ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1636/2006)
8 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ANTHONY AKPAKA,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Κ. Π. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους τους Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από τη Νιγηρία αφίχθηκε στην Κύπρο στις 3.6.2000. Του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία ανανεώθηκε κατά καιρούς μέχρι τις 3.6.2006. Στις 2.5.2006, μέσω των δικηγόρων του, αξίωσε την παροχή καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ. Η αξίωσή του απορρίφθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20.6.2006, επειδή η διάρκεια παραμονής του ήταν επίσημα χρονικά περιορισμένη με βάση απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της πιο πάνω απόφασης. Υποστηρίζει ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις της Οδηγίας αλλά και της σχετικής νομοθεσίας, δηλαδή του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 2007, Ν.8(Ι)/2007, με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία στο εθνικό μας δίκαιο. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι δεν έχει γίνει οποιαδήποτε έρευνα, ενώ η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, λόγω πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, είναι αναιτιολόγητη και ελήφθη κατά κατάχρηση εξουσίας.
Είναι προφανές ότι ο αιτητής εννοούσε την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ και όχι την Οδηγία 2004/38/ΕΚ που αναφέρεται στη γραπτή του αγόρευση. Την ορθή Οδηγία αναφέρει στην αιτούμενη θεραπεία στην αίτησή του.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ. Η Οδηγία αυτή, ισχυρίζεται, θα πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής από τη δημοσίευσή της στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, η οποία έλαβε χώρα στις 23.1.2004.
Στην υπόθεση Joudine κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι στα κράτη μέλη παρέχεται η ελευθερία, μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας που προβλέπει η κάθε Οδηγία να εξετάζουν τον τρόπο ενσωμάτωσής της και δεν είναι υπόχρεα πριν την παρέλευση της προθεσμίας να μεταφέρουν τις πρόνοιές της στο εσωτερικό δίκαιο (βλέπε Intern-Environment Wallone ASBL v. Region Wallone (1997) ECR 7411).
Στην ίδια απόφαση τονίστηκε ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα σε κράτος μέλος της ΄Ενωσης το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό νομικό πλαίσιο και την καταχώρηση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό, νοουμένου ότι ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις που θέτει η Οδηγία.
Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του αιτητή είναι εντελώς γενικόλογοι, ατεκμηρίωτοι και εν πολλοίς αβάσιμοι. Τα επιχειρήματά του, εν πάση περιπτώσει, απαντώνται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ., 29, όπου η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι στην περίπτωση που η άδεια παραμονής έχει «επίσημα περιορισθεί» σαφώς παραπέμπει στη γενικότερη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος να ρυθμίσει, στα πλαίσια της μεταναστευτικής πολιτικής του, μέσα από επίσημους περιορισμούς τις κατηγορίες εκείνες των αλλοδαπών οι οποίες, ως εκ της φύσης τους και του προσδιορισμένου και περιορισμένου του σκοπού της παραμονής, δεν μπορούν να έχουν την προοπτική της μονιμότητας που δημιουργεί εύλογη προσδοκία «εδραίωσης» και συνέχισης της παραμονής στο πνεύμα της Οδηγίας.
Η αίτηση καταχωρήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και πριν τη δημοσίευση του Νόμου 8(Ι)/2007. Το ίδιο όμως είχε γίνει και στην υπόθεση Motilla, ανωτέρω, όπου η πλειοψηφία εφάρμοσε τις πρόνοιες του Νόμου που ψηφίστηκε για σκοπούς ενσωμάτωσης και όχι τις πρόνοιες της Οδηγίας.
Ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του οι οποίοι και απορρίπτονται. Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο αόριστος ισχυρισμός περί προκατάληψης για «αλλότριους σκοπούς», ισχυρισμός ο οποίος ουδόλως τεκμηριώνεται, ούτε και συγκεκριμενοποιείται.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η προκατάληψη θα πρέπει να τεκμηριώνεται με επαρκή βεβαιότητα και με συγκεκριμένα στοιχεία (Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28).
Εξ ίσου αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι είναι και οι ισχυρισμοί για κατάχρηση εξουσίας. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Χαριθέα Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 210, το βάρος απόδειξης για κατάχρηση εξουσίας βρίσκεται σ΄ εκείνον που το επικαλείται.
Ως προς το νεφελώδη ισχυρισμό περί ύπαρξης πλάνης, αρκεί παραπομπή στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262, 267, όπου έχει τονιστεί ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής.
Δεν χρειάζεται να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Το ίδιο αόριστοι και γενικοί είναι οι ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας, αλλά και έλλειψη αιτιολογίας. Απλή επίκληση ισχυρισμών χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση νομική ή πραγματική δεν αξίζει περισσότερου σχολιασμού.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €600 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ