ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 427/2009]
9 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΝΔΡΗΣ
Αιτητής
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝ ΛΕΜΕΣΟΥ Ε.Φ.
Καθ' ων η αίτηση
Σ. Οικονομίδης για τον αιτητή.
Κ. Σταυρινός για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση του Διοικητή του ΚΕΝ Λεμεσού, ημερομηνίας 11.2.09, με την οποία επέβαλε στον αιτητή, ο οποίος ως λοχαγός ήταν τότε αποσπασμένος στο ΚΕΝ, την πειθαρχική ποινή της διήμερης κράτησης για διάπραξη δυο πειθαρχικών παραπτωμάτων. Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση στο σύνολό της.
Το πρώτο παράπτωμα
Αυτό, στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζεται ως ακολούθως:
«Ως Διοικητής ΛΔ/4ΟΥ ΣΠ κατά το ουσιώδη χρόνο παραλείψατε να αιτηθείτε τον Αξκό πληροφοριών το προϊσταμένου Κλιμακίου για εκκαθάριση του Αρχείου πληροφοριών και καθορισμό των εγγράφων που θα αποσταλούν στην ΓΕΕΦ/ΔΙΕΦ, ενώ παραδώσατε το αρχείο της Μονάδας με επιτροπή που συγκροτήσατε από Μέλη της Μονάδας σας.».
Εν τούτοις, με το έγγραφο ημερομηνίας 2.2.09, ο αιτητής είχε κληθεί σε απολογία για άλλης φύσης πειθαρχικό παράπτωμα ως ακολούθως:
««Ως Δκτης του ΛΔ/4ου ΣΠ μετά από έρευνα διαπιστώθηκε ότι το αρχείο εγγράφων του 2008 δεν παρεδόθει.»
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ στο περιεχόμενο της απολογίας του αιτητή σε σχέση με το παράπτωμα, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί αρχικά. Είναι βάσιμη η εισήγηση του αιτητή πως βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για πειθαρχικό παράπτωμα σε σχέση με το οποίο δεν του είχε δοθεί η οφειλόμενη δυνατότητα να ακουστεί. Οι καθ' ων η αίτηση προτείνουν πως αφού στο έγγραφο με το οποίο κλήθηκε σε απολογία, αναφερόταν ως σχετική και η Πάγια Διαταγή σε σχέση με την ανάγκη σύστασης ειδικής επιτροπής, ο αιτητής όφειλε να είχε αντιληφθεί «ότι καλείτο να απολογηθεί και γι' αυτή την παράλειψή του». Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Ήταν συγκεκριμένο το παράπτωμα όπως αυτό προσδιορίστηκε στο έγγραφο με το οποίο ο αιτητής κλήθηκε σε απολογία. Ήταν σαφώς διαφορετικό το παράπτωμα για το οποίο βρέθηκε ένοχος και τιμωρήθηκε, πράγματι χωρίς να είχε την ευκαιρία να ακουστεί. Ως προς αυτό δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε όσα κατά την αγόρευσή του, θα είχε, όπως λέγει, να αναφέρει αν εκαλείτο να απολογηθεί για το παράπτωμα για το οποίο κρίθηκε ένοχος και τιμωρήθηκε. Στοιχειοθετείται, επομένως, λόγος ακυρότητας και δεν χρειάζεται να προσεγγίσω το ζήτημα και στη βάση του πρόσθετου επιχειρήματος του αιτητή αναφορικά με το πλημμελές της αιτιολογίας.
Το δεύτερο παράπτωμα
Αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζεται ως ακολούθως:
«Ως Διοικητής του ΛΔ/4ΟΥ ΣΠ δεν ασκήσατε τον προβλεπόμενο έλεγχο στον απαιτούμενο βαθμό στο Δχστή Υλικού της Μονάδας, με αποτέλεσμα εύχρηστο γενικό υλικό (όπως φοριαμοί και γραφεία) που δόθηκε ως δωρεά από ιδιωτικούς φορείς, να μη γίνει η προβλεπόμενη διαδικασία αυτοχρέωσης σύμφωνα με το (γ) σχετικό να μείνει αχρέωτο, και ως εκ τούτου μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας παράδοσης της Μονάδας να εγκαταλειφθεί στο χώρο του Στρδου "Ν. Ιωάννου".»
Προς αιτιολόγηση της απόφασης του ο Διοικητής εξήγησε ως ακολούθως:
«Αφού έλαβα υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από διενεργηθείσα προσωπική έρευνα και αφού διερεύνησα τους ισχυρισμούς που προβάλετε στην από 06 Φεβ 2009 Διοικητική σας Απολογία.».
Ούτε και εν προκειμένω παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε στην ουσία των θέσεων του αιτητή όπως τις διατύπωσε στην έγγραφη απολογία του. Δέχονται και οι καθ' ων η αίτηση πως η περίπτωσή του διέπεται από τον Κανονισμό 6(1) και (2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964, όπως τροποποιήθηκαν:
«(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:
.
(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».
Είναι η εισήγηση του αιτητή πως η αναφορά του Διοικητή στο έγγραφο με το οποίο κλήθηκε σε απολογία σε «έρευνα» που διεξάχθηκε και στο έγγραφο που ενσωματώνει την προσβαλλόμενη απόφαση σε «διενεργηθείσα προσωπική έρευνα», δεν ήταν αρκετή. Με παραπομπή στη νομολογία (βλ. Θεόδωρου Λεμονιάτη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 243/2003, ημερομηνίας 3.3.2004, Γεώργιος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 244/2003, ημερομηνίας 28.4.2004, Δημήτρης Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 818/2004, ημερομηνίας 5.9.2005 και Χριστίνα Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 967/2007, ημερομηνίας 16.1.2009) υποστηρίζει πως οφειλόταν προσωπική δική του έρευνα που θα έπρεπε να είχε περιγραφεί. Περαιτέρω, χρειαζόταν να είχε καταγραφεί το αποτέλεσμα τέτοιας έρευνας και, βεβαίως, η απόφαση να είχε αιτιολογηθεί ανάλογα. Αντίθετα, το ιστορικό του πράγματος έδειχνε πως ο Διοικητής δεν προέβη σε δική του προσωπική έρευνα ως όφειλε, πριν καλέσει τον αιτητή σε απολογία. Είχε διαταχθεί η διεξαγωγή έρευνας από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς με το έγγραφο ημερομηνίας 27.8.08. Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με το έγγραφό του ημερομηνίας 23.1.09, έδωσε εντολή στο Διοικητή του αιτητή «να εφαρμόσετε τον Κανονισμό 6(1) και (2) του (α) σχετικού, στα πλαίσια προσωπικής έρευνας που θα διενεργήσετε». Το επόμενο στο φάκελο είναι η κλήση του αιτητή σε απολογία και η προσβαλλόμενη απόφαση, στο σχετικό περιεχόμενο της οποίας έχω αναφερθεί. Πράγματι δεν δικαιολογεί ο φάκελος την αναφορά σε έρευνα, προσωπική του Διοικητή όπως οφειλόταν. Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν πως πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πράγματι έγινε η προσωπική έρευνα, όπως την προβλέπει ο Κανονισμός και όπως τη ζήτησε ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς. Για να μεταφέρω αυτούσια την εισήγησή τους «φαίνεται, λοιπόν, ότι ο καθ' ου η αίτηση προέβηκε ο ίδιος προσωπικά σε έρευνα του υλικού που ήταν ενώπιόν του και κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα περί ενοχής του αιτητή». Δεν παρέχεται περιθώριο για τέτοιας μορφής εικασία προς απομάκρυνση από τα στοιχεία του φακέλου που δείχνουν πως, μετά την εντολή, ο Διοικητής απλώς κάλεσε τον αιτητή σε απολογία και πως μετά από αυτή, κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως το αναφέρει και το έγγραφο με το οποίο κάλεσε τον αιτητή σε απολογία. Τον κάλεσε σε απολογία «κατόπιν (β) σχετικού», που ήταν η διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς.
Οι καθ' ων η αίτηση ανέπτυξαν και διαφορετικό επιχείρημα. Δεν χρειαζόταν να προβεί ο διοικητής σε «νέα έρευνα». Είχε δικαίωμα «να στηριχτεί στην έρευνα που προηγήθηκε για να μορφώσει άποψη». Επικαλέστηκαν συναφώς την Αργύρης Αργυρού ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 377/06, ημερομηνίας 19.2.08. Αλλά και να θεωρούσαμε πως, παρά τις επ' αυτού αμφισβητήσεις του αιτητή πως ο Διοικητής πράγματι είχε υπόψη του το έγγραφο με το αποτέλεσμα της έρευνας που είχε διαταχθεί κάθε άλλο παρά ικανοποιείται η απαίτηση να ήταν προσωπική η έρευνα του Διοικητή ο οποίος και θα αποφάσιζε για τα περαιτέρω. Βασίμως εισηγείται δε ο αιτητής πως η Αργυρού (ανωτέρω) διακρίνεται. Εκεί, ο διοικών αξιωματικός, πριν ενεργήσει στη βάση του Κανονισμού 6(2), διέταξε ο ίδιος τη διενέργεια ανάκρισης σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(3). Ενόψει του αποτελέσματος αποφάσισε προώθηση στη βάση των Κανονισμών 6(1) και (2) και ήταν κάτω από αυτές τις περιστάσεις που θεωρήθηκε ότι δεν ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή άλλης έρευνας, πέρα από εκείνη που ο ίδιος διοικών αξιωματικός είχε ήδη διατάξει. Για να διαπιστωθεί, όμως, και εκεί, έλλειψη προσωπικής έρευνας στη συνέχεια εν όψει του χειρισμού που έγινε σε σχέση με τα πορίσματα της ανάκρισης που είχε διεξαχθεί. Επομένως, και εφόσον θεωρούσαμε ότι η διεξαγωγή τέτοιας ανάκρισης ικανοποιεί κατ' αρχάς την απαίτηση για προσωπική έρευνα, εδώ ελλείπει πλήρως η ανάμειξη του Διοικητή σε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί, έστω κατ' ελάχιστον, ως η έρευνα που απαιτεί ο Κανονισμός για να ασκηθεί η δικαιοδοσία του. Στοιχειοθετείται, συνεπώς, λόγος ακυρότητας και σε σχέση με το δεύτερο παράπτωμα.
Ο αιτητής προώθησε και ισχυρισμούς αναφορικά με το επιτρεπτό της επιβολής μιας ποινής, συνολικά, για τα δυο παραπτώματα αλλά δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να επεκταθώ σ' αυτά.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά