ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1715/2008, 16 Ιουνίου 2011
ΥΦΑΔΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1622/2010, 30/11/2012
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1379/2009, 31 Μαΐου 2011
KEO PLC ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπoθεση Αρ. 1595/2009, 7/11/2012
NEARCHOS BONDED STORES LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1432/2010, 8/3/2013
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1613/2008)
6 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,
Αιτητές,
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Ζαχαρίου, για τον Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή ημερ. 18.8.2008 επέβαλαν προς τους αιτητές εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής και άλλης οφειλής αρ. 514/2008 για €14.166,00 πλέον χρηματική επιβάρυνση €1.417,00 πλέον τόκο προς 8% ετησίως. Η πιο πάνω πράξη των καθ΄ ων η αίτηση, βασίστηκε στα άρθρα 20, 23 και 25 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(1)/2004 και τα άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(1)/2000.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ
Στις 16.7.2008 κατέπλευσε στη Λάρνακα το πλοίο Goldie από το οποίο διοχετεύθηκαν σε δεξαμενές των αιτητών στη στεριά διάφορες ποσότητες καυσίμων. Μετά την ολοκλήρωση της παραλαβής, διαπιστώθηκε ότι παραλήφθηκαν μικρότερες ποσότητες καυσίμων από εκείνες που είχαν δηλωθεί στο ηλεκτρονικό δηλωτικό.
Οι διαφορές που καταμετρήθηκαν είναι οι ακόλουθες:
(α) 48244 μετρικοί τόνοι ή 30104 λίτρα στους 15 βαθμούς Κελσίου Gasoil 0.1
(β) 15693 μετρικοί τόνοι ή 16062 λίτρα στους 15 βαθμούς Κελσίου Gasoil LS.
Οι προαναφερόμενες διαφορές (σύνολο 63937 μετρικοί τόνοι) σημειώθηκαν στο πιστοποιητικό διαφορών «Ships Outturn Report and Discrepancies List» (τελωνειακό έντυπο σελ. 168) που στάληκε στους αιτητές οι οποίοι κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις για τα ελλείμματα που εντοπίστηκαν.
Στη συνέχεια ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός διαπίστωσε ότι,
(α) οι ποσότητες που δηλώθηκαν στο ηλεκτρονικό δηλωτικό εισαγωγής είναι οι ίδιες με τις ποσότητες που ήταν δηλωμένες στις σχετικές φορτωτικές (Bill of Lading) και στα σχετικά τιμολόγια,
(β) δεν ξεφορτώθηκαν στις δεξαμενές στεριάς όλες οι ποσότητες που δηλώθηκαν στο ηλεκτρονικό δηλωτικό,
(γ) οι ανωτέρω καταγραμμένες ελλειμματικές διαφορές δεν αποδείκτηκε να οφείλονται σε ανώτερη βία ή τυχαίο περιστατικό. Οι αιτητές δεν προέβαλαν προς διερεύνηση οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι ένεκα τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας απωλέσθηκε οποιαδήποτε ποσότητα, είτε ένεκα διαρροής και διαφυγής στη θάλασσα είτε ένεκα άλλης αιτίας.
(δ) παρά το γεγονός ότι στην αναφορά ελλειμμάτων «Ships Outturn Report and Discrepancies List» οι αιτητές με την επιστολή τους ημερομηνίας 5 Αυγούστου 2008 αναφέρθηκαν στις επιστολές διαμαρτυρίας που απέστειλε ο καπετάνιος του πλοίου στους προμηθευτές και στο Batumi Oil Terminal αμέσως μετά τη φόρτωση του πλοίου στο λιμάνι Batumi της Γεωργίας (letter of protest και letter of discrepancy) χωρίς όμως να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις για την τύχη των ελλειμμάτων.
Ο τελωνειακός λειτουργός με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις και αφού έλαβε ακόμα υπόψη ότι οι δηλωμένες στις φορτωτικές ποσότητες πληρώθηκαν στο ακέραιο, παρά τις διαμαρτυρίες που καταγράφονται στο letter of discrepancy, προσδιόρισε, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 20 του Νόμου 91(1) του 2004, το έλλειμμα και κάθε τελωνειακή οφειλή, αφού προηγουμένως αποδέχθηκε και αφαίρεσε, ως δικαιολογημένη απώλεια ύψους 0.06% δυνάμει της ΚΔΠ 181/2006. Συγκεκριμένα αφαιρέθηκαν οι ποσότητες 7341 και 2482 λίτρων οι οποίες κρίθηκαν ως δικαιολογημένες απώλειες (φύρα) σύμφωνα με τα ποσοστά που δέσμια καθορίζονται στην εν λόγω ΚΔΠ 181 η οποία κωδικοποιεί τις αποδεκτές απώλειες ή φύρες ενεργειακών προϊόντων κατά τη διαδικασία εισαγωγής/εισόδου και αποθήκευσης τους στη Δημοκρατία.
Σε κάθε αδικαιολόγητο έλλειμμα ήτοι, επί των ποσοτήτων 22,763 και 13,580 λίτρων, υπολογίσθηκε και/ή βεβαιώθηκε εκ των υστέρων, δυνάμει των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων, κάθε οφειλόμενο ποσό φόρου κατανάλωσης και επιβλήθηκε επιπλέον χρηματική επιβάρυνση 10% δυνάμει του άρθρου 23(1) του Νόμου, πλέον τόκος 8% από την ημερομηνία γένεσης της οφειλής δυνάμει του άρθρου 23(2) του Νόμου, και απέστειλε στους αιτητές για σκοπούς είσπραξης της οφειλής την επίδικη εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής και Αλλης Τελωνειακής Οφειλής.
Οι αιτητές κατέβαλαν υπό επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, το σύνολο της οφειλής με επιταγή της Τράπεζας Κύπρου και χωρίς να υποβάλουν προηγουμένως στη διοίκηση οποιοδήποτε αίτημα αναθεώρησης.
Τα πιο πάνω προϊόντα πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (Gasoil L-62) και hydropurified gasoil, και/ή διαφορετικά είδη πετρελαίου εσωτερικής καύσης, εισάγονται σε υγρή χύμα μορφή και μετρούνται είτε σε μετρικούς τόνους στο κενό, είτε σε μετρικούς τόνους στον αέρα, είτε σε λίτρα σε θερμοκρασία προϊόντος 15° Κελσίου. Οι μετρήσεις αυτές για σκοπούς βεβαίωσης του φόρου κατανάλωσης αναπροσαρμόζονται πάντοτε ανάλογα με το προϊόν σε μετρικούς τόνους ή σε κυβικά μέτρα/λίτρα σε θερμοκρασία προϊόντος 15 βαθμών σύμφωνα με το άρθρο 37 των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων.
Τα πιο πάνω προϊόντα είναι, δυνάμει του άρθρου 33(1)(β) των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων, ενεργειακά προϊόντα και επιπλέον εμπίπτουν στην κατηγορία των εναρμονισμένων ενεργειακών προϊόντων σύμφωνα με την Οδηγία αρ. 91/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992. Σύμφωνα με τη δεύτερη στήλη του πρώτου Παραρτήματος των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων υπάγονται στους κωδικούς της «Συνδυασμένης Ονοματολογίας» 27101941 μέχρι 27101949 και υπόκεινται σε φόρο κατανάλωσης με συντελεστή 245 ευρώ/1000 λίτρα.
Εχει νομοθετηθεί (άρθρα 4, 5, 13, 109 των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων) όπως στις περιπτώσεις που τα οποιαδήποτε ελλείμματα προϊόντων δεν δικαιολογούνται με επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις, να θεωρείται ότι τα προϊόντα που ελλείπουν τέθηκαν σε ανάλωση είτε στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (τα συμφέροντα της οποίας η Κύπρος υποχρεούται να διασφαλίζει). Οι πιο πάνω ρυθμίσεις έγιναν προκειμένου να αποτραπεί δραστικά η πιθανότητα παράνομης διάθεσης και διακίνησης εμπορευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που θα οδηγούσε στην αποφυγή καταβολής των νενομισμένων δασμών ή φόρων.
Στην επίδικη διαφορά στις φορτωτικές και στα τιμολόγια αναφέρονται οι συγκεκριμένες ποσότητες οι οποίες σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, βρίσκονταν επί του πλοίου ή θα έπρεπε να βρίσκονται στο πλοίο. Ο καπετάνιος του πλοίου με την υποβολή του ηλεκτρονικού δηλωτικού, δήλωσε τις ποσότητες που μετέφερε και αναμένετο να ξεφορτωθούν στη στεριά, γεγονός που εκ των πραγμάτων δεν συνέβηκε.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση για τους λόγους που αναπτύσσουν στη γραπτή τους αγόρευση ήτοι,
(α) Οι πρόνοιες του άρθρου 13(1)(α)(i), (β) και (γ) του περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμου είναι αντισυνταγματικές.
(β) Η ελλειμματική διαφορά μεταξύ δηλωθείσας και εισαχθείσας ποσότητας οφειλόταν καθαρά σε φόρτωση - εισαγωγή μικρότερης ποσότητας η οποία ουδέποτε παραλήφθηκε από τους αιτητές.
(γ) Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν δεόντως για να διαπιστώσουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
(δ) Εσφαλμένα επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση και τόκος.
(ε) Η αποσταλείσα εκ των υστέρων βεβαίωση φορολογίας δεν είναι ορθή καθότι δεν αναφέρονται όλες οι διατάξεις της νομοθεσίας πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι αιτητές για να εκδώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι αιτητές υποβάλλουν ότι οι πρόνοιες του άρθρου 13(1)(α)(i)-(β) και (γ) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 και η ΚΔΠ 181/2006 αντίκεινται στα άρθρα 23(1) και 24 του Συντάγματος. Λέγουν συναφώς ότι η επιβολή φορολογίας επί των καυσίμων που δεν παρέλαβαν, δημιουργεί εμπόδιο στην απόκτηση των προϊόντων λόγω της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης. Λέγουν επίσης ότι η σχετική διάταξη του νόμου δυνάμει της οποίας καθορίζονται τα επιτρεπόμενα ποσοστά φύρας για τα οποία παραχωρείται φοροαπαλλαγή είναι αντισυνταγματική.
Ο διάδικος ο οποίος εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας νόμου έχει την υποχρέωση να αποδείξει με τη δέουσα λεπτομέρεια και με πειστικά στοιχεία τον ισχυρισμό του έτσι ώστε μέσα από αυτά τα στοιχεία να εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο νόμος ή/και η συγκεκριμένη νομική διάταξη αντίκειται προς το Σύνταγμα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Βλ. The Board of Registration of Architects & Civil Engineers v. Chr. Kyriakides (1966) 3 CLR 640 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2003) 2 ΑΑΔ 45.
Στην υπό κρίση υπόθεση οι αιτητές δεν εξηγούν με τη δέουσα σαφήνεια τι ακριβώς εννοούν όταν λέγουν ότι η εν προκειμένω εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων παραβιάζει το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας ή το δικαίωμα κατοχής ή το δικαίωμα διάθεσης της. Ο τρόπος διατύπωσης της εισήγησης χωρίς τη δέουσα εξειδίκευση δεν οδηγεί σε συμπέρασμα αντισυνταγματικότητας της διάταξης. Το άρθρο 13 του Νόμου προνοεί ότι,
«13.(1)(α) Εφόσον αποδειχθεί στο Διευθυντή από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή ότι εναρμονισμένα προϊόντα που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής παρουσιάζουν:
(i) απώλειες που οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανώτερη βία,
(ii) απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων,
ο Διευθυντής δύναται να απαλλάσσει τα προϊόντα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις και οι όροι που τίθενται στη γνωστοποίηση που εκδίδεται με βάση την παράγραφο (γ).
(β) Οι απαλλαγές των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (α) εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και κατά τη μεταφορά των εναρμονισμένων προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής από τους επιτηδευματίες που αναφέρονται στο άρθρο 15.
(γ) Ο Διευθυντής δύναται με γνωστοποίηση του να καθορίσει τις απώλειες (φύρες) των εναρμονισμένων προϊόντων, τα ποσοστά της φύρας καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση των απωλειών αυτών.»
Το πιο πάνω άρθρο 13, εισήχθη στην κυπριακή νομοθεσία για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (EE L 76, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (EE L 365, s. 46). (Στο εξής θα αναφέρονται μαζί ως η «Οδηγία 92/12/ΕΚ»). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006, Ν. 127(1)/06, δεν μπορεί να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου.
Η Οδηγία 92/12/ΕΚ εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στα πετρελαιοειδή που εισήγαγε η αιτήτρια, τα οποία εμπίπτουν εντός των ενεργειακών προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται η εν λόγω Οδηγία, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου, 2003 σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. μεταξύ άλλων το ΄Αρθρο 20 της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ).
Η Οδηγία 6, παράγραφος 1, της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ ορίζει ότι:
«Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων που οφείλουν να φορολογηθούν σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3.»
Το άρθρο 14 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (για σκοπούς εναρμόνισης με το οποίο ψηφίστηκε το άρθρο 13 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου) ορίζει τα ακόλουθα:
1. «Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής απολαύει ατέλειας για τις απώλειες που επέρχονται στα πλαίσια του καθεστώτος αναστολής, εφόσον οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανωτέρα βία και έχουν επαληθευθεί από τις αρχές κράτους μέλους. Απολαύει επίσης, στα πλαίσια του καθεστώτος αναστολής, ατέλειας για τις απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται αυτές οι ατέλειες. Οι ατέλειες αυτές εφαρμόζονται επίσης στους επαγγελματίες που αναφέρονται στο άρθρο 16 κατά τη μεταφορά των προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
2. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 απώλειες οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ενδοκοινοτικής μεταφοράς των προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης πρέπει να επαληθεύονται σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέρους προορισμού.
3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 20, σε περίπτωση άλλων ελλειμμάτων εκτός από τις απώλειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σε περίπτωση απωλειών για τις οποίες δεν αναγνωρίζονται οι ατέλειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι φόροι εισπράττονται σύμφωνα με τους συντελεστές που ισχύουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος τη στιγμή που σημειώθηκαν οι δεόντως επαληθευμένες από τις αρμόδιες αρχές απώλειες ή, κατά περίπτωση, τη στιγμή της διαπίστωσης των ελλειμμάτων.»
Η Οδηγία στο προοίμιο της αναφέρει τους λόγους που οδήγησαν στη θέσπιση της, οι δε σκοποί και οι πρόνοιες της έτυχαν ερμηνείας από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση παρέπεμψε στην υπόθεση C-314/06 ημερ. 18.12.2007 Societe Pipeline Mediterranee at Khone (SPMR) κατά Administration de donanes et droits indirects και Direction nationale du reseignement et des enquetes donanieres (DNRED) στην αίτηση του Cour de Cassation της Γαλλίας για έκδοση προδικαστικής απόφασης, η οποία αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 14, παρ. 1 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.
Όπως έχει ήδη ειπωθεί δεν μπορεί να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 13 του Νόμου 91(1)/2004, αφού ο κοινοτικός νομοθέτης επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να φορολογούν τα ελλείμματα, μεταξύ άλλων, των πετρελαιοειδών, εκτός αν πρόκειται για απώλειες για τις οποίες χορηγείται ατέλεια με βάση το άρθρο 14, παρ. 1 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.
Στην υπόθεση 134/06 του ΔΕΚ (ανωτέρω) κρίθηκε ότι κατ΄ αρχήν, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης είναι απαιτητοί ακόμη και σε περίπτωση ελλειμμάτων και απωλειών όταν οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν χορηγήσει σχετική απαλλαγή. Ανάλογο είναι το λεκτικό των άρθρων 5(1) και 4(1)(δ) του νόμου 91(1)/2004.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι οι απώλειες των ενεργειακών προϊόντων οφείλονται σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Το βάρος απόδειξης ήταν επί των ώμων τους και απέτυχαν να το αποσείσουν. (Βλ. άρθρο 13(1)(α) του νόμου 91(1)/2004 και BP Eastern Mediterranean Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 520/08, ημερ. 25.9.2009. Εξάλλου, οι διατάξεις οι οποίες καθιερώνουν απαλλαγή από φορολογία, ως εξαιρέσεις του κανόνα της καθολικότητας της φορολογίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Βλ. Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 ΑΑΔ 348. Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν κατά τον πλέον ευνοϊκό τρόπο για τους αιτητές αφού από τις ποσότητες που έλειπαν αφαιρέθηκαν τα ανώτατα ποσοστά που καθορίζονται με βάση την ΚΔΠ 181/2006.
Ο ισχυρισμός περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν είναι βάσιμος. Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία και γεγονότα της υπόθεσης προτού καταλήξουν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αδυναμία ή η παράλειψη των αιτητών να τεκμηριώσουν με πειστικά στοιχεία ότι οι ποσότητες που έλειπαν δεν είχαν φορτωθεί κλπ στο πλοίο αφαίρεσε τη δυνατότητα εξέτασης της υπόθεσης με συνυπολογισμό ή στη βάση αυτού του παράγοντα. Όπως έχει ειπωθεί το βάρος απόδειξης βρισκόταν στους ώμους των αιτητών οι οποίοι απέτυχαν να το αποσείσουν.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.