ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 727/2010)
20 Σεπτεμβρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 26, 23, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2010, ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
__________________________
Λουκής Λουκαΐδης, για τον Αιτητή.
΄Αννη Πανταζή-Λάμπρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση
Αλεξία Κουντουρή (κα), μαζί με Στέλλα Μαξούτη (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, με την πιο πάνω προσφυγή του, αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών - (ο «Διευθυντής») - ημερομηνίας 8/4/2010, με την οποία πληροφορήθηκε ότι οι άδειες οδικής χρήσης των επιβατικών οχημάτων του θα έπαυαν να ισχύουν οριστικά και αμετάκλητα από τις 5/7/2010.
Την καταχώριση της προσφυγής στις 3/6/2010 ακολούθησε, στις 14/6/2010, η καταχώριση, εκ μέρους του, μονομερούς αίτησης, με την οποία ζητούσε:-
(α) Προσωρινό Διάταγμα αναστολής της ισχύος, εκτέλεσης και εφαρμογής της πιο πάνω απόφασης·
(β) Προσωρινό Διάταγμα αναστολής των «διοικητικών πράξεων/ αποφάσεων με βάση τις οποίες επιδιώκεται η λειτουργία λεωφορείων στα δρομολόγια που καλύπτει ο αιτητής με τα λεωφορεία του».
(γ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, την οποία το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει, υπό τις περιστάσεις, εύλογη.
Στις 2/7/2010, αφού έλαβα υπόψη μου το περιεχόμενο της επισυνημμένης ένορκης δήλωσης του αιτητή και τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 5 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982, (Ν. 9/82), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Ν. 9/82), εξέδωσα το αιτούμενο Διάταγμα (α), με ισχύ μέχρι 12/7/2010, ημερομηνία κατά την οποία αυτό ορίστηκε επιστρεπτέο.
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, στην οποία επιδόθηκε αυθημερόν το Διάταγμα, καταχώρισε ένσταση, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση αρμόδιου λειτουργού. Την ένσταση των καθ' ων η αίτηση υιοθέτησε και η εταιρεία Μεταφορών Επαρχίας Λεμεσού (Ε.Μ.Ε.Λ.) Λτδ., στην οποία ανατέθηκε, μέσω σύμβασης, η υπηρεσία των οδικών επιβατικών μεταφορών - (το «ενδιαφερόμενο μέρος»). Πρόβαλαν, για ακύρωση του Διατάγματος και απόρριψη της αίτησης, διάφορους λόγους, στους οποίους θα αναφερθώ, αφού πρώτα παραθέσω τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση.
΄Οπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και των συναφών τεκμηρίων, ο αιτητής, ηλικίας 51 ετών, κάτοικος Πισσουρίου Λεμεσού, εξασκεί το επάγγελμα μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία από το 1982. ΄Εχει εγγεγραμμένα στο όνομά του έντεκα λεωφορεία, από τα οποία τα οκτώ έχουν τουριστική άδεια και τα υπόλοιπα τρία αγροτική άδεια οδικής χρήσης για μεταφορά επιβατών στην τακτική γραμμή Πισσουρίου, Αλέκτωρα και Πάχνας προς και από Λεμεσό. Οι αγροτικές άδειες χορηγήθηκαν στον αιτητή σύμφωνα με το ΄Αρθρο 5 του Ν. 9/82, από την Αρχή Αδειών, με πενταετή ισχύ και αυτόματη ανανέωση, με την καταβολή του νενομισμένου τέλους. Σημειώνεται ότι ο Ν. 9/82 παρέχει στην Αρχή Αδειών την εξουσία ανάκλησης άδειας οδικής χρήσης, για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο ΄Αρθρο 11 αυτού. Ο Ν. 9/82 τροποποιήθηκε από τον περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμο του 2009, (Ν. 96(Ι)/2009), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 11/9/2009 και ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατάργησε την πρόνοια της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του ΄Αρθρου 5 του Ν. 9/82, που αφορούσε τη χορήγηση άδειας οδικής χρήσης για τη μεταφορά επιβατών λεωφορείων με κόμιστρο κατά επιβάτη. Την ίδια ημερομηνία - και τούτο στα πλαίσια εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 - τέθηκε σε ισχύ ο περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2009, (Ν. 101(Ι)/2009), ο οποίος καθιέρωσε νέο σύστημα οδικών επιβατικών μεταφορών ανά γεωγραφική περιοχή, μέσω σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, που συνομολογείται από την αναθέτουσα αρχή και τον εκάστοτε ανάδοχο φορέα και ο οποίος προβλέπει - (δεύτερη επιφύλαξη του ΄Αρθρου 16Β(1)) - ότι, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, η άδεια «Ε» ή η άδεια οδικής χρήσης του επιβατηγού οχήματος κάθε επηρεαζόμενου υφιστάμενου παρόχου παύει να ισχύει οριστικά και αμετάκλητα.
Το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, με σχετικές δημοσιεύσεις, ημερομηνίας 25/9/2009, στις Επίσημες Εφημερίδες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και της Κυπριακής Δημοκρατίας, προχώρησε στην Προκήρυξη Σύμβασης (Διαγωνισμού), για την Παραχώρηση Δημόσιας Υπηρεσίας Εσωτερικών Οδικών Επιβατικών Μεταφορών σε Τακτικές Γραμμές στη γεωγραφική περιοχή Λεμεσού, (η «Σύμβαση»), όπως αυτή είχε προκαθοριστεί ως περιλαμβάνουσα ολόκληρη την επαρχία Λεμεσού, με σχετικό Διάταγμα του Υπουργού Συγκοινωνιών και ΄Εργων - (Κ.Δ.Π. 331/2009).
Ο αιτητής, ο οποίος είχε παρευρεθεί σε σχετικές παρουσιάσεις του Τμήματος Οδικών Μεταφορών και ήταν ενήμερος για την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου των υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών λεωφορείων, δεν έλαβε μέρος στο διαγωνισμό. Τελικά, η Σύμβαση ανατέθηκε, στις 2/12/2009, στο ενδιαφερόμενο μέρος, που ήταν και ο μοναδικός προσφοροδότης.
Ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης, η οποία είναι δεκαετούς διάρκειας, καθορίστηκε, με σχετική οδηγία του Διευθυντή, η 5/7/2010.
Στις 8/4/2010, ο Διευθυντής κοινοποίησε στον αιτητή, όπως και σε άλλους υφιστάμενους παρόχους εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών της περιοχής Λεμεσού, επιστολή, μέρος του περιεχομένου της οποίας έχει ως εξής:-
«Αξιότιμε/η Κύριε/Κυρία,
Θέμα: Οι περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμοι του 2001 μέχρι (αρ. 2) του 2009:
Γνωστοποίηση Ημερομηνίας ΄Εναρξης Ισχύος της Σύμβασης Παραχώρησης Δημόσιας Υπηρεσίας Εσωτερικών Οδικών Μεταφορών σε Τακτικές Γραμμές στη Γεωγραφική Περιοχή Λεμεσού
Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
1. Με βάση την πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 16Β των περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμων του 2001 μέχρι (αρ. 2) του 2009 (εφεξής 'οι Νόμοι'), η 5η Ιουλίου 2010 έχει οριστεί ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας που αφορά στη συγκεκριμένη περιοχή (Καθορισμένη Γεωγραφική Περιοχή Λεμεσού, σύμφωνα με το σχετικό Διάταγμα με αρ. Κ.Δ.Π. 331/2009, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/9/2009) στην οποία, ως υφιστάμενος πάροχος, με βάση τα στοιχεία του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, παρέχετε επί του παρόντος εσωτερικές οδικές επιβατικές μεταφορές σε τακτικές γραμμές, βάσει της άδειας 'Ε' ή της άδειας οδικής χρήσης των επιβατικών σας οχημάτων. Για τη συνομολόγηση της προαναφερθείσας σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας έγινε η Γνωστοποίηση με αρ. 2010/S 14-017633 στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, στις 21/1/2010.
2. Με βάση τη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 16Β των Νόμων η άδεια 'Ε' ή η άδεια οδικής χρήσης κάθε επιβατικού σας οχήματος, που χρησιμοποιείται για εσωτερικές οδικές επιβατικές μεταφορές σε τακτικές γραμμές, παύει να ισχύει οριστικά και αμετάκλητα από την πιο πάνω ημερομηνία, δηλαδή από την 5η Ιουλίου 2010.
.................................................................................................................
9. Για οχήματα των οποίων η άδεια θα λήξει στις 5/7/2010 και δεν θα δηλωθούν από την εταιρεία Ε.Μ.Ε.Λ. ότι θα χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πιο πάνω, θα πρέπει οι ιδιοκτήτες τους να υποβάλουν αίτηση ακινητοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 έως (Αρ. 2) του 2010. Η δήλωση ακινητοποίησης θα πρέπει να υποβληθεί πριν τις 5/7/2010 και να ισχύει από τις 5/7/2010. Αν δεν υποβληθεί η εν λόγω δήλωση ακινητοποίησης τα οχήματα αυτά υπόκεινται στην καταβολή τελών κυκλοφορίας ιδιωτικού λεωφορείου.
...............................................................................................................»
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η πιο πάνω απόφαση συνιστά "de facto" απαλλοτρίωση της επιχείρησής του και του συνόλου της άλλης σχετικής κινητής περιουσίας του, δηλαδή των αδειών του και των λεωφορείων του, των οποίων η χρήση απαγορεύεται, με αποτέλεσμα, κατά την άποψή του, να εξουδετερώνεται το δικαίωμα απόλαυσης της εν λόγω ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος, αφού δεν έχουν τηρηθεί, στην προκείμενη περίπτωση, οι προϋποθέσεις που αυτό επιβάλλει για το σκοπό αναγκαστικής απαλλοτρίωσης περιουσίας, μεταξύ των οποίων είναι και η καταβολή «... τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως ...». Σύμφωνα με τον αιτητή, η επιχείρησή του συνιστά «κινητή περιουσία» για τους σκοπούς της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης, ή "possessions" για τους σκοπούς του ΄Αρθρου 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Με την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης και τη συνεπακόλουθη ακύρωση των αδειών του, ισχυρίζεται ότι θα αποστερηθεί εντελώς του επαγγέλματός του και της σχετικής επιχείρησής του, που είναι η μόνη πηγή εισοδήματος για την επιβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του. Είναι έκδηλα παράνομο, προβάλλει, να καταργούνται ήδη υφιστάμενα νόμιμα επαγγέλματα, χωρίς την εκ των προτέρων καταβολή αποζημίωσης. Επιπρόσθετα, κατά την εισήγησή του, με την προσβαλλόμενη απόφαση, θα επέλθει «θανάτωση» του επαγγέλματος και της επιχείρησής του, χωρίς προοπτική αναβίωσής τους, έστω και με τη μελλοντική καταβολή αποζημίωσης, γεγονός που συνιστά «αιφνίδια διάλυση» της επιχείρησής του και αποστέρηση, για άγνωστο χρονικό διάστημα, των βιοποριστικών μέσων του ιδίου και της οικογένειάς του. Η συνδρομή των πιο πάνω δυσμενών επιπτώσεων επιβάλλει την αναστολή της επίδικης απόφασης, αφού καθίσταται, πλέον, ορατή η πρόκληση σ' αυτόν ανεπανόρθωτης ζημιάς από την εφαρμογή της. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του, ο αιτητής παραπέμπει στις Tre Traktörer Aktiebolag v. Sweden, Αίτηση Αρ. 10873/84, 7/7/89, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων· Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413 και Παπαχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 3169.
Από την πλευρά των καθ' ων η αίτηση, γίνεται αναφορά στις αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος και στο νομικό πλαίσιο που διέπει την προσβαλλόμενη απόφαση, με την εισήγηση ότι τα περί αντισυνταγματικότητας δεν είναι δεόντως δικογραφημένα, η δε διάταξη του ΄Αρθρου 5 του Ν. 9/82, η οποία αναφέρεται στο εκδοθέν Διάταγμα της 2/7/2010, έπαυσε να ρυθμίζει την περίπτωση του αιτητή, μετά την τροποποίηση του βασικού νόμου από το Ν. 96(Ι)/2009, με αποτέλεσμα να έχει εμφιλοχωρήσει σφάλμα στο σκεπτικό του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται στην εξεταζόμενη περίπτωση, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να εξισωθεί με πράξη που επιφέρει de facto απαλλοτρίωση. Δεν επιφέρει, υπέβαλαν, ολοκληρωτική αποστέρηση της περιουσίας του αιτητή, αφού τα συγκεκριμένα λεωφορεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από αυτόν καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο. Διαζευκτικά, και αν ακόμη η παύση της ισχύος των επίδικων αδειών οδικής χρήσης ήθελε θεωρηθεί ως απαλλοτρίωση κινητής περιουσίας, αυτή, σύμφωνα με ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, είναι δυνατή έναντι καταβολής ανάλογης αποζημίωσης. Στην περίπτωση του αιτητή, η αποζημίωση δεν καταβλήθηκε, λόγω δικής του αδράνειας και παράλειψης να προσέλθει στη σχετική διαβούλευση. Αναφορικά με την εισήγηση του αιτητή για αιφνίδια διάλυση της επιχείρησής του, η θέση των καθ' ων η αίτηση είναι ότι αυτός είχε γνώση των διεργασιών που λάμβαναν χώρα, καθώς και της Προκήρυξης της Σύμβασης, αλλά δεν επέδειξε ενδιαφέρον. Επιπρόσθετα, η κατοχή από τον ίδιο άλλων οκτώ αδειούχων τουριστικών λεωφορείων, που δεν επηρεάζονται από τις νομοθετικές αλλαγές, αφήνει ανέπαφο τον πυρήνα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι, εφόσον ο ίδιος ο αιτητής αποδέχεται ότι η ζημιά που υπέστη είναι οικονομική/χρηματική, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη, από τη στιγμή που ο νόμος που διέπει την περίπτωση προβλέπει μηχανισμό αμφισβήτησης του ύψους της αποζημίωσης και δυνατότητα δικαστικού καθορισμού της.
Τα ίδια, περίπου, επιχειρήματα προβάλλονται και από την πλευρά του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο, όμως, προτάσσει και το απαράδεκτο της προσφυγής και, κατ' επέκταση, της αίτησης, στη βάση του επιχειρήματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πληροφοριακό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, στερείται εκτελεστότητας.
Θεωρώ τα περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης αβάσιμα. Προκύπτει, από το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 8/4/2010 και παρά τη χρησιμοποίηση της φράσης «και σας πληροφορώ», ότι το διοικητικό όργανο δήλωσε τη βούλησή του για τροποποίηση και/ή κατάργηση των δικαιωμάτων του αιτητή από 5/7/2010.
Προσωρινό διάταγμα, στα πλαίσια του Κ. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, σύμφωνα με τη νομολογία, εκδίδεται όταν:-
(α) Προκύπτει έκδηλη παρανομία, ή
(β) Καταφαίνεται πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, εφόσον, βέβαια, σε αυτή την περίπτωση, δε δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, οπότε λόγοι δημοσίου συμφέροντος κωλύουν την προσωρινή θεραπεία.
(Βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976 και Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233.)
Σ' ό,τι αφορά την έννοια της έκδηλης παρανομίας, στην Επιτρ. Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, όπου επαναβεβαιώθηκε ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι εξαιρετική, αναφέρθηκε ότι τέτοια διατάγματα εκδίδονται μόνο:- (σελ. 36)
«... εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Σε περίπτωση, βέβαια, έκδηλης παρανομίας, προσωρινό διάταγμα εκδίδεται οποιεσδήποτε και αν είναι οι επιπτώσεις στο δημόσιο συμφέρον - (βλ. Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών, (πιο πάνω)) - ενώ, στην περίπτωση «επαπειλούμενης ανεπανόρθωτης βλάβης», συνυπολογίζεται και το δημόσιο συμφέρον, το οποίο και προηγείται του ιδιωτικού.
΄Εχοντας εξετάσει με προσοχή τις θέσεις των μερών αναφορικά με το ζήτημα της έκδηλης παρανομίας και παρά τα λεχθέντα στην Ιωάννου & Παρασκευαΐδης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 457/07, 5/2/09 - (Απόφαση Πλήρους Ολομέλειας) [1] - όπου εξετάστηκε ζήτημα αδειών που εκδόθηκαν από την Αρχή Αδειών πριν από σχετική τροποποίηση - η αιτήτρια εκεί θεωρούσε ότι οι άδειες που κατείχε και ανανεώνονταν αυτόματα με την πληρωμή ετησίως συγκεκριμένου τέλους δεν είχαν καταργηθεί, ώστε να υποχρεούται να υποβάλει νέα αίτηση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τέθηκαν μετά την τροποποίηση του σχετικού ΄Αρθρου του Ν. 9/82 - καταλήγω ότι τα όσα εδώ προβάλλονται δεν οδηγούν, από μόνα τους, σε έκδηλη παρανομία.
Στην παρούσα περίπτωση, αναπτύχθηκαν, από όλες τις πλευρές, σοβαρά επιχειρήματα, τα οποία θεωρώ ότι χρήζουν, προτού αποφασιστεί το ζήτημα της νομιμότητας, περαιτέρω συζήτησης, στο πλαίσιο της κυρίως δίκης.
Ενόψει των πιο πάνω, θα προχωρήσω να εξετάσω τη διαζευκτική βάση, στην οποία στηρίζεται το αίτημα, δηλαδή της πιθανότητας πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή. Ειδικά για το ζήτημα αυτό, στην Kyprianos Kouppas and The Republic of Cyprus, through 1. The Council of Ministers, 2. The Municipality of Nicosia, (1966) 3 C.L.R. 765, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 768)
"It is well-established that a Provisional Order, in proceedings of the present nature, should not be granted if its refusal does not entail irreparable harm for an Applicant; irreparable being the harm which cannot be compensated adequately, later, in terms of money. Moreover, even if such harm might be involved, nevertheless, the personal interest of an Applicant has to be subjected to the public interest, when the Court is weighing the granting or refusing of a Provisional Order."
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:-
«Είναι καλά θεμελιωμένο ότι προσωρινό διάταγμα δεν εκδίδεται, εκτός εάν υπάρχει πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτητή. Ανεπανόρθωτη είναι η βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί ικανοποιητικά σε μεταγενέστερο στάδιο με την καταβολή χρημάτων. Περαιτέρω, και αν ακόμη υπάρχει πιθανότητα να προκληθεί τέτοια βλάβη, το προσωπικό συμφέρον του αιτητή θα πρέπει να υπαχθεί στο δημόσιο συμφέρον, όταν το δικαστήριο σταθμίζει την έκδοση ή μη προσωρινού διατάγματος.»
Στη Μαρκουλλίδου κ.ά., ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., (πιο πάνω), αναφέρεται ότι τόσο το βάρος επίκλησης όσο και το βάρος απόδειξης της ανεπανόρθωτης ζημιάς, παρά το ανακριτικό του συστήματος που ακολουθείται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, είναι ευθύνη του αιτητή. Σε περίπτωση, μάλιστα, αμφιβολίας σχετικά με την ύπαρξη λόγων αναστολής, η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη. Επίσης, αναφέρεται ότι:- (σελ. 3423)
«Χρηματική ζημία δεν είναι ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη ζημία. Η ζημία που δυνατό να θέσει σε κίνδυνο εμπορική επιχείρηση, ή την ικανότητα συντήρησης του αιτητή, ή αιφνίδια αποστέρηση των μέσων βιοπορισμού του ιδίου και της οικογένειάς του μπορεί να χαρακτηρισθεί, σε μερικές περιπτώσεις, ως ανεπανόρθωτη.»
Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι ο αιτητής, ο οποίος από το 1982 έχει ως μόνο επάγγελμα αυτό του μεταφορέα επιβατών με κόμιστρο, έστω και αν στα πλαίσια της επιχείρησής του κατέχει και άδειες για τουριστικά λεωφορεία, δεδομένου ότι μια επιχείρηση δεν αντικρίζεται με τα επί μέρους περιουσιακά στοιχεία της αλλά στο σύνολό της, πιθανόν να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, εάν οι επίδικες άδειες που κατέχει τερματισθούν ξαφνικά. Προκύπτει από την ένορκη δήλωσή του - και αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση - ότι πρόκειται για οικογενειάρχη, του οποίου τόσο η σύζυγος όσο και τα τρία παιδιά εξαρτώνται από τον ίδιο. Το γεγονός ότι ο αιτητής προσδιόρισε κατά προσέγγιση το ποσό της απώλειας την οποία θα έχει κατ' έτος από τη στέρηση των επίδικων αδειών και την αξία των λεωφορείων του δεν καθιστά την απώλεια καθαρά χρηματική, ώστε αυτή να μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα σε μεταγενέστερο στάδιο, δεδομένου ότι η επιχείρησή του είναι δημιούργημα πολλών χρόνων και δεν μπορεί ξαφνικά να περιορίζεται ή να τεμαχίζεται.
Ούτε το επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση ότι δεν επηρεάζεται ο πυρήνας της επιχείρησης του αιτητή, αφού αυτός είναι κάτοχος τουριστικών λεωφορείων, ή ότι τα λεωφορεία στα οποία αφορούν οι επίδικες άδειες μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατ' άλλο τρόπο εξουδετερώνει την πιθανότητα πρόκλησης σ' αυτόν ανεπανόρθωτης ζημιάς, δεδομένης της καθιέρωσής του ως μεταφορέα από το 1982 στις συγκεκριμένες διαδρομές. Η γενική αναφορά των καθ' ων η αίτηση ότι μπορεί να χρησιμοποιεί τα λεωφορεία του κατ' άλλο τρόπο είναι χωρίς περιεχόμενο. Η από πολλού χρόνου τροχιοδρόμηση της διαδικασίας για τη δημιουργία της νέας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών μεταφορών, ως και η πρόνοια στο Νόμο για αποζημιώσεις, θεωρώ ότι δεν επηρεάζει, αφού ο καθορισμός της ημερομηνίας τερματισμού των αδειών και, κατ' επέκταση, της επιχείρησης του αιτητή έγινε ξαφνικά και προτού αυτός τροχιοδρομήσει υπαλλακτικές για την επιχείρησή του λύσεις και υποβάλει στοιχεία στους καθ' ων η αίτηση, προς το σκοπό υπολογισμού του ύψους των αποζημιώσεων που προβλέπονται. Και αν ακόμη γινόταν δεκτή η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση ότι η επιχείρηση του αιτητή θα μπορούσε να διαχωριστεί, ανάλογα με το είδος των αδειών - κάτι που δε γίνεται δεκτό - και πάλι η κατάληξή μου θα ήταν η ίδια, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο είδος των μεταφορών ο αιτητής το ασκεί για δεκαετίες.
Με απασχόλησε, επίσης, κατά πόσο, παρά την πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά, το δημόσιο συμφέρον - οι δυσχέρειες που δυνατό να προκληθούν στη διοίκηση - δικαιολογεί την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Δεν έχω εντοπίσει στα όσα προβλήθηκαν οτιδήποτε, από το οποίο να προκύπτει ότι η συνέχιση της επιχείρησης του αιτητή με τρία λεωφορεία θα προκαλέσει στους καθ' ων η αίτηση ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο το οποίο οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Ενόψει των πιο πάνω, το εκδοθέν Διάταγμα ημερομηνίας 2/7/2010, θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι ολοκλήρωσης της προσφυγής ή νέας διαταγής του Δικαστηρίου.
Το αιτητικό 2, ενόψει του προστακτικού χαρακτήρα του, απορρίπτεται.
Τα έξοδα της παρούσης επιφυλάσσονται να αποφασιστούν στο τέλος της υπόθεσης.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «Οι αρχές οι οποίες διέπουν τη χορήγηση και ανανέωση αδειών περιέχονται στο άρθρο 5, σημαντικό δε για παρόντες σκοπούς είναι το άρθρο 5(10):
'Οι άδειες οδικής χρήσης θα ισχύουν για χρονική περίοδο μέχρι πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης τους και θα ανανεώνονται για περαιτέρω περιόδους μέχρι πέντε ετών η καθεμιά με την καταβολή του νενομισμένου τέλους, εκτός αν προηγουμένως ανακληθούν ή ανασταλούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.'
Εξουσία ανανέωσης των αδειών όμως δεν έχει η Αρχή Αδειών αλλά το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, όπως ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 3Α(α). Διά τούτο είναι που και η ανανέωση (έναντι ενός προφανώς ευτελούς ποσού που σημειολογεί το τυπικό της) ζητείται επί εντύπων του Τμήματος και που, όπως το θέτει ο Αιτητής, είναι 'αυτόματη' με την έννοια ότι, εφ' όσον καταβάλλεται το αναλογούν χρηματικό ποσό, η ανανέωση παρέχεται για νέα πενταετή περίοδο δεδομένου ότι η άδεια δεν έχει ανακληθεί ή ανασταλεί.
Με αυτό το υπόβαθρο, και έχοντας υπ' όψη τις ευρύτερες παραμέτρους στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια, δεν βλέπουμε πώς το τροποποιηθέν άρθρο 16(1) θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως επηρεάζον ήδη εκδοθείσες άδειες όπως εισηγείται η Δημοκρατία. Στο ίδιο το άρθρο 16(1) δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν ουσιαστικά να ανακαλέσει τις ήδη εκδοθείσες άδειες και να επιβάλει υποχρέωση έκδοσης νέων. Η τροποποίηση του άρθρου 16(1) ουδόλως επηρέασε το άρθρο 5(10), με δεδομένο πάντοτε ότι οι άδειες της Αιτήτριας δεν είχαν ανακληθεί και με αποτέλεσμα το υπόβαθρο στο οποίο είχαν εκδοθεί οι εν λόγω άδειες να παρέμενε σταθερό. Οι εισηγήσεις της Δημοκρατίας ουσιαστικά καταλήγουν σε απόδοση στο άρθρο 16(1) όχι απλώς αναδρομικότητας αλλά ανάκλησης όλων των ήδη εκδοθεισών αδειών. Η ανάκληση όμως, με όλα όσα συνεπάγεται εφ' όσον μάλιστα επηρεάζει δυσμενώς, συνιστά διοικητική πράξη αρμοδίου οργάνου και δεν μπορεί να αποδοθεί στο νομοθέτη, με βάση το λεκτικό του άρθρου 16(1), πρόθεση ανάληψης εκ μέρους του (και αν αυτό ήταν δυνατό) διοικητικής εξουσίας.»