ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          (Υπόθεση Αρ. 814/2009)

 

28 Σεπτεμβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                   KAMAL RAWAL, από το Νεπάλ,

                                                                           Αιτητής,

-         ΚΑΙ   -

 

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

                                                              Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Ε. Μηλιδώνη (κα) για κ. Λ. Κληρίδη, για τον Αιτητή.

Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

       ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Ο αιτητής με καταγωγή από το  Νεπάλ εισήλθε στο έδαφος της Δημοκρατίας νόμιμα στις 28.9.04 υπό την ιδιότητα του φοιτητή, στις 4.1.05 δε υπέβαλε αίτημα παροχής ασύλου.  Κλήθηκε στη συνέχεια σε συνέντευξη στις 7.12.06, η οποία διεξήχθηκε από αρμόδιο λειτουργό της υπηρεσίας στην παρουσία μεταφραστή.  Αρκετά αργότερα, στις 11.9.07, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε αρνητική εισήγηση προς τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, ο οποίος στις 30.9.07, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. 

 

       Ο αιτητής καταχώρησε προσωπικώς στις 9.10.07 διοικητική προσφυγή προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφυγών, η οποία στις 22.4.09 την απέρριψε στη βάση του περιεχομένου του Παραρτήματος 11 στην ένσταση, ειδοποιήθηκε δε ο αιτητής καταλλήλως με επιστολή 30.4.09, που του επιδόθηκε στις 26.5.09, σύμφωνα με τα Παραρτήματα 12 και 13 στην ένσταση.

 

       Οι λόγοι της απόρριψης της διοικητικής προσφυγής ήταν, ως περιέχεται στη σχετική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Παράρτημα 11, η κρίση της ότι ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου είχε θεωρήσει τον αιτητή αναξιόπιστο ως προς τον ισχυρισμό του ότι ήταν ενεργό μέλος του πολιτικού κόμματος Nepali Congress και ότι παρενοχλήθηκε από μέλη του αντίπαλου κόμματος των Μαοϊστών.  Οι αντιφάσεις αυτές συνίσταντο στο ότι ο αιτητής στην αρχική αίτηση του για άσυλο είχε δηλώσει ότι ο ίδιος δεν είχε καμία πολιτική ανάμιξη, αλλά αντίθετα ήταν ο πατέρας του που ήταν μέλος του Nepali Congress, ενώ κατά την συνέντευξη του είχε αντίθετα ισχυρισθεί ότι ο ίδιος ήταν μέλος του κόμματος αυτού και όχι ο πατέρας του.  Περαιτέρω, ότι ο πατέρας του δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε προβλήματα με εξτρεμιστές του κόμματος των Μαοϊστών εφόσον δεν είχε σχέση με πολιτικά κόμματα, θέση που ερχόταν και αυτή σε αντίθεση με τα δεδομένα της αίτησης του, ενώ και πάλι αντιφατικά, κατά την συνέντευξη του ανέφερε ότι ο ίδιος ήταν ο στόχος των Μαοϊστών και όχι ο πατέρας του.  Ανεφέρθη επίσης ο αιτητής στην αίτηση του, στην φυσική κακοποίηση των γονιών του, ενώ στην συνέντευξη του είχε αναφέρει ότι δεν ήταν στόχος των Μαοϊστών ο πατέρας του, αλλά ο ίδιος.  Περαιτέρω, στην συνέντευξη του δήλωσε ότι δεν είχε ο ίδιος αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δίωξη ή κακοποίηση όταν ήταν στο Νεπάλ.

 

       Γενικότερα, ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει οποιοδήποτε πολιτικό προφίλ που να δικαιολογούσε τη δίωξή του ή ότι είχε βάσιμο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.  Περαιτέρω, μετά τον καταρτισμό ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των Μαοϊστών και των αντίθετων κομμάτων επεκράτησε ειρήνη στο Νεπάλ, έτσι που, εν πάση περιπτώσει, να μην υπήρχε ζήτημα αιτιολογημένου φόβου σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

       Κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής δεν είχαν υποβληθεί από τον αιτητή οποιαδήποτε νέα στοιχεία, με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος έγκρισης του αιτήματος ασύλου στη βάση του σχετικού Νόμου ή δεδομένα τέτοια που να ήταν δυνατόν να του αποδώσουν το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19 του Νόμου ή του καθεστώτος της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

       Προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση προς ακύρωση της, λόγω του αναιτιολόγητου της επικυρωθείσας απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρεται και η απόφαση της ίδιας της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και ότι λανθασμένα ο λειτουργός ο οποίος υπέβαλε τις εισηγήσεις του στην Αναθεωρητική Αρχή στην ουσία απεφάσισε ο ίδιος την αναξιοπιστία του αιτητή και επομένως και την απόρριψη του αιτήματος της αναγνώρισης του ως πρόσφυγα, αντί την απόφαση αυτή να λάβει η ίδια η Αναθεωρητική Αρχή.

 

Αμφότεροι οι πιο πάνω λόγοι είναι ανυπόστατοι και προβάλλονται με γενικότητα και αοριστία, εφόσον ούτε στην συνοπτικά διατυπωμένη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν προβάλλεται οποιαδήποτε ουσιαστική εξήγηση ή παραπομπή στην απόφαση.  Να σημειωθεί ότι δεν προσβάλλεται ως πάσχουσα αυτή τούτη η κρίση επί της αναξιοπιστίας του αιτητή.  Απλή δε ανάγνωση της προσβαλλόμενης πράξης αποκαλύπτει ότι αυτή εμπεριέχει πλήρη στοιχεία τόσο για το ιστορικό της αίτησης και τις αιτιάσεις του αιτητή για να αναγνωρισθεί σε αυτόν η ιδιότητα του πρόσφυγα, όσο και πλήρη ανάλυση και αναφορά, υπό τύπο αναθεώρησης, των όσων κρίθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου. Η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία διατυπώνεται σε έξι σελίδες και πλέον, παραπέμπει σε κάθε στοιχείο που θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη. Η καταληκτική πρόταση στην προσβαλλόμενη πράξη ότι: «Με βάση τα πιο πάνω, η διοικητική προσφυγή απορρίπτεται και η απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου επικυρώνεται.», δεν μπορεί να ιδωθεί απομονωμένα και δεν αποτελεί παρά την κατάληξη μιας ολοκληρωμένης ανάλυσης που προηγείται και καταγράφεται διεξοδικά στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

        Το παράπονο ότι δεν καταγράφονται και δεν καθορίζονται οι σοβαρές αντιφάσεις στη συνέντευξη του αιτητή δεν είναι ορθό, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε,  η προσβαλλόμενη πράξη περιέχει με περισσή αναφορά και προς επικύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, όλα όσα κρίθηκαν απ΄ αυτήν να ισοδυναμούν με αντιφάσεις και οι οποίες αναφέρθηκαν προηγουμένως στο παρόν σκεπτικό.  Όπως έχει αναφερθεί σε σωρεία αποφάσεων, η παράθεση των λόγων αναξιοπιστίας του αιτητή και η εκ νέου εξέταση τους κατά το στάδιο της διοικητικής προσφυγής, παρέχει επαρκή αιτιολογία.  Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε πλημμελής έρευνα ή μη ορθή αξιολόγηση οποιωνδήποτε στοιχείων ή δεδομένων που υπήρχαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής (δέστε Md Julas Miah v. Kυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1758/2006, ημερ. 10.2.2009, Shah Alam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1516/06, ημερ. 9.4.08 και Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.10).  H Αναθεωρητική Αρχή δικαιούται να εξαντλήσει την έρευνα της εξετάζοντας κατά πόσο η έρευνα της ίδιας της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης ως προς τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων.  (Yuri Polishchuk ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/08, ημερ. 19.11.05, και Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/07, ημερ. 14.4.09).  

 

        Ούτε, βεβαίως, είναι ορθή η θέση (η γ οποία και δεν υποστηρίχθηκε με κάποια σχετική αυθεντία), ότι η διοίκηση δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τις ευνοϊκότερες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στο Νεπάλ μετά την κάθοδο του αιτητή στην Κύπρο, διότι το ζητούμενο δεν είναι μόνο οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά την έξοδο ενός αιτούμενου το καθεστώς του πρόσφυγα αιτητή, αλλά και οι διαμορφωθείσες μεταγενέστερα συνθήκες εφόσον εξετάζεται κατά πόσο με την τυχόν επάνοδο του αιτητή στην πατρίδα του, αυτός θα υποστεί οποιαδήποτε δίωξη ή θα έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα που ανάγεται σε φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους ή λόγω ιθαγένειας ή της ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

Στο σύγγραμμα της Nuala MoleAsylum and the European Convention on Human Rights (Council of Europe, 2008), αναφέρεται στη σελ. 34-35 ότι ο χρόνος (σε σχέση με την εξέταση κατά πόσο παραβιάζεται σε δεδομένη περίπτωση το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.  Έτσι, αν κατά την εξέταση του αιτήματος για άσυλο, οι συνθήκες στη χώρα καταγωγής του αιτητή έχουν διαφοροποιηθεί προς όφελος της σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή ή με την αλλαγή του καθεστώτος, ο φόβος για υποβολή του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής στην πατρίδα σε σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη μετριάζεται ή εξαλείφεται.  (Said v. the Netherlands, Appl. No. 2345/02, ημερ. 15.7.05, Tomic v. the United Kingdom, Appl. No. 17837/03, ημερ. 14.10.03, και Hida v. Denmark, Appl. No. 38025/02, ημερ. 19.2.04).

   

        Εξίσου ανυπόστατη είναι και η θέση ότι ήταν ο λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής που αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος, αντί η ίδια η Αναθεωρητική Αρχή.  Η θέση αυτή δεν έχει έρεισμα στα δεδομένα της υπόθεσης εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε αρμοδίως από την Αναθεωρητική Αρχή, η οποία και ανέλυσε τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον της, περιλαμβανομένης και της εισήγησης του λειτουργού της, η οποία εξέτασε σε πρώτη φάση την όλη υπόθεση υπό τύπο έκθεσης-εισήγησης.  Τίποτε από όσα εισηγείται ο αιτητής δεν δικαιολογούν την θέση ότι ήταν ο λειτουργός που έλαβε την απόφαση και όχι η ίδια η Αναθεωρητική Αρχή (δέστε σχετικά Mr. Raju Banik v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, υπόθ. αρ. 1695/2007, ημερ. 10.10.2008).

 

Εναπόκειτο στον αιτητή να πείσει ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης στη χώρα του, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή για την παροχή συμπληρωματικής προστασίας ή και της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (δέστε William Crisantha Mal Francis Karunarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ. 1875/2008, ημερ. 1.3.2010 (απόφαση Κραμβή, Δ)).  Ο αιτητής δεν έπεισε στο προκείμενο και εύλογα οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν ανυπόστατοι. 

 

Εν τέλει, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην απόφαση της Αρχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα, η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας.  (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η  προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος. 

 

 

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                        Δ.

 

 

/ΣΓ

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο