω οικονομικών προβλημάτων. Άλλες θέσεις που παρουσιάζουν αντιφάσεις είναι ότι η μεν αιτήτρια ανέφερε ότι συχνά, ανά δεκαήμερο, διαπληκτίζονται με το σύζυγο της λόγω του ότι τη ζηλεύει και αυτός φεύγει από το σπίτι, αλλά επιστρέφει την επομένη, ενώ ο σύζυγος της ανέφερε ότι δύο φορές έφυγε από το σπίτι. Επίσης η αιτήτρια ανέφερε ότι όταν ο σύζυγος της επέστρεψε στο σπίτι στις 8.8.06, έφερε μαζί του και όλα του τα ρούχα και τα προσωπικά του αντικείμενα, ενώ ο ίδιος είπε ότι στις 12.8.06 όταν συμφιλιώθηκαν μετά από τρεις μέρες, επέστρεψε στο σπίτι, αλλά μέχρι την ημέρα της κατάθεσης του στις 14.8.06, ερυθρό 139, δεν είχε πάρει ακόμη τα πράγματα του πίσω διότι δεν βρήκε χρόνο.
Όλα τα πιο πάνω ευλόγως αποτέλεσαν στοιχεία εμπίπτοντα στους παράγοντες (α) και (δ) του άρθρου 7Α(3). Όπως έχει αναφερθεί στην Ureef Mohd Murof Jumil Ubdolh v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1495/05, ημερ. 7.4.2008, (Παπαδοπούλου, Δ.), «κριτήριο για τη διαπίστωση στοιχείων της εικονικότητας ενός γάμου, για τους σκοπούς του Νόμου, θεωρώ ότι δεν είναι από μόνες τους, οι δηλώσεις των μερών αλλά το σύνολο των περιστάσεων, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς και των ενεργειών των μερών, πριν και μετά τη σύνοψη του γάμου.». Η κάθε υπόθεση αντιμετωπίζεται βεβαίως υπό το φως των ιδιαιτέρων περιστατικών της και τα γεγονότα δύο υποθέσεων σπάνια είναι ταυτόσημα ή ουσιωδώς παρόμοια. Η διοίκηση οφείλει να αναδείξει εκείνα τα γεγονότα ο πυρήνας των οποίων οδηγεί ευλόγως σε συμπέρασμα εικονικότητας. Στην υπό κρίση υπόθεση ελλείπει κατάθεση, όπως υπήρχε στην Ubdolh - ανωτέρω - από τη σύζυγο του εκεί αιτητή ότι σκοπός της τέλεσης του γάμου ήταν η εξασφάλιση μόνιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Το σύνολο όμως των δεδομένων είναι τέτοιο που επέτρεπε στη διοίκηση να καταλήξει και εδώ σε παρόμοιο συμπέρασμα. Όπως εύστοχα καταγράφεται στο σχετικό σημείωμα της διοίκησης ημερ. 17.7.2008 στο ερυθρό 226, για σκοπούς εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, το ζεύγος ουδέποτε βρέθηκε να διαμένει κάτω από την ίδια στέγη. Τα αναγραφέντα στο σημείωμα 9 ερυθρό 220, είναι επίσης σχετικά. Οι έρευνες και συνεντεύξεις που η Διευθύντρια διενήργησε πιστοποιούσαν την εικονικότητα του γάμου και όπως έχει λεχθεί και στην Kateryna Telsenko κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1902/08, ημερ. 14.5.2010, (Κληρίδης, Δ.), ο Νόμος επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες που προέρχονται και από έρευνες και συνεντεύξεις και όχι κατ΄ ανάγκην μόνο τις αντιφάσεις που παρατηρούνται σ΄ αυτές. Έχει ήδη πιο πάνω υποδειχθεί ότι εντοπίστηκαν σοβαρές και αρκετές αντιφάσεις από τις συνεντεύξεις της ιδίας της αιτήτριας και του συζύγου της. Η θέση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι αυτή χώρισε τον Γιώργο Αχτάρ για να παντρευτεί τον νυν σύζυγο της, ουδόλως αποκαλύπτεται ως ορθή από το σύνολο των εγγράφων στο διοικητικό φάκελο.
Όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας η κρίση του Υπουργού απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή, παραπέμπει στα δύο προαναφερθέντα στοιχεία της μη συμβίωσης του ζεύγους αφενός και της αντιφατικότητας στις δηλώσεις τους αφετέρου και επομένως αναγκαστικά ενσωματώνονται στο σύνολο του φακέλου, στο βαθμό βέβαια που αφορούν τους δύο αυτούς παράγοντες. Η προσβαλλόμενη απόφαση συμπληρώνεται με πλήρη επάρκεια από τα στοιχεία του φακέλου, κατά τα προνοούμενα από την κωδικοποιημένη αρχή που περιέχεται στο άρθρο 29 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99. Αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ. (2006), Τόμος ΙΙ, σελ. 143-145, και ιδιαίτερα στην παρ. 517, ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία και εξηγήσεις της διοίκησης που αναφέρονται σε γεγονότα προγενέστερα της πράξης και προκύπτουν βεβαίως από τα στοιχεία του φακέλου. Στο δε σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, 3η έκδ., σελ. 227-228, η αναπλήρωση της αιτιολογίας από το φάκελο είναι επιτρεπτή, αναπληρώνοντας έτσι τη ρητή αιτιολογία, έχει δε επικουρικό χαρακτήρα υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι τα αναπληρούντα στοιχεία προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα. Εδώ, όλα στα στοιχεία προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης και την αιτιολογούν πλήρως. Δεν διαπιστώνεται επομένως παράβαση ουσιώδους τύπου, ως ο ισχυρισμός του συνηγόρου της αιτήτριας.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ΄ ου.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ