ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MAKRIDES ν. REPUBLIC (1979) 3 CLR 584
Kυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406
Καλαπαλίκκης Γεώργιος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 818
Ελευθερίου Παρασκευάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 880
Logicom Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 287
ΧΑΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ ΛΤΔ ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΦΠΑ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1227/2007, 2 Δεκεμβρίου 2008
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 949/07)
25 Αυγούστου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. ΜΙΝΤΙΚΚΗΣ ΦΑΡΜ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Νίκη Κλεάνθους (κα), για Χρίστο Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων, ημερομηνίας 12/6/2007, με την οποία αυτοί κλήθηκαν να καταβάλουν το ποσό των Λ.Κ.12.986,00 ως διαφορά εισαγωγικού δασμού, το ποσό των Λ.Κ.1.299,00 ως χρηματική επιβάρυνση, καθώς και τόκο προς 8% ετησίως επί των πιο πάνω ποσών, από την ημερομηνία που αυτά κατέστησαν οφειλόμενα - (26/1/2007). Ο εισαγωγικός δασμός αφορούσε την εισαγωγή 27242 κιλών κατεψυγμένων και αλατισμένων φιλέτων κοτόπουλου - ("Frozen salted chicken breast fillet").
Σύμφωνα με τα γεγονότα, στις 26/1/2007, ιδιώτες τελωνειακοί πράκτορες, για λογαριασμό των αιτητών, υπέβαλαν στο μηχανογραφημένο σύστημα των καθ' ων η αίτηση διασάφηση εισαγωγής, για να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία 1406 χαρτοκιβώτια, που περιείχαν κατεψυγμένα αλατισμένα στήθη κοτόπουλου χωρίς κόκκαλα, τα οποία εισήχθησαν από τη Βραζιλία, μέσω του λιμένος Λεμεσού, στις 22/1/2007.
Μετά την αποδοχή της διασάφησης, λειτουργός των καθ' ων η αίτηση, στις 31/1/2007, παρέλαβε από τα υποστατικά των αιτητών δείγμα των πιο πάνω προϊόντων, για σκοπούς εξέτασής του από το Γενικό Χημείο του Κράτους. Από τη χημική ανάλυση, διαπιστώθηκε ότι το εμπόρευμα είχε υποστεί βαθύ αλάτισμα με εμποτισμό σε ποσοστό 0,90% στο εξωτερικό μέρος και 0,91% στο εσωτερικό μέρος, αντί σε ποσοστό όχι λιγότερο του 1,2%, που προβλεπόταν για την κατάταξή του στην κλάση που είχε δηλωθεί στη διασάφηση - (0210.99.39.00). Για τα αποτελέσματα της ανάλυσης ενημερώθηκαν οι αιτητές, οι οποίοι υπέβαλαν ένσταση, προβάλλοντας κάποιους ισχυρισμούς και ζητώντας τη διενέργεια δεύτερης ευρύτερης δειγματοληψίας, η οποία έγινε στις 3/4/2007. Τα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης του νέου δείγματος, όπως διατυπώθηκαν στην ΄Εκθεση Εξέτασης ημερομηνίας 21/5/2007, έδειξαν ότι τα κρέατα είχαν υποστεί βαθύ αλάτισμα με εμποτισμό σε ποσοστό 1,12% (±0,038) στο εξωτερικό μέρος και 1,01% (±0,034) στο εσωτερικό μέρος. Οι εν λόγω ενδείξεις ήταν κατώτερες του ορίου 1,2% που προβλεπόταν από τη νομοθεσία για κατάταξη του εμπορεύματος στη δασμολογική κλάση που είχε δηλωθεί, με αποτέλεσμα η διασάφηση των αιτητών να είναι λανθασμένη, αφού τα προϊόντα θα έπρεπε να είχαν καταταγεί σε διαφορετική κλάση. Για σκοπούς εισαγωγικών δασμών, θα έπρεπε να εφαρμοστεί ο συντελεστής δασμού τρίτης χώρας 102,4 EUR/100kg και ο σχετικός συμπληρωματικός δασμός, αντί του 15,4% επί της δασμολογητέας αξίας του εμπορεύματος, με βάση το οποίο υπολογίστηκε, σύμφωνα με τη διασάφηση, το ποσό που είχε καταβληθεί από τους αιτητές.
Με βάση τα στοιχεία δασμολόγησης που αντιστοιχούσαν στο εμπόρευμα κατά την αποδοχή της διασάφησης, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά από τα αποτελέσματα των χημικών αναλύσεων, ο εισαγωγικός δασμός ανερχόταν στο ποσό των Λ.Κ.17.070,00, αντί του ποσού των Λ.Κ.4.084,00 που είχε καταβληθεί, και, έτσι, προέκυψε διαφορά δασμού ύψους Λ.Κ.12.986,00, την οποία οι καθ' ων η αίτηση απαίτησαν με την επίδικη επιστολή - («Εκ των υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 491/07»). Πέραν του ποσού της διαφοράς του εισαγωγικού δασμού, οι αιτητές κλήθηκαν, με την ίδια επιστολή, να καταβάλουν χρηματική επιβάρυνση και τόκο 8% ετησίως, ως έχει προαναφερθεί.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, ήγειραν προδικαστικό ζήτημα μη εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης, στο μέρος που αυτή αφορά την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, το οποίο, όμως, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, αποσύρθηκε. Ανεξάρτητα των δηλώσεων των διαδίκων, είναι νομολογημένο ότι ζητήματα εκτελεστότητας, ως δημοσίας τάξεως, εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Στην παρούσα περίπτωση, η χρηματική επιβάρυνση και ο τόκος επιβλήθηκαν δυνάμει του ΄Αρθρου 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, (Ν. 94(Ι)/2004), και του περί Καθορισμού του Ενιαίου Δημόσιου Επιτοκίου Υπερημερίας Διατάγματος, (Κ.Δ.Π. 28/2007).
΄Οπως έχει νομολογηθεί - (βλ. Καλαπαλίκκης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 818 και Ελευθερίου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 880) - η επιβολή επιβαρύνσεων και τόκων, εφόσον αυτή προβλέπεται από το νόμο, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά αποτελεί νομοθετική υποχρέωση του πολίτη, για την οποία δεν παρέχεται στο διοικητικό όργανο διακριτική εξουσία. Η πιο πάνω, όμως, αρχή ισχύει όταν η προσφυγή προσβάλλει αποκλειστικά την επιβολή επιβάρυνσης και τόκου και όχι όταν η επιβάρυνση και ο τόκος συμπροσβάλλονται μαζί με την «εκ των υστέρων Βεβαίωση Οφειλής».
Εδώ, η χρηματική επιβάρυνση και ο τόκος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την «εκ των υστέρων Βεβαίωση Οφειλής», με αποτέλεσμα ενδεχόμενη ακύρωση της κύριας πράξης να συμπαρασύρει και αυτές σε ακύρωση - (βλ. Χάρης Αργυρού Λτδ v. Διευθύντριας Τελωνείων και ΦΠΑ κ.ά., Υπόθεση Αρ. 1227/07, 2/12/08 και S.M. Simply Mobile Phones (CY) Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1589/08, 19/2/10). Επομένως, ορθά η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση απέσυρε την προδικαστική ένσταση.
Οι αιτητές, με την προσφυγή τους, προβάλλουν τέσσερις λόγους για ακύρωση της επίδικης απόφασης - (ι) έλλειψη αιτιολογίας, (ιι) έλλειψη δέουσας έρευνας, (ιιι) έλλειψη νόμιμου πραγματικού και νομικού υπόβαθρου και (ιν) παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης - τους οποίους, όμως, με τις αγορεύσεις τους, συμπλέκουν με διάφορους άλλους ισχυρισμούς, οι πλείστοι των οποίων αφορούν την ορθότητα και τις συνθήκες της διαδικασίας λήψης, μεταφοράς και ανάλυσης των δειγμάτων των προϊόντων από το Κρατικό Χημείο. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ισχυρίζονται ότι η δειγματοληψία, η διατήρηση και η μεταφορά των δειγμάτων από τους λειτουργούς των καθ' ων η αίτηση στο Κρατικό Χημείο έγινε υπό ασαφείς συνθήκες, χωρίς συμπλήρωση των αναγκαίων εγγράφων, με αποτέλεσμα τα δείγματα να αλλοιωθούν, και, παράλληλα, επικρίνουν ως ακατάλληλη και ανεπαρκή τη μέθοδο ανάλυσης του Κρατικού Χημείου. Υποβάλλουν, επίσης, ότι το Κρατικό Χημείο δεν είναι διαπιστευμένο εργαστήριο, με αποτέλεσμα να υπάρχει παράβαση του ΄Αρθρου 6 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού Αρ. 882/2004 - («για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων, και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων») - ο οποίος επιβάλλει τη διενέργεια των αναλύσεων των δειγμάτων που λαμβάνονται κατά τους επίσημους ελέγχους από επίσημα διαπιστευμένα εργαστήρια.
Ο τελευταίος ισχυρισμός των αιτητών δεν μπορεί να εξεταστεί, αφού δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής. Ανεξάρτητα, βέβαια, του δικονομικού κωλύματος, οι καθ' ων η αίτηση έχουν καταθέσει ως «Τεκμήριο 2», ακριβές αντίγραφο του Πιστοποιητικού Διαπίστευσης του Κρατικού Χημείου, ημερομηνίας 1/8/2006.
Οι ισχυρισμοί των αιτητών περί ασάφειας των συνθηκών δειγματοληψίας, παράλειψης συμπλήρωσης των σχετικών εγγράφων και, γενικότερα, περί «ομιχλώδους τοπίου» της διαδικασίας δεν ευσταθούν. Καθώς προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και από τα επισυνημμένα στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση έγγραφα, η λήψη των δειγμάτων έγινε κατ' εφαρμογή των προνοιών του Ευρωπαϊκού Κανονισμού Αρ. 2454/1993 - («για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα»). Η διαδικασία λήψης δειγμάτων για σκοπούς εξέτασης εμπορευμάτων προβλέπεται στα ΄Αρθρα 241 και 242 αυτού, τα οποία έχουν ως εξής:-
«΄Αρθρο 242
1. Εφόσον οι τελωνειακές αρχές αποφασίσουν να προβούν σε λήψη δειγμάτων, ενημερώνουν σχετικά το διασαφιστή ή τον αντιπρόσωπό του.
2. Η λήψη δειγμάτων πραγματοποιείται από τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές. Αυτές είναι δυνατό, εντούτοις, να ζητήσουν την υπό τον έλεγχό τους, εκ μέρους του διασαφιστή ή προσώπου που αυτός ορίζει, πραγματοποίηση της εν λόγω λήψης δειγμάτων.
Η λήψη δειγμάτων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται σχετικά από τις ισχύουσες διατάξεις.
3. Οι ποσότητες των λαμβανομένων δειγμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια που είναι αναγκαία για την ανάλυση ή το λεπτομερή έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης μιας ενδεχόμενης επαλήθευσης.
΄Αρθρο 243
1. Ο διασαφιστής ή το πρόσωπο που αυτός ορίζει να παρίσταται κατά την λήψη δειγμάτων, υποχρεούται να παρέχει στις τελωνειακές αρχές κάθε αναγκαία βοήθεια, ώστε να διευκολύνει το σχετικό έργο.
2. Εφόσον ο διασαφιστής αρνείται να παρίσταται κατά τη δειγματοληψία ή να ορίσει πρόσωπο κατάλληλο γι' αυτό το σκοπό, ή όταν δεν παρέχει στις τελωνειακές αρχές την αναγκαία βοήθεια για να διευκολύνει το σχετικό έργο, τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 241 παράγραφοι 1, 2 και 3.»
Οι αιτητές δεν έχουν εξειδικεύσει τι από τα πιο πάνω ή ποια άλλη σχετική με τη διαδικασία διάταξη έχει παραβιαστεί από τους καθ' ων η αίτηση. Αντίθετα, προκύπτει από τα έγγραφα, και, πιο συγκεκριμένα, από το Έντυπο Δειγματοληψίας ημερομηνίας 31/1/2007, το οποίο φέρει την υπογραφή των αιτητών, καθώς και από το Έντυπο Δειγματοληψίας ημερομηνίας 3/4/2007, επίσης υπογεγραμμένο από τους αιτητές, ότι αυτοί όχι μόνο έλαβαν γνώση των δύο δειγματοληψιών που έγιναν σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας Κοινοτικής Νομοθεσίας αλλά συμφώνησαν τόσο με τον τρόπο διενέργειάς τους όσο και με την επάρκεια των δειγμάτων. Η εκ των υστέρων αμφισβήτηση της διαδικασίας της δειγματοληψίας προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, οι προεκτάσεις του οποίου έχουν εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων - (βλ., μεταξύ άλλων, Δημοκρατία v. China Wanbao Engin. Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406). Οι αιτητές δεν μπορεί, από τη μια, με τις ενυπόγραφες δηλώσεις τους, να αποδέχονται τις διαδικασίες της δειγματοληψίας και, από την άλλη, επειδή η προσδοκία τους δεν έχει ικανοποιηθεί, να τις αμφισβητούν, επικαλούμενοι διάφορα επιχειρήματα σε σχέση με την επάρκεια της ποσότητας των δειγμάτων, τη διενέργεια των δειγματοληψιών, τα έγγραφα, κ.λ.π. Υπό τις περιστάσεις, οι εν λόγω ισχυρισμοί απορρίπτονται.
΄Ενα άλλο μέρος της επιχειρηματολογίας των αιτητών αφορά στην ακαταλληλότητα και ανεπάρκεια της μεθόδου έρευνας του Κρατικού Χημείου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, γίνονται αναφορές ως προς τις κατευθύνσεις των επιστημονικών εξετάσεων, στις οποίες, κατά τους ιδίους, θα έπρεπε να επικεντρωθεί το Κρατικό Χημείο, για να διαπιστώσει κατά πόσο το αλάτισμα των δειγμάτων ήταν βαθύ, εάν υπήρξε «ομοιογενής εμποτισμός» και εάν υπήρξε αλλοίωση του εμποτισμού κατά τη φύλαξη και μεταφορά των δειγμάτων από τους τελωνειακούς λειτουργούς στο Χημείο. Εισηγούνται, επίσης, ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν καταγράφονται η μέθοδος που ακολουθήθηκε και η ποσότητα των δειγμάτων που εξετάστηκαν και επισημαίνουν την απόκλιση που υπάρχει μεταξύ των αποτελεσμάτων των δύο αναλύσεων του Κρατικού Χημείου.
Ούτε αυτοί οι ισχυρισμοί ευσταθούν. Στις δύο Εκθέσεις του Κρατικού Χημείου είναι καταγραμμένες διάφορες πληροφορίες - η ημερομηνία παραλαβής και εξέτασης των δειγμάτων, το είδος και η μέθοδος της εξέτασης, η συσκευασία των προσκομισθέντων δειγμάτων, η ποσότητά τους και, τέλος, τα αποτελέσματα της εξέτασης - με βάση την πληροφόρηση που είχε ζητηθεί από τους καθ' ων η αίτηση. Σημειώνεται ότι τα δείγματα παραλήφθηκαν σε νάιλον αεροστεγή συσκευασία, ότι έγινε συγκεκριμένο είδος εξέτασης, που κάλυπτε τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό μέρος αυτών και ότι ακολουθήθηκε η μέθοδος "Volhard".
Είναι γεγονός ότι, μεταξύ των αποτελεσμάτων των δύο εξετάσεων, παρατηρείται ελαφρά απόκλιση, αυτό, όμως, δεν είναι, από μόνο του, καθοριστικό. Επρόκειτο για διαφορετικά δείγματα. Η ουσιαστική κατάληξη ήταν, με βάση και τα δύο αποτελέσματα, η εσφαλμένη δασμολογική κλάση, στην οποία οι αιτητές κατέταξαν τα εμπορεύματά τους.
Τα αναφερόμενα στις δύο Εκθέσεις του Κρατικού Χημείου, θεωρώ ότι, για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου, ικανοποιούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις έρευνας, αφού θέματα τεχνικής φύσεως που αφορούν επιστημονικές μεθόδους και ευρήματα είναι, κατά κανόνα, ανέλεγκτα - (βλ. Στόρεϋ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113).
Για το ανέλεγκτο της ουσιαστικής εκτίμησης της διοίκησης, στη Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 300-301)
«Έχει νομολογηθεί (βλ. Στ.Ε. 479/1938 και 564/1949) ότι σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανεξέλεγκτος. Βλ. και Α & S Antoniades and Co. v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 675, 680:
'In matters of classification of goods, such as the present Case, an Administrative Court has no competence to substitute its own discretion in the place of the discretion of the proper authorities (vide Decisions of the Council of State in Greece 479/1938, 564/1949); but, of course, as in every other case of recourse under Article 146 the Court has to examine the legality of the sub-judice decision, and also whether it was reached through any misconception and cognate matters.'
Σε μετάφραση:
'Σε θέματα ταξινόμησης αγαθών το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υποκαταστήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη των αρμοδίων αρχών (βλ. Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας 479/38, 564/49) αλλά πρέπει να εξετάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά πόσο έχει ληφθεί κάτω από οποιαδήποτε πλάνη και συναφή θέματα.'
Βλ. επίσης, Markides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 584, 601.»
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΣ, ΜΠ