ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1175/2008]
8 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ
Αιτητής
ν.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΛΑΙΟΜΕΤΟΧΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
Γεώργιος Α. Καραπατάκης για τον αιτητή.
Ανδρέας Χρ. Ευτυχίου για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής υπηρετούσε από το 1980 ως Επιθεωρητής του Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιομετόχου και, από το 1999, ως Γραμματέας του συσταθέντος με τον περί Κοινοτήτων Νόμο του 1999 (Ν. 86(Ι)/99) (ο Νόμος) Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου. Μετά από ακροαματική διαδικασία το Κοινοτικό Συμβούλιο, με την απόφασή του που φέρει ημερομηνία 2.6.08, έκρινε πως ο αιτητής ήταν ένοχος εννέα παραπτωμάτων και, με την απόφασή του που φέρει ημερομηνία 30.6.08, του επέβαλε την ποινή της απόλυσης «για όλα τα πειθαρχικά παραπτώματα». Με την παρούσα αμφισβητείται το κύρος της απόφασης, στο σύνολό της. Οι αγορεύσεις είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς, η κύρια για τον αιτητή 166 σελίδες, η αγόρευση για τους καθ' ων η αίτηση 74 σελίδες και η απαντητική αγόρευση άλλες 25. Τις μελέτησα όπως και το υλικό και προτίθεμαι να καταγράψω τις διαπιστώσεις μου κατ' ευθείαν σε σχέση με την κάθε μια από τις κατηγορίες, χωρίς άλλη εισαγωγή.
Οι κατηγορίες 1 και 2
Θα αναφερθώ σωρευτικά σ' αυτές τις κατηγορίες γιατί είναι ακριβώς της ίδιας φυσιογνωμίας, στηρίζονται σε όμοιες λεπτομέρειες παραπτώματος και διατυπώθηκαν στη βάση των ίδιων νομοθετικών διατάξεων. Στην Έκθεση Παραπτώματος για την κάθε μια αναφέρεται παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης υπαλλήλου και στις λεπτομέρειες τους, τα ακόλουθα:
«Ο εκκαλούμενος Γραμματέας περί ή στις 20/2/2008 κοινοποίησε στον Έπαρχο Λευκωσίας και Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας επιστολή που έστειλε στον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου στην οποία κρίνει και επικρίνει αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου καθ' υπέρβαση καθήκοντος και χωρίς ρητή εντολή του Κοινοτάρχη ή του Συμβουλίου κατά τρόπο που δυνατό να δυσφημήσει το κύρος και που να τείνει να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην υπηρεσία του.»
Αυτά, κατά παράβαση των Κανονισμών 49(1), 55(1)(β)(2), 40(1)(στ), 61 των ΚΔΠ 556/2002 και 278/2003 και του άρθρου 53(1)(α)(β) του Ν. 86(Ι)/99. Το άρθρο 53(1)(α) του Νόμου καταγράφει τις πειθαρχικές ποινές που είναι δυνατό να επιβληθούν. Πρόκειται για οκτώ ποινές ως ακολούθως: επίπληξη, αυστηρή επίπληξη, διακοπή ετήσιας προσαύξησης, αναβολή ετήσιας προσαύξησης, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις απολαβές τριών μηνών, υποβιβασμό μισθολογικής κλίμακας, αναγκαστική αφυπηρέτηση και απόλυση. Η παράγραφος (β) αφορά στη διαδικασία σε σχέση με την επιβολή των αυστηρότερων από τις ποινές, εκείνων της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης. Στις ίδιες ποινές και σε ορισμένες λεπτομέρειες αναφέρεται και ο Κανονισμός 61. Το ουσιαστικό υπόβαθρο των δυο κατηγοριών, κατά το κατηγορητήριο, παρέχεται από τους υπόλοιπους κανονισμούς που αναφέρονται σ' αυτό.
Ο Κανονισμός 49(1), που είναι ο πρώτος που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, προβλέπει τα ακόλουθα:
«Κάθε γραπτή ή προφορική πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση υπαλλήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του είναι εμπιστευτική και απαγορεύεται να κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, παρά μόνο για την πρέπουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος ή ύστερα από ρητή εντολή του Κοινοτάρχη ή του Συμβουλίου.».
Στη συνέχεια, ο Κανονισμός 55(1)(β) και (2) προβλέπει τα ακόλουθα:
«(1) Υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη -
(α) ....................
(β) αν ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υπο χρεώσεις υπαλλήλου∙
(γ) ...........
(2) Για τους σκοπούς του Κανονισμού αυτού ο όρος «Καθήκοντα ή υποχρεώσεις υπαλλήλου» περιλαμβάνει κάθε καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται σε υπάλληλο δυνάμει των Κανονισμών αυτών ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών ή δυνάμει οποιασδήποτε διοικητικής πράξης που γίνεται με βάση αυτούς ή δυνάμει οποιασδήποτε διαταγής ή οδηγίας που εκδόθηκε.»
Τελικά ο Κανονισμός 40(1)(στ) προβλέπει τα ακόλουθα:
«(1) Κάθε υπάλληλος οφείλει -
(στ) να μην ενεργεί ή παραλείπει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της υπηρεσίας γενικά, ή τη θέση του ειδικά, ή που δυνατό να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στην υπηρεσία.».
Η αιτιολόγηση της κρίσης του Κοινοτικού Συμβουλίου για ενοχή του αιτητή στις πιο πάνω κατηγορίες ήταν ιδιαιτέρως σύντομη και την παραθέτω:
«Αναφορικά με τις επιστολές ημερ. 20/2/2008 και ημερ. 7/3/2008 προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, προκύπτει από το περιεχόμενο τους, ότι στάληκαν από το Γραμματέα και κοινοποιήθηκαν από αυτό προς τον Έπαρχο Λευκωσίας και την Ελεγκτική Υπηρεσία. Να σημειωθεί ότι οι υπό αναφορά επιστολές έγιναν εν ώρα εργασίας από το Γραμματέα του Κοινοτικού Συμβουλίου και κτυπήθηκαν στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή του Κοινοτικού Συμβουλίου από την υπάλληλο κ. Άννα Χαραλάμπους πάλιν εν ώρα εργασίας στην οποία και ανέφερε ότι θα πρέπει να τις διαγράψει από τον Η.Υ.
Στις πιο πάνω επιστολές κρίνεται και επικρίνεται για πράξεις και ενέργειες το Συμβούλιο από το Γραμματέα.
...........
Στην ανώμοτη δήλωση του ο διωκόμενος πειθαρχικά Γραμματέας δεν αρνείται ότι απέστειλε τις πιο πάνω επιστολές ημερ. 20/2/2008 και 7/3/2008 παρ' όλ' ότι για την μια επιστολή προφανώς εκ παραδρομής φαίνεται να ανέφερε ότι είναι ημερομηνίας 22/2/2008. Δέχεται ευθέως ότι την επιστολή ημερ. 22/2/2008 και 7/3/2008 κοινοποίησε στον Έπαρχο Λευκωσίας αλλά δεν αναφέρει ευθέως ότι τις κοινοποίησε στην Ελεγκτική Υπηρεσία, εμμέσως πλην σαφώς όμως προκύπτει ότι έπραξε τούτο.»
Προκύπτει σειρά ζητημάτων που αγγίζουν τη ρίζα των κατηγοριών 1 και 2 όπως αυτές διατυπώθηκαν και του σκεπτικού που οδήγησε στην κρίση για τη στοιχειοθέτησή του:
- Στην ίδια κατηγορία περιλήφθηκαν λεπτομέρειες και νομικό υπόβαθρο που παραπέμπει σε πλείονα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα. Δεν έχει όμως εγερθεί, ως αυτοτελές, ζήτημα πολλαπλότητας ούτε και έχει συζητηθεί τέτοιο θέμα με αναφορά στη φύση της διαδικασίας, ως πειθαρχικής. Προκύπτουν όμως εξ ανάγκης ερωτηματικά αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών.
- Ο Κανονισμός 55(1)(β) δεν λειτουργεί κατ' απομόνωση. Προϋποθέτει διαπίστωση ενέργειας ή παράλειψης που ισοδυναμεί με παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης και, κατά τους υπόλοιπους κανονισμούς που αναφέρονται στην έκθεση παραπτώματος, η σχετική ενέργεια, εν προκειμένω, συνίστατο στην κοινοποίηση των δυο επιστολών.
- Ο Κανονισμός 49(1), προϋποθέτει την ύπαρξη γραπτής ή προφορικής πληροφορίας που περιέρχεται σε γνώση υπαλλήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, οπότε είναι εμπιστευτική. Εν προκειμένω, ούτε καν στο κατηγορητήριο, δηλαδή στις λεπτομέρειες του παραπτώματος, δεν προσδιορίζεται τέτοια πληροφορία που περιήλθε σε γνώση του αιτητή, ως ο Κανονισμός. Πολύ λιγότερο στην απόφαση για την ενοχή του αιτητή. Στο κατηγορητήριο, ως λεπτομέρεια του παραπτώματος για την κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2, συγκεκριμενοποιείται η κοινοποίηση επιστολής «με την οποία κρίνει και επικρίνει αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου». Ούτε η κρίση ούτε η επίκριση είναι δυνατό να ταυτιστούν προς πληροφορία ώστε να ήταν επιτρεπτό να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετείται αυτό το απαραίτητο συστατικό του παραπτώματος, στη βάση του Κανονισμού 49(1).
- Επιπρόσθετα, κατά τον Κανονισμό 49(1) θα πρέπει να υπάρξει κοινοποίηση και, κατά τις λεπτομέρειες του παραπτώματος, αυτή έγινε προς τον Έπαρχο και προς την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Ο αιτητής αρνήθηκε την κοινοποίηση προς την Ελεγκτική Υπηρεσία και έχουμε δει το χειρισμό ως προς αυτή την πτυχή. Το Κοινοτικό Συμβούλιο θεώρησε πως «ενώ δεν αναφέρει ευθέως ότι τις κοινοποίησε στην Ελεγκτική Υπηρεσία, εμμέσως πλην σαφώς όμως προκύπτει ότι έπραξε τούτο». Αυτό, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή στη μαρτυρία ή στην ανώμοτη δήλωση του αιτητή και χωρίς να προσδιορίζεται το πραγματικό υπόβαθρο του συμπεράσματος ότι αυτή η κοινοποίηση προκύπτει «εμμέσως πλην σαφώς». Επομένως, το σχετικό συμπέρασμα απολήγει να είναι αναιτιολόγητο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Αντίθετα, σημειώνω την επίκληση από τον αιτητή της μαρτυρίας του ίδιου του Ερευνώντος Λειτουργού, σύμφωνα με την οποία, όταν αναζήτησε τις επιστολές στην Ελεγκτική Υπηρεσία, τον πληροφόρησαν πως δεν υπήρχαν τέτοιες επιστολές στο αρχείο της.
- Ούτως ή άλλως, η κοινοποίηση, κατά τον Κανονισμό 49(1), πρέπει να μην έγινε «για την πρέπουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος» και είναι βασική η θέση του αιτητή πως, ακριβώς, η κοινοποίηση των επιστολών προς τον Έπαρχο, έγινε προς εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος. Σε αυτό δε το πλαίσιο επιχειρηματολόγησε με εκτεταμένη αναφορά στο θεσμικό ρόλο του Επάρχου όπως αυτός είναι διάχυτος στο Νόμο και ο οποίος, μεταξύ άλλων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42(1), περιλαμβάνει και εξουσία «να ασκεί έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου»∙ με ιδιαίτερη επισήμανση και των άρθρων 64 και 70 του Νόμου. Το άρθρο 70 αναφέρεται στο καθήκον του Συμβουλίου για τήρηση Λογαριασμών και στο άρθρο 64(3) προβλέπεται, σε σχέση με τον ετήσιο προϋπολογισμό, η εξουσία του Επάρχου να προβαίνει σε «έλεγχο της νομιμότητας του προϋπολογισμού». Περιλαμβάνονταν στα καθήκοντα του αιτητή η τήρηση λογιστικών βιβλίων και η ετοιμασία των προϋπολογισμών και ετήσιας έκθεσης εσόδων - εξόδων, οι κρίσεις που διατυπώνονται αναφέρονταν στη διαφωνία αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο το Κοινοτικό Συμβούλιο ενέργησε σε ορισμένες περιπτώσεις, σε σχέση προς τα πιο πάνω και, κατά τη θέση του, δεν ήταν δυνατό να ενεργήσει και ο ίδιος κατά παράνομο τρόπο. Ανέπτυξε ο αιτητής και επιχειρήματα για να θεμελιώσει την άποψή του πως το Κοινοτικό Συμβούλιο ενέργησε παράνομα αλλά δεν παρέχεται περιθώριο για τέτοια επέκταση. Το Κοινοτικό Συμβούλιο απλώς δεν ασχολήθηκε με το θέμα. Δεν έστρεψε την προσοχή του προς την ανάγκη στοιχειοθέτησης των κατηγοριών και από αυτή την άποψη και, συνεπώς, η απόφαση στερείται αιτιολογίας που θα επέτρεπε το δικαστικό έλεγχο και ως προς αυτό το συστατικό του αδικήματος. Παρατηρήσεις που θα ίσχυαν ακόμα και σε σχέση με την υποτιθέμενη κοινοποίηση προς την Ελεγκτική Υπηρεσία, το θεσμικό ρόλο της οποίας, εν πάση περιπτώσει επικαλείται ο αιτητής, μάλιστα, παραπέμποντας και σε σχετική έκθεσή της για το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου. Συναφώς ο αιτητής υποστήριξε και πως δεν αποδείχθηκε ότι δεν είχε τη ρητή εντολή του Κοινοτάρχη ή του Συμβουλίου για την κοινοποίηση των πιο πάνω επιστολών και, ως προς αυτό, παρενέβαλε ισχυρισμούς που παραπέμπουν σε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης, αφού, όπως θεωρεί, λήφθηκε συναφώς υπόψη η όποια προσωπική γνώση του Προέδρου ή των μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου. Δεν ήταν όμως η θέση του πως είχε τέτοια εντολή. Όπως ο ίδιος αναφέρει, μόνο ενημέρωσε το Κοινοτικό Συμβούλιο προς το οποίο άλλωστε είχε απευθύνει τις επιστολές, καθηκόντως, όπως εξηγεί, με αναφορά στους Κανονισμούς.
- Ο Κανονισμός 40(1)(στ) προϋποθέτει ενέργεια ή παράλειψη που δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της Υπηρεσίας γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που δυνατό να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στην Υπηρεσία. Στην απόφασή του το Κοινοτικό Συμβούλιο απλώς αναφέρει ότι «στις πιο πάνω επιστολές κρίνεται και επικρίνεται για πράξεις και ενέργειες το Συμβούλιο από το Γραμματέα» χωρίς οποιασδήποτε μορφής αιτιολόγηση που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς τα πιο πάνω συστατικά του παραπτώματος, κατά τον Κανονισμό 40(1)(στ). Ιδιαιτέρως, μάλιστα, ενόψει της βασικής θέσης του αιτητή πως ενεργούσε καθηκόντως, κοινοποιώντας τις επιστολές σε αρμόδιο που είχε εξουσία ελέγχου νομιμότητας. Πολύ λιγότερο χωρίς καν αναφορά στο πώς, με κοινοποίηση προς τον Έπαρχο ή έστω και προς την Ελεγκτική Υπηρεσία, μπορεί να τίθεται ζήτημα κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στην Υπηρεσία. Όταν, μάλιστα, επιστολή με παρόμοιο περιεχόμενο είχε ήδη σταλεί και προς τον Έπαρχο και προς τη Γενικό Ελεγκτή από δυο μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου. Αυτά τα μέλη διαφώνησαν με την απόφαση για πειθαρχική δίωξη του αιτητή και, στο τέλος, αρνήθηκαν και να συμμετάσχουν κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης.
- Στην απόφαση για την ενοχή του αιτητή, περιλαμβάνεται και σημείωση για την ετοιμασία των επιστολών σε ώρα υπηρεσίας και χρησιμοποίησης του ηλεκτρονικού υπολογιστή του Κοινοτικού Συμβουλίου. Δεν είναι κατανοητή η στόχευση αυτής της σημείωσης που είναι εντελώς ασύνδετη προς ό,τι καταγράφεται στο κατηγορητήριο ως η μεμπτή ενέργεια.
Καταλήγω πως, εξ αντικειμένου, δεν έχουν στοιχειοθετηθεί ουσιώδη συστατικά των παραπτωμάτων των Κατηγοριών 1 και 2 και πως, εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς εκφάνσεις που προσδιόρισα ήταν εντελώς αναιτιολόγητη. Στοιχειοθετείται, επομένως, λόγος ακυρότητας.
Η τρίτη κατηγορία
Η ουσιαστική από τις διατάξεις που αναφέρονται στην έκθεση παραπτώματος της τρίτης κατηγορίας είναι εκείνη του Κανονισμού 4 σύμφωνα με τον οποίο, μεταξύ άλλων, αποτελεί καθήκον του Συμβουλίου ο διορισμός υπαλλήλου. Ιδιαίτερης νομικής φύσης ζητήματα δεν εγείρονται σε σχέση με την στοιχειοθέτηση των συστατικών της τρίτης κατηγορίας και δεν χρειάζεται να αναφερθώ και στους άλλους κανονισμούς και άρθρα του Νόμου που συμπληρωματικά αναφέρονται. Οι λεπτομέρειες του παραπτώματος, στο Κατηγορητήριο, που στην έκθεση παραπτώματος περιγράφεται ως ενέργεια ισοδύναμη με παράβαση καθηκόντων ή υποχρεώσεων ως γραμματέας, έχουν ως ακολούθως:
«Ο εκκαλούμενος Γραμματέας μεταξύ των μηνών Ιανουαρίου, 2008 μέχρι Μαρτίου 2008 συμπεριλαμβανομένου προσέλαβε τον Στέλιο Χ" Ηράκλη για εκτέλεση λογιστικής εργασίας του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου έναντι αμοιβής με έκδοση επιταγής της Σ.Π.Ε. Παλαιομετόχου ποσού €125 με αρ. 4373131 ημερ. 28.1.2008 που εξαργυρώθηκε και επιταγή ποσού €95 με αριθ. 4373175 ημερ. 6.3.2008 που δεν πρόλαβε να εξαργυρωθεί, χωρίς απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου που ήταν αρμόδιο να πράξει τούτο.»
Τα σχετικά προς την τρίτη κατηγορία στην απόφαση για την ενοχή του αιτητή, εξαντλούνται στα πιο κάτω:
«Η ενυπόγραφη κατάθεση του Στέλιου Χ" Ηράκλη που δεν προσήλθε να μαρτυρήσει ενόρκως ενισχύεται από το γεγονός ότι ενώ δεν υπήρχε απόφαση του Συμβουλίου για την πρόσληψη του, εκδόθηκαν στο όνομα αυτού με αποκλειστική πρωτοβουλία του Γραμματέα, δυο επιταγές της Σ.Π.Ε Παλαιομετόχου στ' όνομα του με το ποσό των €125 με αριθ. 4373131 ημερ. 28.1.2008 και €95,00 με αριθμ. 4373175 ημερ. 6/3/2008.
...........
Σε ότι αφορά τις επιταγές που εκδόθηκαν στ' όνομα του Στέλιου Χ"Ηράκλη παραδέχεται ότι ετοιμάστηκαν και προσυπογράφηκαν από αυτόν και στάληκαν στον Πρόεδρο για να πληρωθεί ο Στέλιος Χ"Ηράκλης για τον οποίο δεν υπήρχε απόφαση του Συμβουλίου να προσληφθεί για υπηρεσία στο Συμβούλιο.».
Ο Στέλιος Χ"Ηράκλη δεν είχε προσέλθει για να καταθέσει ως μάρτυρας δηλώνοντας πως ό,τι είχε να πει το είπε στη γραπτή του κατάθεση και αντιλαμβάνομαι πως και το Κοινοτικό Συμβούλιο είδε τη σημασία της μη αντεξέτασής του, θέμα για το οποίο ο αιτητής ανέπτυξε εκτεταμένη επιχειρηματολογία. Παρέπεμψε, λοιπόν, σε ενισχυτική μαρτυρία συνιστάμενη στο ότι οι επιταγές που αναφέρονται στο Κατηγορητήριο εκδόθηκαν «με αποκλειστική πρωτοβουλία του Γραμματέα» χωρίς αναφορά, όμως, στο πού εδραζόταν η διαπίστωση για τέτοια αποκλειστική πρωτοβουλία, έχοντας μάλιστα υπόψη και τα ακόλουθα:
- Ο Στέλιος Χ"Ηράκλη είχε προσληφθεί και για το 2007 για την εκτέλεση εργασιών και, βεβαίως, πληρώθηκε γι' αυτές.
- Ο αιτητής ισχυρίστηκε με την ανώμοτη δήλωσή του πως την ανάθεση και των επίμαχων εργασιών τις έκαμε ο ίδιος ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου, που περιλαμβανόταν στους κριτές του.
- Οι δυο επιταγές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο ήταν υπογραμμένες και από τον ίδιο τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου και το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν αναφέρθηκε καν σ' αυτά τα σημαντικά γεγονότα. Αντίθετα, γίνεται αναφορά σε παραδοχή του αιτητή ότι οι επιταγές ετοιμάστηκαν και προσυπογράφηκαν από τον ίδιο, χωρίς οποιαδήποτε σχετική έστω επεξήγηση αλλά χωρίς και οποιαδήποτε αναφορά στο βασικό ισχυρισμό του αιτητή πως ήταν ο Πρόεδρος που έκαμε την ανάθεση. Ο οποίος, μάλιστα, σε απορία που εξέφρασε ο δικηγόρος του αιτητή κατά τη δίκη «πού είναι το αδίκημα», προέβη στην ανεπίτρεπτη παρέμβαση «ξέρουμε εμείς το αδίκημα». Δεν υπάρχει καν στη γραπτή κατάθεση του Στέλιου Χ"Ηράκλη οτιδήποτε περί πρωτοβουλίας του αιτητή και η αναφορά σε ανάθεση της εργασίας από τον αιτητή, χωρίς οτιδήποτε άλλο, για την οποία ασφαλώς ο αιτητής είχε, εν πάση περιπτώσει, δικαίωμα αντεξέτασης, δεν πληρώνει το κενό.
Καταλήγω πως εμφανώς ελλείπει και, εν προκειμένω, η απαραίτητη τεκμηρίωση αλλά ακόμα και η απαιτούμενη αιτιολόγηση σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας. Διαπιστώνεται, επομένως, και ως προς αυτή λόγος ακυρότητας.
Η τέταρτη κατηγορία
Η τέταρτη κατηγορία αφορά σε απουσία από το καθήκον και η ουσιαστική διάταξη, πέρα από τις συμπληρωματικές που αναφέρονται στην Έκθεση Παραπτώματος, είναι ο Κανονισμός 44. Κατά τον οποίο, μεταξύ άλλων, υπάλληλος που απουσιάζει από τα καθήκοντά του χωρίς άδεια, υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη. Οι λεπτομέρειες του παραπτώματος ανατρέχουν στις 28.2.08 και εμφανίζουν τον αιτητή να απουσίασε από την εργασία του χωρίς άδεια για δυο ώρες.
Ο αιτητής, ενώ παραδέχεται και εξηγεί αυτή την απουσία, επιχειρηματολογεί και για ανεπίτρεπτο συνυπολογισμό της προσωπικής γνώσης του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου. Δεν έχει δίκαιο ως προς αυτό. Το Κοινοτικό Συμβούλιο, σε σχέση με την τέταρτη κατηγορία, κατέγραψε τα ακόλουθα:
«Οι μάρτυρες Κούλλα Άδωνη και Άννα Χαραλάμπους, υπάλληλοι του Συμβουλίου, μαρτύρησαν ότι ο Γραμματέας στις 29.2.2008 αποχώρησε από την εργασία του γύρω στις 1:00 μ.μ. για να μεταβεί στον Έπαρχο και στην Ελεγκτική Υπηρεσία. Γι' αυτή την απουσία του δεν υπήρχε άδεια του Συμβουλίου.»
Η θέση του αιτητή ήταν πως είχε κληθεί στο γραφείο της Γενικού Ελεγκτή για υπηρεσιακούς λόγους, ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου δεν είχε προσέλθει εκείνη την ημέρα στο γραφείο ούτε και μπόρεσε να τον εντοπίσει και, τελικά, πήγε στο γραφείο της Γενικού Ελεγκτή αφού ενημέρωσε δυο μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου που ήταν στο γραφείο και συνεργάζονταν μαζί του. Οι οποίοι και του είπαν «εν τάξει πήγαινε και συνεχίζουμε άλλη φορά». Δεν υπάρχει ούτε και σ' αυτή την περίπτωση αναφορά σ' αυτά στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και, βεβαίως, δεν θα θεωρούσα ότι το κενό καλύπτεται από τη γενική αναφορά του Κοινοτικού Συμβουλίου στο τέλος της απόφασης του πως απορρίπτει την ανώμοτη δήλωση του αιτητή η οποία ήταν ιδιαιτέρως μακροσκελής και, βεβαίως, κάλυπτε σωρεία θεμάτων. Επιπλέον, δεν υπάρχει ούτε και σ' αυτή την περίπτωση ο οφειλόμενος νομίζω προβληματισμός και ιδιαίτερη κρίση αναφορικά με το κατά πόσο απουσία δυο ωρών για υπηρεσιακούς λόγους, που αναφέρονται στην απόφαση, μάλιστα, από τον πρώτο υπάλληλο του Κοινοτικού Συμβουλίου, θα ήταν δυνατό να ταξινομηθεί ως, χωρίς άλλο, απουσία με την έννοια του Κανονισμού. Καταλήγω πως υπάρχουν κενά στη στοιχειοθέτηση αλλά, εν πάση περιπτώσει, και στην αιτιολογία. Στοιχειοθετείται, επομένως, λόγος ακυρότητας.
Η πέμπτη κατηγορία
Η πέμπτη κατηγορία αφορά σε απουσία χωρίς άδεια, πάλιν για δυο ώρες, αυτή τη φορά στις 31.3.08. Ως προς αυτή, στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, σημειώνονται τα ακόλουθα:
«Οι μάρτυρες Κούλλα Άδωνη, Χρυστάλλα Κοντάκκη και Άννα Χαραλάμπους, υπάλληλοι του Συμβουλίου, μαρτύρησαν ότι στις 31.3.2008 ο Γραμματέας αποχώρησε από το Γραφείο του για δύο ώρες περίπου με αποτέλεσμα να μείνουν κλειστά τα Γραφεία του Κοινοτικού Συμβουλίου. Γι' αυτή την απουσία του δεν υπήρχε άδεια του Συμβουλίου.»
Ήταν και εν προκειμένω, η θέση του αιτητή πως έπρεπε να απουσιάσει για να παραστεί, υπό την ιδιότητά του ως γραμματέας, σε εορτασμούς και για άλλο υπηρεσιακό λόγο και πως ο ίδιος ενημέρωσε τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου, δίδοντας και λεπτομέρειες αναφορικά με τις συνομιλίες που είχε πριν την αναχώρησή του. Όσα σημείωσα για την τέταρτη κατηγορία ισχύουν και για την πέμπτη κατηγορία. Ιδιαιτέρως όμως σημειώνω εδώ πως για την ανυπαρξία άδειας από τον Πρόεδρο ουδείς κατέθεσε. Εκτός αν υποθέταμε ότι, ανεπιτρέπτως και χωρίς να το καταγράφει το πρακτικό της δίκης, ενήργησαν με ό,τι θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως προσωπική γνώση του Προέδρου, όπως την ανέφερε σε άλλη ευκαιρία, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν υπό κρίση ως η ενδεχομένως αντίθετη εκδοχή. Στο πρακτικό, σε σχέση με τις δυο απουσίες, εκείνων της τέταρτης και πέμπτης κατηγορίας, σημειώνεται και πως ο αιτητής παραδέχεται ότι απουσίαζε «χωρίς άδεια του Συμβουλίου», σημείωση εμφανώς λανθασμένη αφού ο αιτητής εντόνως αμφισβητούσε ότι αυτές οι περιπτώσεις δικαιολογούσαν την κατηγορία για απουσία χωρίς άδεια του Συμβουλίου. Στοιχειοθετείται, επομένως, λόγος ακυρότητας όπως και στην περίπτωση της τέταρτης κατηγορίας.
Έκτη κατηγορία
Η έκτη κατηγορία εδράζεται ουσιαστικά στην πρόνοια του Κανονισμού 73(1) για «ακρίβεια προσέλευσης στην Υπηρεσία και Μητρώο Παρουσιών». Οι λεπτομέρειες του παραπτώματος ανατρέχουν στο παρελθόν και καταλογίζουν στον αιτητή καθυστέρηση στην προσέλευσή του στην εργασία κατά 15 - 30 λεπτά, την περίοδο μεταξύ των μηνών Ιανουαρίου και Μαρτίου 2008 χωρίς την άδεια του Κοινοτικού Συμβουλίου ή του Κοινοτάρχη. Η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ως προς αυτή την κατηγορία αναφέρει τα ακόλουθα:
«Ο Γραμματέας δεν απάντησε με σαφήνεια αν καθυστερούσε να παρουσιαστεί στην εργασία του μεταξύ των μηνών Ιανουαρίου 2008 μέχρι Μάρτιο του 2008 συμπεριλαμβανομένων. Παραδέχεται όμως ότι υπήρχαν περιπτώσεις που καθυστερούσε να προσέλθει στην εργασία του και ειδοποιούσε τον Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο ή άλλο μέλος ανάλογα της περίπτωσης.»
Ο αιτητής επισημαίνει την αοριστία του κατηγορητηρίου που ασφαλώς δεν του παρείχε τη δυνατότητα για πολύ εξειδικευμένες αναφορές. Πολύ λιγότερο αφού ουδέποτε του έγινε οποιαδήποτε παρατήρηση, όπως ήταν η θέση του, για να ήταν και εκείνος σε θέση να εξηγήσει με λεπτομέρεια την κάθε περίπτωση. Η θέση του ήταν πως τηρούσε με ακρίβεια το ωράριο και πως οποτεδήποτε απουσίαζε ενημέρωνε και εξασφάλιζε άδεια αρμοδίως.
Κρίνω δικαιολογημένα τα παράπονα του αιτητή σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση και της έκτης κατηγορίας γενικά αλλά ενόψει και της εξήγησης που δόθηκε αφού, εκ των υστέρων, χωρίς μαρτυρία για οποιασδήποτε μορφής παρατήρηση, κατηγορήθηκε για καθυστέρηση στην προσέλευση όταν ευλόγως δεν θα μπορούσε να αναμένεται από τον ίδιο περισσότερη εξειδίκευση. Εκτός αν, όπως περαιτέρω σημειώνει ο αιτητής, ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου χρησιμοποίησε και σ' αυτή την περίπτωση ό,τι πρόβαλε στα πρακτικά της 6.3.2008 ως προσωπική του γνώση που όμως δεν περιλήφθηκε στα πρακτικά της δίκης στο πλαίσιο διαδικασίας που θα την καθιστούσε και αυτή αντικείμενο κρίσης. Σημειώνω συναφώς την ανεπίτρεπτη παρέμβαση του Προέδρου κατά τη δίκη «με βάση τα πρακτικά εμείς λέμε ότι καθυστερούσε να προσέλθει στην εργασία του». Καταλήγω πως δεν ήταν επιτρεπτή η κρίση για στοιχειοθέτηση της έκτης κατηγορίας και συνακολούθως διαπιστώνεται και ως προς αυτή λόγος ακυρότητας.
Η έβδομη κατηγορία
Η έβδομη κατηγορία με αναφορά στον Κανονισμό 73(1) και συμπληρωματική παραπομπή σε άλλους κανονισμούς και νομοθετικές διατάξεις όπως και προηγουμένως, καταλογίζει στον αιτητή παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης, με λεπτομέρειες ως ακολούθως:
«Ο εκκαλούμενος Γραμματέας μεταξύ των μηνών Ιανουαρίου 2008 και Μαρτίου 2008 συμπεριλαμβανομένου κατακράτησε το Μητρώον Παρουσιών καταγραφής της ώρας προσέλευσης και αποχώρησης των υπαλλήλων του Συμβουλίου κατά παράβαση απόφασης του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου ημερ. 8.10.2007 για τοποθέτηση του στο Αρχείο για εύκολη πρόσβαση σ' αυτό από τους υπαλλήλους.».
Στην απόφασή του το Κοινοτικό Συμβούλιο, σημείωσε συναφώς τα ακόλουθα:
«Οι μάρτυρες Κούλλα Άδωνη, Χρυστάλλα Κοντάκκη, Άννα Χαραλλάμπους και Χριτάκης Χριστοφή, υπάλληλοι του Κοινοτικού Συμβουλίου, ανέφεραν ότι ο Γραμματέας κατακρατούσε στο Γραφείο του το Μητρώο Παρουσιών καταγραφής της ώρας προσέλευσης και αποχώρησης των υπαλλήλων του Συμβουλίου κατά παράβαση απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 8/10/2007 να τοποθετείται το πιο πάνω Μητρώο στο Αρχείο για εύκολη πρόσβαση από τους υπαλλήλους.
.............................
Επίσης ο Γραμματέας παραδέχεται ότι κρατούσε το Μητρώο παρουσίασης των υπαλλήλων στο γραφείο του αλλά ισχυρίζεται ότι ήταν ενήμερος ο Πρόεδρος και το Μέλος του Συμβουλίου Αλεξία Προδρόμου Ζούκα.».
Ο αιτητής δεν αμφισβήτησε τη σχετική απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου. Ήταν, όμως, ο ισχυρισμός του πως από τον Οκτώβριο 2007 εν γνώσει του Προέδρου και του Μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Α. Ζούκα, κρατούσε το Μητρώο Παρουσιών στο γραφείο του όπου και το έλεγχε εβδομαδιαίως η Α. Ζούκα στην οποία ανατέθηκε η σχετική ευθύνη. Ουδέποτε του έγινε οποιαδήποτε παρατήρηση, αφέθηκε το θέμα ως είχε και, εκ των υστέρων, με αναφορά στην ημερομηνία του Κατηγορητηρίου, του αποδόθηκε παράβαση της απόφασης. Ενώ εύλογα θεώρησε πως δεν υπήρχε εμμονή για άλλο χειρισμό και πως η απόφαση ανακλήθηκε σιωπηρώς. Αυτά δεν έτυχαν σχολιασμού από το Κοινοτικό Συμβούλιο στην απόφασή του, πέρα από τη γενική καταγραφή της θέσης του. Για να ακολουθήσει η συλλήβδην, χωρίς καμιά αιτιολόγηση, απόρριψη της ανώμοτης δήλωσης του. Χωρίς και προβληματισμό ότι στο θέμα ευθέως εμπλεκόταν ο Πρόεδρος και το Μέλος Α. Ζούκα οι οποίοι, εν τούτοις, συμμετείχαν στη σύνθεση που τον δίκασε. Θεωρώ πως, για όλα τα ανωτέρω, πάσχει η απόφαση ως προς την κατηγορία 7 και πως στοιχειοθετείται και ως προς αυτή λόγος ακυρότητας.
Όγδοη κατηγορία
Με αναφορά στην έκθεση παραπτώματος σειράς κανονισμών και άρθρων του Νόμου, στα οποία δεν χρειάζεται να επεκταθώ αφού δεν εγείρεται θέμα συναφώς, καταλογίζεται στον αιτητή ενέργεια που ισοδυναμεί με παράβαση των καθηκόντων ή υποχρεώσεων του, ως Γραμματέα, με τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
«Ο εκκαλούμενος Γραμματέας μεταξύ των μηνών Σεπτεμβρίου 2007 και Δεκεμβρίου 2007 συμπεριλαμβανομένου, προχώρησε στην ανανέωση του Ασφαλιστηρίου με αριθ. MDC/3277 για τους υπαλλήλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου με την ΜΙΝΕΡΒΑ Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσιας Λτδ, χωρίς την εξουσιοδότηση και έγκριση του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου που ήταν αρμόδιο να πράξει τούτο.».
Υπό το δεδομένο ότι η Ειρήνη Μιχαηλίδου της Ασφαλιστικής Εταιρείας, στην κατάθεση της οποίας ουσιαστικά εδραζόταν η κατηγορία, δεν προσήλθε να καταθέσει ως μάρτυρας, το Κοινοτικό Συμβούλιο κατέγραψε τα πιο κάτω ως προς την όγδοη κατηγορία:
«Η ενυπόγραφη κατάθεση της μάρτυρος Ειρήνης Μιχαηλίδου η οποία δεν προσήλθε να καταθέσει ενόρκως ενισχύεται από το γεγονός ότι παρ' όλ' ότι δεν υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου για την ανανέωση του Ασφαλιστηρίου με αριθμ. MDC/3277 για τους υπαλλήλους με την ΜΙΝΕΡΒΑ Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Εταιρεία Λτδ, υπήρχαν επιστολές με ημερ. 11/9/2007 και ημερ. 13/9/2007 και το τιμολόγιο ημερ. 26/11/2007 για πληρωμή του Ασφαλιστηρίου προς το Γραμματέα του Συμβουλίου όπου φαίνεται ότι έγιναν οι ενέργειες από το Γραμματέα για την ανανέωση του Ασφαλιστηρίου και της έκδοσης Τιμολογίου για το Ασφαλιστήριο που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πριν πάρει το Συμβούλιο απόφαση για ανανέωση, ανανεώθηκε με ενέργειες του Γραμματέα. Να σημειωθεί ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν ήταν ενήμερο για την εν λόγω αλληλογραφία που είχε ο Γραμματέας με την κ. Ειρήνη Μιχαηλίδου καθώς και ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφάσισε για ανανέωση του Συμβολαίου στις 11/12/2007.
...
Επίσης ο Γραμματέας παραδέχτηκε ότι είχε επικοινωνία με την Ειρήνη Μιχαηλίδου της ΜΙΝΕΡΒΑ Ασφαλιστικής Εταιρείας Δημόσια Εταιρεία Λτδ από το Σεπτέμβριο του 2007 για την ανανέωση του Ασφαλιστηρίου. Για ευνόητους λόγους όμως δεν παραδέχεται ότι προέβηκε σε ανανέωση τούτου προφανώς για το λόγο ότι δεν υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου για το συγκεκριμένο θέμα. Παράλληλα, δεν εξηγεί γιατί πριν ακόμα το Συμβούλιο πάρει απόφαση για την ανανέωση τούτου μέσα στο μήνα Νοέμβρη του 2007, η πιο πάνω Ασφαλιστική Εταιρεία είχε στείλει στο Συμβούλιο τιμολόγιο για να πληρωθεί για την ανανέωση του Ασφαλιστηρίου. Επίσης ο Γραμματέας δεν προσκόμισε τα απαραίτητα έγγραφα / δικαιολογητικά για τα εξαρτώμενα των υπαλλήλων πέραν των 18 ετών, σύμφωνα με την απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ημερ. 8/10/2007.»
Τα κεντρικά σημεία από την ανώμοτη δήλωση του αιτητή αφορούσαν στο ότι δεν προέβη σε ανανέωση του ασφαλιστηρίου, πως έθεσε το θέμα ενώπιον του Κοινοτικού Συμβουλίου και πως, όπως καταγράφεται στα πρακτικά ημερομηνίας 11.12.07, λήφθηκε απόφαση για την ανανέωση που θα ενεργοποιούσε την ασφάλιση από τις 13.9.07 και πως ακολούθησε, στις 28.12.07, η πληρωμή του ασφαλίστρου. Παραθέτω ολόκληρο το απόσπασμα από την ανώμοτη δήλωση όπως την επικαλείται ο αιτητής στην αγόρευσή του:
«Το Κοινοτικό Συμβούλιο με σχετική απόφαση του, είχε ασφαλισμένο το προσωπικό του για το έτος 2007 στην Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία, με βάση σχετική συμφωνία, διάρκειας ενός έτους, δηλαδή ίσχυε μόνον για το έτος 2007.
Προ της λήξεως της άνω συμφωνίας με την Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία προκηρύχθηκαν από το Συμβούλιο προσφορές για την Ασφάλιση του προσωπικού του Κοινοτικού Συμβουλίου για το έτος 2008.
Το Συμβούλιο σε έκτακτη συνεδρία που έγινε στις 8. 10. 2007 [Πρακτικά με αρ. Α/Α 17 / 2007] σχετικά με το θέμα Ασφάλεια προσωπικού, αφού του παρουσιάστηκαν από τον Αντιπρόεδρο οι δύο προσφορές που λήφθηκαν για την ασφάλεια του προσωπικού του Κοινοτικού Συμβουλίου, ήτοι της Μινέρβα Ασφαλιστικής Εταιρείας £4.455,00 ετησίως και της Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας £5.912,04 αποφάσισε όπως συζητήσει το θέμα διεξοδικά σε επόμενη συνεδρία.
Σημειώστε ότι ήμουν αποδέκτης πολλών τηλεφωνημάτων από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2007 από την κυρία Ειρήνη Μιχαηλίδου από την Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία, η οποία μου ανέφερε επίμονα ότι η ασφάλεια του προσωπικού έληξε στις 13. 9.2007 και ότι ακόμα να της απαντήσουμε για το εάν θα προχωρούσε το Συμβούλιο με νέα ασφάλεια προσωπικού και εγώ πάντοτε της έλεγα ότι «δεν είχε αποφασίσει ακόμα το Συμβούλιο». Ουδέποτε είπα στην κυρία Ειρήνη Μιχαηλίδου προ της αποφάσεως του Συμβουλίου ημερομηνίας 11.12.2007 να προχωρήσει με την ανανέωση της ασφάλειας του προσωπικού, άλλωστε γιατί να κάμω κάτι τέτοιο, δεν καταλαβαίνω τον λόγο».
Σε έκτακτη συνεδρία του Συμβουλίου που έγινε στις 11. 12. 2007 [Πρακτικά με αρ. Α/Α 18 / 2007] σχετικά με το θέμα Ασφάλειες προσωπικού αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα :
«Ο Γραμματέας του Κοινοτικού Συμβουλίου ανέφερε ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσει όσον αφορά τις ασφάλειες του προσωπικού.
Στη συνέχεια έγινε ψηφοφορία και το Κοινοτικό Συμβούλιο κατά πλειοψηφία αποφάσισε όπως προχωρήσουν στην ασφάλιση του προσωπικού με την ασφαλιστική εταιρεία «ΜΙΝΕΡΒΑ».
Από τα άνω πρακτικά συνεδριάσεων του Συμβουλίου προκύπτει ότι το Συμβούλιο στις 11.12.2007 αποφάσισε να ασφαλίσει το προσωπικό του στην ασφαλιστική εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ, κατακυρώνοντας την υποβληθείσα προσφορά της εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ.
Ακολούθως, μετά την άνω απόφαση του Συμβουλίου κατά ή περί τις 28 Δεκεμβρίου 2007 καταβλήθηκε στην ασφαλιστική εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ το ποσόν των £4.461 για την ασφάλιση του προσωπικού του Κοινοτικού Συμβουλίου για την χρονική περίοδο Σεπτεμβρίου 2007 μέχρι και Σεπτεμβρίου 2008.
Σημειώστε ότι προ της πληρωμής του ποσού των £4.461 στην ασφαλιστική εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ, η ασφαλιστική εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ ΔΕΝ εξέταζε καμία απαίτηση του προσωπικού που αφορούσε τους μήνες Σεπτέμβριο μέχρι και Δεκέμβριο του έτους 2007.
Επομένως, η ασφάλιση του προσωπικού για τους μήνες Σεπτέμβριο του έτους 2007 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 2008 με την ασφαλιστική εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ είχε ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΘΕΙ μετά την απόφαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 11. 12. 2007 και ειδικότερα μετά την εξόφληση του ποσού των £4.461 στην ασφαλιστική εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ που έγινε κατά ή περί τις 28 Δεκεμβρίου 2007. ΟΛΑ τα δικαιολογητικά για την ασφάλιση του προσωπικού και των εξαρτωμένων τους, καθώς και κατάλογο εξαρτωμένων, δόθηκαν με επιστολή μου ημερομηνίας 6. 9. 2007 προς την ασφαλιστική εταιρεία ΜΙΝΕΡΒΑ που είναι τεκμήριο στον φάκελο της υπόθεσης».
Επομένως, τονίζει ο αιτητής, διώχθηκε για ζήτημα ούτως ή άλλως καλυμμένο από απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, χωρίς να είχε προκληθεί οποιασδήποτε μορφής ζημιά στο Κοινοτικό Συμβούλιο, ενδεικτικό και αυτό της καταδίωξης που υπέστη. Περαιτέρω, επικαλείται εντόνως το γεγονός ότι η βασική μάρτυρας αρνήθηκε να προσέλθει για αντεξέταση, όπως ήταν το στοιχειώδες δικαίωμα του και πως, τελικά, το Κοινοτικό Συμβούλιο δέχτηκε να χρησιμοποιήσει τη γραπτή της κατάθεση που και σ' αυτή υπήρχε η ένδειξη «άνευ βλάβης».
Και στην προκείμενη περίπτωση το Κοινοτικό Συμβούλιο, βλέποντας προφανώς την αδυναμία από τη μη προσέλευση της Ειρήνης Μιχαηλίδου, αναφέρθηκε σε ενισχυτική μαρτυρία. Ως τέτοια προσδιόρισε κατ' αρχάς τις επιστολές 11.9.07 και 13.9.07 αλλά δεν προκύπτει από αυτές οτιδήποτε που θα ενίσχυε ως προς το ζητούμενο. Με την επιστολή 11.9.07 αναφέρεται η επερχόμενη λήξη της ασφάλισης την επομένη και δηλώνεται ετοιμότητα για ανανέωση «κατόπιν δικής σας γραπτής αποδοχής». Και στην επιστολή ημερομηνίας 13.9.07 ενημερώνεται ο αιτητής, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που προηγήθηκε, για τα ασφάλιστρα. Με την ακόλουθη, μάλιστα, κατάληξη: «Περιμένοντας την απάντησή σας σχετικά με την πιο πάνω ανανέωση, με εκτίμηση». Η ύπαρξη επικοινωνίας ήταν παραδεκτή. Άλλο ήταν το θέμα και δεν μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι, ως προς αυτό, πρόσθεταν οτιδήποτε οι δυο επιστολές που αναφέρθηκαν. Ούτε και η αναμονή εξήγησης από τον αιτητή για την ενέργεια της ασφαλιστικής εταιρείας να αποστείλει τιμολόγιο είχε τη θέση της. Αυτή την ενέργεια ήταν η ασφαλιστική εταιρεία που θα έπρεπε να την εξηγήσει και έχουμε δει πως η Ειρήνη Μιχαηλίδου δεν προσήλθε καν για να καταθέσει ως μάρτυρας. Καταλήγω πως κάτω από τις περιστάσεις ήταν ανεπίτρεπτη η καταδίκη του αιτητή στην όγδοη κατηγορία.
Ένατη κατηγορία
Κατά την ένατη κατηγορία, με αναφορά σε διατάξεις που πάλιν δεν χρειάζεται να αναφερθούν, καταλογίζεται στον αιτητή έλλειψη τιμιότητας. Με τις ακόλουθες λεπτομέρειες.
«Ο εκκαλούμενος Γραμματέας περί ή στις 26.3.2008 υπέβαλε στο Συμβούλιο απαίτηση με το έντυπο Ένταλμα πληρωμής αρ. 108 για πληρωμή ποσού €25.72 ως οδοιπορικά χωρίς δικαιολογητικό και χωρίς την εξουσιοδότηση και έγκριση του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου.»
Η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ως προς την ένατη κατηγορία αναφέρει τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με το Ένταλμα πληρωμής αρ. 108 για πληρωμή ποσού €25,72 για οδοιπορικά, προκύπτει ότι υποβλήθηκε από το Γραμματέα χωρίς την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου και χωρίς δικαιολογητικό.».
...........
«Περαιτέρω σε ότι αφορά την υποβολή του Έντυπου - Εντάλματος Πληρωμής αρ. 108, ο Γραμματέας παραδέχεται ότι υπέβαλε τούτο με την αόριστη και γενική δικαιολογία ότι είχε πάει στη Λευκωσία για δουλειές του Συμβουλίου.».
Ο αιτητής, με την ανώμοτη δήλωσή του, υποστηρίζει πως το αίτημα του για έγκριση οδοιπορικών ήταν πλήρως δικαιολογημένο αφού αφορούσε στη μετάβασή του στη Λευκωσία για δουλειές του Κοινοτικού Συμβουλίου και όχι για υποβολή της καταγγελίας όπως αναληθώς ισχυρίζεται ο Πρόεδρος του Συμβουλίου στο σχετικό πρακτικό συνεδρίας του Κοινοτικού Συμβουλίου. Επισημαίνεται πως δεν προσάχθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία επί του θέματος, πολύ λιγότερο από τον Πρόεδρο που εμπλεκόταν άμεσα και πως η καταδίκη για οδοιπορικά που ζητήθηκαν με συγκεκριμένη αιτιολόγηση και που τελικά δεν εγκρίθηκαν ήταν εντελώς ανεπίτρεπτη. Δεν υπάρχει στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου οποιαδήποτε αναφορά στα όσα εγείρει ο αιτητής και, ακριβώς, η κρίση πως έδωσε γενική και αόριστη δικαιολογία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρινόταν στις ανάγκες, ενόψει της φυσιογνωμίας του θέματος. Όταν, μάλιστα, και εν προκειμένω, στο σχετικό ένταλμα που υποβλήθηκε φαίνεται και πάλιν ευθεία εμπλοκή του Προέδρου που φέρεται να μην ενημερώθηκε και να μην ενέκρινε την απουσία του αιτητή ώστε να ήταν και δικαιολογημένη η διεκδίκηση οδοιπορικών. Θέμα, μάλιστα, σε σχέση με το οποίο ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου, κατά τη διάρκεια της δίκης, έκαμε την ακόλουθη εντελώς ανεπίτρεπτη παρέμβαση:
«Για το συγκεκριμένο διατακτικό ήλθε κοντά μου το διατακτικό χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε δικαιολογητικό για συγκεκριμένα οδοιπορικά καθώς και ούτε να γνωρίζω τούτες τις συγκεκριμένες μέρες πού πήγε».
Με συνακόλουθα τα προβλήματα από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος συμμετείχε στη σύνθεση του Κοινοτικού Συμβουλίου που καταδίκασε τον αιτητή, εν προκειμένω, μάλιστα, για έλλειψη τιμιότητας. Καταλήγω πως και η καταδίκη στην ένατη κατηγορία ήταν ανεπίτρεπτη.
Ο αιτητής ανέπτυξε επιχειρήματα σε σχέση με την αμεροληψία του Προέδρου ή μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου, αποδίδοντάς τους έχθρα ακριβώς εξ αιτίας της επισήμανσης από τον ίδιο κατ' ισχυρισμόν παρανομίας τους και κατάχρηση εξουσίας προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού. Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν εκτείνονται με τρόπο που να προβάλλεται αδυναμία του Κοινοτικού Συμβουλίου να δικάσει πειθαρχικά, ως το αρμόδιο κατά το Νόμο και τους Κανονισμούς σώμα την υπόθεση, που θα ήταν το αποτέλεσμα από το γεγονός ότι εξ ορισμού οι κατηγορίες 1 και 2 αφορούσαν σε επιστολές για δικές του ενέργειες. Η σχετική εισήγηση αναπτύχθηκε με αναφορά στη διόρθωση πρακτικού εκ των υστέρων ώστε να μη φαίνεται ότι ο Πρόεδρος «κατήγγειλε τον αιτητή» και σε άλλες ενέργειες του ενός ή του άλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς υποστηρικτική μαρτυρία, ενδεικτικές κατά την εισήγηση, της προαπόφασης για καταδίκη του αιτητή, στις οποίες περιλήφθηκε και αναφορά σε κατ' ισχυρισμό δήλωση μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου προς μάρτυρα, εκκρεμούσας της πειθαρχικής δίκης, τη μαρτυρία του οποίου όμως το Κοινοτικό Συμβούλιο απέρριψε ως αναξιόπιστη, ότι προχωρούσαν προς απόλυση του αιτητή. Περαιτέρω, με αναφορά σε προγενέστερες δηλώσεις και σε παρεμβάσεις κατά τη δίκη στις οποίες, όμως, στην έκταση που ήταν αναγκαίο, έχω ήδη αναφερθεί. Ακόμα και σε ισχυρισμό πως η δίκη διεξάχθηκε στο γραφείο του Προέδρου που κλειδώθηκε και φυλασσόταν από άντρες ασφάλειας, θέμα που δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να συσχετισθεί προς τις κατηγορίες και την κρίση γι' αυτές.
Θεωρώ πως ενόψει της εξ αντικειμένου κατάληξης πως οι κατηγορίες δεν στοιχειοθετήθηκαν νομίμως, παρέλκει η εξέταση τέτοιου θέματος ως ξεχωριστού. Πολύ λιγότερο όταν οι σχετικοί ισχυρισμοί διασυνδέθηκαν και προς τις λεπτομέρειες κατηγοριών ώστε η κατάληξη ως προς την κατ' ουσία στοιχειοθέτησή τους εξ αντικειμένου προσδιόριζε και τη σημασία τους. Ήταν τόσο ριζικές και εξ αντικειμένου ορατές οι πλημμέλειες όπως τις έχω καταγράψει που δεν ενδείκνυται να ασχοληθώ με θέματα που απομακρύνουν από την ουσία και παραπέμπουν σε διαδικαστικής ή άλλης φύσης θέματα απτόμενα του κύρους της διαδικασίας. Σε σχέση, βεβαίως, με τα οποία το Κοινοτικό Συμβούλιο ανέπτυξε τις δικές του διαφορετικές θέσεις. Αυτά αφορούν και στον πρόσθετο ισχυρισμό του αιτητή πως δεν του είχε δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις θέσεις του προς τον ερευνώντα λειτουργό. Η εξέταση τέτοιου θέματος ως ξεχωριστού, κάτω από τις περιστάσεις, δεν δικαιολογείται.
Κρίνω, όμως, πως πρέπει να προσθέσω ορισμένες παρατηρήσεις σε σχέση με την ποινή. Αναπτύχθηκαν και ως προς αυτή διάφορα επιχειρήματα με προεξάρχοντα τα αναφερόμενα στο δυσανάλογó της ενόψει της μικρής, εν πάση περιπτώσει, σοβαρότητας των παραπτωμάτων του κατηγορητηρίου, εξ αντικειμένου. Μάλιστα σε συνάρτηση προς το γεγονός ότι ο αιτητής υπηρετούσε επί 28 χρόνια χωρίς οποιασδήποτε μορφής προηγούμενο, για να βρεθεί εκτός εργασίας και να στερηθεί του βασικού εισοδήματός του για τη συντήρηση της οικογένειάς του. Περαιτέρω, με ιδιαίτερο παράπονο σε σχέση με την ενεργοποίηση της ειδικής πρόνοιας του άρθρου 53(1)(β) του Νόμου που, σε σχέση με την επιβολή της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης, απαιτεί ειδική συνεδρία και αυξημένη πλειοψηφία. Ειδική συνεδρία, κατά την εισήγηση του, σημαίνει προαπόφαση απόλυσης ή αναγκαστική αφυπηρέτηση, πριν αγορεύσει προς μετριασμό της ποινής, πράγμα που έγινε κατά την ειδική συνεδρία. Βεβαίως, δεν καλύπτει αυτό το τελευταίο επιχείρημα και την περίπτωση να ήταν δυνατό, κατά την ειδική συνεδρία, την οποία ο Νόμος απαιτούσε, να κρινόταν, στη βάση και της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής, άλλη ποινή ως κατάλληλη, αλλά δεν νομίζω ότι ενόψει της κατάληξής μου ως προς την ενοχή δικαιολογείται να επεκταθώ είτε ως προς αυτό είτε ως προς τα υπόλοιπα.
Όμως, όπως σημείωσα, η ποινή επιβλήθηκε, όπως σημειώνεται, «για όλα τα πειθαρχικά παραπτώματα». Ποιο είναι το νόημα αυτής της διατύπωσης; Ότι αποφασίστηκε απόλυση ως ποινή για το κάθε ένα από τα ξεχωριστά παραπτώματα; Ακόμα, για παράδειγμα, και για την απουσία δυο ωρών, που θα ήταν εκτός κάθε μέτρου; Προφανώς όχι. Το νόημα είναι πως αποφασίστηκε η απόλυση ως η ποινή για όλα τα παραπτώματα, ιδωμένα σωρευτικά. Η διάπραξη των οποίων, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την ποινή ημερομηνίας 30.6.08, «είναι τέτοιας φύσης που κλονίζει την εμπιστοσύνη του Συμβουλίου προς το διωκόμενο υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της εργοδότησής του». Με την προσθήκη πως «με τη διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων από το διωκόμενο υπάλληλο δυσφημείται το κύρος και τείνει να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς την υπηρεσία του Συμβουλίου» που ήταν συστατικό των κατηγοριών 1 και 2. Ποια θα ήταν η κατάληξη αν ακυρωνόταν η καταδίκη σε αυτές αλλά επικυρωνόταν στις άλλες κατηγορίες ή κάποιες από αυτές; Ανεξάρτητα από το τι θα ήταν δυνατό να λεχθεί γενικά από δικονομικής άποψης σε σχέση με την παράλειψη εξειδίκευσης της ποινής για την κάθε κατηγορία, με την κατάρρευση μιας ή περισσότερων κατηγοριών, πολύ περισσότερο εκείνων που προβάλλονται ως οι σοβαρότερες, θα κατέρρεε η ποινή της απόλυσης αφού αυτή ήταν με αναφορά στο σύνολο των κατηγοριών που κρίθηκε ως η κατάλληλη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση για την ενοχή και συνακολούθως για την απόλυση του αιτητή ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά