ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                               (Υπόθεση Αρ. 1653/2008)

 

6 Σεπτεμβρίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

                         Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ,

                             Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.

Α. Πανταζή, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  H αιτήτρια είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και λειτουργεί σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 121 του Συντάγματος και του περί της Κεντρική Τράπεζας της Κύπρου Νόμου Ν.138(Ι)/2002 (στο εξής «ο Νόμος»). Πρωταρχικός σκοπός της είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και με βάση τις διατάξεις της παρ.(1) του άρθρου 105 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική του κράτους.

 

Πριν την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η αιτήτρια όπως και άλλοι κυβερνητικοί οργανισμοί και κρατικές υπηρεσίες, απολάμβανε φορολογικής απαλλαγής/ατέλειας επί των καυσίμων που χρησιμοποιούσε για σκοπούς κίνησης και θέρμανσης των κτηριακών της εγκαταστάσεων, δυνάμει του άρθρου 67[1] του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002 (Ν.138(Ι)/2002).

 

Με τον περί Καταργήσεως Δασμολογικών Απαλλαγών Νόμο του 2002 (Ν.136(Ι)/2002), καταργήθηκαν οι δασμολογικές απαλλαγές για ένα μεγάλο αριθμό κρατικών οργανισμών, όχι όμως και για την αιτήτρια η οποία συνέχιζε να απολαμβάνει τη σχετικής ατέλειας.

 

Από την ημερομηνία ένταξης στην ΕΕ τέθηκε σε ισχύ ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος του 2004 (Ν.94(Ι)/2004) και ο περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμος του 2004 (Ν.91(1)/2004)  (στο εξής «ο Νόμος»), σε εναρμόνιση με τις Κοινοτικές Οδηγίες 92/12/ΕΟΚ και 2003/96/ΕΚ. Ολες οι σχετικές πρόνοιες για τους δικαιούχους σε απαλλαγή των εισαγωγικών δασμών και ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα ενεργειακά προϊόντα, βρίσκονται περιοριστικά στα άρθρα 28 και 44 του Νόμου, όπου δεν γίνεται καμία αναφορά στην αιτήτρια. Επίσης δεν έχει εκδοθεί διάταγμα απαλλαγής της δυνάμει του άρθρου 35 του Νόμου. Σημειώνεται δε ότι η αιτήτρια παρά την εφαρμογή του πιο πάνω νομοθετικού πλαισίου, βασιζόμενη στη νομοθεσία της, εξακολουθούσε να εκδίδει πιστοποιητικά παραλαβής πετρελαιοειδών για σκοπούς ατέλειας (επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης στις προμηθεύτριες εταιρείες πετρελαιοειδών) και μετά τον Μάιο του 2004.

 

Στις 30.10.07 η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων ζήτησε γνωμάτευση για το θέμα από το Γενικό Εισαγγελέα, προκειμένου να απαντήσει σε αίτημα των προμηθευτριών εταιρειών πετρελαιοειδών για την επιστροφή των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα που πωλήθηκαν στην αιτήτρια, των οποίων η σχετική απαλλαγή έπαψε να ισχύει από της ένταξης της Δημοκρατίας στην ΕΕ. Στην απάντηση του ημερ. 24.03.08 ο Γενικός Εισαγγελέας μεταξύ άλλων αναφέρει:

 

«Εχω διεξέλθει τις διατάξεις των άρθρων 28 και 36 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(1) του 2004), στα οποία με παραπέμπετε, και διαπιστώνω ότι αυτές πράγματι, δεν προβλέπουν για την απαλλαγή από την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης των εναρμονισμένων προϊόντων που προορίζονται για την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή των ενεργειακών προϊόντων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης.

 

Περαιτέρω έχω διεξέλθει τις διατάξεις της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ και της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ με τις οποίες ο Ν.91(1)/2004 είναι εναρμονισμένος, και διαπιστώνω ότι, αφενός, τυχόν απαλλαγή των πιο πάνω προϊόντων από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης δεν εμπίπτει στις απαλλαγές που οι εν λόγω Οδηγίες ρητά επιτρέπουν στα Κράτη Μέλη να εφαρμόζουν και αφ΄ ετέρου ότι οι εν λόγω Οδηγίες δεν παρέχουν την ευχέρεια στα Κράτη Μέλη να θεσπίζουν άλλες απαλλαγές, πέραν εκείνων που ρητά προβλέπονται στις ίδιες.

 

[....................................]

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι νομμοποιείστε, στη βάση των διατάξεων των άρθρων 20(3) και 23 του Ν. 91(1)/2004, όπως έκτοτε τροποποιήθηκε, να προχωρήσετε σε βεβαίωση και γνωστοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου των ειδικών φόρων κατανάλωσης, πλέον χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου.»

 

 

 

 

Ακολούθως η καθ' ης η αίτηση απάντησε σε επιστολή της αιτήτριας για το θέμα ότι υπέχει υποχρέωση καταβολής για τα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης που παραδόθηκαν σε αυτήν, υιοθετώντας την εν λόγω γνωμάτευση.

 

Δυνάμει των άρθρων 48 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του Ν.94(Ι)/2004 και του άρθρου 20(3) του Νόμου, ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του βεβαίωσε εκ των υστέρων κάθε οφειλή που δεν καταβλήθηκε κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο. Στις 26.08.08 απέστειλε στην αιτήτρια επιστολή με την οποία την καλούσε να καταβάλει φόρους συνολικού ποσού €32.566,00  και χρηματική επιβάρυνση 10%, ίση  προς €3257 πλέον 8% τόκο ετησίως επί του καταβλητέου ποσού, για διάφορα είδη ενεργειακών προϊόντων που είχε προμηθευθεί με απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, κατά τη περίοδο από Μάιο 2004 - Ιούνιο 2006.  Στις 23.09.08 η αιτήτρια κατέβαλε υπό διαμαρτυρία την πιο πάνω οφειλή με τόκους και ακολούθως καταχώρησε την παρούσα προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης.

 

Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει δυο προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη ισχυρίζεται ότι στην υπόθεση εγείρονται νομικά σημεία που μπορούν να εξεταστούν στη βάση του άρθρου 139 του Συντάγματος, διότι η αιτήτρια εγείρει την προσφυγή ως όργανο της Δημοκρατίας και υπό την κρατική της ιδιότητα αμφισβητώντας την δυνατότητα και εξουσία επιβολής φορολογίας από τους καθ' ων η αίτηση, που επίσης αποτελούν κυβερνητικό φορέα. Συνεπώς η προσφυγή έπρεπε να προωθηθεί δυνάμει του άρθρου 139 και όχι  στη βάση του άρθρου  146 του Συντάγματος.

 

Η επίκληση του άρθρου 139 είναι παραδεκτή για την επίλυση διαφωνιών ως προς τα όρια των αρμοδιοτήτων ή την ανάληψη εξουσίας από ένα όργανο, η οποία αμφισβητείται από άλλο. (Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3  ΑΑΔ 395, Δήμος Αγίου Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβούλιου, υπόθ. αρ. 374/01, ημερ. 25.04.02).

 

Στην προκειμένη περίπτωση όμως παρότι οι διάδικοι είναι φορείς κρατικής εξουσίας, δεν φαίνεται να αμφισβητείται με την προσφυγή η αρμοδιότητα και η εξουσία των καθ' ων η αίτηση για την επιβολή φόρου κατανάλωσης, ούτε ο θεσμικός τους ρόλος στην εφαρμογή του σχετικού Νόμου. Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης αφορούν στη νομιμότητα αυτής της επιβολής στην περίπτωση της αιτήτριας και στην ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας ώστε η ίδια να απαλλάσσεται από τον επιβληθέντα ειδικό φόρο κατανάλωσης.  Συνεπώς η προσφυγή ορθά στηρίχθηκε στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση αμφισβητείται το έννομο συμφέρον της αιτήτριας. Όπως υποστηρίζουν οι καθ' ων η αίτηση, δεν χωρεί προσφυγή από ένα όργανο της κεντρικής διοίκησης εναντίον άλλου τέτοιου οργάνου παρά μόνο κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις που:

 

1.       η προσφυγή εγείρεται από τον αιτητή με αναφορά στην προσωπική του ιδιότητα και όχι την διοικητική,

 

2.       όταν αιτητής και καθ' ου η αίτηση δεν είναι και οι δυο μέρη  της κεντρικής διοίκησης (π.χ. το ένα να ανήκει στην τοπική αυτοδιοίκηση) και βρίσκονται σε διαφωνία ως προς τις αρμοδιότητες τους.

 

Εφόσον, όπως υποστηρίζει η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση,  στην παρούσα προσφυγή δεν συμβαίνει τίποτα από τα πιο πάνω και η μόνη ζημιά που επικαλείται η αιτήτρια από την προσβαλλόμενη απόφαση θα είναι η μείωση του κέρδους της που πιστώνεται στο πάγιο ταμείο της Κυβέρνησης, χωρίς να επιφέρει οποιαδήποτε καταλυτική επέμβαση στην οικονομική της ανεξαρτησία και λειτουργία, δεν τεκμηριώνεται έννομο συμφέρον.

 

Η αιτήτρια αντιτείνει ότι η ιδιότητα της ως αντιπροσώπου του κράτους (ως τραπεζίτης της Κυβέρνησης σε χρηματοοικονομικά θέματα) δεν είναι καταλυτική του εννόμου συμφέροντος της, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει τα συμφέροντα της δυσμενώς. Αναφορικά με τη μεταφορά του κέρδους της στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, ισχυρίζεται ότι μόνο το μεγαλύτερο μέρος του μεταφέρεται σε πίστη του Πάγιου Ταμείου κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (άρθρο 59 του Ν. 138(Ι)/02).

 

Το έννομο συμφέρον τμημάτων της Διοίκησης σε προσφυγές εναντίον άλλων διοικητικών οργάνων εξετάστηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια στη  Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητική Αρχής Προσφορών (2007) 3 ΑΑΔ 568 όπου έγινε και η επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

 

«Προκύπτει, λέγει, ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού των συμφερόντων του, όχι ως οργάνου της κεντρικής διοίκησης, που δεν θα είχε δικαίωμα προσφυγής (Minister of Finance v. Public Service Commission (1968) 3 C.L.R. 691), αλλά ως οργανισμού δημοσίου δικαίου επιφορτισμένου με το καθήκον λειτουργίας και συντήρησης εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων, στo οποίo περιλαμβάνεται και το συμφέρον εξασφάλισης του καταλληλότερου προσφοροδότη. 

 

.....................................................

 

Η δική μας θεώρηση είναι σε συμφωνία με τις εισηγήσεις του Ενδιαφερομένου Μέρους.  Η γενική αρχή της Minister of Finance v. Public Service Commission ότι  «...one part of the Administration cannot make such a recourse against another part of the Adiministration." (Τριανταφυλλίδης, Δ, ως ήτο τότε, σελ.697), που πηγάζει από το ενιαίο της διοικητικής λειτουργίας, έχει βεβαίως τους προσδιορισμούς της.  Στην ίδια την υπόθεση εκείνη (σελ.701) η δυνατότητα προσφυγής αναγνωρίστηκε με αναφορά στην προσωπική, σε αντίθεση με τη διοικητική, ιδιότητα του διοικητικού οργάνου.  ....................................

 

Η Δημοκρατία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου, στην οποία έγινε ιδιαίτερη αναφορά στην Κοινότητα Πυργών κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3498, αφορούσε γενικότερα το συμφέρον αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ως προς αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης οι οποίες επηρεάζουν την περιοχή τους.  Στον τομέα αυτό, όπως το έθεσε ο Νικολάου, Δ. (σελ.219):   

 

«Κατά την άποψή μας, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν συμφέρον στην πολεοδομική διαμόρφωση της περιοχής τους εφόσον προκύπτει δυσμενής επηρεασμός στο φυσικό περιβάλλον, ιδωμένο όπως πρόκειται διαχρονικά να διαμορφωθεί.  Πρόκειται για συμφέρον εγγενές στη φύση της αποστολής τους και ως εκ τούτου νόμιμο.»

 

Αυτά βεβαίως ως προς το γενικό συμφέρον της τοπικής αυτοδιοίκησης.   Παραμένει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως καταδεικνύεται και από την κατάληξη της υπόθεσης εκείνης, η ανάγκη τεκμηρίωσης και συγκεκριμένου εννόμου συμφέροντος.   Εξ άλλου, και η Minister of Finance ν. Public Service Commission (ο βασικός λόγος της απόφασης ήταν ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε άμεσο συμφέρον στο θέμα), θυμίζει την ανάγκη ύπαρξης επαρκώς επηρεαζόμενου συμφέροντος στη βάση του πραγματικού καθεστώτος.» (υπογράμμιση δική μου)

 

 

Στην ελληνική νομολογία το θέμα του εννόμου συμφέροντος δημοσίων αρχών ή ν.π.δ.δ. εξετάζεται στην βάση των πραγματικών περιστατικών κάθε υπόθεσης όπως ακριβώς και των ιδιωτών αιτητών, χωρίς οποιαδήποτε περιοριστική συνταγματική αρχή/ερμηνεία.  (ΣτΕ289/2009, 3973/2009 ΣτΕ (Ολομ.), 1661/2009 ΣτΕ (Ολομ.)[2])

 

Η γενική αρχή ότι ένα μέρος της Διοίκησης δεν μπορεί να προσφύγει εναντίον άλλου μέρους της διοίκησης στρεφόμενο ουσιαστικά εναντίον των δικών της πράξεων, δεν είναι άκαμπτη. Περαιτέρω το ότι η αιτήτρια - όπως εξάλλου και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - διατηρούν θεσμική/ λειτουργική ανεξαρτησία κατά την άσκηση των εξουσιών τους, άρθρο 130 ΣΛΕΕ, (πρώην Αρθρο 108 της Συνθήκης ΕΚ και, άρθρο 7 του Nόμου) υποστηρίζει το διακριτό της νομικής της προσωπικότητας ώστε να μπορεί να προσφεύγει στο Δικαστήριο, ωστόσο δεν οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι το κάνει με την ιδιότητα προσώπου που υπέχει όμοια θέση προς τους υπηρέτες του Κράτους (in consilimi casu to servant of the state).

 

 Είναι φανερό από όσα ήδη παρατέθηκαν ότι η αιτήτρια ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν στερείται εννόμου συμφέροντος να στρέφεται εναντίον εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αρκεί βέβαια εν προκειμένω να αποδείξει ότι υπέστη άμεσα από την προσβαλλόμενη απόφαση υλική ζημιά ή ότι παραβιάστηκε συγκεκριμένο συμφέρον της, το οποίο προστατεύει με την παρούσα προσφυγή.

 

Προκύπτει λοιπόν ένα ενδιαφέρον νομικό ερώτημα ως προς το είδος της ζημιάς που υφίσταται η αιτήτρια από την επίδικη απόφαση και αν αυτή συνιστά δυσμενή επηρεασμό ιδίου συμφέροντος, όπως ο όρος «έννομο συμφέρον» έχει κατ' επανάληψη αναλυθεί στη νομολογία ή αν η προσφυγή εγέρθηκε προς το γενικότερο συμφέρον της διασφάλισης της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης και της δημοσιονομικής πολιτικής του Κράτους που δεν παρέχει έρεισμα για προσφυγή.(Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 346.)

 

Το άρθρο 59 του Νόμου προνοεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του κέρδους της αιτήτριας μεταφέρεται στο Πάγιο Ταμείο της Κυβέρνησης και επομένως, όπως η ίδια ισχυρίζεται στην γραπτή της αγόρευση,  στην περίπτωση που η επιβάρυνση της με τον  ειδικό φόρο κατανάλωσης κριθεί νόμιμη, τότε το ποσοστό του κέρδους αν υπάρχει, που θα μεταφερόταν στο Πάγιο Ταμείο θα ήταν μικρότερο. Η οποιαδήποτε τέτοια οικονομική  ζημία, όμως αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της Δημοκρατίας, χωρίς να στοιχειοθετεί ίδιον έννομο συμφέρον της αιτήτριας.

 

Δεν έχει αποδείξει με ποιο άλλο τρόπο επηρεάζεται η κερδοφορία της ή η οικονομική της ανεξαρτησία από την επιβολή σε αυτήν του ειδικού  φόρου κατανάλωσης. Το άρθρο 59 του Νόμου προβλέπει περαιτέρω:

 

«59. Το καθαρό κέρδος της Τράπεζας κατανέμεται ως ακολούθως-

 

(α) Μεταφέρεται στο Γενικό Αποθεματικό Κεφάλαιο είκοσι τοις εκατόν (20%) των καθαρών κερδών για το αντίστοιχο οικονομικό έτος· εάν το Γενικό Αποθεματικό Κεφάλαιο μειωθεί κάτω από το κεφάλαιο της Τράπεζας, τότε το Συμβούλιο δυνατό να μεταφέρει στο Γενικό Αποθεματικό Κεφάλαιο ποσό που δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατόν (50%) των καθαρών κερδών μέχρι εξίσωσης του Γενικού Αποθεματικού Κεφαλαίου με το κεφάλαιο της Τράπεζας.»

 

 

Σύμφωνα περαιτέρω με τα άρθρα 58 και 56 του Νόμου, το Κεφάλαιο προς αποκατάσταση του οποίου λειτουργεί το «Γενικό Αποθεματικό Κεφάλαιο» πάλι κατέχεται εξ ολοκλήρου από το ίδιο το Κράτος.

 

Το γεγονός ότι σύμφωνα με τη πρακτική των καθ' ων η αίτηση, που συνεχίστηκε παρά την εφαρμογή του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(Ι)/2004) και του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν.91(1)/2004), η αιτήτρια επωφελείτο από την απαλλαγή του επίδικου φόρου ενώ με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης άρθηκε αυτό το προνόμιο, δεν στοιχειοθετεί κατ' ανάγκη οικονομική βλάβη που πλήττει την οικονομική της δραστηριότητα και αυτοτέλεια.

 

Ενόψει των πιο πάνω αποφαίνομαι ότι η αιτήτρια απέτυχε να τεκμηριώσει το έννομο συμφέρον της και η προσφυγή  απορρίπτεται ως μη παραδεκτή με €1300 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

                                                                         Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.



[1]«Η Τράπεζα απαλλάσσεται από την καταβολή οποιασδήποτε φύσης κυβερνητικών ή δημοτικών φόρων, δικαιωμάτων ή τελών, περιλαμβανομένων και τελών χαρτοσήμων πληρωτέων, δυνάμει οποιωνδήποτε εκάστοτε εν ισχύ Νόμων ή Κανονισμών.»

[2] Σε αυτή την υπόθεση που η αίτηση ακυρώσεως στρεφόταν εναντίον της απόφασης της Αρχής Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθόν μέρος απέρριπτε το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας για τη χρησιμοποίηση συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και για άλλους σκοπούς , πλην της διαχειρίσεως κυκλοφορίας οχημάτων και συγκεκριμένα για προστασία προσώπων και αγαθών,  έγινε δεκτό το έννομο συμφέρον του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως ως προϊσταμένου της Ελληνικής αστυνομίας και αρμόδιου καθ' ύλη Υπουργού , ενώ αντιθέτως κρίθηκε ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν νομιμοποιείται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο