ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1578/2008)

 

20 Σεπτεμβρίου, 2010

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ  ΛΙΑΣΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ  ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ  ΥΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΙΙΙ  ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ  ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕΩΣ  ΤΗΣ  ΕΘΝΙΚΗΣ  ΦΡΟΥΡΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Σωτήρης Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Λαμπρινή Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της πειθαρχικής ποινής του διήμερου περιορισμού, που του επιβλήθηκε με απόφαση του Διευθυντή Διεύθυνσης Υλικού Πολέμου, ΙΙΙ Ταξιαρχία Υποστηρίξεως, (ο «Διευθυντής»), ημερομηνίας 10/9/2008, για διάφορα παραπτώματα, που συνιστούσαν παράβαση του ΄Αρθρου 19(2) του Πρώτου Πίνακα - (ο «Πειθαρχικός Κώδικας») - των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964, (Κ.Δ.Π. 554/64), (όπως έχουν τροποποιηθεί), (οι «Πειθαρχικοί Κανονισμοί»).

 

Ο αιτητής είναι Ταγματάρχης του Σώματος Υλικού Πολέμου και Διοικητής της 692ης Προκεχωρημένης Αποθήκης Υλικού Πολέμου (ΠΑΥΠ), η οποία υπάγεται στην ΙΙΙ Ταξιαρχία Υποστηρίξεως.  Με διαταγή του Διευθυντή, ημερομηνίας 1/9/2008, κλήθηκε σε διοικητική απολογία για πιθανή διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της «Παράλειψης συμμόρφωσης προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητού», του ΄Αρθρου 19(2) του Πειθαρχικού Κώδικα, σε σχέση με τις πιο κάτω περιπτώσεις απαλλαγών, που είχαν δοθεί σε τρία στελέχη της 692ης ΠΑΥΠ:-

 

«α.  Απαλλαγές για εκτέλεση υπηρεσίας 5 μήνες αργότερα, ενώ σαφώς καθορίζεται από το (β) σχετικό, η χορήγηση να γίνεται υποχρεωτικά εντός 1 μηνός από την εκτέλεση της υπηρεσίας.

 

β.    Απαλλαγές για συμμετοχή σε ασκήσεις 3 μήνες αργότερα από τη συμμετοχή.

 

γ.   Απαλλαγή κ.ΥΠΑΜ για εορτές Χριστουγέννων - Πρωτοχρονιάς, 3 μέχρι 8 μήνες μετά την ημερομηνία χορήγησης.

 

δ.   Απαλλαγές για Διοικητική Εκπαιδευτική Επιθεώρηση και αθλητικές δοκιμασίες ως χορηγηθείσες από Δκτή Ταξιαρχίας, από τον οποίο δεν δόθηκαν ποτέ.

 

ε.    Απαλλαγές από το Δκτή Μονάδας εκτός των καθοριζομένων στο (β) σχετικό.»

 

 

 

Ο αιτητής υπέβαλε την απολογία του στις 5/9/2008 και, στη συνέχεια, ο Διευθυντής προέβη στην επιβολή της επίδικης πειθαρχικής ποινής, αναφέροντας στην απόφασή του τα πιο κάτω:-

 

«1.  Αφού έλαβα υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διενεργηθείσα προσωπική έρευνα και αφού εξέτασα τους ισχυρισμούς που προβάλατε στην από 05 Σεπ 2008 Διοικητική σας απολογία,

 

σας τιμωρώ

με 2ήμερο περιορισμό, διότι χορηγήσατε σε στελέχη της Μονάδας σας:

 

α.  Απαλλαγές για εκτέλεση υπηρεσίας μέχρι και 5 μήνες αργότερα, ενώ σαφώς καθορίζεται από το (β) σχετικό, η χορήγηση να γίνεται εντός 1 μηνός από την εκτέλεση της υπηρεσίας.

 

β.    Απαλλαγές για τη Διοικητική Εκπαιδευτική Επιθεώρηση ως χορηγηθείσες από το Δκτή Ταξιαρχίας, από τον οποίο δεν δόθηκαν ποτέ.

 

γ.  Απαλλαγές από εσάς, εκτός των καθοριζομένων στο (β) σχετικό.

 

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ - ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ.

 

2.  Έκτιση της ποινής στο σπίτι σας.

 

3. Καταχώρηση - κοινοποίηση της ποινής με μέριμνα της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ/ΔΥΠ/1ο Τμήμα.»

 

 

 

Για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση:-

 

  (ι)  Λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.

 

(ιι)  Είναι το αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης.

 

(ιιι)  Στερείται αιτιολογίας· και

 

 (ιν) Συνιστά επιβολή μιας πειθαρχικής ποινής για περισσότερα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα.

 

Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι, με την επίδικη απόφαση, του επιβλήθηκε μια ποινή - (2 ημέρες περιορισμός) - για τρία ξεχωριστά παραπτώματα, που διαπράχθηκαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία και αφορούσαν παράλειψη συμμόρφωσης με διαφορετικές διαταγές, πρακτική που έχει ήδη αποδοκιμαστεί νομολογιακά - (βλ.  Δημοκρατία ν. Περδίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 1159) - και Ζαχαρίας Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2141/06, 21/3/08). 

 

Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση απαντά ότι η ποινή αφορά ένα και μόνο πειθαρχικό αδίκημα, αυτό της παράλειψης συμμόρφωσης με τις Γενικές Διαταγές του Διοικητή, του ΄Αρθρου 19(2) του Πειθαρχικού Κώδικα.

 

Σύμφωνα με τον Κ. 3 των Πειθαρχικών Κανονισμών:-

 

«3.  Παν μέλος διαπράττει πειθαρχικόν παράπτωμα (εν τοις εφεξής αναφερόμενον εν τοις παρούσι Κανονισμοίς ως 'παράπτωμα') εάν διαπράξη αδίκημα τι εναντίον του Νόμου ή των παρόντων Κανονισμών ή οιουδήποτε άλλου εκάστοτε ισχύοντος Νόμου ή οιονδήποτε των παραπτωμάτων άτινα εκτίθενται εν τω Πρώτω Πινάκι των παρόντων Κανονισμών (εν τοις εφεξής αναφερομένω ως 'Πειθαρχικός Κώδιξ')».

 

 

 

Στο ΄Αρθρο 19(2) του Πειθαρχικού Κώδικα καθιερώνεται ως πειθαρχικό παράπτωμα «Πάσα παράλειψις συμμορφώσεως προς τας Γενικάς Διαταγάς του Διοικητού».

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο αιτητής κλήθηκε σε απολογία αναφορικά με την πιθανή διάπραξη του πιο πάνω παραπτώματος σε πέντε χωριστές περιπτώσεις.   Είναι προφανές ότι αυτές αφορούσαν διαφορετικές διαταγές, οι οποίες, όμως, δεν παρουσιάστηκαν.   Τελικά, ο Διευθυντής, αφού έλαβε υπόψη τις θέσεις που ο αιτητής πρόβαλε με την απολογία του για κάθε περίπτωση, τον έκρινε ένοχο σε τρεις περιπτώσεις παράτυπης χορήγησης απαλλαγών και του επέβαλε την επίδικη ποινή.  Οι δύο περιπτώσεις - (α και γ) - αφορούσαν παράβαση σχετικής διαταγής που αναφέρεται ως «ΕΠΦ.400/752/129174/Σ. 1717/30 Νοε 2001/ΓΕΕΦ/1ο ΕΓ/1(ΔΔΙ)», ενώ η τρίτη περίπτωση - (β) - αφορούσε απαλλαγές,  που χορηγήθηκαν από τον αιτητή, κατ' επίκληση σχετικής διαταγής του προϊσταμένου Διοικητή της Ταξιαρχίας, χωρίς ο τελευταίος να έχει προβεί σε τέτοια ενέργεια.

 

΄Εχοντας εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καταλήγω ότι, με αυτήν, έγινε ένας συγκερασμός των παραπτωμάτων των περιπτώσεων α - γ, τα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχαν ως έρεισμα το ΄Αρθρο 19(2) του Πειθαρχικού Κώδικα, διατηρούσαν, όμως, την αυτοτέλειά τους, με αναφορά στα πραγματικά περιστατικά της διάπραξής τους.   Επιπρόσθετα η αναφερόμενη ως «β» πράξη του αιτητή διακρίνεται σαφώς από τα άλλα δύο παραπτώματα και θα μπορούσε να υπαχθεί στο ΄Αρθρο 4 του Πειθαρχικού Κώδικα ως παραπλανητική ή ανακριβής δήλωση.  Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ την επίδικη απόφαση αντικανονική.  Με αυτήν επιβλήθηκε μια ποινή για περισσότερα του ενός παραπτώματα.

 

Στη Ζαχαρίας Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), ισχυρισμός ταυτόσημος με αυτόν του αιτητή έγινε δεκτός.   Με τα αποφασισθέντα στην εν λόγω υπόθεση, τα οποία παραθέτω στη συνέχεια, συμφωνώ και τα υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσας:-

 

«Για να υπήρχε η δυνατότητα καταδίκης στα όσα τελικώς καταλογίσθηκαν έπρεπε να θεωρούνταν ότι όντως αποτελούσαν πειθαρχικά παραπτώματα και ήταν τα ίδια με εκείνα για τα οποία κλήθηκε ο αιτητής να απολογηθεί.  Και εκείνα που απευθύνθηκαν στον αιτητή και εκείνα για τα οποία τιμωρήθηκε θεωρήθηκαν ότι εμπίπτουν κάτω από τον Καν. 19(2) που αφορά την παράλειψη συμμόρφωσης προς γενικές διαταγές του Διοικητή.  Δεν έχουν όμως αναφερθεί στο Δικαστήριο ποιες είναι οι συγκεκριμένες αυτές γενικές διαταγές του Διοικητή και η γενική αναφορά στην πειθαρχική καταδίκη από τον Διοικητή στην Π.Δ./1-14/ΓΕΕΦ/2006, δεν καλύπτει το κενό.  Ευλόγως προκύπτει το ερώτημα ποιες είναι οι γενικές αυτές οδηγίες, αν είναι διατυπωμένες σε ξέχωρες παραγράφους με κάποια ιδιαίτερη κατάταξη και κατηγοριοποίηση και πώς ενδεχομένως η κάθε οδηγία συσχετιζόταν με τις άλλες.

 

Η γνώση των πιο πάνω θα ήταν αναγκαία διότι ενδεχομένως κάθε παράλειψη συμμόρφωσης προς τις επί μέρους γενικές διαταγές του Διοικητή στοιχειοθετεί ξέχωρο πειθαρχικό παράπτωμα ούτως ώστε να μην μπορούσε να επιβληθεί μια και μοναδική ποινή για δύο χωριστά τέτοια παραπτώματα.  Δεν είναι δεκτή εν πάση περιπτώσει η εισήγηση της κας Ουστά ότι ένα ήταν το πειθαρχικό παράπτωμα αποτελούμενο από δύο πράξεις.

 

Το πειθαρχικό παράπτωμα της παράλειψης συμμόρφωσης προς τις γενικές οδηγίες συναρτάται με την εκάστοτε συγκεκριμένη παράλειψη η οποία και πρέπει να αποτελεί το υπόβαθρο για ξεχωριστή πειθαρχική κατηγορία και βεβαίως ποινή.  Πρόκειται για ανάλογη ή αντίστοιχη διαδικασία όπως τη διατύπωση ποινικών κατηγοριών σε ξέχωρες παραγράφους ως προς την έκθεση κάθε αδικήματος με τις υποστηρικτικές λεπτομέρειες του.  Προκύπτει άλλωστε από το τι  καταλογίσθηκε στον αιτητή ότι εντελώς διαφορετικά ήταν τα πειθαρχικά παραπτώματα από την ίδια τη φύση τους, τα οποία και διαπράχθηκαν σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες.»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, εκτός της γενικής παραπομπής, δεν έχει διευκρινιστεί ποιες συγκεκριμένες διαταγές του Διοικητή θεωρήθηκε ότι ο αιτητής παραβίασε σε κάθε μια από τις τρεις περιπτώσεις χορήγησης απαλλαγών.  Αναμενόταν η συγκεκριμενοποίηση των τριών πειθαρχικών κατηγοριών, με λεπτομέρειες του πραγματικού τους υπόβαθρου, και η χωριστή αντίκρισή τους, από άποψης πειθαρχικής κύρωσης.  Η επιβολή ενιαίας ποινής επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας και, κατ' επέκταση, της επίδικης απόφασης.  Η κατάληξη αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                                               Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                           Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο