ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 492/2009)
29 Σεπτεμβρίου, 2010.
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΙΣΣΟΝΕΡΓΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση
_________
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Α. Ευτυχίου, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής υπηρέτησε στο Κοινοτικό Συμβούλιο Κισσόνεργας από της ίδρυσης του με τον περί Κοινοτήτων Νόμο αρ. 86(Ι)/1999 και προηγουμένως στο Συμβούλιο Βελτιώσεως Κισσόνεργας, ως Γραμματέας για περίπου 17 χρόνια. Κατόπιν καταγγελιών από άλλους δύο υπαλλήλους σε σχέση με τη συμπεριφορά του έναντι τους, διατάχθηκε πειθαρχική έρευνα εναντίον του και στις 23.7.2008 τέθηκε σε διαθεσιμότητα για ένα μήνα με απολαβές μειωμένες κατά το ήμισυ. Η περίοδος διαθεσιμότητάς του ανανεώθηκε για ακόμα ένα μήνα από τις 24.8.2008, στις 23.9.2008 και αφού μετά ανανεώθηκε και πάλι για 15 ημέρες, τελικά στις 9.10.2008 η διαθεσιμότητα του αιτητή παρατάθηκε μέχρι τη συμπλήρωση της πειθαρχικής υπόθεσης η οποία καταχωρήθηκε εναντίον του. Ο αιτητής βρέθηκε ένοχος στις εναντίον του κατηγορίες και κατά την 10.12.2008 το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο του επέβαλε την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Την απόφαση εκείνη ο αιτητής την προσέβαλε με την προσφυγή αρ. 135/2009 η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με επιστολή της ημερ. 3.2.2009 η δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε εκ μέρους του αίτημα για επιστροφή όλων των κατακρατηθεισών απολαβών του καθώς και του 13ου μισθού για το διάστημα κατά το οποίο αυτός τελούσε σε διαθεσιμότητα. Το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα του αιτητή και με επιστολή του ημερ. 9.3.2009 κοινοποίησε την απόφαση του όπως επιστρέψει σ΄αυτόν μόνο το υπόλοιπο ήμισυ ενός μηνιαίου μισθού του και την αναλογία του 13ου μισθού του. Η νομιμότητα αυτής της απορριπτικής απόφασης είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Προς υποστήριξη του αιτήματος του για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ο αιτητής προβάλλει διάφορους λόγους τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
Η κατ΄ισχυρισμό αποστέρηση από τον αιτητή του δικαιώματος ακρόασης.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει τη θέση ότι προτού το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο αποφασίσει ως αποφάσισε, θα έπρεπε προηγουμένως να ζητήσει να πάρει και να λάβει υπ΄όψη του τις θέσεις του αιτητή προς υποστήριξη του αιτήματός του όπως του επιστραφούν όλα τα ποσά των κατακρατηθεισών απολαβών του. Σχετικός με το υπό εξέταση θέμα είναι ο Κανονισμός 66 των περί Κοινοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας, Κ.Δ.Π. 321/2003 και Κ.Δ.Π. 278/2002, η παράγραφος (4) του οποίου προνοεί τα εξής:
«(4) Αν ο υπάλληλος απαλλαγεί, ή αν από την έρευνα δεν αποδειχθεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και ο υπάλληλος δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών τις οποίες θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. Αν βρεθεί ένοχος, το Συμβούλιο αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον υπάλληλο οποιοδήποτε μέρος των απολαβών.»
Το άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 προβλέπει ότι:
«(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
(2) ..........................
(3) ..........................
(4) Η ακρόαση του ενδιαφερόμενου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό αν ζητηθεί από αυτόν να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο.»
Προς επίρρωση της θέσης του αιτητή, η συνήγορος του παρέπεμψε, μεταξύ άλλων και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 551/2002, Μαρία Μηνά ν. Δημοκρατίας, ημερ. 13.5.2003. Σε εκείνη την υπόθεση η αιτήτρια είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια ποινικής δίωξης εναντίον της και λάμβανε το ήμισυ των απολαβών της. Τελικά καταδικάστηκε στην ποινική υπόθεση κατά την οποία της επιβλήθηκε ποινή προστίμου. Κλήθηκε τότε η αιτήτρια από την Ε.Δ.Υ. να επιστρέψει πίσω στην εργασία της, αλλά της λέχθηκε εγγράφως ότι, εν όψει της καταδίκης της και επιβολής προστίμου, αποφασίστηκε όπως μη της επιστραφεί το ποσό των απολαβών της που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς της. Με την προσφυγή της η αιτήτρια προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης της Ε.Δ.Υ. περί μη επιστροφής των κατακρατηθέντων ποσών και το βασικό της επιχείρημα ήταν ότι κατά παράβαση του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος εδικάζετο και ετιμωρείτο εκ δευτέρου διά την ίδια πράξη. Το Δικαστήριο αν και έκρινε ότι δεν είχε άμεση εφαρμογή στην περίπτωση το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος εφ΄όσον δεν εδιώχθη εκ δευτέρου η αιτήτρια, εν τούτοις η ουσία του πράγματος ήταν ότι η απόφαση, είτε ήταν τιμωρητικό μέτρο, είτε άλλως πως, επηρέαζε δυσμενώς την αιτήτρια, ώστε να υπόκειτο στις γνωστές αρχές του διοικητικού δικαίου, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ακρόασης. Με αναφορά δε και κατ΄αναλογία με θέσεις που εκφράστηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 361, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι πριν από τη λήψη απόφασης ως προς την επιστροφή ή μη μέρους των απολαβών του, ο υπάλληλος πρέπει να έχει το δικαίωμα ακρόασης.
Συμφωνώ πλήρως με την πιο πάνω απόφαση και θα πρόσθετα ότι πέραν του στοιχείου ότι η ληφθείσα απόφαση όπως μη επιστραφούν όλες οι κατακρατηθείσες απολαβές του υπαλλήλου είναι δυσμενές γι΄αυτόν μέτρο, είναι και το άλλο στοιχείο, ότι δηλαδή ο προαναφερθείς Κανονισμός 66(4) δεν προβλέπει ρητά τι πρέπει να γίνει με τις απολαβές του υπαλλήλου σε περίπτωση όπου αυτός βρίσκεται ένοχος. Ο Κανονισμός αφήνει το θέμα στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου. Προτού δε ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, το Συμβούλιο θα πρέπει να δώσει το δικαίωμα στον επηρεαζόμενο υπάλληλο να υποβάλει τις παραστάσεις του, έτσι ώστε το Συμβούλιο να υποβοηθηθεί στη λήψη μιας δίκαιης και ορθής απόφασης. Ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου αν και φάνηκε στην αγόρευσή του να αποδέχεται αυτό το δικαίωμα του υπαλλήλου και εισηγήθηκε ότι εδώ ικανοποιήθηκε μέσω της επιστολής της δικηγόρου του, εν τούτοις από την άλλη ή ίσως διαζευκτικά, παρέπεμψε σε αυθεντία σύμφωνα με την οποία ο εδώ αιτητής δεν είχε δικαίωμα ακρόασης. Συγκεκριμένα, παρέπεμψε στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου τόμος Ι, 12η Έκδοση, του Γ. Σπηλιωτόπουλου, στη σελ. 175 του οποίου αναφέρεται ότι, παρά το γενικό δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση δυσμενούς για τον υπάλληλο απόφασης, προηγούμενη κλήση του διοικουμένου δεν απαιτείται εάν η δυσμενής πράξη εκδίδεται ύστερα από αίτησή του, εκτός αν η ακρόαση του αιτούντος προβλέπεται ρητά από τις σχετικές διατάξεις ή συνάγεται από αυτές (Σ.Ε. 4743/1977, 4519/1988). Ειδικότερα, δεν απαιτείται η προηγούμενη ακρόαση όταν η πράξη απορρίπτει αίτηση του ενδιαφερόμενου για την αναγνώριση ενός δικαιώματος του, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη ρητή ρύθμιση. Σε σχέση με την παραπομπή αυτή θα πρέπει να παρατηρήσω τα εξής: Κατ΄αρχήν εδώ υπάρχει ρητή νομοθετική πρόνοια με βάση τις προαναφερθείσες πρόνοιες του άρθρου 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 ως προς το δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση δυσμενούς για τον διοικούμενο απόφασης. Έπειτα, εδώ η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν, αυστηρά ομιλούντες, απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση του αιτητή. Το ίδιο το Συμβούλιο είχε υποχρέωση να λάβει απόφαση ως προς την επιστροφή όλων ή μέρους ή καθόλου των κατακρατηθεισών απολαβών του αιτητή μετά την σημειωθείσα εξέλιξη της πειθαρχικής καταδίκης του και της επιβολής ποινής. Αυτό επιτάσσει ο Κανονισμός 66(4), το κείμενο του οποίου παρέθεσα προηγουμένως. Εδώ, το μόνο που έκανε ο αιτητής με την επιστολή της δικηγόρου του ήταν να υποκινήσει το Συμβούλιο να λάβει απόφαση, όπως όφειλε, με βάση τον Κανονισμό. Ούτε και μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση του συνηγόρου του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου στην αγόρευσή του, σύμφωνα με την οποία στην παρούσα περίπτωση το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή ικανοποιήθηκε όταν στάληκε επιστολή από τη δικηγόρο του στο Συμβούλιο «και ζήτησε για τους λόγους που ανάπτυξε στην επιστολή της να του επιστραφούν τα κατακρατηθέντα ωφελήματα». Δεν θα παραθέσω το πλήρες κείμενο της επιστολής της δικηγόρου του αιτητή ημερ. 3.2.2009, αντίγραφο του οποίου επισυνάφθηκε και στην Ένσταση. Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι κανένα λόγο που να υποστήριζε το αίτημα του αιτητή ανέπτυξε στην επιστολή της η δικηγόρος η οποία, αφού έθεσε το αίτημα για επιστροφή απολαβών, ανέφερε προς το Συμβούλιο ότι σε περίπτωση που δεν είχε μέχρι τότε επιληφθεί τέτοιου θέματος, αιτείτο την επιστροφή των κατακρατηθεισών απολαβών και ανέμενε τη θετική του απόφαση. Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι ούτε ζητήθηκαν ούτε δόθηκαν ποτέ οι απόψεις της πλευράς του αιτητή ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου πριν από τη λήψη της δυσμενούς για αυτόν απόφασης, ούτε και δόθηκαν οι απόψεις του χωρίς να είχαν ζητηθεί.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει και ως εκ της φύσεως του οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς την αναγκαιότητα εξέτασης άλλων λόγων.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται και επιδικάζονται €1500 πλέον Φ.Π.Α. έξοδα υπέρ του αιτητή.
Κ. Κληρίδης, Δ.